«Ωραία γκομενίτσα για τα κυβικά μου, γύρω στα σαράντα με σαρανταπέντε, βαμμένα ξανθά, κλιμακωτά μαλλιά, κομμένα λίγο κάτω από τον ώμο, γεματούλα, περισσότερο στην περιφέρεια, αλλά ωραίο σφιχτό κωλαράκι, πληθωρικά ακμαιότατα βυζιά, που δυσανασχετούσαν φυλακισμένα στο σουτιέν του πράσινου αποκαλυπτικού μαγιό, λίγο κοντή, σταρένιο χρώμα, γυαλί Rayban, να παίζει το ματάκι της προς τα μένα, -παίζει δεν παίζει έτσι το εκλάμβανα εγώ, ως υπαινιγμό ενδιαφέροντος- αν και φυλακισμένα πίσω από τα δύο σκούρα τζάμια των γυαλιών της. Εγώ σοβαρός, δημιουργικός, ακόμη και δω, κρατάω στα χέρια μου το «Οι θάλασσες του νότου», κι απολαμβάνω τις έρευνες του Πέπε Καρβάλιο, παράλληλα με κοφτές, πλάγιες ματιές την ομορφιά του πάμφωτου σώματος, που τώρα έχει μετακινηθεί σε θέση, ώστε η ορατότητά του να μην διακόπτεται από κανένα εμπόδιο.
Η ώρα περνάει, η χαριτότερπνος λουόμενη εξακολουθεί να με πλαγιοκοπεί με το βλέμμα της, ώσπου ένας μπόμπιρας με πλησιάζει και με κοιτάζει έντονα στα μάτια. Οι τρόποι καλής συμπεριφοράς με αναγκάζουν να πιάσω κουβεντούλα μαζί του, ξεκινώντας με τα αυτονόητα:
«Πώς σε λένε;» τον ρωτάω, κι εκείνος ντροπιασμένος, κάτι ψιθυρίζει μέσα από τα δόντια του, κι αρχίζει να γεμίζει με πέτρες το κουβαδάκι του.
«Πες στον παππού πώς σε λένε» ακούω τη φωνή του πυρακτωμένου, από τον φλεγόμενο ήλιο, αντικείμενου του πόθου μου, να απευθύνεται με γλυκιά φωνή, που ερωτοτροπούσε με την θεατρικότητα, στον απρόσκλητο επισκέπτη μου, που στ’αυτιά μου φτάνει σαν σεξουαλικός ακρωτηριασμός από αμφίστομη μάχαιρα. Παγώνω, νοιώθω ένα στιγμιαίο ρίγος, λες και ο ποταμός Αμούρ μεταφέρθηκε, σε σμίκρυνση, εντός μου, και ρέει με την παντάνασσα ορμή του, ενώ ο ήλιος βρίσκεται στην κορύφωσή του.
Ενθαρρυμένος από την υποστήριξη της ηλιοκαούς κυρίας, ο μικρούλης αρθρώνει την απάντησή του, με θάρρος κι αυτοπεποίθηση.
«Μιχάλη», λέει.
«Ωραίο όνομα» απαντώ, και στρέφω το βλέμμα μου στη θάλασσα, που την είχα γραμμένη στ’αρχίδια μου τόση ώρα».
-Ακούτε, ρε μαλάκες, να με πει παππού. Να πεις ότι ήταν καμιά εκπρόσωπος αισθησιακών πανηγύρεων, να το δεχτώ.
Ρε συ Μπάμπη, φέρε άλλες τρεις Heineken, σε παρακαλώ, το λογαριασμό σε μένα.
"Baigneuse assise au bord de la mer" 1929
Pablo Picasso
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου