Τρίτη, Ιανουαρίου 07, 2020

ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ



Κάνω τον καθιερωμένο, τον χειμώνα, περίπατό μου στα στενά του χωριού ή στις παρυφές του, όταν ο καιρός είναι καλός, το βραδάκι γύρω στις επτά. Σήμερα σ’ένα διάλειμμα καλοκαιρίας, ξεκίνησα παίρνοντας μαζί μου το κινητό, όπου στην κάρτα μνήμης έχω αποθηκεύσει μερικά ποιήματα που μου αρέσουν, κι όταν νοιώθω μοναξιά, περπατώντας στους ίδιους δρόμους χρόνια τώρα, τα διαβάζω για να διώξω την μονοτονία του μυαλού από τις εικόνες που δέχεται καθημερινά. Όταν φτάνω στην οδό Περγάμου σταματώ να διαβάσω ένα ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη που μου έχει κάνει εντύπωση. Έχω βάλει την κουκούλα τού μπουφάν στο κεφάλι για να προστατευτώ, το κρύο είναι αρκετό. Βρίσκομαι έξω από τον τοίχο μιας αυλής, σχεδόν ακουμπάω πάνω του, και διαβάζω, περισσότερο προσεχτικά, ένα ποίημα που μου έχει κάνει ιδιαίτερη εντύπωση, ζητώντας την ακινησία για να νιώσω καλύτερα τη συγκίνηση της ποιητικής τέχνης. Την στιγμή εκείνη ανοίγει η πόρτα και βγαίνει κάποιος από το σπίτι. Καταλαβαίνω, δίχως να τον βλέπω, γιατί του έχω γυρισμένη την πλάτη, ότι παρατηρεί τον κουκουλωμένο άγνωστο που κοιτάζει το κινητό του, ο οποίος δίχως να κάνει την παραμικρή κίνηση να απομακρυνθεί από τη θέση του συνεχίζει να είναι βυθισμένος στην οθόνη του κινητού του. Για να κάνει αισθητή την παρουσία του, ανοίγει την διπλανή πόρτα στου σπιτιού, που βρίσκεται στο ισόγειο του δυόροφου σπιτιού. Καταλαβαίνω ότι δεν την έχει κλείσει, αλλά συνεχίζει να με παρατηρεί, δίχως να έχει το θάρρος να ρωτήσει για την παρουσία μου, γιατί δεν έχει φυσικά κανένα δικαίωμα να το κάνει, φοβάται την αντίδρασή μου, δεν ξέρει με τι άνθρωπο έχει να κάνει βραδιάτικα.

-Μην ενοχλείστε, του λέω για να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση, ένα ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη διαβάζω. Ακούστε, του λέω, και πριν προλάβει να αντιδράσει αρχίζω να απαγγέλω:

ΚΛΑΔΙΑ ΓΙΑ ΠΟΥΛΙΑ

Είναι κάτι κλαδιά
χορεύουν κι όταν ο άνεμος
καθόλου δε φυσά

Καλούν με το χορό τους τα πουλιά
που διστάζουν.

Είναι κάτι κλαδιά
χορεύουνε τον τρόμο τους
ανάμεσα στο βάρος και στη ρίζα
και διώχνουν όσα ζύγωσαν πουλιά

Τώρα ο άνεμος έχει καθίσει πάνω τους
πουλιά πια δε ζυγώνουν στα κλαδιά
κανείς ποτέ δε γέλασε πουλιά
φαίνεται βλέπουν
ό,τι δε φαίνεται:

πάνω στα έρημα κλαδιά
να ΄χουν ανθίσει
πουλιά

-Κύριε, μπορείτε να μου διαβάσετε άλλο ένα σας παρακαλώ, και πριν ξεκινήσω την απαγγελία, αποδεχόμενος την παράκλησή του,φωνάζει προς το βάθος του σπιτιού:
-Μαρία, έλα να ακούσεις.
Από το διάδρομο του σπιτιού εμφανίζεται μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με μαύρα μαλλιά που φτάνουν λίγο κάτω από τους ώμους της, πρόσωπο μελαχρινό, μάτια καστανά, φορώντας μια γαλάζια ρόμπα.
-Ο κύριος θα μας διαβάσει ένα ποίημα, της λέει, κι εκείνη τον κοιτάζει απορημένη, δεν αντιδρά, αλλά στέκεται και με κοιτάει με παραξενεμένο ύφος.
Τους διαβάζω το « H ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ TOY ΚΩΝΩΠΟΣ»
-Πώς λέγεται ο ποιητής; με ρωτάει με φανερό ενδιαφέρον ο ένοικος.
-Γιάννης Βαρβέρης, αλλά γιατί ρωτάτε;
--Γιατί μου άρεσαν αυτά που διαβάσατε, έτσι Μαρία;
Η Μαρία συμφωνεί, κουνώντας καταφατικά το κεφάλι της.
-Ξέρετε, εγώ δεν έχω διαβάσει ποτέ ποίηση, το λύκειο το τέλειωσα με δυσκολία, έχω δικό μου τουριστικό στο κεντρικό δρόμο. Μα ελάτε μέσα, να πιείτε κάτι.
-Όχι με περιμένουν σπίτι, απάντησα ψευδόμενος, ενώ είχα προγραμματίσει να δω το “Dronningen” μόνος μου, αφού με την Ελένη το είχαμε αναβάλλει αρκετές φορές με διάφορες προφάσεις αληθινές ή ψεύτικες.
-Θα το αγοράσω αύριο, έτσι Μαρία;
Αυτή τη φορά η Μαρία εκτός την καταφατική κίνηση του κεφαλιού της απάντησε:
-Ναι Μάριε.
-Δυστυχώς ο πρώτος τόμος είναι εξαντλημένος, τον ενημέρωσα.
Ένα πέπλο ομίχλης σκέπασε το πρόσωπό του. Έψαξε την τσέπη του μπουφάν του και έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα και άναψε με τρεμάμενα χέρια.
-Καπνίζετε; με ρώτησε, κι άπλωσε το πακέτο με τα τσιγάρα προς το μέρος μου.
-Ευχαριστώ, αλλά αυτή την ώρα δεν το χρειάζομαι, του λέω.
-Σε ευχαριστώ, μας χάρισες όμορφες στιγμές που δεν θα ξαναζήσουμε, έτσι Μαρία;
Αυτή τη φορά η Μαρία εκτός από την καταφατική κίνηση το κεφαλιού της, μαζί με το Μάριε συμπλήρωσε το κτητικό «μου».
Τους χαιρέτησα δίνοντας το χέρι μου, έβαλα την κουκούλα μου, που είχα βγάλει όλο αυτό το διάστημα, και συνέχισα το δρόμο μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: