ΑΝΑΜΝΗΣΗ
Μια ζεστή μυρωδιά είχε απομείνει στις μασχάλες τού
πανωφοριού
της.
Το πανωφόρι στην κρεμάστρα του διαδρόμου σαν κλει-
σμένη
κουρτίνα.
Ό,τι γινόταν πια, είταν σ’άλλο χρόνο. Το φως άλ-
λαζε
πρόσωπα,
όλα άγνωστα. Κι αν κάποιος έκανε να μπει στο σπίτι
εκείνο τ’άδειο πανωφόρι σήκωνε αργά, πικραμένα τα
χέρια του
Κ’έκλεινε σιωπηλά ξανά την πόρτα.
ΤΟ ΑΛΛΟΘΙ
Κοιτάχτηκε στη σκοτεινή βιτρίνα του απόμερου δρόμου
κ’έτσι, καθώς τη χτυπούσε απ’τη μια το πρωινό φως,
κι απ’την άλλη το πικρό της χαμόγελο,
φάνηκαν οι βαθιές ρυτίδες πλάι στα μάτια της.
«Γερνάω», είπε· κ’ένιωσε μια γλυκειά παράλυση στα
μέλη της.
Άνοιξε τότε την τσάντα της να βάλει μιαν ελεημοσύνη
στην παλάμη του επαίτη. Όμως κανένας επαίτης
δε φαινόταν στο δρόμο. Διέκρινε μες στη βιτρίνα
την ίδια της χειρονομία-πιθανόν μια αντιστροφή,
μια αθώα, ευγενική αυταπάτη-ίσως κι απάτη-
και χαμογέλασε πάλι στο φάσμα της. Έβγαλε τότε
τη χτένα της
και χτενιζόταν ήσυχη, βεβαία, για ένα άλλοθι.
Αν δεν υπήρχε πια ένας δρόμος για πιο εδώ η πιο
πέρα,
υπήρχαν στο βάθος της σκοτεινής βιτρίνας οι φωτισμέ-
νες ρυτίδες της
σαν μια μικρή, όρθια σκάλα. Μπορούσε ν’ανέβει.
Αν όμως πίσω απ’το τσάμι, πίσω απ’το
είδωλό της
παρατηρούσε αόρατος ο υπάλληλος του καταστήματος;