Τετάρτη, Οκτωβρίου 12, 2016

ΜΙΑ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ ΒΕΓΓΟ


Αν δεν παινέσουμε το σπίτι μας.....
Δημοσιεύτηκε 11/10/2016 στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Φρέαρ"
Εδώ: http://frear.gr/?p=15420


Ελαφρώς διορθωμένο.
                                                        

«Ο κύριος Σπύρος Παύλου;»
«Ο ίδιος. Ποιος με καλεί;»
«Ο Θανάσης Βέγγος».
«Παρακαλώ, μπορώ να σας βοηθήσω σε κάτι;»
«Σ’ ένα διήγημά σας αναφέρεστε στ’ όνομά μου».
Προσπάθησα να θυμηθώ ποιο κείμενο εννοούσε.
«Βέβαια, έχω δημοσιεύσει ένα διήγημα, «Ο Θανάσης Βέγγος ως Θανάσης Βέγγος», απάντησα μετά από μικρή σιωπή, αλλά απ’ όσο θυμάμαι δεν αναφέρομαι σε κάποιο υπαρκτό πρόσωπο. Άλλωστε δεν σας γνωρίζω, ούτε άλλον Θανάση Βέγγο γνωρίζω προσωπικά, εκτός  τον ηθοποιό από τις ταινίες του. Το πρόσωπο της ιστορίας λέγεται Θανάσης Βέγγος, αλλά είναι καθαρή επινόηση.

«Μα αυτά που γράφετε αναφέρονται σε μένα. Η περιγραφή του ήρωα σας, οι κινήσεις του, τα λόγια του, η ερωτική του ζωή, οι δυσκολίες που συναντά στη ζωή, οι απογοητεύσεις του, η αφέλειά του, η καλοσύνη του, η συμπεριφορά του, η σχέση του με τους ανθρώπους, ταιριάζουν με κάθε λεπτομέρεια στην ιδιωτική μου ζωή».

«Κύριε δεν σας γνωρίζω  και δεν μου αρέσει να αναφέρω τις πηγές τής έμπνευσής μου. Περισσότερο αν είναι άνθρωποι άγνωστοι σε μένα. Νομίζω ότι πρόκειται για ένα κακόγουστο αστείο. Ποιος μου βεβαιώνει ότι λέγεστε Θανάσης Βέγγος, κι εν πάση περιπτώσει, η ζωή σας είναι ίδια με την ζωή του ήρωά μου».

«Αν θέλετε μπορούμε να συναντηθούμε για να σας δώσω αποδείξεις της ταυτότητάς μου».

«Δεν έχω καμιά όρεξη, ούτε ενδιαφέρομαι να συναντώ ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι τα πρόσωπα των ιστοριών μου ταυτίζονται μαζί τους. Αλλά, ας πούμε, ότι λέγεστε Θανάσης Βέγγος. Ωραία, αυτό μπορεί να συμβαίνει, είναι πιθανό. Υπάρχει μάρτυρας που να επιβεβαιώνει ότι η ζωή σας είναι αυτή που περιγράφω στο διήγημά μου;»

«Βεβαίως και υπάρχουν, κύριε Παύλου. Βεβαίως και υπάρχουν. Ένα ολόκληρο χωριό, δυόμιση χιλιάδων κατοίκων. Θέλετε να το επισκεφθείτε για να σας λυθεί η απορία;»

Ο τύπος φαινόταν σίγουρος για τον εαυτό του, γι’ αυτό φορτικός. Έπρεπε να τον ξεφορτωθώ στα γρήγορα, δηλαδή να του κλείσω το τηλέφωνο, το οποίο ποιος ξέρει πού το βρήκε. Κάποια φάρσα βρισκόταν εν εξελίξει, είμαι σίγουρος, την οποία δεν μπορούσα να προσδιορίσω από πού προερχόταν, από ποιον και γιατί. Αν συνέχιζα, θα έπαιζα το παιγνίδι του συνομιλητή μου. Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω την τελευταία μου ελπίδα:
«Που βρήκατε το διήγημά μου, κύριε;». 
Απέφυγα να πω το όνομά του, μήπως τον νομιμοποιήσω ονοματικά.
«Τα καλά νέα εύκολα διαδίδονται. Δεν είναι άσχημο να είσαι ο ήρωας ενός διηγήματος. Δεν είναι προνόμιο πολλών,» απάντησε προκλητικά κι αυτάρεσκα,  ο αποθρασυμένος συνομιλητής μου, δίχως να δώσει απάντηση στο ερώτημά μου.
«Βεβαίως, μπορούμε να συναντηθούμε», απάντησα στην ερώτηση που μου είχε απευθύνει , και κόντευε να ξεχαστεί, προσπαθώντας  να τον αφοπλίσω με επιθετική τακτική. «Πού θέλετε και πότε. Αν έχετε χρόνο, θα επισκεφθούμε τον τόπο που μένετε. Θα μου έδινε μεγάλη χαρά να γνωρίσω την οικογένειά σας, τους φίλους σας, τους συμπολίτες σας».
Πρέπει να τα πήγα καλά, γιατί μεσολάβησε ένα μικρό διάστημα παύσης. «Τώρα θα μου το κλείσει», σκέφτηκα.
«Αύριο το βραδάκι, κατά τις οχτώ. Θα σας περιμένω στο «Οντεόν». Θα με γνωρίσετε αμέσως, είμαι ίδιος με τον ήρωά σας. Θα σας περιμένω, είμαι σίγουρος ότι θα έρθετε». Συναντηθήκαμε την άλλη μέρα στο «Οντεόν». Με περίμενε στην γωνιά του μαγαζιού, δίπλα την τζαμαρία, πίνοντας τον καφέ του. Δεν δυσκολεύτηκα να τον αναγνωρίσω. Ήταν ίδιος ο Θανάσης Βέγγος. Λίγο πιο γερασμένος απ’ τον ήρωά μου, που δεν τον άφησα να μεγαλώσει, κι από τον κινηματογραφικό ήρωα του ήρωά μου. Αν ο ηθοποιός Θανάσης Βέγγος δεν είχε πεθάνει πριν λίγα χρόνια θα νόμιζες ότι ήταν ο ίδιος.
Δεν μιλήσαμε για πολύ. Μου διηγήθηκε τη ζωή του, εν συντομία, όπως ακριβώς την περιέγραφα στην ιστορία μου. Είχα τον ήρωα της μικρής ιστορίας μου μπροστά μου. Αυτό με τρόμαζε, αλλά ταυτόχρονα με κολάκευε. Ήταν σαν να τον είχα πλάσει εγώ. Κάτι έλεγε μέσα μου, ότι ο άνθρωπος που βρισκόταν απέναντι μου έλεγε την αλήθεια. Δεν θα του ζητούσα στοιχεία ταυτότητας για να πειστώ. Ήταν δεν ήταν ο Θανάσης Βέγγος της ιστορίας μου, δεν με ενδιέφερε πλέον. Αρκεί που είχα απέναντι μου το δημιούργημά μου, έστω και κι αν μπλοφάριζε. Αν υπήρχε κάποιος λόγος που επεδίωξε αυτήν την συνάντηση θα τον μάθαινα αμέσως.
«Μην ξεχνάτε ότι κλέψατε τη ζωή μου για τη φήμη σας. Εξ αμελείας σας, αλλά αυτό δεν ελαφρύνει τη θέση σας. Όπως εγώ έκλεψα την ζωή κάποιου άλλου, του ήρωα των ταινιών του μεγάλου μας ηθοποιού. Προσέξτε όμως, τη ζωή του κινηματογραφικού ήρωα, όχι του ηθοποιού. Είναι τελείως διαφορετικό από αυτό που κάνατε εσείς με μένα. Εγώ έπαιξα ένα ρόλο, ο οποίος έκανε την τέχνη ζωή, ζωοδοτούσε την τέχνη, ενώ εσείς κάνατε τη ζωή τέχνη. Ποιο είναι πιο έντιμο; Ξέρετε, δεν μπορούσα να διαχωρίσω την δημιουργία από την πραγματικότητα. Είναι κακό αυτό; Εσείς που είστε συγγραφέας θα πρέπει να έχετε απαντήσει στο ερώτημα. Ή μήπως όχι; Τέλος πάντων, δεν είναι αυτό τα θέμα μας. Προσπάθησα σε όλη μου τη ζωή να μιμηθώ τον κινηματογραφικό μου ήρωα. Όχι για να αποκτήσει η ζωή μου αξία, το γιατί σας το εξήγησα προηγουμένως, μην επαναλαμβάνομαι. Δεν ξέρω αν τα κατάφερα, το διήγημά σας αφήνει τον καθένα να δώσει την απάντησή του. Μόνο που εγώ δεν είμαι σελίδες ενός διηγήματος, ούτε κινηματογραφικός ήρωας. Είμαι ζωντανός, με σάρκα και οστά. Κλεμμένες ζωές, κύριε Παύλου. Εγώ δεν κατάφερα να συναντήσω τον ήρωα που θαύμαζα, είπε μελαγχολικά, αφήνοντας το βλέμμα του να ταξιδέψει για λίγο στην κίνηση του δρόμου. Οι ήρωες της οθόνης είναι ψεύτικοι, μέρος του θεάματος. Όνειρα αποτυπωμένα στο πανί της κινηματογραφικής οθόνης. Ενώ εσείς το καταφέρατε. Πρέπει να είστε ευχαριστημένος. Συναντήσατε ένα ήρωα, τον οποίο δεν μπορούσατε ποτέ να φανταστείτε ότι υπάρχει στην πραγματικότητα. Δεν λένε ότι η ζωή, κάποιες φορές, ξεπερνά την φαντασία, τη μυθοπλασία καλύτερα; Να το αποτέλεσμα. Γράφοντας νοιώθετε δημιουργοί. Αυτό δεν νομίζετε εσείς οι συγγραφείς; Ότι υπερβαίνετε με τη γραφή σας την πραγματικότητα;»
Ήπιε μια γουλιά καφέ και με κοίταξε. Τα μάτια του είχαν μια λάμψη, ακόμα και μέσα στο μισοσκόταδο του μαγαζιού.
«Μήπως θέλετε να επισκεφθούμε, κάποια από αυτές τις μέρες, το χωριό που ζω;» ρώτησε, αφήνοντας να γλιστρήσουν αυθάδικα από το στόμα του οι λέξεις, σίγουρος για την αποτελεσματικότητά τους. 
Δεν αποδέχθηκα την πρόσκληση. Δεν είχε κανένα νόημα. Ήξερα ότι όλοι κλέβουμε κάτι στη ζωή μας. Κάτι από τη ζωή των άλλων. Έτσι, νομίζουμε, ότι ολοκληρωνόμαστε σαν άνθρωποι. Εμείς οι συγγραφείς νοιώθουμε ασφαλείς, δεν θα βρεθεί κάποιος να μας ζητήσει τα ρέστα. Κοτσάρουμε και εκείνο το «κάθε ομοιότητα με πρόσωπα αληθινά είναι θέμα σύμπτωσης» και καθαρίσαμε. Είτε ηθελημένα είτε αθέλητα. Μέχρι να βρεθεί κάποιος να μας βάλει στη θέση μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια: