Παρασκευή, Φεβρουαρίου 15, 2008

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ!!!!!


Σκοπευτήριο Καισαριανής
Λένε πως το αίμα που έτρεχε απ' τ' αυτοκίνητο σκεπάζονταν από το χέρι κάποιου πατριώτη με γαρίφαλα. Μετά από χρόνια θα βγούνε θρύλοι πως στην άσφαλτο φυτρώσανε λουλούδια, αυτά τα ίδια που κάποτε ίσως αποθέσανε πάνω στις σκοτεινές κηλίδες. Κι ακόμα ίσως ειπωθεί από γριές στα εγγόνια τους, σαν παραμύθι, πως κάποιες βραδιές του Μάη φάνταζε ο δρόμος ένα λιβάδι παπαρούνες.
Μυθοπλασίες και υπέρβαση. Η αλήθεια είναι πως το αίμα έμενε τόπους τόπους να ξεραίνεται ώσπου το ξέπλενε η βροχή, κι αυτό στην άσφαλτο, γιατί πιο μέσα από τη μεγάλη πύλη το ρουφούσε ο χωματόδρομος, γινόταν ένα με τη σκόνη χωρίς ν' αφήνει πίσω του σημάδια.
Και σήμερα δεν υπάρχει κάτι που να θυμίζει αυτές τις εκτελέσεις. Μόνο μερικές μουτζαλιές στις γωνιές της οδού Σκοπευτηρίου, αυτές που πήγαν να σκεπάσουν τα γράμματα που έγραψαν οι άλλοι τους πρώτους μήνες της απελευθέρωσης με κόκκινη νερομπογιά "οδός Εθνικού Θυσιαστηρίου", όλα ξεθώριασαν, μπλε μουτζαλιές και γράμματα από κάτω, χάνονται πια σιγά σιγά και κόκκινα και μπλε, μόλις και διακρίνεται ένα καινούργιο χώμα ξασπρισμένο που έδωσε η σύνθεση αυτών των δύο χρωμάτων, μια κάποια υποψία γι' αυτό που έγινε, γι' αυτό που πήγαινε να γίνει, γι' αυτό που τελικά δεν έγινε. Από μια μεριά η απόπειρα να υπάρξουνε κάποια σημάδια, από την άλλη επίμονη η θέληση να σβήσουνε για πάντα, να μη θυμίζει ο χώρος τίποτα, φέραν με τα χρόνια αυτήν τη μπάσταρδη χρωματική μουτζούρα, ένα κοινό δρόμο χωρίς πρόσωπο, χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιστορία, σαν τόσους δρόμους της Καισαριανής, σαν τις χιλιάδες δρόμους της Αθήνας.
Κι όμως από τα γεγονότα εκείνα υπάρχουνε σημάδια μυστικά που δεν παραποιούνται, ξεφεύγουνε από την έμμονη προσπάθεια μερικών να θάψουνε και να καταχωνιάσουνε τα πάντα, κρυφά σημάδια που το έμπειρο μάτι ανακαλύπτει: Είναι τα πουλιά που φεύγουν έντρομα απ' το δασάκι, πετάγονται κοπαδιαστά σα να ξαφνιάζονται από κάποιες μυστικές ριπές. Είναι τα κυπαρίσσια που δεν κρατάνε τον καρπό τους, μεταπηδάει το αίμα από τις ρίζες στους βλαστούς και πέφτουν κυπαρισσόμηλα. Είναι το υπόγειο αίμα.
Κι ακόμα είναι ο αέρας που στροβιλίζει σκουπιδόχαρτα, κιτρινισμένα γράμματα από άλλη εποχή, ένα χαρτί από τσιγάρα "φεύγω, τα μάτια μου στραμμένα προς..." (τ' άλλα λιωμένα), μια χαλασμένη τραγιάσκα με μια σύσταση στην ξηλωμένη φόδρα, ένα κομμάτι σώβρακο με ξεραμένο σπέρμα "αγαπημένη μου γυναίκα" με σαλιωμένο μελανό μολύβι, κι άλλα μικρά χαρτάκια "γιε μου", "αδέρφια μου", "σύντροφοι".
Βρίσκονται ακόμα εκεί οδός Σκοπευτηρίου κι όλα μαζί μπερδεύονται στα πόδια κάποιου ανύποπτου διαβάτη, που προσπαθεί ν' απαλλαγεί δίνοντας μια κλωτσιά, τον κυνηγούν ως τη γωνιά, στρίβει και χάνεται. μετά περνάει με το καροτσάκι ο σκουπιδιάρης: "Γιατί με στείλανε εδώ; Ο δρόμος είναι παστρικός." Ο δρόμος είναι καθαρός. Ο ανεμοστρόβιλος σήκωσε ψηλά τα σκουπιδόχαρτα, πολύ ψηλά πάνω απ' τις στέγες. Ομως θα έρθει πάλι η στιγμή να πέσουνε στα πόδια του διαβάτη κι αυτός θα βλαστημάει το δήμαρχο που δε στέλνει να μαζέψουν τα σκουπίδια, πάλι θα έρθουν γιατί κάποτε πρέπει να φτάσουν τα μηνύματα, έστω και με καθυστέρηση τριάντα και σαράντα χρόνια, ας είναι παλιά και ξεχασμένα, οι παραλήπτες πεθαμένοι, αυτά πρέπει να πάνε, γιατί ποιος είναι εκείνος που θ' αντέξει στο παράπονο:
"Εκτελέστηκα, έλιωσα μέσα σε τάφο ομαδικό, ρίξαν ασβέστη, θάψαν άλλους από πάνω μου, έγινα χώμα λιπαρό, έγινα μόνο μνήμη που έσβησε κι αυτή σιγά σιγά με τη ζωή της μάνας μου, όμως εκείνο το χαρτάκι που έριξα στο δρόμο κάποτε πρέπει να το μαζέψετε και να μην περιπλανιέται αδέσποτο. Δικαιοσύνη."

Το δημοτικό συμβούλιο συνεδριάζει. Θέμα η λατρεία των νεκρών, μνημόσυνα, κόλυβα και παπάδες. Οι μεν προτείνουν μια σεμνή τελετή με αρχιμανδρίτη (όχι όμως και δεσπότη), οι δε, πατώντας γερά πάνω σε κόκαλα ιερά, ξεσπαθώνουν κι απαιτούν δεσπότη οπωσδήποτε, μεγαλοπρεπή τελετή στην εκκκλησία, κατάθεση στεφάνων στο χώρο εκτελέσεων, αρχιτελετάρχη, βοηθούς κι άλλους οργανωτικούς που θα ρυθμίζουν το πρόγραμμα, χορούς, απαγγελίες, τραγούδια, παράτες.
Φυσικά η πλειοψηφία εξασφαλισμένη κι η απόφαση έχει παρθεί στη "στενή", οι γενικές κατευθύνσεις έχουν δοθεί από "κάτω", όλα είναι κανονισμένα απ' το κόμμα, ποιοι και πότε θα κλάψουν, με τι φωνή θα μιλήσουν και τι θα πουν ακριβώς. Η συνεδρίαση του συμβουλίου γίνεται εντελώς τυπικά, καμιά ομιλία δεν πρόκειται να μεταβάλει το πρόγραμμα, καμία πρόταση δεν πρόκειται να εισακουστεί όσο σοφή κι αν είναι. Παρόλ' αυτά υπάρχουνε σύμβουλοι που παίρνουν το λόγο κι είναι εκείνοι που υποψιάζονται πως δεν έχουνε επίσημο ρόλο τη μέρα της γιορτής, βιάζονται να πουν κάτι από τώρα "για τους νεκρούς", να φανούν και λιγάκι στους ελάχιστους ακροατές του δημοτικού συμβουλίου.
Παίρνω ένα σημείωμα από κάποιο συνάδελφο που συμμερίζεται κάπως και τις απόψεις μου. "Πόσο θα τραβήξει αυτή η φλυαρία;" Θέλω να του απαντήσω πάνω στο ίδιο το χαρτί: "Τι θα γίνει με την καπηλεία των νεκρών κάθε χρόνο;" Καταλήγω να κάνω το σημείωμα αεροπλανάκι κι όσο συνεχίζεται η φλυαρία με που και που τις σπαραχτικές κορώνες "οι νεκροί μας", μπαίνω στον πειρασμό να το σφεντονίσω στην φαλάκρα του οποιουδήποτε ομιλητή της αριστεράς, της δεξιάς, αδιάφορο, όλοι δίνουν τον ίδιο στόχο καθώς κάθονται κυκλικά στο τραπέζι.
Ο πρόεδρος δίνει παρακάτω το λόγο για ν' ακουστούνε γραμμοφωνημένα τα ίδια λόγια, οι ίδιες πάντοτε απόψεις, πολλές φορές και με τις ίδιες κινήσεις, και πάντα η ομιλία γαρνί με τη φράση "οι τιμημένοι νεκροί μας". Με διαολίζει εκείνο το "μας", τίτλος ιδιοκτησίας κάποιων πάνω στους νεκρούς. Ζητάω το λόγο:
"Κύριε Δήμαρχε, κύριοι συνάδελφοι, ασφαλώς θα σας είναι γνωστό πως μεταξύ των Ελλήνων που εκτελέστηκαν στο Σκοπευτήριο υπήρξαν και μερικοί σαλταδόροι. Παρακαλώ να ληφθεί μέριμνα και να κατατεθεί στεφάνι στη μνήμη τους". Φυσικά μου αφαιρούνε το λόγο, επιχειρώ να συνεχίσω, μου βουλώνουν το στόμα, άλλοι με βρίζουν, "βέβηλε" φωνάζει κάποιος από το ακροατήριο.
Σκέφτομαι αυτά τα σκληρά παιδιά που είχανε σύμβουλο την πείνα κι ιδανικό τους τη ρεζέρβα. έφτασαν κατάμονα μπροστά στην τάφρο χωρίς ελπίδα ότι το κόμμα τους θα κάνει μνημόσυνο, χωρίς κάποια δικαίωση μετά. Και πώς να συμπαρασταθείς στη μοναξιά τους; Οι άλλοι έχουν ανθρώπους να τους κλάψουνε, εκατοντάδες τα στεφάνια, συνθήματα, τραγούδια και ποιήματα. Οι άλλοι, οι περισσότεροι, είχαν πού ν' ακουμπήσουν, όραμα, μια υπόθεση που πίστευαν πως πάει μπροστά, άσχετα αν χαντακώθηκε κι αυτή στο τέλος, υπήρχαν εκείνοι που συνέχιζαν και κάποτε θα φτάνανε στο μεγάλο τους σκοπό, κι εκεί πια οι απόγονοι στις συγκεντρώσεις θα διαλαλούσαν τα ονόματα αυτών που πέσαν. Σε ποιες ιδέες ν' ακουμπήσει ο σαλταδόρος; "Πήδησα πάνω στ' αυτοκίνητο κι έσκισα με το μαχαίρι την κουκούλα. Οι άλλοι τρέχαν από πίσω για να τους ρίξω τα κλεμμένα. Τότε είδα πως μέσα περίμεναν οι Γερμανοί με τα περίστροφα. Και πάλι θα πηδούσα κάτω, μα σκέφτηκα πως θα 'βαζα σε κίνδυνο τους άλλους που τρέχαν πίσω απ' τ' αυτοκίνητο. Άφησα κια με πιάσανε στα χέρια. Σκέφτηκα πως θα 'ναι όπως την προηγούμενη φορά: Αβέρωφ, έναν δεντρί που κόβει χρόνια. Με στείλαν στο Χαϊδάρι. Τώρα περπατάω μέσα στη μάντρα προς την τάφρο το πατημένο μονοπάτι κι η σκέψη μου όλη να μην πατήσω το ορθό χορτάρι. Δεν έκανα μεγάλες πράξεις στη ζωή μου, ιδέες και τέτοια δεν τα σκέφτηκα ποτέ, τουλάχιστον τις τελευταίες στιγμές μη βλάψω έστω το χορτάρι".

Μας δέχτηκε ο γραμματέας της σκοπευτικής εταιρείας, δε συγκράτησα όνομα, όμως μπορώ να τον ξεχωρίσω μέσα σε χίλιους, λεπτός, μάλλον κοντός και ψαρομάλλης. Μας δέχτηκε στ' αντρίκελα, βολή περιστρόφου τριάντα μέτρα και τσίριζε "ποιο μνημόσυνο;", κι έκανε χειρονομίες, το λαιμουδάκι του εύθραυστο, κυρίως τη στιγμή που έλεγε "αν δηλαδή πέσει η οροφή του σπιτιού σας και σκοτώσει δέκα δώδεκα ανθρώπους, θα 'χουν την απαίτηση οι συγγενείς τους να κάνουν κάθε χρόνο μνημόσυνο μέσα στο σπίτι σας;", το λαιμουδάκι του προσφερόταν πολύ για καρύδωμα, έτσι τη στιγμή που έλεγε αυτά τα λόγια να βάλεις τον αντίχειρα και να πιέζεις εκεί, να πιέζεις μέχρι να σταματήσει να βγαίνει η φωνή απ' το λαρύγγι. Ή να τον βάλεις μέσα στη μάντρα με τ' αντρίκελα, τριάντα μέτρα βολή περιστρόφου, "κρύψου λέχρα" να του φωνάζεις, και να σκοπεύεις κάπου κάτω απ' τα πόδια του, να τραβάς και να ντιντινίζουν οι σφαίρες πάνω στ' αντρίκελα, "χόρεψε και μη φοβάσαι, θα επιτρέψω στους δικούς σου να κάνουν μνημόσυνο κάθε χρόνο κι ας είναι ατύχημα, πού να βρω την οροφή σ' αυτόν τον ακάλυπτο χώρο;".

Να δείτε που στο τέλος θα το κάνουν οικόπεδα - έξι μέτρα φάτσα και δώδεκα βάθος το καθένα, τσίμα τσίμα όσο επιτρέπεται για να είναι άρτιο. Για οικόπεδα θα συμφωνήσουνε όλοι, δεξιοί, αριστεροί και κεντρώοι, παρά τις οποιεσδήποτε διαφορές τους, κοινός παρονομαστής τους το "οικοπεδάκι".
Στην αρχή θα το βάλει ο "Προσφυγικός", άσχετα σε ποια παράταξη ανήκει η διοίκηση. Μετά θα μπει στο χορό η "Εργατική Εστία" για αν στεγάσει εργάτες. Κατόπιν το κράτος για να μοιράσει κλειδιά. Βέβαια θα κτιστεί κι ένα κάποιο σχολείο, χωρίς προαύλιο όμως και τα παιδιά θα κάνουν διάλειμμα έξω στο δρόμο.
Δεν ξέρω αν τελικά θα σωθεί το δασάκι. Το σωστό είναι να εξολοθρευτεί κι αυτό έτσι που να μην υπάρχει χώρος για προτομές, ν' αποκλειστεί οποιαδήποτε περίπτωση για ηρώον, κενοτάφια, καντήλια.
Φυσικά δεν πρόκειται να οικοπεδοποιηθεί ο χώρος πάνω απο το νεκροταφείο. Αντίθετα θα τον στολίζουν και θα τον εξωραΐζουν συνέχεια. Τελευταία μάλιστα βάλαν κι ένα μεγάλο τσιμεντένιο σταυρό για να θυμίζει την "πηγάδα". Ψάχνεις και δε βρίσκεις όχι πηγαδάκι αλλά ούτε λακκούβα. Πάντως σιγά σιγά ο χώρος αυτός θα κερδίσει την καινούρια ονομασία του από τα συχνά μνημόσυνα και τις επισκέψεις των σχολείων για καταθέσεις στεφάνων κι ο μελλοντικός επισκέπτης θα σκέφτεται πως ίσως εκεί κοντά υπήρξε κάποια "πηγάδα" που γέμισε με πτώματα εθνικοφρόνων.
Πιθανόν να μείνει κι η ονομασία "Σκοπευτήριο", ουδέτερα όμως, χωρίς καμία ειδική σημασία, αλά πλατεία Συντάγματος, θα φέρνει στα μυαλά των ανθρώπων τους αργόσχολους που κάναν βολή σε χάρτινους στόχους, σε πιατάκια πήλινα και σε περιστέρια. Σε ανθρώπους, ποτέ. Κατά τη γερμανική κατοχή; Μα συνέβηκε ποτέ τέτοιο πράγμα;

Δεν υπάρχουν σχόλια: