“Όρμα! Υπερασπίσου την εστία σου!”, με πρόσταξε, καθώς με πλησίασε, σκηνοθετώντας ένα βλέμμα, αλλότριον του κόσμου τούτου.
Βάδιζα την οδό Κοπέρνικου, στο ύψος του super market "Ο Δανδής». Εκεί με συνάντησε ο «σέντερ φορ», ενώ περίμενα καπνίζοντας, μέχρι να φτάσει πέντε η ώρα που άνοιγε το οδοντιατρείο του ο Ιατρόπουλος. Είχα κλείσει ραντεβού μαζί του, δυο μέρες νωρίτερα, γιατί ο πονόδοντος δεν με άφηνε να ησυχάσω, κάνοντας την επανεμφάνισή του, απροειδοποίητος, τις ώρες που νόμιζα ότι με είχε εγκαταλείψει οριστικά . Δεν είχα σκοπό να υπερασπιστώ την εστία μου τέτοια ώρα. Οι ψυχικές αντιστάσεις μου ήταν αμβλυμμένες, μία ακόμη επιβάρυνση θα με κατέβαλε περισσότερο. Ήθελα να είμαι προσηλωμένος στο στόχο μου, που δεν ήταν άλλος από την εκτίμηση του Ιατρόπουλου για την κατάσταση του 2ου γομφίου μου. Ήταν όμως επίμονος και προκλητικός. Η έπαρση και η σιγουριά του εκδηλωνόταν με τον τρόπο που μετακινούσε το κορμί του, αποκαλύπτοντας την αυτοπεποίθηση ενός προικισμένου σέντερ φορ, που δεν έβρισκε αντίπαλο ικανό να τον αντιμετωπίσει. Η επιθετικότητά του είχε αρχίσει να αφήνει τα ίχνη της, με τη μορφή ζεστής ανάσας στο πρόσωπό μου. Η φορτικότητά του με ανάγκασε να ανταποκριθώ στην πρόκλησή με βαριά καρδιά. Επιστράτευσα την αμυντική μου τακτική, ενθυμούμενος το πλάνο και τις κινήσεις τού Κιελίνι, αν και όχι οπαδός της Γιουβέντους, δίχως να διαθέτω την πληθωρική παρουσία και ικανότητα του. Άλλωστε δεν θα αντιμετώπιζα τον Σουάρεζ, αλλά ένα ψηλό, αδύνατο άντρα με λιγοστά μαλλιά, ρεμβώδεις οφθαλμούς, γυμνασμένο σώμα, πόδια σφιχτά, όπως διαφαίνονταν αμυδρά μέσα από το ατημέλητο γκρι παντελόνι του.
Κλωτσώντας μια νοητή, επινοημένη μπάλα Adidas, ο επίδοξος σκόρερ, ο αυτόκλητος πολιορκητής της προγραμματισμένης μου ανασφάλειας, δίχως να δοθεί το εναρκτήριο λάκτισμα από κάποιον διαβατάρικο διαιτητή, άρχισε τις ντρίμπλες, αποφεύγοντας το δυνατό και σκληρό μαρκάρισμά μου, όχι όμως αντιαθλητικό, εκτός μία μόνο φορά, όπου τον γκρέμισα φαρδύ πλατύ στο πεζοδρόμιο, καθώς ορμούσε ακάθεκτος προς στον στόχο του, έτοιμος να πετύχει τον θρίαμβο του, για τον οποίο ήμουν σίγουρος ότι αργότερα θα κομπορρημονούσε μπροστά στο τσαλακωμένο μου γόητρο.
Φαινόταν έμπειρος, προπονημένος και με τακτική. Δεν έκανε τίποτα δίχως σχέδιο, έδειχνε επιμονή και υπομονή, έτοιμος να χτυπήσει την κατάλληλη στιγμή, όταν θα χαλάρωνε η επιφυλακή μου και ο ανακτημένος εγωισμός μου. Τα τρεξίματα, το πάθος, οι εξόχως αρμονικές κινήσεις του, η ορμητικότητά του, το κοντρολαρισμένο στυλ του, έδειχναν έναν άνθρωπο που όλα τα είχε μελετήσει στην προπόνηση. Εγώ ερασιτέχνης, όπως και στις άλλες πλευρές της ζωής μου, αιφνιαδιασμένος, αλλά ανεξήγητα δεκτικός, πάλεψα για την αξιοπρέπειά μου, αλλά όπως ήταν φανερό, ηττήθηκα. Με μια υπέροχη προσποίηση, με «άδειασε» κυριολεκτικά και βρέθηκε μπροστά στο κενό τέρμα μου, που δεν ήταν άλλο από το τοίχο του «Δανδή». Μ’ένα σαδιστικό σουτάκι, ο εν ψευδευσθήσει πυργωμένος εκπορθητής, έστειλε τη μπάλα στο βάθος των τοίχινων διχτυών μου. Το γάργαρο γέλιο του φλοίσβισε στην αμμουδιά του μυαλού μου.
Μάζεψα τη μπάλα υποταγμένος και του την έδωσα στα χέρια, σαν τρόπαιο. Τη δέχτηκε μ’ένα χαμόγελο ικανοποίησης.
«Θέλεις προπόνηση» μου είπε με νόημα, κι απομακρύνθηκε.
Στάθηκε στην άκρη του δρόμου, στη διασταύρωση Κοπέρνικου και Νεύτωνος, με την ανύπαρκτη μπάλα στα χέρια. Το βλέμμα του ήταν ανήσυχο, έψαχνε καινούργιο αντίπαλο να ταπεινώσει.
Κοίταξα το ρολόι μου, πέντε και δέκα. Είχα αργήσει στο ραντεβού και το δόντι μου είχε πάλι να με ενοχλεί.
Διορθωμένο Κυριακή βράδυ 4 Νοέμβρη
"Fighter" Egon Schiele