Πέμπτη, Φεβρουαρίου 28, 2008

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ


Δεν είναι προτιμότερο να κρεμάμε το ποίημα στο γάντζο του μισοφέγγαρου, αντί στον καμβά μιας σελίδας; Αφού συμφωνούμε στο εξής: " Ότι δεν μπορούμε να πούμε, το δείχνουμε"

Κυριακή, Φεβρουαρίου 24, 2008

ΔΙΑΛΕΓΕΤΕ ΚΑΙ ΠΑΙΡΝΕΤΕ !!!!!!!! (ΝΑΙ!ΝΑΙ! ΚΙ ΟΜΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ)



ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ
Ο τελευταίος ψυχροπολεμικός ηγέτης κατάφερε για μισό αιώνα να εκφράσει τις προσδοκίες ενός μεγάλου τμήματος του λαού του για ελευθερία και εθνική ανεξαρτησία. Για εκατομμύρια Κουβανούς είναι ο μοναδικός ηγέτης που γνώρισαν ποτέ. Για πολλούς άλλους υπήρξε εμβληματική μορφή η οποία συμπύκνωσε στο πρόσωπό του την έννοια του επαναστάτη. Οι αμφιλεγόμενες πολιτικές επιλογές ενίσχυσαν τη γοητεία του. Επί των ημερών του η Κούβα της διαφθοράς και της καταπίεσης του Μπατίστα έδωσε τη θέση της σε αυτήν της δωρεάν υγείας και της εκπαίδευσης για όλους. Σε απόσταση μόλις 94 μιλίων από τις ΗΠΑ ο Κάστρο προσδιορίστηκε πολιτικά από τον αντιαμερικανισμό του. Κατάφερε να επιβιώσει από προσπάθειες ανατροπής του και από ένα συνεχιζόμενο αμερικανικό εμπάργκο, καλλιεργώντας συμμαχίες με ό,τι πιο αντιαμερικανικό «κυκλοφορούσε»: από τη Σοβιετική Ενωση ως τη Βενεζουέλα του Τσάβες. Από την άλλη εγκατέστησε προσωποπαγή εξουσία την οποία στήριξε μέσω διώξεων αντιφρονούντων, φίμωσης του Τύπου, καταστρατήγησης των δημοκρατικών διαδικασιών και συχνά στέρησης των Κουβανών από βασικά αγαθά. Η διαιώνιση της εξουσίας, στης οποίας τη γλυκιά γοητεία ο Κάστρο δεν αντιστάθηκε σε αντίθεση με τον συναγωνιστή του Τσε, οδήγησε στον σταδιακό εκφυλισμό της ηγεσίας του σε ένα ακόμη απολυταρχικό καθεστώς.
Το παράδειγμα Κάστρο αποδεικνύει ότι η μόνη δικλίδα ασφαλείας απέναντι στη φθορά και στη διαφθορά της εξουσίας είναι η Δημοκρατία και οι εγγυήσεις που παρέχει για εναλλαγή σε αυτήν ο λαϊκός έλεγχος μέσω της ψήφου. Οποτε επιχειρήθηκε να τεθεί οποιαδήποτε άλλη προτεραιότητα αντί της Δημοκρατίας η κατάληξη ήταν η ίδια και δεν γλίτωσε από τον κανόνα ουδείς, ούτε όσοι ξεκίνησαν με τις καλύτερες προθέσεις και προϋποθέσεις.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΑΤΖΑΦΕΡΗΣ
Φιντέλ Αλεχάντρο Κάστρο Ρους ή αλλιώς ο άνθρωπος που αντιστάθηκε στην ιμπεριαλιστική αυτοκρατορία των Αμερικανών. Ο άνθρωπος που πήρε τα βουνά, απελευθέρωσε τη χώρα του και της έδωσε αξιοπρέπεια στο παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό γίγνεσθαι.
Πιστεύω ότι η Ιστορία, ανεξαρτήτως ιδεολογικής τοποθετήσεως, θα τον συγκαταλέξει σε μια κατηγορία μοναδική, μια κατηγορία που θα είναι αποκλειστικά δική του και δεν θα μπορεί κανείς να ταυτίζεται ή να συγκρίνεται με αυτόν. Σίγουρα η επιβίωση στην εξουσία τόσο πολλά χρόνια δεν έρχεται πάντα με αίσιους και ορθόδοξους τρόπους, σίγουρα υπάρχουν πολλοί που τον κατηγορούν και τον επικρίνουν, ανεξάρτητα όμως με το πού τελικά θα κλίνει η ζυγαριά των ιστορικών, το μόνο σίγουρο είναι ότι όλοι όσοι ασχοληθούν με το φαινόμενο Κάστρο θα καταλήξουν σε ένα κοινό σημείο: ότι αποτελεί ίσως το πιο λαμπρό παράδειγμα αντίστασης και πατριωτισμού στη σύγχρονη ιστορία.
Και βέβαια αγαπώ την πατρίδα μου δεν σημαίνει μόνο αντιστέκομαι στον κατακτητή αλλά δημιουργώ και τις συνθήκες εκείνες που θα την κάνουν δυνατή, να μπορεί να στέκεται στα πόδια της χωρίς κηδεμόνες και πολυεθνικά αφεντικά. Δεν σας κρύβω ότι αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης αποτελεί και η κοινωνική πολιτική του. Ας μην ξεχνάμε ότι η Κούβα είναι μια χώρα με σχεδόν μηδαμινό ποσοστό αναλφάβητων και ας θυμηθούμε επίσης την πολιτική του Κάστρο για τα ορφανά παιδιά όπου ουσιαστικά τα «φύτευε» σε πλούσιες οικογένειες για να αναπτυχθεί η χώρα του ομαλά και να τα σώσει από τα ναρκωτικά και την αλητεία. Απλά πράγματα, απλά λόγια, πιστεύω ότι όχι μόνο θα αποτελεί σύμβολο αντίστασης αλλά και αντικείμενο μελέτης για πολλά χρόνια και θα πρέπει να παραδειγματίσει και άλλους ηγέτες σε πολλές χώρες.
"ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ" 24.02.2008

Τρίτη, Φεβρουαρίου 19, 2008

Η ΚΟΝΤΡΑ

Οδηγώ το αυτοκίνητό μου, ένα SUZUKI BALENO, για να πάω στη δουλειά μου, το απόγευμα. Η ώρα είναι επτά, βρίσκομαι, ακριβώς, μέσα στους χρόνους μου. Νοιώθω χαλαρός, ήρεμος, γεγονός που με ενθουσιάζει, με κάνει να αισθάνομαι μια ευεξία, που δεν μου συμβαίνει αρκετές φορές, διότι φροντίζω να εξαντλώ τον ελεύθερο χρόνο μου, μέχρι δευτερολέπτου, έτσι ώστε διαρκώς να είμαι καθυστερημένος, γεγονός που αντανακλάται στην οδήγησή μου. Φαινόμενο φυσικό, που συμβαίνει σε όλους μας υποθέτω. Η ευχάριστη διάθεσή με παρακινεί να κατεβάσω το παράθυρό μου, air condition δεν διαθέτω, να εισβάλει ο δροσερός αέρας του σούρουπου, να με φρεσκάρει, ώστε η φρεσκάδα και η νεανικότητά μου να αποτυπωθεί στο πρόσωπό μου, ελπίζοντας σε κάποια επιδοκιμαστικό βλέμμα από το γυναικείο φύλλο το οποίο εκτιμώ απεριόριστα. Ακριβώς στη διασταύρωση την στιγμή που ελέγχω τον κεντρικό δρόμο για να περάσω, ένα μπλέ HUNDAI, καινούργιο, με πινακίδες ΡΟΚ 1431, με αρκετή ταχύτητα κολλάει πίσω μου, σε απόσταση αναπνοής. Όλη η ευεξία μου χάνεται ως δια μαγείας. Το χέρι μου που έχω ακουμπισμένο στο ανοιχτό παράθυρο, με τα δάχτυλα να παίζουν στον ρυθμό του τραγουδιού του Πορτοκάλογλου, επανέρχεται στο τιμόνι. Βγαίνω στον κεντρικό δρόμο και προσπαθώ να αποδιώξω από το μυαλό μου, αυτό που πρόκειται να μου συμβεί. Η διαδρομή μέχρι τη δουλειά μου, είναι μια μονότονη, υποχρεωτική διαδικασία που η επανάληψή της καθημερινά με ωφελεί, γιατί εδώ κάνω τις πιο ουσιαστικές σκέψεις που αφορούν τη ζωή μου. Βέβαια αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως υπερβολικό, αλλά σας διαβεβαιώνω ότι είναι πραγματικό. Δεν ξέρω αν είναι συμπληρωματικό της έφεσής μου να κάνω εξίσου σημαντικές σκέψεις στο διάδρομο έξω από το γραφείο μου, αλλά τώρα που έκοψα το τσιγάρο, το αυτοκίνητό μου είναι ο μοναδικός χώρος που λαμβάνω τις αποφάσεις μου. Πότε θα πληρώσω τη δόση του αυτοκινήτου της γυναίκας μου, πως θα αντιμετωπίσω τον Καλαμάρα τον επονομαζόμενο «το καρφί», όταν θα θριαμβολογεί υπέρ της ομάδος του μετά τη χθεσινή νίκη, αν το λάθος του Κώστα είναι ανικανότητα ή επιπολαιότητα, γιατί η Φακίνου εξακολουθεί να βγάζει βιβλία, πρέπει να βάζω Cautonic στο γάλα της κόρης μου, ποιά είναι άραγε πιο φρέσκια, η γαλοπούλα της «ΘΡΑΚΗΣ» ή του «ΥΦΑΝΤΗ», επιτέλους πρέπει να βρω χρόνο να φτιάξω τα φώτα στο μηχανάκι μου. Όλες αυτές οι προσπάθειες μου να βρω καταφύγιο που θα με προστατέψει από ανεπιθύμητες ανατροπές της προσωπικής μου ησυχίας και ασφάλειας, η ανάγκη να βρω ένα χώρο μοναχικό, να βυθιστώ στις σκέψεις μου, παραβιάζεται από τον ανάγωγο εισβολέα, που η φαλλοκρατική του πεποίθηση αφού δεν βρίσκει διέξοδο στο φυσικό του υποδοχέα, μεταφέρει την ανικανότητά του στις λιγόλεπτες ιδιωτικές στιγμές μου.
Η μούρη του απεχθούς HUNDAI, που βλέπω από τον καθρέφτη να κολλάει πίσω μου, μουγκρίζοντας, με επαναφέρει στη πραγματικότητα. Η παρενόχληση όπως είναι φυσικό με εξοργίζει. Ο αγενής και αναιδής οδηγός νοιώθει απαξιωτικά απέναντι στο αυτοκίνητό μου. Πρέπει λοιπόν να υπερασπίσω την επιλογή που έκανα πριν έξη χρόνια, το χρόνο που ξόδεψα στις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων , τις αμέτρητες φορές που προβάρισα σαλόνια αυτοκινήτων, τη μελέτη στα φυλλάδια με τις μηχανικές ικανότητές τους, τις συγκρίσεις που έκανα με άλλα μοντέλα, την αναξιοπρέπεια να ρωτώ τη γνώμη ανθρώπων που δεν καταδεχόμουν ούτε το βλέμμα μου να ρίξω πάνω τους, να δικαιολογήσω τα λεφτά που ξόδεψα, εν κατακλείδι τον εγωισμό και την αξιοπρέπεια που προσπαθεί να καταρρακώσει ο άγνωστός μου. Ευτυχώς ο καλός μου άγγελος βρίσκεται δίπλα μου. Ο δρόμος μπροστά είναι μια ευθεία τριών χιλιομέτρων, αρκετή απόσταση για να αναπτύξω ταχύτητα, και επιπλέον ανοιχτός. Δεν υπάρχει αυτοκίνητο μπροστά μου. Πατάω ελαφρά το γκάζι, κι από τα 80 χιλιόμετρα που έδειχναν τα ηλεκτρονικά όργανα, και με ηρεμούσαν, φτάνουν στα εκατό. Ο οδηγός του HUNDAI φαίνεται να αιφνιδιάζεται αλλά επανακάμπτει. Ως γνωστόν να φοβάσαι τον πληγωμένο και ταπεινωμένο. Αναδιπλώνεται, ορθώνει το ανάστημά του και είναι έτοιμος να προσπεράσει. Χαιδεύω το πεντάλ και ορμώ. Το SUZUKI αρχίζει να καταπίνει τα χιλιόμετρα αδιαμαρτύρητα βγάζοντας έναν ήχο ικανοποίησης. Το είχα τόσο καιρό στερημένο και ο ήχος της μηχανής του δείχνει μια έκφραση απορίας για την ενέργειά μου. Ο δρόμος μπροστά μου είναι ο λάκκος που θα θαφτούν τα όνειρα του σαλτιμπάγκου. Το πόδι μου πατάει δυνατά το γκάζι.
Νοιώθω ένα τρέμουλο στο πόδι που πατάει το πεντάλ, η καρδιά μου φτερουγίζει, αλλά πρέπει να βγάλω σε πέρας αυτό που θα διαψεύσει την αλαζονεία του στερημένου, που με ακολουθεί, αγανακτισμένος από τη διάψευση των προσδοκιών του. Το κοντέρ φτάνει τα 140 χιλιομετρα, ο αέρας εισβάλλει βίαιος στο εσωτερικό, υπενθυμίζοντας ότι δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή μου. Άλλωστε έχω καλύψει τα τρία χιλιόμετρα της ευθείας, και μπροστά μου βρίσκονται αυτοκίνητα που κινούνται στα προειδοποιητικά όρια των πινακίδων. Κοιτάζω από το καθρέφτη μου και προσπαθώ να διακρίνω το βλέμμα του. Το πρόσωπό του ανέκφραστο, αφήνει το αυτοκίνητό του να εκφράσει τα συναισθήματά του. Τα μαύρα γυαλιά που φοράει κρύβουν τα μάτια του, αν και πιστεύω ότι η λάμψη τους έχει παραχωρήσει τη θέση της σ’ ένα βλέμμα απορίας. Το ξυρισμένο πρόσωπό του παραμένει παγερό, αλλά διακρίνω χαρούμενος μια μικρή σύσπαση στην άκρη του χειλιού, που προδίδει, ελπίζω, τον εκνευρισμό του. Αγνοώ τα συναισθήματά του, νοιώθωντας ασφαλής στο εσωτερικό του αυτοκινήτου μου, και χαμογελώ τόσο πλατιά, ελπίζοντας ότι θα δει το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Ελαττώνω ταχύτητα και το θυμωμένο HUNDAI COUPE με προσπερνά μουγκρίζοντας, εκφράζοντας τις διαθέσεις του οδηγού του, αφού δεν μπορεί η ανθρώπινη μορφή του να αποδεσμεύσει τέτοιου μεγέθους ήχους. Του ρίχνω ένα απαξιωτικό βλέμμα την ώρα που με προσπερνά, χαμογελώντας και συνεχίζω να οδηγώ στους κανονικούς ρυθμούς που με χαρακτηρίζουν. Χαμηλούς, σίγουρους, νόμιμους, η ζωή μου δηλαδή. Γιατί τι άλλο ήταν αυτή η απερίσκεπτη ενέργεια μου να τα βάλω με κάποιον που αμφισβητεί την προτεραιότητά μου, να αμφισβητήσω τη θέση που πεισματικά προσπαθεί να μου επιβάλλει, στοχεύοντας στην αναίρεσή μου, να υψώσω το ανάστημά μου βίαια και με θρασύτητα, αφού εκεί που χρειάζεται να αντισταθώ διατηρώ μια αξιοπρέπεια που με συνθλίβει, αλλά παραλλήλως υλοποιεί μια παραποιημένη προσωπική ιδεολογία που με στηρίζει στις δύσκολες αποφάσεις και επιλογές.

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2008

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!!!!!


Σκοπευτήριο Καισαριανής
Λένε πως το αίμα που έτρεχε απ' τ' αυτοκίνητο σκεπάζονταν από το χέρι κάποιου πατριώτη με γαρίφαλα. Μετά από χρόνια θα βγούνε θρύλοι πως στην άσφαλτο φυτρώσανε λουλούδια, αυτά τα ίδια που κάποτε ίσως αποθέσανε πάνω στις σκοτεινές κηλίδες. Κι ακόμα ίσως ειπωθεί από γριές στα εγγόνια τους, σαν παραμύθι, πως κάποιες βραδιές του Μάη φάνταζε ο δρόμος ένα λιβάδι παπαρούνες.
Μυθοπλασίες και υπέρβαση. Η αλήθεια είναι πως το αίμα έμενε τόπους τόπους να ξεραίνεται ώσπου το ξέπλενε η βροχή, κι αυτό στην άσφαλτο, γιατί πιο μέσα από τη μεγάλη πύλη το ρουφούσε ο χωματόδρομος, γινόταν ένα με τη σκόνη χωρίς ν' αφήνει πίσω του σημάδια.
Και σήμερα δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει αυτές τις εκτελέσεις. Μόνο μερικές μουτζαλιές στις γωνιές της οδού Σκοπευτηρίου, αυτές που πήγαν να σκεπάσουν τα γράμματα που έγραψαν οι άλλοι τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης με κόκκινη νερομπογιά "οδός Εθνικού Θυσιαστηρίου", όλα ξεθώριασαν, μπλε μουτζαλιές και γράμματα από κάτω, χάνονται πια σιγά σιγά και κόκκινα και μπλε, μόλις και διακρίνεται ένα καινούργιο χώμα ξασπρισμένο που έδωσε η σύνθεση αυτών των δύο χρωμάτων, μια κάποια υποψία γι' αυτό που έγινε, γι' αυτό που πήγαινε να γίνει, γι' αυτό που τελικά δεν έγινε. Από μια μεριά η απόπειρα να υπάρξουνε κάποια σημάδια, από την άλλη επίμονη η θέληση να σβήσουνε για πάντα, να μη θυμίζει ο χώρος τίποτα, φέραν με τα χρόνια αυτήν τη μπάσταρδη χρωματική μουτζούρα, ένα κοινό δρόμο χωρίς πρόσωπο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιστορία, σαν τόσους δρόμους της Καισαριανής, σαν τις χιλιάδες δρόμους της Αθήνας.
Κι όμως από τα γεγονότα εκείνα υπάρχουνε σημάδια μυστικά που δεν παραποιούνται, ξεφεύγουνε από την έμμονη προσπάθεια μερικών να θάψουνε και να καταχωνιάσουνε τα πάντα, κρυφά σημάδια που το έμπειρο μάτι ανακαλύπτει: Είναι τα πουλιά που φεύγουν έντρομα απ' το δασάκι, πετάγονται κοπαδιαστά σα να ξαφνιάζονται από κάποιες μυστικές ριπές. Είναι τα κυπαρίσσια που δεν κρατάνε τον καρπό τους, μεταπηδάει το αίμα από τις ρίζες στους βλαστούς και πέφτουν κυπαρισσόμηλα. Είναι το υπόγειο αίμα.
Κι ακόμα είναι ο αέρας που στροβιλίζει σκουπιδόχαρτα, κιτρινισμένα γράμματα από άλλη εποχή, ένα χαρτί από τσιγάρα "φεύγω, τα μάτια μου στραμμένα προς..." (τ' άλλα λιωμένα), μια χαλασμένη τραγιάσκα με μια σύσταση στην ξηλωμένη φόδρα, ένα κομμάτι σώβρακο με ξεραμένο σπέρμα "αγαπημένη μου γυναίκα" με σαλιωμένο μελανό μολύβι, κι άλλα μικρά χαρτάκια "γιε μου", "αδέρφια μου", "σύντροφοι".
Βρίσκονται ακόμα εκεί οδός Σκοπευτηρίου κι όλα μαζί μπερδεύονται στα πόδια κάποιου ανύποπτου διαβάτη, που προσπαθεί ν' απαλλαγεί δίνοντας μια κλωτσιά, τον κυνηγούν ως τη γωνιά, στρίβει και χάνεται. μετά περνάει με το καροτσάκι ο σκουπιδιάρης: "Γιατί με στείλανε εδώ; Ο δρόμος είναι παστρικός." Ο δρόμος είναι καθαρός. Ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε ψηλά τα σκουπιδόχαρτα, πολύ ψηλά πάνω απ' τις στέγες. Ομως θα έρθει πάλι η στιγμή να πέσουνε στα πόδια του διαβάτη κι αυτός θα βλαστημάει το δήμαρχο που δε στέλνει να μαζέψουν τα σκουπίδια, πάλι θα έρθουν γιατί κάποτε πρέπει να φτάσουν τα μηνύματα, έστω και με καθυστέρηση τριάντα και σαράντα χρόνια, ας είναι παλιά και ξεχασμένα, οι παραλήπτες πεθαμένοι, αυτά πρέπει να πάνε, γιατί ποιος είναι εκείνος που θ' αντέξει στο παράπονο:
"Εκτελέστηκα, έλιωσα μέσα σε τάφο ομαδικό, ρίξαν ασβέστη, θάψαν άλλους από πάνω μου, έγινα χώμα λιπαρό, έγινα μόνο μνήμη που έσβησε κι αυτή σιγά σιγά με τη ζωή της μάνας μου, όμως εκείνο το χαρτάκι που έριξα στο δρόμο κάποτε πρέπει να το μαζέψετε και να μην περιπλανιέται αδέσποτο. Δικαιοσύνη."

Το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει. Θέμα η λατρεία των νεκρών, μνημόσυνα, κόλυβα και παπάδες. Οι μεν προτείνουν μια σεμνή τελετή με αρχιμανδρίτη (όχι όμως και δεσπότη), οι δε, πατώντας γερά πάνω σε κόκαλα ιερά, ξεσπαθώνουν κι απαιτούν δεσπότη οπωσδήποτε, μεγαλοπρεπή τελετή στην εκκκλησία, κατάθεση στεφάνων στο χώρο εκτελέσεων, αρχιτελετάρχη, βοηθούς κι άλλους οργανωτικούς που θα ρυθμίζουν το πρόγραμμα, χορούς, απαγγελίες, τραγούδια, παράτες.
Φυσικά η πλειοψηφία εξασφαλισμένη κι η απόφαση έχει παρθεί στη "στενή", οι γενικές κατευθύνσεις έχουν δοθεί από "κάτω", όλα είναι κανονισμένα απ' το κόμμα, ποιοι και πότε θα κλάψουν, με τι φωνή θα μιλήσουν και τι θα πουν ακριβώς. Η συνεδρίαση του συμβουλίου γίνεται εντελώς τυπικά, καμιά ομιλία δεν πρόκειται να μεταβάλει το πρόγραμμα, καμία πρόταση δεν πρόκειται να εισακουστεί όσο σοφή κι αν είναι. Παρόλ' αυτά υπάρχουνε σύμβουλοι που παίρνουν το λόγο κι είναι εκείνοι που υποψιάζονται πως δεν έχουνε επίσημο ρόλο τη μέρα της γιορτής, βιάζονται να πουν κάτι από τώρα "για τους νεκρούς", να φανούν και λιγάκι στους ελάχιστους ακροατές του δημοτικού συμβουλίου.
Παίρνω ένα σημείωμα από κάποιο συνάδελφο που συμμερίζεται κάπως και τις απόψεις μου. "Πόσο θα τραβήξει αυτή η φλυαρία;" Θέλω να του απαντήσω πάνω στο ίδιο το χαρτί: "Τι θα γίνει με την καπηλεία των νεκρών κάθε χρόνο;" Καταλήγω να κάνω το σημείωμα αεροπλανάκι κι όσο συνεχίζεται η φλυαρία με που και που τις σπαραχτικές κορώνες "οι νεκροί μας", μπαίνω στον πειρασμό να το σφεντονίσω στην φαλάκρα του οποιουδήποτε ομιλητή της αριστεράς, της δεξιάς, αδιάφορο, όλοι δίνουν τον ίδιο στόχο καθώς κάθονται κυκλικά στο τραπέζι.
Ο πρόεδρος δίνει παρακάτω το λόγο για ν' ακουστούνε γραμμοφωνημένα τα ίδια λόγια, οι ίδιες πάντοτε απόψεις, πολλές φορές και με τις ίδιες κινήσεις, και πάντα η ομιλία γαρνί με τη φράση "οι τιμημένοι νεκροί μας". Με διαολίζει εκείνο το "μας", τίτλος ιδιοκτησίας κάποιων πάνω στους νεκρούς. Ζητάω το λόγο:
"Κύριε Δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα σας είναι γνωστό πως μεταξύ των Ελλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι. Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα και να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη τους". Φυσικά μου αφαιρούνε το λόγο, επιχειρώ να συνεχίσω, μου βουλώνουν το στόμα, άλλοι με βρίζουν, "βέβηλε" φωνάζει κάποιος από το ακροατήριο.
Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα κι ιδανικό τους τη ρεζέρβα. έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Οι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, είχαν πού ν' ακουμπήσουν, όραμα, μια υπόθεση που πίστευαν πως πάει μπροστά, άσχετα αν χαντακώθηκε κι αυτή στο τέλος, υπήρχαν εκείνοι που συνέχιζαν και κάποτε θα φτάνανε στο μεγάλο τους σκοπό, κι εκεί πια οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις θα διαλαλούσαν τα ονόματα αυτών που πέσαν. Σε ποιες ιδέες ν' ακουμπήσει ο σαλταδόρος; "Πήδησα πάνω στ' αυτοκίνητο κι έσκισα με το μαχαίρι την κουκούλα. Οι άλλοι τρέχαν από πίσω για να τους ρίξω τα κλεμμένα. Τότε είδα πως μέσα περίμεναν οι Γερμανοί με τα περίστροφα. Και πάλι θα πηδούσα κάτω, μα σκέφτηκα πως θα 'βαζα σε κίνδυνο τους άλλους που τρέχαν πίσω απ' τ' αυτοκίνητο. Άφησα κια με πιάσανε στα χέρια. Σκέφτηκα πως θα 'ναι όπως την προηγούμενη φορά: Αβέρωφ, έναν δεντρί που κόβει χρόνια. Με στείλαν στο Χαϊδάρι. Τώρα περπατάω μέσα στη μάντρα προς την τάφρο το πατημένο μονοπάτι κι η σκέψη μου όλη να μην πατήσω το ορθό χορτάρι. Δεν έκανα μεγάλες πράξεις στη ζωή μου, ιδέες και τέτοια δεν τα σκέφτηκα ποτέ, τουλάχιστον τις τελευταίες στιγμές μη βλάψω έστω το χορτάρι".

Μας δέχτηκε ο γραμματέας της σκοπευτικής εταιρείας, δε συγκράτησα όνομα, όμως μπορώ να τον ξεχωρίσω μέσα σε χίλιους, λεπτός, μάλλον κοντός και ψαρομάλλης. Μας δέχτηκε στ' αντρίκελα, βολή περιστρόφου τριάντα μέτρα και τσίριζε "ποιο μνημόσυνο;", κι έκανε χειρονομίες, το λαιμουδάκι του εύθραυστο, κυρίως τη στιγμή που έλεγε "αν δηλαδή πέσει η οροφή του σπιτιού σας και σκοτώσει δέκα δώδεκα ανθρώπους, θα 'χουν την απαίτηση οι συγγενείς τους να κάνουν κάθε χρόνο μνημόσυνο μέσα στο σπίτι σας;", το λαιμουδάκι του προσφερόταν πολύ για καρύδωμα, έτσι τη στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια να βάλεις τον αντίχειρα και να πιέζεις εκεί, να πιέζεις μέχρι να σταματήσει να βγαίνει η φωνή απ' το λαρύγγι. Ή να τον βάλεις μέσα στη μάντρα με τ' αντρίκελα, τριάντα μέτρα βολή περιστρόφου, "κρύψου λέχρα" να του φωνάζεις, και να σκοπεύεις κάπου κάτω απ' τα πόδια του, να τραβάς και να ντιντινίζουν οι σφαίρες πάνω στ' αντρίκελα, "χόρεψε και μη φοβάσαι, θα επιτρέψω στους δικούς σου να κάνουν μνημόσυνο κάθε χρόνο κι ας είναι ατύχημα, πού να βρω την οροφή σ' αυτόν τον ακάλυπτο χώρο;".

Να δείτε που στο τέλος θα το κάνουν οικόπεδα - έξι μέτρα φάτσα και δώδεκα βάθος το καθένα, τσίμα τσίμα όσο επιτρέπεται για να είναι άρτιο. Για οικόπεδα θα συμφωνήσουνε όλοι, δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, παρά τις οποιεσδήποτε διαφορές τους, κοινός παρονομαστής τους το "οικοπεδάκι".
Στην αρχή θα το βάλει ο "Προσφυγικός", άσχετα σε ποια παράταξη ανήκει η διοίκηση. Μετά θα μπει στο χορό η "Εργατική Εστία" για αν στεγάσει εργάτες. Κατόπιν το κράτος για να μοιράσει κλειδιά. Βέβαια θα κτιστεί κι ένα κάποιο σχολείο, χωρίς προαύλιο όμως και τα παιδιά θα κάνουν διάλειμμα έξω στο δρόμο.
Δεν ξέρω αν τελικά θα σωθεί το δασάκι. Το σωστό είναι να εξολοθρευτεί κι αυτό έτσι που να μην υπάρχει χώρος για προτομές, ν' αποκλειστεί οποιαδήποτε περίπτωση για ηρώον, κενοτάφια, καντήλια.
Φυσικά δεν πρόκειται να οικοπεδοποιηθεί ο χώρος πάνω απο το νεκροταφείο. Αντίθετα θα τον στολίζουν και θα τον εξωραΐζουν συνέχεια. Τελευταία μάλιστα βάλαν κι ένα μεγάλο τσιμεντένιο σταυρό για να θυμίζει την "πηγάδα". Ψάχνεις και δε βρίσκεις όχι πηγαδάκι αλλά ούτε λακκούβα. Πάντως σιγά σιγά ο χώρος αυτός θα κερδίσει την καινούρια ονομασία του από τα συχνά μνημόσυνα και τις επισκέψεις των σχολείων για καταθέσεις στεφάνων κι ο μελλοντικός επισκέπτης θα σκέφτεται πως ίσως εκεί κοντά υπήρξε κάποια "πηγάδα" που γέμισε με πτώματα εθνικοφρόνων.
Πιθανόν να μείνει κι η ονομασία "Σκοπευτήριο", ουδέτερα όμως, χωρίς καμία ειδική σημασία, αλά πλατεία Συντάγματος, θα φέρνει στα μυαλά των ανθρώπων τους αργόσχολους που κάναν βολή σε χάρτινους στόχους, σε πιατάκια πήλινα και σε περιστέρια. Σε ανθρώπους, ποτέ. Κατά τη γερμανική κατοχή; Μα συνέβηκε ποτέ τέτοιο πράγμα;

Παρασκευή, Φεβρουαρίου 01, 2008

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΔΙΑΚΟΠΕΣ!!!

Μέχρι να επιστρέψω διαβάστε κανένα μυθιστόρημα, που λέει και ο Brautigan!