Παρασκευή, Μαΐου 30, 2008

ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΑΓΓΕΛΟΥ ΕΛΕΦΑΝΤΗ

Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην κάμαρά μου
κ’έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη φλόγα

Από το ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου "Η αναμμένη λάμπα"

Τετάρτη, Μαΐου 28, 2008

ΚΑΛΑ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;


ΕΡΩΤΟΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ


-Κυνηγητό θανάτων;
-Ανέμων κόλαση

-Στο αμπέλι ρωτάει;
-Για το χάδι

-Δακρύζει το δέρμα;
-Κομμένες φέτες λάμψης

-Μονοπάτι νησιού;
-Λάφυρο χρώμα

-Βροχή νυχτερινή;
-Βότσαλο πάθους

-Προσευχή νέου;
-Κέρδος φιδιού

-Σκιά χαμένη;
-Βάθους τέρψη

-Επίμονο καλοκαίρι;
-Θνητό τέλος

-Κοπάδι πολυετές;
-Καθρέφτης φιλιών

-Δραπέτης λειμώνων
-Κυνηγημένο φεγγάρι

-Κοχύλι άνθους;
-Ονείρου ένοπλος

-Θεσπέσια ροδιά;
-Ερώτων κυματισμός



ΥΓ. Προσέξτε το βλέμμα του εξεταστή!

Κυριακή, Μαΐου 25, 2008

Ο ΙΣΤΟΛΟΓΟΣ


Στη γητεύτρια για την απρόκλητη επίθεση που δέχθηκε

Ο ιστολόγος είχε σκοπό να κατατροπώσει αυτά τα παιδαρέλια, τους φουκαριάρηδες σαλιάρηδες, τους γαλβανιζέ γκαζοτενεκέδες της μποκόσφαιρας, που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τα λαμπρά πονήματα που δημοσίευε στο διαδίκτυο και τον είχαν καθιερώσει ως τον σέντερ φορ της διαδικτυακής κοσμετολογίας, άτομο εξόχου ευφυίας, κάργα διανοούμενος δηλαδή .
Τα ατέρμονα σχόλια του, κυρίως, είχαν την παραδοχή των μεμυημένων, των επαιόντων, των θαυμαστών του, εν τέλει, που ο περιορισμένος κύκλος τους είχε αυξηθεί τελευταία, όπως έδειχνε ο δείκτης επισκεπτιμότητας, που τον είχε κολλήσει σα χαλκομανία στα μούτρα όσων τολμούσαν να αμφισβητήσουν τη διεισδυτικότητά του στην ιντερνετική μπλοκόσφαιρα.
Κατείχε την αρμαθιά των κλειδιών της κατανοήσης του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, και επειδή το γνώριζε την κρατούσε σφιχτά σφαλισμένη στο πιο απόμακρο συρτάρι του μυαλού του, αυτοθαυμαζόμενος πως είχε καταφέρει να γίνει τόσο εκλεπτυσμένος και ακαταμάχητος οπαδός της λεβέντικης λογοτεχνικής αρχοντιάς.
Μακριά απ’αυτόν ο εντυπωσιασμός και οι ηχητικές τυμπανοκρουσίες. Σήμερα ήθελε να δώσει μια φιλοπαίγμονα διάθεση στα γραπτά του, να βάλει λίγο χιούμορ, ρε αδερφέ, να ξεφύγει από τη επανάληψη, από τη φυσική ροή των πραγμάτων με την αρχοντιά και την άνεση που τον διέκριναν, γεγονός που ανταποκρινόταν στο γούστο των ανυπόκριτων και δεδηλωμένων οπαδών του. Βέβαια έπρεπε, μην το ξεχνάμε, να είναι σαφέστατος, αποκαλυπτικός, πεντακάθαρος, ταυτόχρονα όμως διφορούμενος και παραπλανητικός , δεν θα ξέφευγε από τις αρχές του, αλλά λίγη τσαχπινιά και παιχνιδιάρα διάθεση δεν έβλαπτε. Υπήρχαν μέρες να επανέλθει στο σκωπτικό ύψος, το πολυσήμαντα σχόλια του, και τις επιβλητικές απαντήσεις του.
Όμως σήμερα έπρεπε να εξονυχίσει, να αναλύσει, να εξαρθρώσει, να κατακερματίσει, εις τα εξ ων συνετέθη, ο ορυμαγδός των απρόσκητων επισκεπτών της μακαριότητάς του, να ρίξει τον λίθο τού αναθέματος επί της κεφαλής κάθε αχάριστου, ειδικά μερικών πλανημένων αναγνωστών του, που ανερυθρίαστα, οι αλητάμπουρες, αμφισβητούσαν την οικουμενικότητα των σχολίων του.
Τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του τον κατέκλυσε. Ασυμμάζευτη, ξεχύλιζε ακάθεκτη μαζί με τον καπνό που ξέφευγε από τον καταπιόνα του και απλωνόταν σε όλο του το σώμα. Το σεκλετισμένο βλέμμα του ακούμπησε στην οθόνη του υπολογιστή. Αδιαχώρητα ικανοποιημένος απ’ τον ευατό του, με τις ευλογημένες αθέατες δυνάμεις μετουσιωμένες σε απροσδόκητες εμπνεύσεις, έμπειρος καθώς ήταν, πατίκωσε το συναισθηματισμό και τις γλυκάντζες που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επανέλθουν στο θυμικό του, τι διάολο, άνθρωπος ήτανε μην το ξεχνάμε, και με μια ζογκλερική εφευρετικότητα τις ξεπέταξε με συνοπτικές διαδικασίες στα λιμνάζοντα νερά της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του.
Είχε αυτοχαραχτηριστεί ο αμείλικτος τιμωρός κάθε ελεεινής συναλλαγής, απάτης, εμπαιγμού, σπουδαιοφανούς τιποτολογίας, και το ρόλο του έπρεπε να τον τιμήσει. Οι υφέσεις, οι συμβιβασμοί τσαλάκωναν το προφίλ που με τόσο κόπο, τόσα χρόνια, με αισθητική ποιότητα και δεινότητα, αισθητική ποικιλία, εξαντλητικά, είχε καλλιεργήσει και τον είχαν κάνει να ξεχωρίζει στο σταθερό και σεβαστό κεφάλαιο της λογοτεχνικής παραγωγής, με το ταλέντο του και την μεθοδικότητά του. Ώρες διαρκούς, ανελέητης και εξαντλητικής περισυλλογής δεν θα πήγαιναν χαμένες. Η επιβλητική εικόνα του θα παρέμενε ατσαλάκωτη άσχετα αν κάποιοι παπάρες, υστερικοί και κοθώνια που δεν είχαν ιδιόκτητο έργο να προβάλουν, είχαν τα κότσια να αμαυρώσουν την προσφορά του. Η απάντησή του θα ήταν συντριπτική και τελειωτική αλλά κυρίως εντυπωσιακή. Θα μπορούσε να ειρωνευτεί, να σαρκάσει, να μαστιγώσει, να κάνει παρατηρήσεις, υποδείξεις, αλλά αυτά δεν ταίριαζαν σε κάποιους καλά πληροφορημένους αγράμματους που έγραφαν ανοησίες, παραδοξολογίες, κούφιες λέξεις που δεν ήξεραν καν τι σήμαιναν. Το κακόγουστο απόστημα από δύσοσμες και καπνογόνες φούσκες χρειαζόταν δραστική αντιμετώπιση, ο απαίδευτος αντίπαλος έπρεπε να νικηθεί με νοκ ντάουν. Ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει, έστω και με απειλές και εκβιασμούς, αν η κατάσταση ξέφευγε από τα στιβαρά χέρια του. Δεν θα άφηνε κανέναν να παίξει στο γήπεδό του, να εισβάλει απρόσκλητος ο κάθε τυχάσπαρτος, που με θράσος, ο αλιτήριος, και κακεντρέχεια, πετούσε αβέρτα μπάγκα ασήμαντα κειμενάκια . Η άνετη σιγουριά επανήλθε στο πρόσωπό του. Το μυστηριακό βάθος του βλέμματος, που χάριζε η επίμοχθη εσωτερική ζωή, αυτή τη φορά άφησε το κενό του υπολογιστή και ακολούθησε τους κύκλους του καπνού του τσιγάρου του. Ο εξαυλωμένος προφήτης της διαδικτυακής πασαρέλας τούς είχε στο χέρι του αυτούς τους κασιδιάρηδες που τόλμησαν να σηκώσουν το σταφιδιασμένο κεφάλι τους. Στρογγυλοκάθησε στην καρέκλα του, έβγαλε από τη φαρέτρα του το βαρύτατο πνευματικό οπλισμό του, η θερμαντική εικόνα που εξέπεμπε στα ιστολόγιά του μεταφέρθηκε στην πραγματικότητα του γραφείου του, ο πολυφίλητος ευατός του τού έκλεισε πονηρά το μάτι και, άρχισε να γράφει.

Υ.Γ Πηγή για να γράψω το κείμενο αυτό είναι το βιβλίο του Τόλη Καζαντζή "Καταστροφές" Εκδόσεις "ΝΕΦΕΛΗ", Αθήνα 1994

Σάββατο, Μαΐου 24, 2008

ΣΤΙΓΜΕΣ

Ο Ηλίας, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, πέθανε. Η "κότα", δεν το λένε "κότα" το παιδί, Δημήτρη τονε λένε, φώναζε από το κουζινάκι η μάνα του, στο σχολείο καυχιόταν ότι ο ξάδελφός του είναι άρρωστος. Στην κηδεία του κόσμος πολύς, θλίψη. Η Ρένα έκλαιγε δίπλα μου. Ήθελα να ήμουν στη θέση του.

Τρίτη, Μαΐου 20, 2008

ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΛΟΓΙΟΜΑΘΟΥΣ

I

Τον ταράζει απόψε, νύχτα καλοκαιρινή,
Η Τάξη του Κόσμου
Σαν καταιγίδα, μετά το ηλιοβασίλεμα,
Σε ημιτροπικές περιοχές,
Σα βροντερός καπνός
Από το βάραθρο του άναρχου νερού
Στους καταρράχτες της Βικτωρίας
Παραφέρεται και αδημονεί,
Νύχτα καλοκαιρινή απόψε
Και αράγιστη η Τάξη του Κόσμου.

ΙΙ
«Πρέπει, επιτέλους, να διαπράξω τα έσχατα»
Είπε, όπως πολλές άλλες φορές
Και αυτόματα άρχισε να λειτουργεί
Στο πνεύμα του, διαρθρωμένη
Και έξοχα επιμελής,
Η υψηλή φροντίδα
Για την αποσαφήνιση, τον προσδιορισμό
Της «έννοιας των εσχάτων»
Ομοβροντίες φράσεων με άπταιστη
Αλληλουχία νοημάτων
Και μ’ερμηνείες διασταλτικές
Στατιστικές διαφορετικών απόψεων
Αναλογίες και έννοιες παρεμφερείς
Στην ακατάσχετη αναφορά απόμακρων
Πολιτισμών και παραδόσεων
Τέλος, προπαντός,
Η ακριβολογία της διατύπωσης
Η ορθότητα και η ευκαμψία του Λόγου.

ΙΙΙ

«Απόψε, οπωσδήποτε, θα προβώ στα έσχατα»
Και αποτίναξε αποφαστιστικά τον ορμαθό
Των φράσεων, των επιχειρημάτων,
Την ασαφή θάλασσα των απόψεων.
Ήταν ευμενείς οι απηχήσεις
Στο πνεύμα του και η χαρά του
Αστραφτερό μήλον της έριδος
Ανάμεσα στους συμφιλιωμένους.

IV

Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
Διέσχισε το πρώτο πολύβουο τετράγωνο
Της ολοφώτιστης κεντρικής λεωφόρου
Για την αμείλιχτη, την αμετάθετη καταδίκη
Της Παγκόσμιας Πανουργίας
Που λέγεται: Τάξη του Κόσμου
Που λέγεται: Τίποτα δεν Γίνεται
Που λέγεται: Ο Έρωτας Τέλειωσε,
Που λέγεται: Θάνατος παρακάτω.

V

Με το ακραιφνές χαμόγελο της καθημερινότητας
Διέσχισε και το δεύτερο φωτεινό τετράγωνο
Της εκκωφαντικής λεωφόρου,
Αλλά αιφνιδιαστικά άρχισε να κουράζεται
Επιμένοντας, χρόνια και χρόνια,
Στην Εξέγερση
Για την αμείλιχτη καταδίκη
Της Υπερκόσμιας Πανουργίας
Άρχισε πια να κουράζεται.
Περνούσε άλλωστε σταθερά
Τον ακαθόριστο διάδρομο
Της μέσης ηλικίας
Πήρε απότομα ένα ταξί
Για τη νυχτερινή του κατοικία.

VI

Με το νωχελικό του βάδισμα διέσχισε
Την απόσταση:
Εικοσιδύο μαρμάρινα σκαλοπάτια
«εδώ έχω τα φάσματα του παρελθόντος
Παρόντα»
Φώναξε ψιθυριστά,
Σα νάθελε να πει:
«καλησπέρα»
Μολονότι ήξερε πως όλοι πάλι σήμερα
Θα λείπουν απ’ το σπίτι.

VII

Αφέθηκε με άνεση
Στην πρόσκληση των οραματισμών,
Των γιγαντιαίων
Πράξεων του πνεύματος
Περιφερόμενος
Στα τεράστια άδεια δωμάτια
Της νύχτας
Με το πρώτο ποτήρι κρασί
Στα χέρια,
Χωρίς να φτάσει στο δάκρυ
Ή στην απόγνωση
Χωρίς να ματώσουν πουθενά
Οι σάρκες του
Χωρίς να κραυγάσει στα μυστικά
Τέρατα της φθοράς.
Είχε τα φάσματα του παρελθόντος
Παρόντα.

VIII
Αφέθηκε με μεγαλύτερη άνεση
Στην πρόκληση των οραματισμών,
Με λίγο κρασί ακόμη
Με δεύτερο και τρίτο και τέταρτο
Ποτήρι στα χέρια.
Έτσι άρχισαν οι τιτάνιες ιαχές
Και τ’αμετάθετα επιχειρήματα
Πάντα ενάντια στην Τάξη του Κόσμου
Τον εξαντλεί και τον παιδεύει
Η έσχατη ετούτη Πανουργία.
Πάντα ενάντια στην Τάξη του Κόσμου
Και με το τελευταίο ποτήρι το κρασί
Άρχισε να τρίβει
Ελαφρά τα γόνατά του,
Όπως αισθάνθηκε να πλησιάζει
Ο Ύπνος,
Βαθύς χωρίς όνειρα,
Όπως κάθε νύχτα,
Ένας Ύπνος
Χωρίς όνειρα πια.


Από τη συλλογή "Το άλλο άγαλμα" 1976

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΟΥΚΑΡΗΣ

Δευτέρα, Μαΐου 19, 2008

Η ΠΤΩΣΗ

Μετά τους χαρακτηρισμούς όπως "υστερικός", "νοικοκυρά", "αγαθός", "κοθώνι", "παπάρας", πέρασε στη μεγαλοπρέπεια της αυταρέσκειας και υπεροψίας "...να τον α ν υ ψ ώ σ ω σ τ ο ε π ί π ε δ ο τ η ς ε π ι σ κ ε ψ ι μ ό τ η τ α ς μ ο υ", και μέσα από παραληρηματική λεκτική πασαρέλα, ο ψευδαισθησιογόνος επαναστάτης, κατέληξε στην φωτογραφική απεικόνιση του βανδαλοβάρβαρου απειλητικού τραμπουκισμού του.
Έλα όμως που οι εποχές που ονειρεύεται έχουν περάσει ανεπιστρεπτί!!!!!!
Υ.Γ Η φωτογραφία αναρτήθηκε στο μπλογκ του κ.Γιώργου Μίχου, όπου ο στοχαστής "απαντά" σε σχόλιο μου.

Παρασκευή, Μαΐου 16, 2008

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΑΣ ΡΩΤΗΣΑΤΕ Κ.ΜΑΥΡΟΥΔΗ;



Ο γλωσσικός και κοινωνικός παιδαγωγός ξαναχτύπησε εδώ. Θύμα του αυτή τη φορά ο κ Μαυρουδής. Με μια ανήθικη και άθλια προσωπική επίθεση, με αφορμή ένα κείμενο του κ.Μαυρουδή στο περιοδικό «Νέα Εστία», ο γνωστός τιμητής της κυρίαρχης ιδεολογικής κουλτούρας κ. Γιώργος Μίχος, αφήνει κατά μέρος τους μαθητές καταληψίες, τον Βλαστάρη, τους Κνίτες της δεκαετίας του 80, και στρέφεται κατά του κ.Μαυρουδή, εκδότη του περιοδικού «Δένδρο», εγκαλώντας τον όχι γιαυτό που αποφάσισε να γίνει στη ζωή του, όπως τους προηγούμενους, που δεν συμφωνούν με το ιδιόλεκτο μικροαστικό ιδεολογικό πλαίσιο του «σχολιαστή», αλλά για ένα λογοτεχνικό κείμενο που «τόλμησε» να δημοσιεύσει στο περιοδικό «Νέα Εστία».
Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί την αντιμετώπιση του γραφικού σχολιαστή, που επιτίθεται ουσιαστικά εναντίον της δημιουργικής γραφής. Το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης, ανεξάρτητα της αισθητικής αποτίμησης, που μπορεί να δεχθεί την πολυμορφία των προσωπικών αντιπαραθέσεων, είναι αποκλειστικό δικαίωμα του καθενός. Όμως οι απειλές και η διαπόμπευση ενός προσώπου, με αναρτήσεις κατάπτυστων φωτομοντάζ, γιατί τόλμησε να δημοσιεύσει ένα λογοτεχνικό κείμενο, είναι αυταρχική και φασιστική μεθόδος . Η λεκτική βία λοιπόν που προηγήθηκε, από τον προαναφερθέντα προαγωγό της σκοταδιστικής βίας, οδήγησε στις αναίσχυντες αναρτήσεις που σκοπό έχουν τη γελοιοποίηση του κατηγορούμενου προσώπου, ακυρώνοντας οποιοδήποτε προσπάθεια αποτίμησης του λογοτεχνικού κειμένου, αφαιρώντας το δικαίωμα ενός ανθρώπου, να γράψει αυτό που είχε την ικανότητα να πει, να δώσει την δική του εκδοχή για τον κόσμο, ανεξάρτητα αισθητικού αποτελέσματος.
Ο βιασμός της λογοτεχνικής δημιουργίας δεν πρέπει να μένει αναπάντητος. Αυτός που τώρα στρέφεται εναντίον ενός προσώπου, που ίσως δεν αναγνωρίζουμε την αξία του, αργότερα, είναι πιθανόν να στραφεί εναντίον κι άλλων που δεν ταιριάζουν στο αυταρχικό, ιδεολογικοπολιτικό λαικισμό του. Η ανήθικη επίθεση και το αξιακό σύστημα που προτείνεται από το δικτυακό μπλοκ του κ.Γιώργου Μίχου, η κανονιστική στοίχηση και ο χλευασμός των διαφορετικών απόψεων, πρέπει να μας βρει αντίθετους και έτοιμους να απαντάμε στις προκλήσεις των ύβρεων και, των δημόσιων διασυρμών ανθρώπων, που προσπαθούν να ξεφύγουν από το σύμπλεγμα της αυθαίρετης ομοιομορφίας και ισοπέδωσης.





Τετάρτη, Μαΐου 14, 2008

ΠΡΩΙΝΟ ΞΥΠΝΗΜΑ

Τα πρωινά με το χαμομήλι να φυτρώνει δίπλα στο μαξιλάρι μου, παρατηρώ, με τις αισθήσεις ακόμα ναρκωμένες, βγαίνοντας από το έναστρο όστρακο της νύχτας, για λίγα δευτερόλεπτα, έναν άντρα με ανεξιχνίαστο πρόσωπο, όμοιο με το δικό μου, να τρίβει τα μάτια του στο φως, να ανεβαίνει γονατιστός τα σκαλοπάτια και, να πνίγει στο στόμα του τις μακρινές , πλέον, πεταλούδες της νυχτός, που πάντα με δυσκόλευαν σαν τη σκόνη στην είσοδο του ουρανού.
Είναι η ώρα που πρέπει να ομολογήσω, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι θα συνεχίσω ν’ακουμπώ το δάχτυλο επί της ψυχής μου, αμετανόητος προμηθευτής επουσιωδών προσδοκιών, ανακόλουθος γεωμέτρης της πραγματικότητας, γνωρίζοντας ότι η επακόλουθη συγχορδία του βίου, είναι ο αφρός των ακριβεστάτων συμβαινόντων.

Σάββατο, Μαΐου 10, 2008

ΣΤΙΓΜΕΣ

Μας άρεσε να πηγαίνουμε στις κηδείες. Μπαίναμε στο ταξί μετά την λειτουργία, μαζί με τους συγγενείς του νεκρού, και απολαμβάναμε καθισμένοι αναπαυτικά την διαδρομή, πέντε χιλιομέτρων, πήγαινε έλα. Όταν φτάναμε στο νεκροταφείο, ουδείς λόγος για την τελετή της ταφής. Ανοίγαμε την πόρτα του οστεοφυλάκιου και με έκπληξη, γεμάτοι περιέργεια διαβάζαμε την ημερομηνία θανάτου, που αναγραφόταν πάνω στο κασελάκι της ανακομιδής. Όσο πιο παλιά ήταν, τόσο πιο σίγουροι αισθανόμασταν.

Δευτέρα, Μαΐου 05, 2008

Ο ΜΟΥΣΤΑΚΙΑΣ


Η φωνή του ανέβαινε υπόκωφη σαν να προσέκρουε στο αψαλίδιστο μουστάκι του, που κάλυπτε ολόκληρο το πανωχείλι, χαρίζοντας το προνόμιο απ’ όλους τους συναδέλφους του να είναι ο μοναδικός που τον φώναζαν, ο μουστάκιας. Το πρόσωπό του μακρύ, μαυρισμένο, με ίχνη αξυρισιάς όταν τον συναντούσα, το μεσημέρι όταν πήγαινα στη δουλειά. Φαινόταν όμως αρρενωπό, μ’ένα αίσθημα μόνιμης δυσφορίας, που εξαφανιζόταν όταν το φιλοδώρημα του χορτασμένου κι ελεήμονος πελάτη, ξεπερνούσε τα καθιερωμένα στάνταρντς των απανταχού ευγενέστατων, μα ανυπόμονων σερβιτόρων. Το χαμόγελο απλωνόταν ως άκρη των χειλιών του με δυσκολία, αφήνοντας την υποψία ότι πίσω από αυτά τα χείλη, υπήρχαν δόντια, άσπρα ή κίτρινα, φαινόμενο σύνηθες στις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού της αγοράς. Πράγμα που επιβεβαιωνόταν, κατά την ταπεινή μου άποψη, από το γεγονός ότι κάθε μέρα στις δυόμιση έτρωγε τις σκληρές μπριζόλες, δίχως την παραμικρή προσπάθεια να διαλύσει τα ροδισμένα τεμάχια, που με επιμελημένη προσοχή είχαν κοπεί και τηγανιστεί στη μαύρη πλάκα που μύριζε καμένο λάδι. Πρόσφεραν στον προνομιούχο υπεύθυνο, τη χαρά να απολαμβάνει σε κάθε μικρή μπουκιά, την τέχνη του συνεχώς ανικανοποιήτου μάγειρα, και την ποιότητα του προιόντος που αναλωνόταν. Το βλέμμα του κυλούσε στο λιγδιασμένο τοίχο, με μάτια θολά σαν το νερό που πίναμε, όταν ήρθε η απαγόρευση ότι το εμφιαλωμένο ήταν μόνο για τους εκλεκτούς, δηλαδή τον μουστάκια, τον μαυριδερό κοντόχοντρο ιδιοκτήτη, τον αδύνατο με το χρόνιο κύρτωμα της πλάτης διευθυντή, και τον άμεμπτο μα άτριχο προσωπάρχη, να λάμπει σε κάθε γλίστρημα του καλομαγειρεμένου ζώου(προτιμούσε το χοιρινό). Με την γεύση απλωμένη στο εσωτερικό του στόματος, επισφράγιζε την ικανοποίηση του, με την επιμελή προσπάθεια απομάκρυνσης των μικρών κομματιών κρέατος, που είχαν εισχωρήσει στα πίσω δόντια, διατηρώντας μια φευγαλέα αίσθηση γεύσης, με ταυτόχρονη μεταφορά της γευστικής ικανοποίησης από τους σιαλοδόχους εκρίσεις, στη μοναξιά του στομαχιού του. Μασούσε πάντα από την δεξιά μεριά, δίνοντας την εντύπωση πως η αριστερή , τουλάχιστον, είχε πρόβλημα στη πάνω ή κάτω οδοντοστοιχία, αδιάφορο. Άρχισα να παρακολουθώ τους συναδέλφους για να αντιληφθώ την αντιστοιχία του τρόπου κατανάλωσης των εδεσμάτων, αφού η εφηβική αδιαφορία μου, είχε στερήσει τη φυσική δυνατότητα σύγκρισης με τη δική μου στοματική κοιλότητα. Ο συνάδελφος που αντικαθιστούσα αποτελούσε επαρκές στοιχείο για τη σύνθεση του πάζλ, λόγω του όγκου του, έτρωγε όμως πριν από μένα, μη δίνοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω τη διαδικασία καταβρόχθισης του φαγητού, που άλλωστε θα διαλυόταν σε μάζα σβόλων και με τους δυο σιαγόνες του ευτραφούς μεσήλικα. Η κοπέλα που δούλευε στο BAR, ένα κράμα πυγμαίου κι αποτυχόντος αποταμιευτή, ήταν ο επόμενος στόχος μου. Οι φαρδιές περιφέρειες και τα πλαδαρά μπράτσα που επιμελώς προσπαθούσε να καλύψει με μακρυμάνικα πουκάμισα, ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, αναιρούσαν τη γυναικεία φιλαρέσκεια περί αδυνατίσματος. Σε συνδυασμό με τα κατάλευκα κι αστραφτερά δόντια, δείγμα υγείας και ομορφιάς του στόματος, αποτελούσε καθοριστικό στοιχείο για την ανεύρεση διεξόδου για τη λύση του μυστηρίου. Μα κι εδώ αποτύγχανα, για τον απλούστατο λόγο, ότι απέφευγε να τρώει όταν βρισκόμουν στη θέση μου, κι άγνωστο ποιες ώρες, δίχως να γίνεται αντιληπτή, απολάμβανε ποσότητες χοιρινού, κοτόπουλου, και τομάτας, μακριά από το αδιάκριτο βλέμμα του υπερασπιστή των συμφερόντων του καπιταλιστή αφεντικού της.
Δεχόμουν αδιαμαρτύρητα τις συνεχείς αποτυχίες, επικαλούμενος την τύχη, που δεν ήταν άλλωστε ευνοϊκή μαζί μου, σε όλη τη μέχρι τώρα διάρκεια του βίου μου. Αποφάσισα να εγκαταλείψω τις αστυνομικές μεθόδους παρακολούθησης, βέβαιος για τον φροντισμένο τρόπο διευθέτησης του γεύματος από το υπόλοιπο συμπαθέστατο, μα μονίμως παραπονούμενο προσωπικό. Άρχισα να χρησιμοποιώ ανορθόδοξους ή αν θέλετε δόλιους τρόπους, για να ξεδιαλύνω το μυστήριο. Ένα πρωινό με σκοτεινό, γαλανό ουρανό και με διάχυτη την αίσθηση του επερχόμενου καύσωνα, αποφάσισα να προσφέρω τσίχλα στον μουστάκια, δήθεν για την καλυτέρευση της αναπνοής του, ανθρώπινα σκεφτόμενος, παραλλήλως δε , πεισμένος ότι η φρεσκάδα που θα μετέδιδε δια της υπαλληλικής επαφής, αποτελούσε προσφορά υπηρεσιών προς τον πελάτη, με άμεσο αποτέλεσμα το στάνταρ του ξενοδοχείου να παραμείνει υψηλό, σύμφωνα με το σλόγκαν του υποχόντριου κι απαιτητικού προέδρου της εταιρείας, « προσφέρουμε για να έχουμε». Υπολόγιζα ότι αν δεχόταν δίχως ενδοιασμό, δεν θα υπήρχε πρόβλημα σφραγισμάτων, κάποιου σάπιου δοντιού, γνωρίζοντας ότι το εμπορεύσιμο αυτό καπιταλιστικό προιόν, κατά τα συνήθη, προτιμούσε να προσκολλάται στα πιο αδύνατα σημεία των δοντιών ή επάνω στην κατασκευασμένη από άγνωστα υλικά ενοχλητική συστοιχία οδόντων, που ευγενικά προσφερόμενοι ονομάζουμε «γέφυρες», προς αποφυγή ψυχολογικών προβλημάτων των αδιάφορων καταναλωτών. Η δυσκολία φυσικά βρισκόταν στο γεγονός ότι για δυο χρόνια που συνεργαζόμουν μαζί του, δεν είχα προβεί σε τέτοιου είδους προσφορά, ένα επί πλέον μειονέκτημα για την επιτυχία του φιλόδοξου σχεδίου. Είχα φυσικά εντρυφήσει στην ερμηνεία των ονείρων, διαβάζοντας το λήμμα «πετεινός» στον ονειροκρίτη του Γεωργίου Παζίνη, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για την εφαρμογή της προσχολικής κατεργαριάς μου. Την στιγμή που με πλησίασε, σβήνοντας το τσιγάρο, μετά από ένα απολαυστικό γεύμα, στο πλαστικό διαφημιστικό τασάκι, άπλωσα το χέρι μου δειλά και του πρόσφερα το προϊόν του σχεδίου μου, μη δυνάμενος να προφέρω την κοινότατη λέξη «θέλεις». Αντί απάντησης ανασήκωσε τα μπλε σα χάντρες μάτια του, πλατάγισε το στόμα του σαν ύστατο αποχαιρετισμό στην καταναλωθείσα γεύση, αποκάλυψε κοροϊδευτικά την άκρη της ροδαλής του γλώσσας, με τα στίγματα του πρόσφατα αναλωθέντος χοιρινού, γύρισε την πλάτη και δύσκαμπτος καθώς ήταν ανέβηκε το τσιμεντένιο σκαλοπάτι με τα χαραγμένα ορθογώνια πλακάκια, σέρνοντας τα σαράντα δύο νούμερο μαύρα παπούτσια του, αφήνοντας διάχυτη την αμφιβολία, εάν αποδεχόταν την προσφορά μου, αφοπλίζοντας μια καινούργια προσπάθεια. Το σχέδιο να του προσφέρω παγωτό, με όλους τους κινδύνους να παρεξηγηθώ, το ανέβαλα για το απώτερο μέλλον, όπως την εναλλακτική λύση τοποθέτησης πάγου στον φραπέ του, την ώρα που θα ήταν απασχολημένος με την ευγενική φροντίδα της καθαριότητας του περιβάλλοντος χώρου.
Τα πράγματα περιπλέχτηκαν περισσότερο όταν μια μέρα με κάλεσε εμπιστευτικά στο χαμηλοτάβανο γραφείο του, με τη γυμνή λάμπα φθορίου κρεμασμένη πάνω από το γεμάτο έγνοιες κεφάλι του. Με ύφος αυστηρό με εγκαλούσε στην τάξη, με κίνδυνο τη λήψη δυσάρεστων όπως ανέφερε αποφάσεων, εάν εξακολουθούσα να προπαγανδίζω, ποιος εγώ με τα τέσσερα σφραγίσματα στα μπροστινά δόντια, την αισθητική κι υγιεινή αξία των καθαρών δοντιών, αναφαίρετο άλλωστε συνταγματικό μου δικαίωμα, περί ελευθερίας του λόγου, εάν υποτίθεται ότι είχα κάνει την παραμικρή νύξη για το θέμα αυτό. Ο αιφνιδιασμός ήταν κάθετος, ώστε δεν κατάφερα να ψελλίσω ούτε μια λέξη για να υπερασπιστώ την άγνοιά μου.
Η αναζήτηση της αλήθειας έπαψε ν’ αποτελεί το πρώτιστο καθήκον, των άνευ άλλων ιδιαίτερων στόχων συμβατικής ζωής μου, με κίνδυνο να σβηστεί από τις γραμμές της μνήμης, εάν στο μέσον μιας άκρως εισπρακτικά ενδιαφέρουσας ημέρας, γύρω στις τρεις, ένα παχύρρευστο υγρό δεν εμφανιζόταν στην άκρη των χειλιών του, κίτρινο προς το πρασινωπό, που σε λίγες στιγμές κάλυψε όλο τον κάτω σιαγόνα, με κατεύθυνση το στενό λαιμό, με το χαρακτηριστικό καρύδι ματωμένο, από την προσπάθεια της τέλεια τεχνικής παρουσίασης του επαγγελματία υπαλλήλου. Ήταν έτοιμος να σηκώσει τον καφέ δίσκο, φορτωμένο με το παραγγελθέν φορτίο, με την απαραίτητη βλαστήμια σχηματισμένη στο στόμα του, έτοιμη να εξέλθει βίαιη και να εκπληρώσει σε ήχους την εκφρασθείσα προς στιγμή επιθυμία του φαλλοκράτη δυνάστη των πουριτανικών αναστολών μας. Η θέα αναστάτωσε όλους τους κοινούς θνητούς που είχαν την τύχη να παρευρίσκονται, σε μια ιδιαίτερη προσωπική στιγμή του απόμακρου αφεντικού τους, θεωρώντας το αποκρουστικό θέαμα σαν αντίδραση του εθισμένου οργανισμού στην επιβολή σε ακατάλληλη ώρα ξένων ουσιών, κόντρα στη χρόνια ελεγχόμενη κατανάλωση καφείνης. Η στιγμή θεωρήθηκε η πλέον κατάλληλη για τη λύση του μυστηρίου, ο ίδιος όμως παρέμεινε ατάραχος, με πρόδηλη την προσπάθεια να εξαφανίσει γρήγορα το ανεπιθύμητο υγρό από το θεληματικό πηγούνι του, ξεπερνώντας το συμβάν, με μια κίνηση εφησυχασμού προς τους προστρέξαντες βοηθούς του, και σε μένα που παρακολουθούσα την ιδιωτική του στιγμή, επίβουλος.
Η κατάσταση εξακολουθούσε στάσιμη, αφήνοντας ίσως ανεξίτηλα σημάδια στην μετέπειτα συγκρότηση της ψυχικής μου ισορροπίας, όταν ένα μεσημέρι ανεβαίνοντας σκυφτός και κακόκεφος την εσωτερική βρώμικη σκάλα, παρουσιάζεται μπροστά μου ο μουστάκιας, αμούστακος. Πριν καλά συνέλθω από την έκπληξή μου με τράβηξε από τον άπαχο ώμο μου και με οδήγησε, άβουλο, στο διάδρομο, που χρησιμοποιούσαμε για φαγητό, ανοίγοντας κατά την διαδρομή το στόμα του και τοποθετώντας τους δείκτες των χεριών στην άκρη των άτριχων χειλιών του, πρόβαλε επιδεικτικά τα δόντια του με τα πανέμορφα χρώματα, αντανακλώντας μια άγρια ομορφιά δικαίωσης. Χούφτωσε το φρεσκοπλυμένο πουκάμισο μου με τις λεπτές ρίγες και με μια απότομη κίνηση μ’ έσπρωξε βίαια στην ψάθινη καρέκλα, στερώντας το δικαίωμα να διαμαρτυρηθώ για την συμπεριφορά του. Με αργές, σίγουρες κινήσεις, άρχισε να βγάζει τ’ απαστράπτοντα δόντια, με μια λάμψη θριάμβου στα σακουλιασμένα μάτια του, τοποθετώντας το καθένα ανάλογα με το σχήμα του στη σωστή σειρά, δίχως την παραμικρή προσπάθεια. Έστριψε τη γερτή ραχοκοκαλιά του, αποκαλύπτοντας το γυμνό του σβέρκο, με κτύπησε φιλικά με συγκατάβαση κι απομακρύνθηκε, αμίλητος γνωρίζοντας, ο αλιτήριος, ότι με άφηνε με την αμφιβολία.

Πέμπτη, Μαΐου 01, 2008

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ

Το διάβασμα γίνεται πιο απολαυστικό, όταν πάνω στο βιβλίο ακουμπά το πόδι της Κικής.