Δευτέρα, Ιανουαρίου 27, 2020
Τρίτη, Ιανουαρίου 21, 2020
ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΚΡΙΠ
Δεν γνώριζα το λογοτεχνικό έργο του κ. Καρακίτσου μέχρι να φτάσει στα χέρια μου το τελευταίο του βιβλίο «Ζαχαρίας Σκριπ». Ευτυχώς δηλαδή, γιατί διαβάζοντας το βιβλίο άρχισα να κολυμπάω σε άγνωστα νερά, τα οποία ασφαλώς είναι ωφέλιμα διότι περιέχουν το μυστήριο και την επικινδυνότητα που γοητεύουν και προκαλούν τον αναγνώστη που θα διακινδυνεύσει να τα εξερευνήσει και να τα απολαύσει. Μετά τις πρώτες σελίδες σταμάτησα να κολυμπώ, νοιώθοντας εξοικειωμένος με την ανατρεπτική πραγματικότητα, αφέθηκα στον βυθό αυτής της ευεργετικής αφηγηματικής εκτροπής και αρκέστηκα να θαυμάζω τις ομορφιές του υπόγειου κόσμου του κ.Καρακίτσου. Φτάνοντας μετά το τέλος της ανάγνωσης στην επιφάνεια, ο κόσμος ήταν πια διαφορετικός, ελλειπτικός, αφού στην πλειονότητά του δεν είχε το προνόμιο να είναι κάτοχος της αναγνωστικής απόλαυσης του αφηγηματικού κόσμου που μας προσφέρει η μυθοπλαστική καταγραφή μιας ιστορίας η οποία τον ομορφαίνει έστω με την λογοτεχνική εκδοχή του.
Η διαφορετική εκδοχή του κόσμου είναι, νομίζω, ο κεντρικός στόχος του συγγραφέα. Αυτή η εκδοχή αποτυπώνεται αφηγηματικά με τα όπλα που κάθε φορά ο συγγραφέας διαλέγει για να αναμετρηθεί μαζί του, όχι με μια αντιπαλότητα που θα ήταν αδιάφορη για τον αναγνώστη, ούτε μ’ένα λόγο γλωσσικά και θεματικά αφυδατωμένο, αλλά με ένα σύνολο αφηγηματικής τακτικής που αρχιτεκτονεί την ιστορία με τελικό στόχο την οχυρωμένη αναγνωστική εμπειρία των λογοτεχνικών συμβάσεων. Ο κ.Καρακίτσος φαίνεται να αμφισβητεί την επάρκεια των παραδοσιακών λογοτεχνικών αποσκευών για το αφηγηματικό ταξίδι του. Τα κατατεθειμένα είδη της λογοτεχνικής αναδημιουργίας του κόσμου δεν είναι ικανά να οικοδομήσουν το λογοτεχνικό κόσμο του. Οι αφηγηματικές ανάσες που δίνονται από το τελματωμένο σώμα της διακειμενικότητας είναι άπνοες, για να χρησιμοποιήσω ένα λογοπαίγνιο, είναι ατελέσφορες, οδηγούν στη σήψη.
Πόλεμος λοιπόν σε δυο μέτωπα. Με την παράδοση και με την διαβρωμένη αναγνωστική αντιληπτικότητα του αναγνώστη. Μόνο τότε η έμπνευση, η ταχτική, η στρατηγική για την κατάληψη νοητικών εδαφών στην πνευματική επικράτεια του αναγνώστη θα έχει κάποιο νόημα και ελπίζουμε αποτέλεσμα. Διαφορετικά ας μείνουν τα εδάφη αυτά υπό κατάληψη. Σκασίλα μας.
Το βασικό εκπορθητικό λοιπόν όπλο του κ.Καρακίτσου για την κατάληψη των νοητικών εδαφών δεν πηγάζει από την υπερπροσφορά της λογοτεχνικής παραδοσιακής τεχνουργίας, αλλά από το απόθεμα εξωκειμενικών κοιτασμάτων που αφθονούν στον εξωλογοτεχνικό κόσμο, των οποίων η εξόρυξη και μεταφορά στο λογοτεχνικό εργαστήρι είναι μια πρόκληση, μια ενδιαφέρουσα όσο και επικίνδυνη αποστολή. Ο κ.Καρακίτσος ως σύγχρονος Ζαχαρίας Σκριπ αποφασίζει να εισβάλλει και να αναμετρηθεί σε ένα κορεσμένο αφηγηματικό και μυθοπλαστικό κόσμο, με τους ρομαντισμούς, τις γραφικότητες, τις επαναλήψεις, τις μνημοραγίες, τους λυρισμούς, τις επιτηδεύσεις, τις λεκτικές ακρότητες, τη ρητορική, την αυτοτροφοδοτούμενη αυταρέσκεια, τις κοινοτοπίες, τα ρητορικά κλισέ που τον χαρακτηρίζουν, προσδοκώντας να μην έχει την κατάληξη του ήρωά του.
Την αφηγηματική στρατηγική του ο κ. Καρακίτσος την χειρίζεται εύστοχα, διαθέτοντας σε πλήρη επάρκεια τα υλικά της σάτιρας, της φαντασίας, αλλά κυρίως της γλωσσικής αίσθησης για την διεκπεραίωση της μυθοπλαστικής ανάπλασης. Η αφηγηματική μυθοπλαστική δεξιοτεχνία του, ο σκηνοθετημένος λογοτεχνικός του κόσμος είναι ένας ευαγγελισμός που στοχεύει στην υπονόμευση της οικειότητας του αναγνωστικού κοινού με τα λογοτεχνικά είδη τα οποία συντηρούν μια λογοτεχνία στάσιμη υφολογικά και θεματολογικά. Το παράτολμο της προσπάθειας είναι μια μοναχική ιχνηλασία σε παρθένα, ανεξερεύνητα λογοτεχνικά μονοπάτια. Ελπίζουμε το ξέφωτο που αναζητά ο συγγραφέας να μην του αποκαλυφθεί ποτέ. Ίσως πάλι μην υπάρχει ξέφωτο. Έτσι η ατέρμονη περιπλάνηση, ευτυχώς, θα συνεχίζεται στο διηνεκές. Είναι αποκλειστική ευθύνη του κάθε δημιουργού να αποδεχθεί ή να απορρίψει το ατελέσφορο της κειμενικής περιπλάνησης, αλλά για να είμαστε ακριβείς της κειμενικής αποπλάνησης.
"ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΣΚΡΙΠ"
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ
Εκδόσεις "ποταμός"
Πέμπτη, Ιανουαρίου 16, 2020
ΚΑΠΟΙΕΣ ΚΥΡΙΑΚΕΣ
Κάποιες Κυριακές όταν βρέχει φτιάχνουμε μουστοκούλουρα με την Α. Μας αρέσει να φτιάχνουμε μουστοκούλουρα κάποιες Κυριακές όταν βρέχει.
Αναπνέουμε τη μυρωδιά τους καθώς ψήνονται, στεκόμαστε στο παράθυρο και βλέπουμε τη βροχή να πέφτει. Μας αρέσει να αναπνέουμε τη μυρωδιά τους, να στεκόμαστε στο παράθυρο και να βλέπουμε τη βροχή να πέφτει.
Τρώμε τα μουστοκούλουρα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον. Μας αρέσει να τρώμε μουστοκούλουρα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον.
Εν τω μεταξύ η βροχή συνεχίζει να πέφτει.
"Gentle Rainstorm" 1974
Norman Ackroyd
Τρίτη, Ιανουαρίου 14, 2020
ΜΑΤΑΜΠΡΕ
Εκεί που δεν το περιμένεις από μια πρωτοεμφανιζόμενη συγγραφέα βρίσκεσαι μπροστά σε μια συλλογή δεκαέξι διηγημάτων που σε εκπλήσσουν ευχάριστα.
Η κ. Μπραϊμάκου με μια γλώσσα που δεν διστάζει να εκτεθεί σε όλη την γκάμα της γλωσσικής περιφέρειας, επαναφέρει ιστορίες που δεν πρωτοτυπούν, δίχως όμως να είναι εξαντλημένες αφηγηματικά, παραμένοντας επίκαιρες και ενδιαφέρουσες.
Με τρόπο αιχμηρό, αυθάδικο και αποκαθαρμένο από κάθε γλωσσική σύμβαση, με ρυθμό κάποιες φορές γλωσσικά βίαιο, η συγγραφέας μάς προσφέρει διηγήματα έξοχα αποδοτικά, τόσο αφηγηματικά όσο και υφολογικά.
Οι ήρωες της κ.Μπραϊμάκου ερωτεύονται, συμβιβάζονται, παντρεύονται, χωρίζουν, αρρωσταίνουν, πεθαίνουν, επαναστατούν, μοιχεύουν και μοιχεύονται, επιθυμούν, απογοητεύονται, αγαπούν, δολοφονούν, διακατέχονται απ΄όλα τα συναισθήματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και προσφέρουν με την ύπαρξή τους μια αφηγηματική ανθηρότητα που το τρύγισμά της γίνεται μια όμορφη αναγνωστική εμπειρία.
Τα διηγήματα της συλλογής ¨ΜΑΤΑΜΠΡΕ» είναι μια αφηγηματική κατάκτηση, μια λογοτεχνική γαστρονομική εκδοχή της ανθρώπινης περιπέτειας, όπου η συγγραφέας με υλικά φρέσκα, δροσερά, επιλεγμένα με προσοχή μας προσφέρει ένα αναγνωστικό γεύμα, που η επίγευσή του παραμένει στη μνήμη μας σαν μια κεντημένη δεξιοτεχνικά γλωσσική καμπυλότητα ενός εμπνευσμένου καλλιτεχνικού σώματος, περιμένοντας με ανυπομονησία το επόμενο αφηγηματικό της μαγείρεμα.
*Πολύτιμη ήταν η βοήθεια του Άγη Αθανασιάδη http://librofilo.blogspot.com/2019/01/blog-post_9.html, για την ανάγνωση του βιβλίου, την αναγνωστική βαθύνοια του οποιίου εκτιμώ απεριόριστα, καθώς και η βράβευσή του βιβλίου από την Εταιρεία Συγγραφέων με το βραβείο "Μένης Κουμανταρέας", αν και εδώ ο ρόλος του βραβείου δεν είχε την ίδια βαρύτητα με τη γνώμη του κ. Άγη Αθανασιάδη.
*Πολύτιμη ήταν η βοήθεια του Άγη Αθανασιάδη http://librofilo.blogspot.com/2019/01/blog-post_9.html, για την ανάγνωση του βιβλίου, την αναγνωστική βαθύνοια του οποιίου εκτιμώ απεριόριστα, καθώς και η βράβευσή του βιβλίου από την Εταιρεία Συγγραφέων με το βραβείο "Μένης Κουμανταρέας", αν και εδώ ο ρόλος του βραβείου δεν είχε την ίδια βαρύτητα με τη γνώμη του κ. Άγη Αθανασιάδη.
Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
Κάνω τον καθιερωμένο, τον χειμώνα, περίπατό μου στα στενά του χωριού ή στις παρυφές του, όταν ο καιρός είναι καλός, το βραδάκι γύρω στις επτά. Σήμερα σ’ένα διάλειμμα καλοκαιρίας, ξεκίνησα παίρνοντας μαζί μου το κινητό, όπου στην κάρτα μνήμης έχω αποθηκεύσει μερικά ποιήματα που μου αρέσουν, κι όταν νοιώθω μοναξιά, περπατώντας στους ίδιους δρόμους χρόνια τώρα, τα διαβάζω για να διώξω την μονοτονία του μυαλού από τις εικόνες που δέχεται καθημερινά. Όταν φτάνω στην οδό Περγάμου σταματώ να διαβάσω ένα ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη που μου έχει κάνει εντύπωση. Έχω βάλει την κουκούλα τού μπουφάν στο κεφάλι για να προστατευτώ, το κρύο είναι αρκετό. Βρίσκομαι έξω από τον τοίχο μιας αυλής, σχεδόν ακουμπάω πάνω του, και διαβάζω, περισσότερο προσεχτικά, ένα ποίημα που μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ζητώντας την ακινησία για να νιώσω καλύτερα τη συγκίνηση της ποιητικής τέχνης. Την στιγμή εκείνη ανοίγει η πόρτα και βγαίνει κάποιος από το σπίτι. Καταλαβαίνω, δίχως να τον βλέπω, γιατί του έχω γυρισμένη την πλάτη, ότι παρατηρεί τον κουκουλωμένο άγνωστο που κοιτάζει το κινητό του, ο οποίος δίχως να κάνει την παραμικρή κίνηση να απομακρυνθεί από τη θέση του συνεχίζει να είναι βυθισμένος στην οθόνη του κινητού του. Για να κάνει αισθητή την παρουσία του, ανοίγει την διπλανή πόρτα στου σπιτιού, που βρίσκεται στο ισόγειο του δυόροφου σπιτιού. Καταλαβαίνω ότι δεν την έχει κλείσει, αλλά συνεχίζει να με παρατηρεί, δίχως να έχει το θάρρος να ρωτήσει για την παρουσία μου, γιατί δεν έχει φυσικά κανένα δικαίωμα να το κάνει, φοβάται την αντίδρασή μου, δεν ξέρει με τι άνθρωπο έχει να κάνει βραδιάτικα.
-Μην ενοχλείστε, του λέω για να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση, ένα ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη διαβάζω. Ακούστε, του λέω, και πριν προλάβει να αντιδράσει αρχίζω να απαγγέλω:
ΚΛΑΔΙΑ ΓΙΑ ΠΟΥΛΙΑ
Είναι κάτι κλαδιά
χορεύουν κι όταν ο άνεμος
καθόλου δε φυσά
Καλούν με το χορό τους τα πουλιά
που διστάζουν.
Είναι κάτι κλαδιά
χορεύουνε τον τρόμο τους
ανάμεσα στο βάρος και στη ρίζα
και διώχνουν όσα ζύγωσαν πουλιά
Τώρα ο άνεμος έχει καθίσει πάνω τους
πουλιά πια δε ζυγώνουν στα κλαδιά
κανείς ποτέ δε γέλασε πουλιά
φαίνεται βλέπουν
ό,τι δε φαίνεται:
πάνω στα έρημα κλαδιά
να ΄χουν ανθίσει
πουλιά
-Κύριε, μπορείτε να μου διαβάσετε άλλο ένα σας παρακαλώ, και πριν ξεκινήσω την απαγγελία, αποδεχόμενος την παράκλησή του,φωνάζει προς το βάθος του σπιτιού:
-Μαρία, έλα να ακούσεις.
Από το διάδρομο του σπιτιού εμφανίζεται μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με μαύρα μαλλιά που φτάνουν λίγο κάτω από τους ώμους της, πρόσωπο μελαχρινό, μάτια καστανά, φορώντας μια γαλάζια ρόμπα.
-Ο κύριος θα μας διαβάσει ένα ποίημα, της λέει, κι εκείνη τον κοιτάζει απορημένη, δεν αντιδρά, αλλά στέκεται και με κοιτάει με παραξενεμένο ύφος.
Τους διαβάζω το « H ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ TOY ΚΩΝΩΠΟΣ»
-Πώς λέγεται ο ποιητής; με ρωτάει με φανερό ενδιαφέρον ο ένοικος.
-Γιάννης Βαρβέρης, αλλά γιατί ρωτάτε;
--Γιατί μου άρεσαν αυτά που διαβάσατε, έτσι Μαρία;
Η Μαρία συμφωνεί, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.
-Ξέρετε, εγώ δεν έχω διαβάσει ποτέ ποίηση, το λύκειο το τέλειωσα με δυσκολία, έχω δικό μου τουριστικό στο κεντρικό δρόμο. Μα ελάτε μέσα, να πιείτε κάτι.
-Όχι με περιμένουν σπίτι, απάντησα ψευδόμενος, ενώ είχα προγραμματίσει να δω το “Dronningen” μόνος μου, αφού με την Ελένη το είχαμε αναβάλλει αρκετές φορές με διάφορες προφάσεις αληθινές ή ψεύτικες.
-Θα το αγοράσω αύριο, έτσι Μαρία;
Αυτή τη φορά η Μαρία εκτός την καταφατική κίνηση του κεφαλιού της απάντησε:
-Ναι Μάριε.
-Δυστυχώς ο πρώτος τόμος είναι εξαντλημένος, τον ενημέρωσα.
Ένα πέπλο ομίχλης σκέπασε το πρόσωπό του. Έψαξε την τσέπη του μπουφάν του και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε με τρεμάμενα χέρια.
-Καπνίζετε; με ρώτησε, κι άπλωσε το πακέτο με τα τσιγάρα προς το μέρος μου.
-Ευχαριστώ, αλλά αυτή την ώρα δεν το χρειάζομαι, του λέω.
-Σε ευχαριστώ, μας χάρισες όμορφες στιγμές που δεν θα ξαναζήσουμε, έτσι Μαρία;
Αυτή τη φορά η Μαρία εκτός από την καταφατική κίνηση το κεφαλιού της, μαζί με το Μάριε συμπλήρωσε το κτητικό «μου».
Τους χαιρέτησα δίνοντας το χέρι μου, έβαλα την κουκούλα μου, που είχα βγάλει όλο αυτό το διάστημα, και συνέχισα το δρόμο μου.
Σάββατο, Ιανουαρίου 04, 2020
ΧΑΡΤΙΝΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ
Εν συντομία και εκ του προχείρου παραθέτω το χρονικό της γνωριμίας της χαρτοσακούλας και του χαρτοδόντη, οι οποίοι σύμφωνα με την αφήγησή μου της 31ης Δεκεμβρίου 2019, δεν παραβρέθηκαν στην ετήσια συνάντηση φίλων στο σπίτι μου την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, αλλά αποφάσισαν να περάσουν την τελευταία μέρα του χρόνου μαζί, στο σπίτι του χαρτοδόντη, νεοερωτευμένοι καθώς ήταν, απολαμβάνοντας τον έρωτά τους, που έκλεινε δυο μήνες πάθους και ευτυχίας,
Η χαρτοσακούλα ερωτεύτηκε τον χαρτοδόντη από τον τρόπο που μασούσε την τσίχλα του, την οποία είχε διαρκώς στο στόμα, ακόμη κι όταν κοιμόταν, που λέει ο λόγος, κι απ’το χαμόγελό του, που αποκάλυπτε μια σειρά χάρτινα μαργαριτάρια, που στόλιζαν το στόμα του, τα οποία για τον υπόλοιπο κόσμο τα ονομάζουμε δόντια.
Τον συνάντησε ένα πρωινό του Οκτώβρη στο χαρτοπωλείο «Το χαρτοφυλάκιο», την ώρα που εκείνος αγόραζε χαρτομπογιές, για μια χάρτινη κατασκευή, δικής του έμπνευσης και κατασκευής. Την χαρτοσακούλα την εντυπωσίασε ο τρόπος που χειριζόταν την τσίχλα στο στόμα, της θύμιζε χορογραφία, που παιζόταν μόνο για κείνη, σε μια ροζ, σάρκινη σπηλιά, διακοσμημένη με λευκά χάρτινα σκηνικά. Χορογραφία που συνδύαζε πειθαρχία και αυτοσχεδιασμό, ελευθερία και καταναγκασμό, συναίσθημα και ψυχρότητα, πάθος, κίνηση, δύναμη, ακρίβεια, χάρη, έμπνευση, εκφραστικότητα. Μια κινητική εικόνα που όποιος είχε την ικανότητα να αντιληφθεί την ευρηματικότητά της έμενε για πάντα αιχμάλωτος της. Ένας απ’αυτούς ήταν η χαρτοσακούλα, που ευτυχώς για την ίδια, ήταν η μοναδική που είχε φτάσει σ’αυτή την αποκάλυψη.
Τη στιγμή που γλίστρησαν από το χέρι της οι φωτοτυπίες και φτερούγισαν στον διάδρομο, ο χαρτοδόντης, που έπιανε πουλιά στον αέρα,τις πρόλαβε με χορευτικές κινήσεις πριν φτάσουν στο πλακάκια του χαρτοπωλείου και τις επέστρεψε, με μια κίνηση αβροφροσύνης και ευγένειας, στη φωλιά τους, τα λευκά σαν κρίνος χέρια της χαρτοσακούλας, προσφέροντάς της ένα χαμόγελο που αποκάλυψε τα εξαίσια χάρτινα δόντια του. Από τη στιγμή που τα αντίκρυσε η χαρτοσακούλα δεν τον έβγαλε απ' το μυαλό της, όχι τόσο ως σωματική παρουσία, αλλά σαν το πεπρωμένο που θα μπορούσε, έστω και αργά, να αλλάξει τη ζωή της.
Η ευκαιρία να ξανασυναντηθούν δόθηκε όταν η χαρτοσακούλα ήρθε μαζί με την χαρτοσήμανση, γυναίκα του χαρτογιακά, επιστήθιου φίλου μου παιδιόθεν, σε μια προγραμματισμένη οινοποσία, η οποία επαναλαμβανόταν κατά τακτά διαστήματα σε σπίτια φίλων, εις μνήμην του χαρτοσουγιά, εκλεκτού μέλους της παρέας, ο οποίος «έφυγε» ένα βράδυ Παρασκευής του Μάη του 2015 σ’ένα καυγά, στον οποίο δεν πήρε ουσιαστικά μέρος, περιέργως, αλλά κατέληξε ως παράπλευρη απώλεια, με δύο νεκρούς και ένα τραυματία.
Εν μέσω οινοφλεγών βλεμμάτων, αλκοολούχων εκφράσεων και υπονοουμένων, ο χαρτοδόντης και η χαρτοσακούλα δέθηκαν με την αόρατη κλωστή της ερωτικής έλξης, με την προοπτική ενός βίου που προσφερόταν ως αντίδοτο στην μονοτονία του μέχρι τώρα παρελθόντος και παρόντος τους, ενός μέλλοντος αρκούντως ανταποδοτικού των επιθυμιών που άνθιζαν στην καρδιά τους, και αποφάσισαν να δωρίσουν ο ένας στον άλλον.
Ο χαρτοδόντης προσφέρθηκε να την συνοδεύσει στο σπίτι της με το αυτοκίνητό του, ένα Ford Ka πραγματικό χαρτόκουτο, λόγω μέθης της χαρτοσακούλας, πραγματικής ή θεατρικής, δεν γνωρίζουμε, είναι ένα θέμα που χρίζει διερεύνησης, το οποίο δεν μας αφορά στην παρούσα διήγηση, και η άμεση ανταπόκρισή της, ως έτοιμη από καιρό, δεν άφηνε την παραμικρή αμφιβολία γι’αυτό που θα επακολουθούσε. Γεγονός που δεν διαψεύστηκε από την εξέλιξη της νυχτερινής συνάντησης. Ο χαρτοδόντης έφυγε από το σπίτι της αργά το πρωί, αφού κατανάλωσε δυο εσπρέσσο και δύο τοστ με πίκλες, λες και ήταν στη Σάντα Τερέσα του Μπολάνιο. Από τότε εγκατέλειψαν τις κοσμικές συναντήσεις, έτσι αποκαλούσαν τώρα πια τις συναντήσεις μας, ζώντας ένα χάρτινο, ονειρικό παραμύθι έρωτα και πάθους, που με την συγκατάθεσή τους σας εξιστόρησα.
"Keep in line with 2 light sensitive plates - photogravure print",
Hubertine Heijermans
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)