Τετάρτη, Μαΐου 01, 2024

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΝΕ ΜΠΙΡΑ

 


Για το βιβλίο τού Afonso Cruz, το οποίο διάβασα πριν τρεις - τέσσερις μήνες περίπου, ήθελα να γράψω κάποιες σκέψεις μου, επειδή μου προκάλεσε εντύπωση η ιστορία και η λογοτεχνική της απόδοση, αλλά το ανέβαλα διαρκώς, έχοντας υπόψη, κάποια στιγμή, να βρω το χρόνο και την όρεξη, να αποτυπώσω εγγράφως τις εντυπώσεις μου από την ανάγνωσή του.
Διάλεξα της άγιες  μέρες του Πάσχα, όχι βέβαια για να ασεβήσω ή να προκαλέσω, αλλά η επικαιρότητα είναι ένα ερέθισμα για να κάνω την επιθυμία μου πραγματικότητα.
Το βιβλίο “Ο Ιησούς Χριστός έπινε μπίρα” είναι ένα μυθιστόρημα το οποίο δεν προσέχτηκε από την κριτική, ώστε να γίνει ορατό σ' ένα κοινό πέρα από το μυημένο στα social media, στα ηλεκτρονικά περιοδικά, στις βιβλιοπαρουσιάσεις και στα βιβλιοφιλικά ένθετα των εφημερίδων. Να μπει δηλαδή στα μπροστινά ράφια του εκδοτικού μάρκετινγκ.
Έχω την εντύπωση ότι η απουσία του βιβλίου δεν οφείλεται στο θεματικό του περιεχόμενο ούτε στο όνομα του συγγραφέα, ο οποίος είναι άγνωστος στο ελληνικό κοινό, αλλά στον πληθωρισμό των εκδόσεων και στην «πίεση» που ασκούν τα social media προς μια κατεύθυνση ομοιογενοποιημένη, όπως  επίσης στην αδυναμία του εκδοτικού οίκου «Ευρασία-Στιγμός» να ανταποκριθεί στο εμπορικό ανταγωνισμό, όπου το παιχνίδι παίζεται από τους εκδοτικούς οίκους, οι οποίοι διαθέτουν τα « βαριά χαρτιά» που τους δίνουν την δυνατότητα να προωθήσουν τα βιβλία τους. Εννοώ τους κριτικούς, συγγραφείς, βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους που συνθέτουν μια αλυσίδα προώθησης του προϊόντος, η οποία είναι δύσκολη να σπάσει ή να αποτελέσει κάποιος μέρος της, όταν βρίσκεται εκτός επίσημου βιβλιοπαραγωγικού κανόνα.
Επιμένω στη διαπίστωση αυτή, διότι το βιβλίο είναι ένα αξιόλογο μυθιστόρημα, πρωτότυπο, ευρηματικό, με «γραφή κομψή, ελκυστική, γρήγορη, ειρωνική». Αυτά είναι λόγια του μεταφραστή Νίκου Πρατσίνη από τον πρόλογο του βιβλίου, η δε κεντρική ιδέα του είναι αρκετά ενδιαφέρουσα και προσφέρεται για μια αναγνωστική εμπειρία.
Εγώ που, κατά κάποιο τρόπο, μπορώ να ισχυριστώ ότι παρακολουθώ την λογοτεχνική παραγωγή, έφτασα στο βιβλίο χάρη στη εμπιστοσύνη μου στο μεταφραστή Νίκο Πρατσίνη, κάποιες μεταφράσεις του οποίου διάβασα και ενθουσίασαν.
Στον πρόλογο επίσης παρατίθενται λόγια από μια συνέντευξη του συγγραφέα, ο οποίος ισχυρίζεται ότι με το μυθιστόρημά του θέλησε να επιτύχει την συμπόρευση του χιούμορ και της ειρωνείας με τη θλίψη, τη μοναξιά, τη φτώχεια, καθώς και την κοινωνική απομόνωση που αυτές γεννούν. σ.11
Επειδή όμως οι προθέσεις του συγγραφέα μπορεί να είναι ευπρόσδεκτες αλλά κάποιες φορές δεν συμβαδίζουν με το αποτέλεσμα, ας παραθέσουμε και εμείς κάποιες δικές μας σκέψεις για το βιβλίο.
Η κεντρική ιστορία η οποία αναφέρεται στο trailer του βιβλίου στο οπισθόφυλλο του, αφορά έναν εκκεντρικό ηλικιωμένο καθηγητή, τον Μπόρζα, που βοηθάει μια φτωχή χωρική, την Ρόζα, στο τρελό σχέδιο να μεταμορφωθεί το χωριό σε Ιερουσαλήμ προκειμένου να εκπληρωθεί η επιθυμία της σχεδόν κατάκοιτης πια γιαγιάς της, της Αντόνια, να επισκεφτεί τους Αγίους Τόπους προτού πεθάνει.
Πέρα όμως από αυτό τον κεντρικό πυρήνα το βιβλίο διακλαδώνεται σε περιφερειακά θέματα και χαρακτήρες, όπου η αφήγηση ανοίγει σαν βεντάλια και απλώνει την ιστόρησή σε σκέψεις για τη ζωή και το θάνατο, τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, τα γηρατειά και τη νεότητα, τη θρησκεία και το Θεό, και στο τέλος για τη θυσία, η οποία φυσικά είναι ανθρώπινη.
Πώς όμως ο συγγραφέας κατορθώνει να κρατάει το ενδιαφέρον του αναγνώστη αμείωτο σ’ένα βιβλίο έκτασης 270 σελίδων, όσο δηλαδή διαρκεί το μυθιστόρημα; Είναι μόνο η μελαγχολία, η ειρωνεία, το χιούμορ, ο λυρισμός και η δράση, κυρίως αυτή, ή μήπως τα σημαίνοντα στην αφηγηματική ρητορική πρέπει να εκφράζονται με τρόπο που να μην επαναλαμβάνει τις αφηγηματικές συμβάσεις που γνωρίζουμε από την αναγνωστική εμπειρία, αλλά να στοχεύει σ’ ένα εναλλακτικό δρόμο, διαβρωτικό που υπονομεύει την ληθαργική άπνοια του κυρίαρχου λογοτεχνικού περιβάλλοντος, πράγματα τα οποία επιτυγχάνονται σε μεγάλο βαθμό στο μυθιστόρημα του Afonso Cruz.
Νομίζω ότι Afonso Cruz τα καταφέρνει και μας παρουσιάζει ένα νεοτερικό μυθιστόρημα το οποίο μπορεί να μην εκπορθίζει τη “ορθολογιστική Βαστίλη», αλλά οι βολές του δημιουργούν ρήγματα με το παραπάνω. Ελπίζω να μην θεωρηθεί ότι γίνεται μόνο για την τιμή των όπλων.
Με ποιο τρόπο όμως καταφέρνει ο συγγραφέας το αξιοπρόσεχτο αποτέλεσμα που έχουμε διαβάζοντας το βιβλίο; Δημιουργώντας χαρακτήρες που νομίζουν ότι το άγαλμα της Παρθένου Μαρίας βαράει παλαμάκια αντί να προσεύχεται, ότι ο Θεός μυρίζει σαν ταύρος, σαν χώμα και σαν κοιλιά των πραγμάτων, επειδή ο Ζοάου Λούκας Μάρκους Ματέους, κατ’εικόνα και καθ’ομοίωσιν Του μυρίζει έτσι, ότι η Παναγία αποφασίζει να ανταποκριθεί στις προσευχές της Ρόζας και να καταλάβει τη θέση της μητέρας της, η οποία εγκαταλείπει το σπίτι με τον εραστή της, αργότερα όμως με την πάροδο του χρόνου η θεϊκή της υπόσταση της Αγίας, το υποκατάστατο της, γίνεται ολωσδιόλου λησμονημένη και τώρα είναι μια ταλαίπωρη γυναίκα, δίχως ελπίδα, που αποφεύγει την κόρη της, δεν θυμάται να προσευχηθεί, να μουρμουρίσει κάποια προσευχή, γεμίζει τη ζωή της με καινούργιους εραστές, καταλήγει να φύγει με έναν από αυτούς, εγκαταλείποντας στην κόρη και το σύζυγό της, για να περάσει τη ζωή της σαν πουτάνα. Ο Afonso Cruz γράφει για τη Ρόζα, μια χωριατοπούλα που μυρίζει πρόβειο τυρί, έχει δυο σκληρά βυζιά, τουρλωτά και μυτερά, και μια ελιά ανάμεσά τους, που την έχει βάλει εκεί ο Θεός, ο οποίος θαμπωμένος από την ομορφιά της κοπέλας, άφησε να πέσει μια σταγόνα μελάνι, από το ίδιο μελάνι με το οποίο Αυτός συγγράφει όλη τη Δημιουργία και υπογράφει, ως δικηγόρος, τους λογαριασμούς των πεπρωμένων μας, με ένα πισινό ο Θεός να τον φιλάει και να τον έχει καλά, που είναι ο μόνος λόγος για τον οποίο θα γνωρίσει μια ανάσταση σάρκας, χοντρά φρύδια που είναι αυτοκινητόδρομοι, δασωμένους αστραγάλους. Γράφει για τον καθηγητή Μπόρζα, που ονειρεύεται ψάρια στο σκοτάδι, φορά φανελένια κουστούμια, και έχει ένα ασημένιο βραχιόλι το οποίο, αντί να έχει χαραγμένο το όνομά του, έχει τη φράση «Και τη νύχτα επίσης», εκτίει ποινή ζώντας στη μοναξιά του ορθού λόγου, κινείται παράλληλα με τον εαυτό του. Ο Afonso Cruz μιλά για σώματα που μυρίζουν αλλαντικά και μοιάζουν με χοντρά λουκάνικα, γυναίκες που κοιμούνται μέσα σε φυσητήρα, στη ραχοκοκαλιά μιας φάλαινας μήκους δεκαέξη μέτρων, για φιλοσοφικές συζητήσεις μεταξύ ενός Ινδού «σάντου», ενός Νιγηριανού «μπαμπαλάβο» και του καθηγητή Μπόρζα, τους αποκαλούμενους«Νέοι Δειπνοσοφιστές», για άνθρωπους που μεταμορφώνονται σε γαϊδάρους και όχι μόνο με την πανσέληνο, για το αυγό της τσίχλας που περιέχει την επιθυμία, όταν το φας με τα τσόφλια, να πετάξεις, γυναίκες που πιπιλίζουν πέτρες σαν καραμέλες, άντρες που όταν αναπνέουν δεν είναι αέρας αυτός που βγαίνει αλλά παρηχήσεις, σχήματα κάθ’ υπερβολή, παρομοιώσεις, για τυφλούς που ζουν μέσα σε μια τουαλέτα και κοιμούνται στην μπανιέρα, λουλούδια που μερικά είναι μουγκά κι άλλα κουφά, αλλά μερικά ξέρουν να ακούνε και άλλα να μιλάνε αρκεί να ξέρεις να τα ξεχωρίζεις, για υπηρέτριες που τους αρέσει η φιλοσοφία και να καθαρίζουν το πάτωμα. Θέτει ερωτήματα για τον Θεό, όπως η διερώτηση της Ουρανίας, αν ο Θεός ύστερα από την ανυπακοή τον τέκνων του έχει ζαρώσει στο μπάνιο της Ουράνιας κατοικίας Του, έχοντας βαλαντώσει στο κλάμα με δάκρυα ακόμα πιο πελώρια από αυτά που μπορεί κανείς να χύσει, και έχοντας ξεριζώσει τα μαλλιά του, μας μιλά για κουλουράκια κανέλας που δεν έχουνε γεύση κανέλας, βιολιστές που ταϊζουν γάλα τα βιολιά τους, για δίδυμους που δεν ανταμώνουν ποτέ επειδή όταν ο ένας είναι ξύπνιος ο άλλος κοιμάται, για τον τελευταίο ιδιοκτήτη του ψύλλου του Θεού, τον κόπτη χριστιανό Αμπανούμπ Μουσά, βιβλία για το χέσιμο των γαιοσκώλικων, έναν αξαίσιο ύμνο για τον πισινό, που είναι σε θέση να κάνουμε να πιστέψουμε στην ανάσταση, περισσότερο από ό,τι οι επιστολές του Αποστόλου Παύλου, και αλλά πολλά, απολαυστικά, γοητευτικά και μαγεμένα.
Είναι όμως αυτά αρκετά για να κάνουν έναν βιβλίο ελκυστικό; Είναι, εάν συνοδεύονται από μια έξοχα δουλεμένη τεχνική, ευάρεστη αφηγηματική γραφή , γλωσσική κομψότητα, αιρετική λογοτεχνική διάθεση, καλαίσθητο ύφος, και κυρίως μυθοπλαστική επινοητικότητα, που μεταπλάθει το λόγο σε μια μαγευτική περιοχή, οπου η γενεολογική της καταγωγή πηγάζει από την έκπληξη, τον αιφνιδιασμό, την ειρωνεία, το παράδοξο, το ανοίκειο, την παραβίαση του ορθολογικού και της τακτοποιημένης ερμηνείας, την αμφισβήτηση του δεσμευτικού και των βεβαιοτήτων, την αποενοχοποίηση του αιρετικού.
Ευτυχώς αρκετά από αυτά τα βρίσκουμε στο βιβλίο του Afonso Cruz και είμαστε πολύ ευτυχείς γι’αυτό.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ



AFONSO CRUZ
«Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΠΙΝΕ ΜΠΙΡΑ»
Μετάφραση: Νίκος Πρατσίνης
Εκδόσεις «Ευρασία-Στιγμός»


Δεν υπάρχουν σχόλια: