Σταμάτα να γράφεις αυτές τις ιστορίες, τα αφηγηματικά σου παρατράγουδα, και να τις δημοσιεύεις όπου βρίσκεις πρόσφορο έδαφος. Αν ήξερα που μένουν αυτοί οι σαλιάρηδες εργολάβοι της ματαιοδοξίας σου, που συντηρούν τις ατάλαντες παραδοξολογίες σου, θα πήγαινα να τους κάνω ένα χουνέρι, να το θυμούνται για πάντα. Θα θέλατε, θα τους πω, τα παιδιά σας να γράφουν σαν τον γιο μου και να τους προσφέρουν βήμα κάθε λογής αγράμματοι παντογνώστες, τρόφιμοι της λογοτεχνικής αυτοθεραπείας, για να εκθέσουν τους παραλογισμούς τους; Μάνα σου είμαι κι πονάω. Δεν καταλαβαίνεις ότι έχεις χάσει την έμπνευσή σου, όποια τελοσπάντων είχες, έχεις ξεπέσει στον μανιερισμό και, θα στο πω γιατί κανείς δεν σου το έχει πει κατάμουτρα, ένα αλαφροΐσκιωτο «μοντερνισμό»; Παίρνεις κι αυτή την πόζα, λες και είσαι κάποια πρωτοκαθεδρία της λογοτεχνικής κοσμετολογίας. Νομίζεις ότι θ’αλλάξεις τον ρου της λογοτεχνίας; Ας γελάσω: Χα! Κλασικό σύμπτωμα αυτάρεσκης ανικανότητας. Δεν έβαλες ακόμη μυαλό, τόσα χρόνια στέλνεις κείμενα σε περιοδικά και σε αγνοούν. Ούτε να σου απαντήσουν καταδέχονται. Τα σοβαρά εννοώ, τα λουστραρισμένα, τα ευπρεπή, που εκπαιδεύουν με σύνεση και λογική το κοινό, η εμπροσθοφυλακή της λογοτεχνίας, τα πρωτοκλασσάτα, όχι τα επουσιώδη μερεμέτια, που αυτοαναγγέλονται «λογοτεχνικά περιοδικά» με τη σπουδαιοφανή τιποτολογία τους, που ούτε στην τοπική κατηγορία του λογοτεχνικού πρωταθλήματος δεν έχουν θέση, οι συναυτουργοί της συγγραφικής μυωπίας σου. Φιλοδοξούν να διατηρήσουν τη φούσκα της λογοτεχνικής τους αυταπάτης, υιοθετώντας κάτι ξεμωραμένους σαν εσένα. Ούτε ένα βιβλίο δεν κατάφερες να εκδώσεις, βρε αχαΐρευτε, να γίνει η παρουσίαση του, έστω σε συνοικιακό βιβλιοπωλείο, να έρθω να σε καμαρώσω. Να δω το βιβλίο σου τοποθετημένο στο αναλόγιο στραμμένο προς το κοινό, την ώρα που οι επαΐοντες του πνεύματος θα αναλύουν το έργο σου, με στοχαστικό ύφος, να αγάλλεται η ψυχή μου. Δεν πειράζει ας είναι καμιά δεκαριά οι ακροατές, φτάνει που έφτασες στον κολοφώνα του πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα. Ας κινητοποιηθεί κι ο εκδοτικός σου οίκος για να μαζευτεί περισσότερος κόσμος. Μόνο εσύ θα τρέχεις σε συγγενείς, φίλους, συναδέλφους να παρακαλάς να έρθουν; Να σε δω να υπογράφεις το βιβλίο στον αναγνώστη, να τραβήξω φωτογραφίες, κρυφά, γιατί στο σπίτι θα με μάλωνες, κι ας πεθάνω. Τις ώρες που λείπεις να σκέφτομαι ότι γυρίζεις στα βιβλιοπωλεία, μήπως βρεις το βιβλίο σου σε κάποια προθήκη και το βγάλεις φωτογραφία, να την αναρτήσεις στο φέισμπουκ σου, να τη δουν οι φίλες μου να σκάσουν, που με κουτσομπολεύουν για την παρέκκλισή σου, έφτιαξαν κι αυτές ορθόκωλη σκέψη στα γεράματα. Να νιώσω μια ανάταση, μια περηφάνεια, πόσο θα ζήσω ακόμη, να μου πεις, να ρε μάνα το βιβλίο μου, ακουμπισμένο στα πόδια καλλίγραμμης κόρης στην παραλία, να σε καμαρώσω συγγραφέα πριν σβήσω. Αν μάθει ο πατέρας σου ότι συνεχίζεις αυτό το ψυχικό άλγος θα γίνει έξω φρενών. Πέρασε τα εξήντα και μυαλό δεν έβαλε, θα πει με το δίκιο του. Πότε θα νοικοκυρευτεί, θα φτιάξει δική του οικογένεια, με κάτι τέτοια καραγκιοζιλίκια που ασχολείται ποια γυναίκα θα γυρίσει να τον κοιτάξει, θα αναρωτηθεί, και δεν θα ξέρω τι να του απαντήσω. Πήγαινε τώρα να πλύνεις τα χέρια σου γιατί σε λίγο θα φάμε. Κι δεν είναι νύχια αυτά, δεν είσαι πια μωρό να σε προσέχω συνέχεια.
"Woman with hat" 1962
Roy Lichtenstein
2 σχόλια:
Πολυ μου αρεσε!
Α.
Σ'ευχαριστώ.
Δημοσίευση σχολίου