Πέμπτη, Απριλίου 03, 2008

TO KINHTO


Στους φίλους μου

Είμαι αντίθετος στο κινητό. Βέβαια, εδώ που τα λέμε, και για το σταθερό τηλέφωνο έχω τις ενστάσεις μου. Εν πάση περιπτώσει, έχω από καιρό ηττηθεί οριστικά, και ορισμένα ψήγματα ενστάσεων, που κατορθώνω να ψελλίσω , όταν οι συνθήκες με ευνοούν, είναι αποχαιρετισμός στα όπλα.
Κάθομαι λοιπόν και το συζητάω με τον Γιώργο, το μπετατζή. Φανατικός υπέρμαχος των ευκολιών του ο Γιώργος, το κουβαλά πάντα μαζί του. Λασπωμένο από τη δουλειά, κάθεται και το καθαρίζει στο τέλος της κουραστικής βάρδιας, προσεχτικά, και αλλάζει διαρκώς θήκες. Είναι κι αυτός, ανάμεσα στους πολλούς, που το υπερασπίζεται όχι μόνο με επιχειρήματα αλλά και με πράξεις.
Αρχικά απεχθανόμουν αυτούς που το κρεμούσαν στη ζώνη τους. Ήταν σαν να κουβαλούσαν το είδωλο ενός αόρατου συνομιλητή, που δίχως αναβολή, έπρεπε να συνομιλήσουν μαζί του, λες και τα σπουδαία που θα τους μεταφέρουν, συμβαίνουν μόνο όταν βρίσκονται εκτός της εργασίας τους ή του σπιτιού τους. Τώρα όμως η πλειοψηφία αποτελείται από κείνους που το αφήνουν στο τραπέζι. Συνομιλούν μαζί σου, αλλά η τοποθέτηση τού αποκτήματός τους, φάτσα κάρτα, δείχνει ότι δεν κοιτούν εσένα, κατάματα, ντόμπρα, αλλά το μικρό τεχνολογικό επίτευγμα, που διαρκώς μικραίνει και ελαφραίνει, ώστε τα δάχτυλά σου, που διατηρούν, δυστυχώς, το μέγεθος τους, δυσκολεύονται να βρουν τα κατάλληλα πλήκτρα, για να εκπληρώσουν τον σκοπό της αγοράς του. Το κοιτάζουν με λαγνεία, σαν τσίλικι λιμουζίνα, ή καλύτερα επειδή είναι διακριτικοί, το κρυφοκοιτάζουν, σαν ένα κομμάτι του εαυτού τους, διχασμένοι, ανάμεσα σε σένα και την μελλοντική διακοπή του θέματος που έχεις αναπτύξει, από τους κλωνοποιημένους οπαδούς της συσκευής.
Έρχεται λοιπόν η Χριστίνα κι εκεί που το κέφι έχει ανάψει, φτάνει το μήνυμα και μας διακόπτει. Γίνεται μια μικρή παύση για να το διαβάσει, και ακόμη μεγαλύτερη για να απαντήσει. Γιατί το σαβουάρ βιβρ, των απανταχού κινητοκλωνοποιημένων, απαιτεί η απάντηση να είναι άμεση. Χάνω λοιπόν τον ειρμό των σκέψεων μου, το νήμα των πάντα επίκαιρων και εύστοχων λόγων μου, την διάθεσή μου, που δεν είναι πάντα η καλύτερη δυνατή, αγανακτώ, αλλά περιμένω υπομονετικά. Χρονομετρώ τώρα πια τις κλήσεις, και ανάλογα τις διαθέσεις της στιγμής, μετά από πέντε δέκα επαναλήψεις, μέσα στο χρονικό διάστημα που ήδη έχω ορίσει, αποχωρώ, δήθεν αγανακτισμένος, δίχως βέβαια η απουσία μου να επηρεάσει την ευφορία που διακατέχει την ομονοούσα ομήγυρη. Είναι ένα ακόμη επιχείρημα που καταθέτω όταν έχω στριμωχθεί από τους οπαδούς της επικοινωνίας. Στα τόσα άλλα που αντιπαραθέτω, ξεκινώντας, ο ανίσχυρος, από τα πιο αφελή, δηλαδή από το αυτονόητο ερώτημα , που να το βάλω για να το μεταφέρω. Το χειμώνα έχω περισσότερες εναλλακτικές λύσεις, περισσότερες τσέπες δηλαδή. Αλλά το καλοκαιράκι, με τα μπλου τζην και τα μακό μπλουζάκια που είναι τα αγαπημένα μου; Εδώ τα κλειδιά και τον αναπτήρα μου δεν μπορώ να υποφέρω. Και τα τσιγάρα; Να ελέγχω το μυαλό πριν ξεκινήσω, σκουντούφλης, για τη δουλειά. Με κλειστά σχεδόν μάτια, ναρκωμένα τα κύτταρα του εγκεφάλου, να απαριθμώ: Τοστ, τσιγάρα, αναπτήρας, λεφτά, και τώρα κινητό.
Τα επιχειρήματά τους είναι πρέπει να ομολογήσω πειστικά. Αρχινάνε τη ραγάνα τους, τάχα από αμέριστο ενδιαφέρον , Απόστολε, συγκλίνουν στο ίδιο πυρήνα, ανεξάρτητα από την επί μέρους συλλογιστική τους: τη δύσκολη στιγμή. Κάτι να σου συμβεί, επιμένουν, οι αλιτήριοι, σχεδόν σίγουροι για την δυναμική του επιχειρήματός τους, τι θα κάνεις, ρωτούν, σίγουροι για την απάντηση, που έχουν δώσει μόνοι τους, και ακόμη πιο σίγουροι για την αδυναμία μου, να αντιπαρατεθώ στο ακαταμάχητο του ερωτήματός τους. Προοπτική, που η υπενθύμισή της μου προκαλεί, αλλεργία, φόβο, που καλά την έχω εξορισμένη στην ακρότατη παρειά του εγκεφάλου μου, σχεδόν ξεχασμένη. Αναλογίζομαι τη δύσκολη στιγμή, προσπαθώ να την φανταστώ, να την επιβάλλω εν προκειμένω. Να πάω, δηλαδή, για ψάρεμα, να ανοιχτώ στη θάλασσα, να πιάσει μπουρίνι, να αναγκαστώ να ζητήσω βοήθεια, μέσω του κινητού μου. Εύχομαι να με πιάσει λάστιχο, καθώς έρχομαι από την Έμπονα, πέντε η ώρα το πρωί, μετά από ολονύχτιο γλέντι. Να ξεχάσω την παραγγελία της γυναίκας μου, όταν ψωνίζω από το SUPER MARKET. Για να μη σκεφτώ τα χειρότερα, και βρεθώ σε κανένα ναυάγιο ή τρομοκρατική ενέργεια. Εκείνη τη στιγμή, αν ο Χάρος το επιτρέψει, πάρω τηλέφωνο τη γυναίκα μου, να της πω ότι την αγαπώ, γιατί τέτοιες στιγμές ο νους παραλογίζεται, και όταν εγώ αναπαύομαι ψαροφαγωμένος στην αγκαλιά του Κυρίου, μεταδοθεί το μήνυμά μου σε πανελλήνια εμβέλεια από το MEGA, προς τέρψιν των βαρυπενθούντων τηλεθεατών.
Για να πω την αλήθεια, όμως, μου αρέσουν οι ήχοι όταν κτυπά. Όλες οι επιτυχίες, τα σουξέ της εποχής, δείχνουν τι καπνό φουμάρει ο κάτοχός του. Βέβαια επειδή ο ήχος διαρκεί ελάχιστα, δυσκολεύομαι να διακρίνω σε ποιο τραγούδι αντιστοιχεί, αλλά η επανάληψη μήτηρ πάσης μαθήσεως. Μπορεί, ερωτώ, μέσα μου, πάντα υπερβολικός, να χτυπάει η Βανδή και να διαβάζει Αριστηνό, Βίσσυ και να βλέπει Λύντς, Γονίδη και να του αρέσει ο Καραβάτζο; Τους ζηλεύω, όμως, γιατί το κινητό τους είναι ο καθρέφτης της μοναξιάς τους, και η δημόσια επίδειξή της , καλύπτει τη δική μου, δίχως φόβο να αποκαλυφθώ τι κουμάσι είμαι.

3 σχόλια:

Φαίδρα Φις είπε...

πολύ ενδιαφέρον κείμενο,
δυστυχώς δεν πρόλαβα να διαβάσω και προηγούμενες αναρτήσεις σας,
θα επανέλθω,

χαίρετε

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@φαίδρα φις
Ευχαριστώ για την επίσκεψη και για την γνώμη σας. Ελπίζω να έχουμε μια ουσιαστική επικοινωνία εις το εγγύς μέλλον.
Την καλησπέρα μου

Φαίδρα Φις είπε...

κι εγώ το ελπίζω και το εύχομαι,
έτσι θα γίνει,

καλό βράδυ