
Η μούρη του απεχθούς HUNDAI, που βλέπω από τον καθρέφτη να κολλάει πίσω μου, μουγκρίζοντας, με επαναφέρει στη πραγματικότητα. Η παρενόχληση όπως είναι φυσικό με εξοργίζει. Ο αγενής και αναιδής οδηγός νοιώθει απαξιωτικά απέναντι στο αυτοκίνητό μου. Πρέπει λοιπόν να υπερασπίσω την επιλογή που έκανα πριν έξη χρόνια, το χρόνο που ξόδεψα στις αντιπροσωπείες αυτοκινήτων , τις αμέτρητες φορές που προβάρισα σαλόνια αυτοκινήτων, τη μελέτη στα φυλλάδια με τις μηχανικές ικανότητές τους, τις συγκρίσεις που έκανα με άλλα μοντέλα, την αναξιοπρέπεια να ρωτώ τη γνώμη ανθρώπων που δεν καταδεχόμουν ούτε το βλέμμα μου να ρίξω πάνω τους, να δικαιολογήσω τα λεφτά που ξόδεψα, εν κατακλείδι τον εγωισμό και την αξιοπρέπεια που προσπαθεί να καταρρακώσει ο άγνωστός μου. Ευτυχώς ο καλός μου άγγελος βρίσκεται δίπλα μου. Ο δρόμος μπροστά είναι μια ευθεία τριών χιλιομέτρων, αρκετή απόσταση για να αναπτύξω ταχύτητα, και επιπλέον ανοιχτός. Δεν υπάρχει αυτοκίνητο μπροστά μου. Πατάω ελαφρά το γκάζι, κι από τα 80 χιλιόμετρα που έδειχναν τα ηλεκτρονικά όργανα, και με ηρεμούσαν, φτάνουν στα εκατό. Ο οδηγός του HUNDAI φαίνεται να αιφνιδιάζεται αλλά επανακάμπτει. Ως γνωστόν να φοβάσαι τον πληγωμένο και ταπεινωμένο. Αναδιπλώνεται, ορθώνει το ανάστημά του και είναι έτοιμος να προσπεράσει. Χαιδεύω το πεντάλ και ορμώ. Το SUZUKI αρχίζει να καταπίνει τα χιλιόμετρα αδιαμαρτύρητα βγάζοντας έναν ήχο ικανοποίησης. Το είχα τόσο καιρό στερημένο και ο ήχος της μηχανής του δείχνει μια έκφραση απορίας για την ενέργειά μου. Ο δρόμος μπροστά μου είναι ο λάκκος που θα θαφτούν τα όνειρα του σαλτιμπάγκου. Το πόδι μου πατάει δυνατά το γκάζι.
Νοιώθω ένα τρέμουλο στο πόδι που πατάει το πεντάλ, η καρδιά μου φτερουγίζει, αλλά πρέπει να βγάλω σε πέρας αυτό που θα διαψεύσει την αλαζονεία του στερημένου, που με ακολουθεί, αγανακτισμένος από τη διάψευση των προσδοκιών του. Το κοντέρ φτάνει τα 140 χιλιομετρα, ο αέρας εισβάλλει βίαιος στο εσωτερικό, υπενθυμίζοντας ότι δεν μπορώ να ρισκάρω τη ζωή μου. Άλλωστε έχω καλύψει τα τρία χιλιόμετρα της ευθείας, και μπροστά μου βρίσκονται αυτοκίνητα που κινούνται στα προειδοποιητικά όρια των πινακίδων. Κοιτάζω από το καθρέφτη μου και προσπαθώ να διακρίνω το βλέμμα του. Το πρόσωπό του ανέκφραστο, αφήνει το αυτοκίνητό του να εκφράσει τα συναισθήματά του. Τα μαύρα γυαλιά που φοράει κρύβουν τα μάτια του, αν και πιστεύω ότι η λάμψη τους έχει παραχωρήσει τη θέση της σ’ ένα βλέμμα απορίας. Το ξυρισμένο πρόσωπό του παραμένει παγερό, αλλά διακρίνω χαρούμενος μια μικρή σύσπαση στην άκρη του χειλιού, που προδίδει, ελπίζω, τον εκνευρισμό του. Αγνοώ τα συναισθήματά του, νοιώθωντας ασφαλής στο εσωτερικό του αυτοκινήτου μου, και χαμογελώ τόσο πλατιά, ελπίζοντας ότι θα δει το πρόσωπό μου στον καθρέφτη. Ελαττώνω ταχύτητα και το θυμωμένο HUNDAI COUPE με προσπερνά μουγκρίζοντας, εκφράζοντας τις διαθέσεις του οδηγού του, αφού δεν μπορεί η ανθρώπινη μορφή του να αποδεσμεύσει τέτοιου μεγέθους ήχους. Του ρίχνω ένα απαξιωτικό βλέμμα την ώρα που με προσπερνά, χαμογελώντας και συνεχίζω να οδηγώ στους κανονικούς ρυθμούς που με χαρακτηρίζουν. Χαμηλούς, σίγουρους, νόμιμους, η ζωή μου δηλαδή. Γιατί τι άλλο ήταν αυτή η απερίσκεπτη ενέργεια μου να τα βάλω με κάποιον που αμφισβητεί την προτεραιότητά μου, να αμφισβητήσω τη θέση που πεισματικά προσπαθεί να μου επιβάλλει, στοχεύοντας στην αναίρεσή μου, να υψώσω το ανάστημά μου βίαια και με θρασύτητα, αφού εκεί που χρειάζεται να αντισταθώ διατηρώ μια αξιοπρέπεια που με συνθλίβει, αλλά παραλλήλως υλοποιεί μια παραποιημένη προσωπική ιδεολογία που με στηρίζει στις δύσκολες αποφάσεις και επιλογές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου