Σάββατο, Σεπτεμβρίου 05, 2015

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ


Ξυπνώντας, σκούπισε από την άκρη των χειλιών του μια λεπτή γραμμή σάλιου, που είχε αρχίσει να κυλά αργά στο μάγουλό του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, τέντωσε νωχελικά τα χέρια και το σώμα του για να διώξει τα τελευταία απομεινάρια ύπνου κι άρχισε να σκαρφαλώνει στο σκοινί που βρισκόταν κρεμασμένο από το ταβάνι. Όταν βρέθηκε σε μια ικανοποιητική απόσταση από το έδαφος, άρχισε να μετακινείται από τη μια μεριά του τοίχου στην άλλη, κρατημένος σφιχτά από το σκοινί, δίνοντας ώθηση με το σώμα του, απολαμβάνοντας  το ίλιγγο της αιώρησης και της παλμικής ταλάντωσης.
-Δεν θα γίνεις άνθρωπος εσύ, ακούστηκε η αυταρχική φωνή της μητέρας του, που άνοιξε την πόρτα του δωματίου βίαια, με το μητρικό δικαίωμα της επιβολής στο βλέμμα της.
- Το πρωινό σου σε περιμένει, συνέχισε.
Κατέβηκε από το σκοινί αμίλητος, ντύθηκε βαριεστημένα, και πέρασε στην κουζίνα. Την ώρα που κατάπινε την τελευταία γουλιά από το γάλα,  ακούστηκε το σχολικό που θα τον οδηγούσε στο ζωολογικό κήπο.


Το έργο είναι του Loris Cecchini "Wallwave vibration"

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολυ καλο. Μου αρέσει ο τρόπος που γράφετε.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Ευχαριστώ πολύ!
Κι εμένα ο τρόπος που κρύβεστε.

Ανώνυμος είπε...

Κάποτε νόμιζα ότι ήμουν ειδήμων στις κρυψώνες. Αυταπάτη! Ευτυχώς ανώδυνη. Αλλά η καλύτερη κρυψώνα είναι η συγγραφή. Βέβαια κρυψώνα ή κρύπτη δεν το έχω ξεκαθαρίσει ακομα, όπως πολλά άλλα πράγματα.
Όμως αλήθεια γράφετε πολύ καλά, για να ξαναγυρίσω στο αρχικό μου σχόλιο. Καλό βράδυ.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Σας ευχαριστώ, για μια ακόμη φορά, για τα καλά σας λόγια.
Μιας και μιλάμε για κρυψώνες και κρύπτες ένα απόσπασμα από την "Κρύπτη" του Ε.Χ. ΓΟΝΑΤΑ

«Οι πεταλούδες»

Μέσα σε κλουβιά ήτανε πεταλούδες τεράστιες που πλήρωνες δύο τάλληρα και τους χάιδευες τα φτερά κι έμενε μια νυχτιά στην παλάμη σου η σφραγίδα του βελούδου τους, τα ωραία τους μαύρα-κίτρινα χρώματα και μια μυρωδιά γύρης μεθυστική.
Πιο πολύ στις γυναίκες άρεσε αυτή η διασκέδαση. Έρχονταν από μακριά, μόνο και μόνο για ν' ανοίξουν τα πλατιά, πολύχρωμα εκείνα φτερά. Ύστερα τρύπωναν γύρω τα περιβόλια, κάθονταν κάτω απ' τις μηλιές κι αδιαφορώντας για τα τραγούδια και τα καλέσματα των αμαξάδων, φιλούσαν, φιλούσαν με πάθος το χέρι τους που είχε αγγίξει την πεταλούδα."

Εκδόσεις "Κείμενα" ΑΘΗΝΑ 1979

Ανώνυμος είπε...

Πολυ ωραιο

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

Ευχαριστώ πολύ!