Παρασκευή, Ιανουαρίου 18, 2008

ΣΤΟ ΧΡΗΣΤΟ ΤΟΝ CHEF ΠΟΥ ΑΚΟΜΑ ΕΠΙΜΕΝΕΙ

Μέχρι τότε, η μεγάλη μάχη που έδωσε μ’όλες τις δυνάμεις και που έχασε άδοξα, ήταν η μάχη με την φαλάκρα. Από τότε που είδε τις πρώτες τρίχες που έμεναν στη χτένα κατάλαβε πως ήταν καταδικασμένος σε μια κόλαση που τα μαρτύριά της είναι αφάνταστα για όσους δεν τη γνώριζαν. Αντιστάθηκε πολλά χρόνια. Δεν υπήρξαν ματζούνια και καταπλάσματα που να μη τα δοκιμάσει, ούτε θεωρίες που να μην πιστέψει, ούτε θυσία που να μην αντέξει για να υπερασπίσει από την αδηφάγα λεηλασία κάθε εκατοστό της κεφαλής του. Έμαθε απ’έξω τις οδηγίες του Αλμανάκ Μπρίστολ για τη γεωργία, γιατί είχε ακούσει να λέει κάποιος πως η ανάπτυξη των μαλλιών έχει άμεση σχέση με τον κύκλο της σοδειάς. Εγκατέλειψε τον κουρέα που είχε μια ολόκληρη ζωή κι ο οποίος ήταν ένας φαλακρός γουλί και τον άλλαξε μ’έναν νεοφερμένο ξένο που έκοβε τα μαλλιά μόνο όταν το φεγγάρι βρισκόταν στο πρώτο τέταρτο. Ο καινούργιος κουρέας είχε αρχίσει να δείχνει πως στην πραγματικότητα είχε καλό χέρι, όταν ανακαλύφθηκε πως επρόκειτο για κάποιον που βίαζε δόκιμες μοναχές και καταζητιόταν από διάφορες αστυνομίες στις Αντίλλες, τον πήραν δεμένο με αλυσίδες.
Ο Φλορεντίνο Αρίσα έκοβε, μέχρι τότε, κάθε αγγελία για φαλακρούς που συναντούσε στις εφημερίδες όλης της Καραβαικής ακτής κι όπου δημοσίευαν δυο φωτογραφίες του ίδιου άντρα, πρώτα άτριχου σαν πεπόνι κι ύστερα πιο τριχωτού κι από λιοντάρι: πριν και μετά τη χρησιμοποίηση του αλάνθαστου φάρμακου. Μετά από έξι χρόνια είχε δοκιμάσει εκατόν εβδομήντα δύο, εκτός από τις άλλες συμπληρωματικές μεθόδους που βρίσκονταν γραμμένες στις ετικέτες των βάζων και το μόνο που κατάφερε με κάποιαν απ’αυτές ήταν ένα έκζεμα του κρανίου που βρόμαγε και δημιουργούσε φαγούρα κι ονομαζόταν τριχοφυία βόρειον σέλας, από τους άγιους πατέρες στη Μαρτινίκα, γιατί ακτινοβολούσε σε μια φωσφορίζουσα λάμψη μες στο σκοτάδι. Τελικά κατέφυγε σ’όσα βότανα πουλούσαν οι ιθαγενείς στη λαική αγορά κι όσα ειδικά μαγικά κι ανατολίτικα κατατόπια πουλούσαν στην Πύλη των Γραφιάδων, μα όταν πλέον ανακάλυψε την απάτη είχε πια κάνει ένα κόψιμο σαν άγιος. Στο χρόνο μηδέν, ενώ ο εμφύλιος πόλεμος των Χιλίων Ημερών ματοκυλούσε τη χώρα, πέρασε απ’ την πόλη ένας Ιταλός που έφτιαχνε επί παραγγελία περούκες από φυσικά μαλλιά. Στοίχιζαν μια περιουσία κι ο κατασκευαστής δεν έδινε καμμιά εγγύηση μετά από τους πρώτους τρεις μήνες χρήσης, αλλά ήταν λίγοι οι αξιόπιστοι φαλακροί που δεν μπήκαν στον πειρασμό. Ο Φλορεντίνο Αρίσα ήταν ένας από τους πρώτους. Δοκίμασε μια περούκα τόσο όμοια με τα πρώτα του μαλλιά, που κι αυτός ο ίδιος φοβόταν πως θα σηκώνονταν όρθια με τις αλλαγές του καιρού, αλλά δεν μπόρεσε να χωνέψει την ιδέα να κουβαλάει στο κεφάλι του τα μαλλιά ενός πεθαμένου. Η μόνη του παρηγοριά ήταν πως η αδηφαγία της φαλάκρας δεν τον άφησε να γνωρίσει τα γκρίζα του μαλλιά. Μια μέρα, ένας από τους χαρούμενους μεθύστακες του λιμανιού όταν τον είδε να βγαίνει από το γραφείο, του έβγαλε το καπέλο, μέσα στις κοροιδίες των αχθοφόρων και του έδωσε ένα ηχηρό φιλί στην κορυφή.
«Θεία φαλάκρα», του φώναξε.
Εκείνη τη νύχτα, στα σαρανταοχτώ του χρόνια, έβαλε να του κόψουν τα λίγα χνούδια που του έμεναν στους κροτάφους και στο σβέρκο και πήρε απόφαση το πεπρωμένο του τελείως φαλακρού. Σε τέτοιο σημείο μάλιστα που κάθε πρωί, πριν από το μπάνιο, σκέπαζε με αφρό όχι μόνο το πηγούνι, αλλά και τα σημεία του κρανίου όπου άρχιζαν να φυτρώνουν τρίχες και το έκανε όλο σαν μπουτάκι νεογέννητου με το ξυράφι του κουρέα. Μέχρι τότε δεν έβγαζε το καπέλο ούτε και μέσα στο γραφείο, γιατί η φαλάκρα του έδινε μια αίσθηση γύμνιας που του φαινόταν άπρεπη. Αλλά, όταν τη συνήθισε για τα καλά, της απέδωσε αρρενωπά προσόντα, για τα οποία είχε ακούσει να μιλούν και που εκείνος υποτιμούσε σαν απλές φαντασιώσεις των φαλακρών. Αργότερα, κατάφυγε σε μια καινούργια συνήθεια, να σκεπάζει το κρανίο του με τα μακριά μαλλιά από τη δεξιά πλευρά της χωρίστρας, που ποτέ δεν την εγκατέλειπε. Όμως, ακόμα κι έτσι, συνήθισε να χρησιμοποιεί το καπέλο, πάντα σε πένθιμο στυλ, ακόμα κι όταν ήρθε η μόδα του ταρταρίτα, που ήταν το τυπικό όνομα για το canotie.

«Έρωτας στα χρόνια της χολέρας» σ. 360-362
Μετάφραση ΚλαίτηΣωτηριάδου-Μπαράχας

Δεν υπάρχουν σχόλια: