Κυριακή, Οκτωβρίου 04, 2020

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 17η


Κυριακή πρωί κάνω τον περίπατό μου απολαμβάνοντας το όμορφο πρωινό. Ξαφνιάζομαι καθώς διασταυρώνομαι με τον Γιάννη Ζουγανέλη, συνθέτη, τραγουδιστή και περφόρμερ, ο οποίος έρχεται από την αντίθετη κατεύθυνση, κρατώντας μια δερμάτινη τσάντα στο δεξί του χέρι. Παίρνω  θάρρος και του ζητάω να βγούμε μια φωτογραφία μαζί, να την ανεβάσω στο facebook , να σκάσουν από τη ζήλια οι φίλοι και οι φίλες μου. Τον σκοπό μου βέβαια δεν του του το ανακοινώνω.
«Κύριε Ζουγανέλη, καλημέρα σας. Επειδή εκτιμώ την καλλιτεχνική σας πορεία όλα αυτά τα χρόνια θα ήθελα να βγούμε μια φωτογραφία μαζί» του λέω.
Ο Ζουγανέλης δεν φαίνεται να αιφνιδιάζεται από την πρότασή μου, πρέπει να είναι συνηθισμένος σε τέτοιες εκδηλώσεις αγάπης και ενθουσιασμού, από ένα κοινό που τον θαυμάζει και τον λατρεύει, και με την ευγένεια που τον διακρίνει, πληροφορία ευρέως διαδεδομένη στους καλλιτεχνικούς κύκλους, που επιβεβαιώνεται ευτυχώς, συναινεί:
“Μα δεν με λένε Ζουγανέλη, κύριε. Εκπλήσσομαι από την προσφώνησή σας, διότι δεν μοιάζουμε καθόλου φυσιογνωμικά. Αν θέλετε όμως να βγούμε φωτογραφία δεν έχω καμιά αντίρρηση, αλλά πρέπει να γνωρίζετε ότι κάνετε λάθος ως προς το πρόσωπο στο οποίο απευθύνεσθε».
Ένοιωσα ντροπή για την ενόχληση που προκάλεσα στον κύριο με την δερμάτινη τσάντα, ας τον ονομάσω με αυτόν τον χαρακτηρισμό, λόγω της διάψευσης του ονόματος του, αν και δεν είχα πειστεί καθόλου πως δεν ήταν ο Γιάννης Ζουγανέλης. Ο λόγος να αρνηθεί την ταυτότητά του ήταν κάτι που δεν μπορούσα να εξηγήσω. Ίσως κορεσμένος  από την αναγνωρισιμότητα, όπως συνηθίζεται στις προσωπικότητες της τέχνης, ήθελε να αποφύγει έναν ακόμη ενοχλητικό θαυμαστή, που διέκοπτε απρόσκλητος μια ιδιωτική του στιγμή, άσχετα αν βρισκόταν σε δημόσιο χώρο. Συνεπώς έπρεπε να ενεργήσω γρήγορα , διότι δεν ήταν σωστό να τον καθυστερώ  κι αλλάξει την απόφαση του. Το βάδισμα, το ύφος του, κυρίως όμως η τσάντα που κρατούσε, έδειχνε έναν άνθρωπο που για κάποιο σπουδαίο λόγο βρισκόταν στον δρόμο, Κυριακή πρωί. Στάθηκα στα δεξιά του και βγήκαμε μια σέλφι. Αστραπιαία, σκέφτηκα ότι θα ήταν καλό να βγάλω ακόμη μία, τοποθετημένος αριστερά του. Ο Ζουγανέλης δεν αρνήθηκε, αν και φαίνεται να δυσανασχέτησε με την πρόθεσή μου, την οποία δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, για τους  λόγους που δεν μπορούσα να την ερμηνεύσω κι εγώ. Είπαμε όμως ότι ήταν ευγενικός και δέχτηκε την αδιανόητη ανάγκη μου. Ενθαρρυμένος από την υπομονή και την καρτερικότητά του, η φωτογραφική μου βουλιμία μου δημιούργησε την ανάγκη να του ζητήσω να βγάλουμε άλλη μία, αυτή την φορά παίρνοντας θέση μπροστά του, καλύπτοντας την οπτική παρουσία του, πράγμα που τον οδήγησε να ξεχάσει τη συγκαταβατικότητά του και να με αποπέμψει, λέγοντάς μου ότι δεν είναι πρέπον να καθυστερώ ένα κύριο, τον οποίο, αναιτίως, ταυτίζω με τον Γιάννη Ζουγανέλη, για λόγους που δεν τον αφορούν, έτσι ακριβώς το διατύπωσε, και με παρακαλεί να μείνω ικανοποιημένος με τις δυο φωτογραφίες, που είναι αρκετές να δικαιολογήσουν τον λόγο της λήψης τους, τον οποίο δεν ενδιαφέρεται να γνωρίζει. Εδώ άφησε να φανεί ένα ίχνος ειρωνείας στη φωνή του, αμαυρώνοντας την μέχρι τότε ευγενική και σεμνή συμπεριφορά του.
Ο τρόπος του επιβεβαίωσε τη γνώμη που είχα πάντα για τους καλλιτέχνες. Η ματαιοδοξία δεν  τους επιτρέπει να στέκεται κάποιος μπροστά τους, καλύπτοντας την εικόνα τους στο κοινό, ακόμη κι αν αυτός ήμουν εγώ.  


"L'Homme qui marche I" 1960
Alberto Giacometti

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολυ καλο. Καποτε ειχα συναντησει το Ζουγανελη, εξω απο το θέατρο οπου επαιζε. Περιμενα στην ουρα και εκείνος περίμενε κάποιον να ξεκλειδωσει μια πόρτα. Μιλήσαμε για λίγο. Ηταν ευγενής και με χιουμορ. Επίσης μου φανηκε σαν ένας πολυ τρυφερος ανθρωπος.
Αυτος που συναντήσατε θα μπορούσε να ειναι ο Ζουγανελης αρνούμενος την ταυτότητά του. Εχει χιουμορ ειπαμε.

Α.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Μπορεί,τι να πω; Υπαρκτός ή ανύπαρκτος φτιάχτηκε ιστορία