Πέμπτη, Ιανουαρίου 24, 2008

ΣΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Βρέθηκα σήμερα πρωί στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Αιγαίου για να δανειστώ κάποια βιβλία. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν την βιβλιοθήκη και οι υπάλληλοι, όπως ήταν φυσικό, με κοίταξαν με δυσπιστία και ερευνητικό βλέμμα. Φαινόντουσαν απρόθυμοι, δύσκολα απαντούσαν στις ερωτήσεις μου. Ίσως έφταιγε το μπουφάν που φορούσα, τα μαλλιά μου που ήταν πατικωμένα από το βάρος του κράνους , τα γυαλιά μου που παρόλο ότι ήταν μοδάτα δεν τους γέμιζαν το μάτι, ίσως, το πιο λογικό, να βαριόντουσαν. Προσπάθησα να είμαι ευγενικός, αυτό είναι χάρισμα από γεννησιμιού μου, πόσες φορές προσπάθησα να απαλλαγώ από το βάρος του και δεν τα κατάφερα, άρα άνθρωπος με μόρφωση, για να με αποδεχθούν, αφού ο χώρος, υπέθεσα, προσφέρεται για τέτοιες μανούβρες. Επιστράτευσα τις πιο δύσκολες, άρα προφανείς ερωτήσεις για να εντυπωσιάσω. «Έχετε την «Ίστορία» του Αργυρίου;”, ρώτησα, και το μάτι μου εστίαζε στις εκφράσεις του προσώπου τους. Η μια υπάλληλος εκείνη την ώρα έκοβε ένα κομμάτι από το ψωμί που είχε μπροστά της στον μπάγκο, και δεν έδωσε σημασία. Η άλλη, γιατί ήταν δυο, με ρώτησε αν έχω την αστυνομική ταυτότητα μαζί μου, αποφεύγοντας να απαντήσει στο θεμελιώδες ερώτημά μου. Προσπέρασα την αδιαφορία της απαντώντας, φυσικά ναι, επανερχόμενος στην προσπάθεια να κεντρίσω τον ενδιαφέρον της, ώστε να λάβω απαντήσεις γι’αυτό που πραγματικά χρειαζόμουν. «Wittgenstein”, ψιθύρισα σίγουρος ότι είχα περάσει στην αντεπίθεση. «Πηγαίνετε κύριε στον υπολογιστή και ψάξτε ότι ζητάτε», απάντησε δίχως ίχνος εντυπωσιασμού. Ήμουν αποφασισμένος να πάρω αυτό που ήθελα και δεν θα υποχωρούσα με τίποτα. Τι δηλαδή, άδικα τόσα χιλιόμετρα που έκανα για να φτάσω εδώ από το χωριό μου; Βρίσκοντας τα βιβλία που χρειαζόμουν, σημείωσα τον κωδικό τους σ’ένα φύλλο χαρτιού, το κράτησα ακουμπώντας επιδεικτικα τα χέρια μου στον πάγκο, σχεδόν κοντά στο πρόσωπό τους, γιατί ο πάγκος που μας χώριζε δεν ήταν και τόσο δα μεγάλος, και περίμενα να σηκώσουν το βλέμμα, και οι δυο τους ή τουλάχιστον η μια από τις δύο, μεταξύ μας αυτή που συνέχιζε να τρώει δεν θα μου έδινε σημασία, αυτό έπρεπε να το αποδεχθώ, σιγά τα ωά δηλαδή, από κάτι χαρτιά που διόρθωναν ή δεν ξέρω τι άλλο έκαναν με δαύτα, για να το πάρουν. «Με τον κωδικό αυτό ψάξτε στα ράφια», δήλωσε αποφασιστικά , η λιτοδίαιτη, την στιγμή που μια μπουκιά ψωμί εξαφανιζόταν αστραπιαία στην σπηλιά του στόματος της άλλης υπαλλήλου.
Φεύγοντας, με τα βιβλία, επιτέλους, στα χέρια, τους απεύθυνα το τελευταίο επιχείρημα μου, την επίσημη ιδιότητά μου, μήπως τους εντυπωσιάσω, για να με καλοδεχθούν την επόμενη φορά που θα τους επισκεπτόμουν.
«Είμαι συναλωνιστής, ξέρετε», είπα κρατώντας σφιχτά τα βιβλία στα χέρια μου.

6 σχόλια:

kk. είπε...

Οπότε γίνατε κι εσείς αίφνης "Άνθρωπος ΜΕ ιδιότητες"... Αναρωτιέμαι, αν ο φίλτατος μαιτρ θα μας εκδώσει και επί τούτου ταυτότητες, αν μη τι άλλο για να δανειζόμαστε βιβλία ευκολότερα :-))
Την καλησπέρα μου.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@κουτσουρέλιος
Καλησπέρα σας
Ο συναλωνιστής, αγαπητέ μου φίλε , δεν είναι ιδιότητα αλλά ι δ έ α. Εμείς τουλάχιστον που συμμετέχουμε στον αλωνικισμό θα έπρεπε να το γνωρίζουμε. Τι είμαστε εμείς, βιβλιοθηκάριοι;

Γιώργος Κατσαμάκης είπε...

η δική μου γνώμη πάντως είναι πως η φυγή προς τα μπρος (μέλλον) ή προς τα πίσω (παρελθόν), ή αναπόληση ή η ελπίδα/φόβος είναι πρώτα από όλα φυγή. Έχει σαφώς τη σημειολογία της. Ωστόσο δυσκολεύομαι ακόμα και να διακρίνω τα στοιχεία του παρόντος μου και ακόμη περισσότερο να τα αντιμετωπίσω. Το θέμα είναι ότι το παρόν ζούμε και αν είμαστε μάγκες αυτό πρέπεινα πολεμήσουμε. όλα τα άλλα είναι φιλολογίες και συναισθηματισμοί, ανθρώπινοι αλλά όχι εξαιρετικά χρήσιμοι

Γιώργος Κατσαμάκης είπε...

Λάθος σχόλιο σε λάθος θέση το προηγούμενο (από λάθος copy/paste).

Ξεπερνώντας τη πίκρα και την ειρωνία, αναπόφευκτη ίσως, δεν μπορώ ούτε τον κλάδο μου να υπερασπίσω.

Μόνο δυο επισημάνσεις.

Συγχαρητήρια που επισκέφτηκες μια βιβλιοθήκη.

Συγχαρητήρια που ανακάλυψες το ελληνικό δημόσιο. χει άλλους υπαλλήλους η βιβλιοθήκη; Έχει άλλη βιβλιοθήκη το νησί σου;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@γιώργος κατσαμάκης
Χαίρετε αγαπητέ Γιώργο!
Προφανώς η ενασχόλησή σας με το δημόσιο, επαγγελματική ή ιδιωτική, δεν το γνωρίζω, δεν σας επιτρέπει να αντιληφθήτε το πνεύμα και την ουσία εν προκειμένω, της ανάρτησης. Γι'αυτό δεν ευθύνομαι όμως εγώ.
Όσον αφορά τις επισημάνσεις σας, ευχαριστώ κατ'αρχήν με τα συγχαρητήρια που μου δίνετε. Άσχετα άν επευθύνεσθε στον ενικό, η επιβράβευσή προς το πρόσωπό μου, επιβεβαιώνει την ευγενική σας πρόθεση.
Δεύτερον, για να μην μείνετε με την απορία, το ελληνικό δημόσιο δεν το ανακάλυψα μέσω των βιβλιοθηκών. Μακάρι να είχε συμβεί έτσι.
Τρίτον και τελευταίο: Φυσικά κι έχει κι άλλες βιβλιοθήκες το νησί μου. Η Ρόδος, δηλαδή, για να συνεννοούμαστε. Προς τι η ερωτησή σας.
Υ.Γ Αφού είστε βιβλιοθηκονόμος γιατί υπερασπίζεστε το συνάφι σας. Εγώ είμαι ξενοδοχουπάλληλος αλλά δεν έχω καμμιά πρεμούρα να υπερασπιστώ τους συναδέλφους μου.
Όλοι οι καλοί χωράνε παντού.

Γιώργος Κατσαμάκης είπε...

Καλημέρα.

Ο ενικός για μένα δεν αποκλείει ποτέ την ευγένεια.

Με εξοργίζει η αδιαφορία και η αγένεια συναδέλφων μου για τον απλούστατο λόγο ότι λειτουργώ ντοπαρισμένος από την ιδέα της δουλειάς μου, τη δεοντολογία και την αποστολή της. Η βιβλιοθήκη διαχειρίζεται ένα αγαθό πολύτιμο (την πληροφορία) που κατά κανόνα προσφέρει δωρεάν σε αυτούς που το ζητάνε.

Οι εν ενεργεία βιβλιοθηκονόμοι στην Ελλάδα είμαστε λίγοι. Πολλοί λιγότεροι από όσους αποφοιτούν από 3 σχολές και πολλοί λιγότεροι από όσους έχουν ανάγκη οι βιβλιοθήκες παντός είδους σε όλη τη χώρα. Είναι που είναι στραβό το κλίμα, αρκετοί από όσους ξέρω πνίγονται σε μια απαξιωτική κατάσταση που τους αφυδατώνει από κάθε ενδιαφέρον, πείσμα, φιλοδοξία και υπευθυνότητα.

Θα το έχεις δει λοιπόν (ενικός ευγενείας)και στις άλλες βιβλιοθήκες της Ρόδου λίγο-πολύ το παραμύθι.

Θεωρώ πως "τουρίστες" και "βιβλία" (ορολογία των σπουδαστικών χρόνων μου για τους δύο κλάδους μας) έχουν αρκετά κοινά στην αντίληψη του "πελάτη" και της εξυπηρέτησής του.

Το κακό με εμάς είναι ότι κατά κανόνα είμαστε δεμένοι στο άρμα του Δημοσίου, με ό,τι μπορεί αυτό να σημαίνει για τα κριτήρια πρόσληψης και το περιβάλλον εργασίας.

Αν καμιά φορά αναγκάζομαι να "υπερασπιστώ" συναδέλφους είναι γιατί κρίνω πως πρέπει να υπερασπιστώ την επιστήμη και τη δουλειά μου που δεν αντέχει πολλά χτυπήματα.