Τρίτη, Δεκεμβρίου 31, 2013

ΑΠΟΛΟΓΙΣΜΟΣ 2013

Εντάξει, δεν μπορώ να πω ότι είμαι πολύ μελετηρός, αλλά από τα βιβλία που διάβασα το 2013 ξεχώρισα τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου «Δώδεκα ποιήματα για τον Καβάφη».
Γιατί; Διαβάστε τα και θα καταλάβετε. Ακόμη κι εσείς που διαβάσατε δεκάδες βιβλία (γιατί υπάρχετε κι εσείς).
Τώρα που το παρατηρώ, η ανάγνωση έγινε πριν ένα ακριβώς χρόνο, και τίποτα απ'όλα όσα βιβλιοφιλικά  πέρασαν από τα μάτια μου δεν άλλαξαν την γοητεία των ποιημάτων.

Υ.Γ Για την ακρίβεια το διάβασα εδώ:
http://erythrolefkometerizi.blogspot.gr/2013/01/2013_1.html

Ο ΧΩΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Το μαύρο, σκαλιστό γραφείο, τα δυό ασημένια κηροπήγια,
η κόκκινη πίπα του. Κάθεται, αόρατος σχεδόν, στην πολυθρόνα,
έχοντας πάντα το παράθυρο στη ράχη του. Πίσω από τα
  γυαλιά του,
πελώρια και περίσκεπτα, παρατηρεί τον συνομιλητή του,
στ’ άπλετο φως, αυτός κρυμμένος μες στις λέξεις του,
μέσα στην ιστορία, σε πρόσωπα δικά του, απόμακρα, άτρωτα, 
παγιδεύοντας την προσοχή των άλλων στις λεπτές ανταύγειες
ενός σαπφείρου που φορεί στο δάχτυλό του, κι όλος έτοιμος
γεύεται τις εκφράσεις τους, την ώρα που οι ανόητοι έφηβοι
υγραίνουν με τη γλώσσα τους θαυμαστικά τα χείλη τους.
  Κι εκείνος
πανούργος, αδηφάγος, σαρκικός, ο μέγας αναμάρτητος,
ανάμεσα στο ναι και στο όχι, στην επιθυμία και τη μετάνοια,
σαν ζυγαριά στο χέρι του θεού ταλαντεύεται ολόκληρος,
ενώ το φως του παραθύρου πίσω απ’ το κεφάλι του
τοποθετεί ένα στέφανο συγγνώμης κι αγιοσύνης.
«Αν άφεση δεν είναι η ποίηση, –ψιθύρισε μόνος τους– 
τότε, από πουθενά μην περιμένουμε έλεος».



Η ΛΑΜΠΑ ΤΟΥ

Η λάμπα είναι ήμερη, καλόβολη· την προτιμάει
από άλλους φωτισμούς. Ρυθμίζεται το φως της
ανάλογα με τις ανάγκες της στιγμής, ανάλογα
με την αιώνια, ανομολόγητην επιθυμία. Και πάντα,
η μυρωδιά του πετρελαίου, μια λεπτή παρουσία
πολύ διακριτική, τις νύχτες, σαν γυρνάει μονάχος
με τόση κούραση στα μέλη, τόση ματαιότητα
στην ύφανση του σακακιού του, στις ραφές της τσέπης
τόσο που κάθε κίνηση να μοιάζει περιττή κι αφόρητη –
η λάμπα, μιά απασχόληση και πάλι· – το φιτίλι,
το σπίρτο, η φλόγα η κινδυνεύουσα (με τις σκιές της
στην κλίνη, στο γραφείο, στους τοίχους) και προπάντων
εκείνο το γυαλί – η εύθραυστη διαφάνειά του,
που σε μιά απλή κι ανθρώπινη χειρονομία, απ’ την αρχή,
σε υποχρεώνει: να προφυλαχτείς ή και να προφυλάξεις.



Η ΛΑΜΠΑ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟ ΛΥΚΑΥΓΕΣ

Καλησπέρα, λοιπόν· οι δυό τους πάλι, ενώπιος ενωπίω,
η λάμπα του κι αυτός, – την αγαπάει, κι ας φαίνεται
αδιάφορος κι αυτάρεσκος· κι όχι μονάχα
γιατί τον εξυπηρετεί, μα πιότερο, και ιδίως,
γιατί αξιώνει τις φροντίδες του· – λεπτή επιβίωση
αρχαίων ελληνικών λυχνιών, μαζεύει γύρω της
μνήμες κι ευαίσθητα έντομα της νύχτας, απαλείφει
ρυτίδες των γερόντων, μεγεθύνει τα μέτωπα,
μεγαλύνει τις σκιές εφηβικών σωμάτων, επιστρώνει
μ’ ένα μειλίχιο φέγγος τη λευκότητα κενών σελίδων
ή το κρυμμένο πορφυρό των ποιημάτων· κι όταν,
κατά το λυκαυγές, το φως της ωχριάζει και ταυτίζεται
με το τριανταφυλλί της μέρας, με τους πρώτους θορύβους
απ’ τα ρουλά των μαγαζιών, τα χειραμάξια, τους οπωροπώλες,
είναι μιά εικόνα απτή της ίδιας του αγρυπνίας, κι ακόμη
μιά γυάλινη γέφυρα, που πάει απ’ τα γυαλιά του
ώς το γυαλί της λάμπας, κι από κει στα τζάμια
του παραθύρου, ώς έξω, όλο πιο πέρα –
γυάλινη γέφυρα που τον κρατεί πάνω απ’ την πολιτεία,
μέσα στην πολιτεία, στην Αλεξάνδρειά του, ενώνοντας,
με τη δική του τώρα βούληση, τη νύχτα και τη μέρα.



ΤΟ ΣΒΗΣΙΜΟ ΤΗΣ ΛΑΜΠΑΣ

Έρχεται η ώρα της μεγάλης κόπωσης. Θαμβωτική πρωία,
προδοτική· – δείχνει το τέλος κι άλλης νύχτας του,
  υπερθεματίζει
τη στιλπνή τύψη του καθρέφτη, σκάβοντας μνησίκακα
τις χαρακιές δίπλα στα χείλη και στα μάτια. Τώρα,
δεν ωφελεί η προσήνεια της λάμπας ή το κλείσιμο των
  παραπετασμάτων.
Συνείδηση άκαμπτη του τέλους πάνω στα σεντόνια όπου
  ψυχραίνει
το θερμό χνώτο θερινής νυκτός, και μένουν μόνον λίγοι κρίκοι
πεσμένοι από νεανικούς βοστρύχους –μιά κομμένη αλυσίδα–
η ίδια εκείνη αλυσίδα – ποιός τη σφυρηλάτησε; Όχι,
δεν ωφελεί η ανάμνηση μήτε κι η ποίηση. Κι ωστόσο,
την ύστατη στιγμή, πριν κοιμηθεί, σκύβοντας πάνω απ’ το γυαλί
  της λάμπας
να φυσήσει τη φλόγα της, να σβήσει πια κι αυτή,
  αντιλαμβάνεται
ότι φυσάει κατευθείαν μέσα στο γυάλινο αυτί της αιωνιότητας
μιά λέξη αθάνατη, εντελώς δική του, το ίδιο του το
  χνώτο – ο στεναγμός της ύλης.
Ωραία που η καπνιά της λάμπας ευωδιάζει το δωμάτιό του
  τα χαράματα.



ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ ΤΟΥ

Ανάμεσα στα μάτια του και τ’ αντικείμενα στέκονταν πάντα
τα ερμητικά γυαλιά του, τα προσεχτικά, τ’ αφηρημένα,
τα εποπτικά κι εκλεκτικά – γυάλινο φρούριο απρόσωπο,
φράγμα και παρατηρητήριο – δυό υδάτινες τάφροι
γύρω στο μυστικό, το απογυμνωτικό το βλέμμα, ή μάλλον
δυό δίσκοι ζυγαριάς που στέκεται –περίεργο– όχι κάθετη
αλλά οριζόντια. Κι έτσι πια, μιά ζυγαριά οριζόντια
τί θα μπορούσε να κρατήσει εξόν απ’ το κενό, κι εξόν
από τη γνώση του κενού, γυμνή, κρυστάλλινη,
  απαστράπτουσα
και πάνω στη στιλπνότητά της η πομπή ν’ αντανακλάται
των έσω κι έξω του ινδαλμάτων σε μιά ζυγιασμένη ενότητα
τόσο υλική, τόσο άφθαρτη, που ακέριο το κενό αναιρούσε.



ΚΑΤΑΦΥΓΙΑ

«Έκφραση –λέει– δε σημαίνει να πεις κάτι,
αλλά απλώς να μιλήσεις· και το να μιλήσεις
σημαίνει ν’ αποκαλυφθείς· – πώς να μιλήσεις;»
Κι έγινε τότε τόσο διάφανη η σιωπή του
που κρύφτηκε όλος πίσω από την κουρτίνα
κάνοντας πως κοιτάζει απ’ το παράθυρο.
Μα, ως νά ’νιωσε το βλέμμα μας στη ράχη του,
έστρεψε βγάζοντας το πρόσωπό του απ’ την κουρτίνα
σα να φορούσε ένα λευκό, μακρύ χιτώνα,
κάπως αστείον, κάπως παράταιρον στην εποχή μας,
και τό ’θελε (ή το προτιμούσε) ίσως νομίζοντας
πως έτσι, κατά κάποιο τρόπο, θα παραπλανούσε
την υποψία μας, την εχθρότητά μας ή τη λύπη μας
ή πως μας χορηγούσε κάποιο πρόσχημα
για τον μελλοντικό (που ’χε μαντέψει) θαυμασμό μας.



ΠΕΡΙ ΜΟΡΦΗΣ

Είπε: «Η μορφή δεν εφευρίσκεται μήτε επιβάλλεται·
εμπεριέχεται στην ύλη της κι αποκαλύπτεται κάποτε
στην κίνησή της προς την έξοδο». Κοινοτοπίες, είπαμε,
αοριστολογίες – τί αποκαλύψεις τώρα; Αυτός δε μίλησε άλλο·
έκλεισε το σαγόνι του μέσα στα δυό του χέρια σα μιά λέξη
εντός εισαγωγικών. Το τσιγάρο του αμφίθυμο απόμεινε
στα κλεισμένα του χείλη – μιά λευκή φλεγόμενη κεραία
αντί αποσιωπητικών, που πάντα τα παρέλειπε εκ συστήματος
(ή μήπως ασυναίσθητα;) αποσιωπώντας τη σιωπή του.

Στη στάση αυτή, μας φάνηκε, έτσι αόριστα, πως αγρυπνούσε
σ’ ένα μικρό, σιδηροδρομικό σταθμό, κάτω απ’ το υπόστεγο,
εκεί που συναντιούνται στιγμιαία, μιά νύχτα του χειμώνα,
μοναχικοί ταξιδιώτες, μ’ εκείνη τη γεύση του κάρβουνου
απ’ το ακατόρθωτο του ταξιδιού, κι απ’ το αμοιβαίο απέραντο
της μυστικής τους προαιώνιας φιλίας. Ο καπνός του τραίνου
στεκόταν ήσυχος πάνω απ’ τους δυό οριζόντιους κώνους
των προβολέων, συμπαγής και γλυπτικός, ανάμεσα
σε δυό χωρισμούς. Αυτός έσβησε το τσιγάρο του κι έφυγε.



ΠΑΡΑΝΟΗΣΕΙΣ

Αυτά τα διφορούμενά του, αφόρητα· μας βάζουν σε δοκιμασία·
κι ο ίδιος επίσης δοκιμάζεται· προδίδεται ολοφάνερα
η ασάφειά του, ο δισταγμός του, η άγνοια, η δειλία του
κι η έλλειψη σταθερών αρχών. Σίγουρα, πάει να μας εμπλέξει
στην ίδια του περιπλοκή. Κι αυτός κοιτούσε κάπου πέρα
γενναιόφρων τάχα κι επιεικής (Όπως αυτοί που ’χουν ανάγκη
  επιεικείας
μ’ ολόλευκο πουκάμισο, μ’ άψογο μολυβί κοστούμι
κι ένα χρυσάνθεμο στην κομβιοδόχη. Ωστόσο
σαν έφυγε, στη θέση όπου στεκόταν, διακρίναμε στο πάτωμα
μιά μικρή, κατακόκκινη λίμνη, ωραία σχεδιασμένη,
σαν χάρτης περίπου της Ελλάδος, σαν μικρογραφία της
  υδρογείου,
μ’ αρκετές αφαιρέσεις και μεγάλες ανακρίβειες συνόρων,
–με σύνορα σχεδόν σβησμένα μες στου χρώματος την
  ομοιομορφία–
μιά υδρόγειος σ’ ένα κατάκλειστο, λευκό σχολείο, μήνα Ιούλιο,
που λείπουν όλοι οι μαθητές, σε μιά εξοχή εκτυφλωτική,
  παραθαλάσσια.



ΛΥΚΟΦΩΣ

Την ξέρεις κείνη τη στιγμή του θερινού λυκόφωτος
μες στο κλειστό δωμάτιο· μιά ελάχιστη ρόδινη ανταύγεια
διαγώνια στο σανίδωμα της οροφής· και το ποίημα
ημιτελές επάνω στο τραπέζι – δυό στίχοι όλο όλο,
μιά αθετημένη υπόσχεση για ένα εξαίσιο ταξίδι,
για κάποια ελευθερία, κάποια αυτάρκεια,
για κάποια (σχετική, φυσικά) αθανασία.

Έξω στο δρόμο, η επίκληση κιόλας της νύχτας,
οι ανάλαφροι ίσκιοι θεών, ανθρώπων, ποδηλάτων,
όταν σκολάνε τα γιαπιά, κι οι νέοι εργάτες
με τα εργαλεία τους, με τα βρεγμένα, ακμαία μαλλιά τους,
με λίγες πιτσιλιές ασβέστη στα φθαρμένα τους ρούχα
χάνονται στων εσπερινών ατμών την αποθέωση.

Οκτώ κρίσιμοι κτύποι στο εκκρεμές, πάνω απ’ τη σκάλα,
σ’ όλο το μάκρος του διαδρόμου – κτύποι αμείλικτοι
από σφυρί επιτακτικό, κρυμμένο πίσω από το κρύσταλλο
το σκιασμένο· και ταυτόχρονα ο αιώνιος θόρυβος
εκείνων των κλειδιών που δεν κατόρθωσε ποτέ του
να εξακριβώσει αν ξεκλειδώνουν ή αν κλειδώνουν.



ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ

Ένα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ’ την ανάμνηση, μπορεί κι απ’ το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θά ’παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ’ ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κι η αφή, η μοναχική, της πένας του – όχι αντίθεση·
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μιά φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ’ το κρεβάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει – (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθισε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.



ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ

Πολλοί τον διεκδικούσαν, διαπληκτίζονταν τριγύρω του,
μπορεί κι εξαιτίας του κοστουμιού του – παράξενο κοστούμι,
επίσημο, επιβλητικό, με κάποια χάρη ωστόσο,
με κάποιο αέρα, σαν εκείνα τα φανταστικά των θεών
όταν συναναστρέφονταν ανθρώπους – μεταμφιεσμένοι,
κι ενώ μιλούσαν τα κοινά, με κοινή γλώσσα, αιφνίδια
φούσκωνε μια πτυχή του ενδύματός τους απ’ το χνώτο
του απείρου ή του υπερπέραν – όπως λένε.

Διαπληκτίζονταν, λοιπόν. Αυτός τί νά ’κανε; Του σκίσαν
ρούχα κι εσώρουχα, του σπάσαν και τη ζώνη. Απόμεινε
ένας κοινός, γυμνός θνητός, σε στάση συστολής. Οι πάντες
τον εγκατέλειψαν. Κι εκεί ακριβώς μαρμάρωσε. Μετά
  από χρόνια,
στη θέση αυτή ανακάλυψαν ένα περίλαμπρο άγαλμα
γυμνό, υπερήφανο, υψηλό, από πεντελίσιο μάρμαρο,
του Αιώνιου Εφήβου του Αυτοτιμωρούμενου – έτσι
  το αποκάλεσαν·
το σκέπασαν με μιά μακριά λινάτσα, κι ετοιμάζανε
μια τελετή πρωτοφανή για τα δημόσια αποκαλυπτήρια.



ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ

Αυτός που πέθανε, ήταν, πράγματι, έξοχος,
μοναδικός· μας άφησε ένα μέτρο υπέροχο
να μετρηθούμε και προπάντων να μετρήσουμε
το γείτονά μας· – ο ένας τόσος δα
πολύ κοντός, ο άλλος στενός, ο τρίτος
μακρύς σαν ξυλοπόδαρος· κανένας
με κάποια αξία· τίποτα, μα τίποτα.
Μονάχα εμείς που χρησιμοποιούμε επάξια
αυτό το μέτρο –μα ποιό μέτρο λέτε;–
αυτό ’ναι η Νέμεσις, το ξίφος του Αρχαγγέλου,
το ακονίσαμε κιόλας, και τώρα μπορούμε
αράδα ν’ αποκεφαλίζουμε τους πάντες.


             ΑΘΗΝΑ, Φθινόπωρο 1963.



Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 177-186.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 28, 2013

ΣΩΤΗ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ: "Η ΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ 58" ΚΑΤΙ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΘΑ ΦΕΡΕΙ, ΘΑ ΔΕΙΣ!"

Το κείμενο αυτό το διάβασα εδώ:http://k-m-autobiographies.blogspot.gr/ με τον τίτλο "Οι VAPSOMALLIADES "αυτοβιογραφούν" την Σώτη Τριανταφύλλου" και το απόλαυσα!
Φυσικά ανήκει στους "VAPSOMALLIADES" εδώ":http://vapsomalliades.blogspot.gr/2013/10/58.html

Σώτη Τριανταφύλλου: «Η “Κίνηση των 58” κάτι σημαντικό θα φέρει, θα δεις!»

Η «Κίνηση των 58». Επιτέλους, αυτό που όλοι περιμέναμε· με κομμένη την ανάσα. Η «Κίνηση των 59» που ήλθε, σαν μάννα εξ ουρανού, να ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της πολιτικής μας ζωής. Με τρόπο σύγχρονο, παρεμβατικό – με τρόπο δημοκρατικό. Η Σώτη Τριανταφύλλου, συγγραφέας, αποτελεί έναν από τους  ρούκουνες ετούτης της σημαντικής προσπάθειας. Κανέναν δεν εξέπληξε η συγκεκριμένη, οπωσδήποτε βαρύνουσα, εξέλιξη. Γιατί η ευαισθητοποιημένη συγγραφέας, εδώ και κάμποσο καιρό, παρεμβαίνει δυναμικά (και κυρίως ουσιαστικά) στα πολιτικά μας πράγματα, με πρωτοβουλίες, συμμετοχές, μπροσούρες, ομιλίες, αρθρογραφίες, συνεντεύξεις κατά τρόπο «αιρετικό» (δηλ. εντελώς συμβατικό). Πώς βλέπει την περίφημη «Κίνηση των 58»; Τι το σημαντικό «κομίζουν» – όπως λένε και οι διανοούμενοι – αυτοί οι 59; Γιατί οι 58 δικαιούνται να απευθύνονται στην κοινωνία ως καθοδηγητές; Σε τι, τελικά, αποβλέπουν οι 59; Γιατί είναι 59 αφού είναι 58; Γιατί είναι 58 αφού είναι 59; Η Σώτη Τριανταφύλλου απαντά,  με το άρθρο της, κάτι σαν αυτοβιογραφικό ημερολόγιο, σε όλα ετούτα τα σημαντικά ερωτήματα, και σε πολλά άλλα ακόμη, εξίσου ή και ακόμη περισσότερο σημαντικά. Απαντά λογοτεχνικά. Σχεδόν χωρίς τελείες· με πολλές άνω τελείες. Κι αν ετούτη η σημαντική εξομολόγηση (όπως, άλλωστε, και το αυτοβιογραφικό της πόνημα «Ο Χρόνος Πάλι») θα θυμίσει σε κάποιους (σε ποιους; σε πόσους;), μορφολογικά / υφολογικά, το Montauk του Max Frisch, αυτό ας θεωρηθεί ως απλή σύμπτωση. Στους περισσότερους, άλλωστε, δεν θα θυμίσει τίποτε άλλο, παρεκτός τη μία και μοναδική Σώτη Τριανταφύλλου – τη συγγραφέα και πολιτική ακτιβίστρια με τις σημαντικές και πρωτότυπες απόψεις που όλοι θαυμάζουμε. «Κίνηση των 59» και Σώτη Τριανταφύλλου. Επιτέλους. Υπάρχει ελπίς. 


Το τηλεφώνημα
Βρίσκομαι στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ έξω από τα όρια της Ιντιάνα· ο αέρας λες και έχει βάλει στόχο να ξεκολλήσει τα ετοιμόρροπα παντζούρια· κλεισμένη μέσα εδώ και δύο βδομάδες· δεν θέλω να πάω πουθενά· μόνο να διαβάζω· είμαι κουλουριασμένη επάνω στο κρεβάτι με τα πόδια μαζεμένα στα αριστερά μου· πίνω μπύρα, ράθυμα, και διαβάζω Λόουρυ· «Κάτω από το ηφαίστειο»· χτυπάει το κινητό· είναι ο Μάνος Ματσαγγάνης· «ναι», μου λέει, «θα είμαι και εγώ στην “Κίνηση των 58”»· ευτυχώς!· ποντάρω πολλά στον Ματσαγγάνη· το ίδιο και η χώρα· είναι σπουδαίο μυαλό ο Ματσαγγάνης· με πολλές και καλές ιδέες· μου έρχεται να κλάψω· από χαρά· η Κίνηση θα πάει καλά με την προσθήκη του Μάνου· είμαι σίγουρη· ανοίγω ένα ακόμη κουτάκι μπύρα και το κατεβάζω μονορούφι· είμαι, για πρώτη φορά εδώ και καιρό, αισιόδοξη· μου έρχεται να γελάσω· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· προσέχω λοιπόν και παραμένω βλοσυρή· με το βλέμμα χαμηλά· όπως πάντα· ψυχική κατάσταση καλή· συμπεριφορά διόλου κατατονική· τα νεύρα μου είναι εντάξει· «μπαμπά, μαμά, ΣΑΣ ΜΙΣΩ!»· «μόνο την “Κίνηση των 59” και τη σοσιαλδημοκρατία αγαπώ» θέλω να ουρλιάξω· και ανοίγω άλλη μια μπύρα.


On the road
Παρότι σιχαίνομαι τις εξομολογήσεις, βρίσκομαι μέσα σε ένα αυτοκίνητο που αγόρασα για μόλις 500 δολάρια από έναν μελαμψό μονόχειρα από το Τεννεσσί που φορούσε δερμάτινο eye patch· το αριστερό του μάτι βγαλμένο και το δεξί του χέρι κομμένο, μάλλον από την Κου Κλουξ Κλαν· μου ήρθε να ουρλιάξω· αλλά συνεχίζω να οδηγώ· το αυτοκίνητό μου είναι μια σαραβαλιασμένη Μάστανγκ που παρόλα αυτά καταπίνει φιλότιμα τα χιλιόμετρα· προορισμός μου το Ντιτρόιτ για να δω μια σούπερ σπάνια άγνωστη μπάντα από τη Σενεγάλη· ροκ φυσικά· όσο η  Μάστανγκ αγκομαχά, τόσο εγώ οδηγώ φρενιασμένα σαν να μην υπάρχει αύριο· σαν ένα είδος μεσμερισμού· οδηγώ με το δεξί πόδι στο γκάζι και το αριστερό διπλωμένο στο κάθισμα· πίνω χλιαρή μπύρα· με σταματάνε οι μπάτσοι· «είμαι η Σώτη Τριανταφύλλου της “Κίνησης των 57”!» ουρλιάζω, και αμέσως, έντρομοι, με αφήνουν να συνεχίσω· που να με πάρει, θέλω να ξεφύγω από όλους κι από όλα· από το μικροαστικό βόλεμα· από την εξουσία· από τη θρησκεία· από τη διαλυμένη οικογένεια· «βλαπτική οικογένεια, κακή οικογένεια» που λέει και ο Ντμίτρι Κοζακίεβιτς στο «Παρανάλωμα μια ψυχής»· δε θέλω να σκέφτομαι τίποτα· ίσως μόνο την «Κίνηση των 58»· η σοσιαλδημοκρατία και ο φιλελευθερισμός ως ανάχωμα στον ολοκληρωτισμό· «η Κίνηση κάτι σημαντικό θα φέρει, θα δεις», λέω καθησυχαστικά στον εαυτό μου.

Παρίσι
Παρίσι, Παρισάκι· βγαίνω από το μπαλκόνι του διαμερίσματός μου και κοιτάζω κάτω, έτσι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο· παρατηρώ τους πάντες και τα πάντα· ένα είδος μεσμερισμού· χτυπάει το τηλέφωνο· είναι (πάλι) ο Ματσαγγάνης· «η “Κίνηση των 59” θα πάει καλά», μου λέει· το πιστεύω· το ελπίζω· το έχει ανάγκη η χώρα· θυμάμαι έναν σπουδαίο φιλόσοφο και φίλο, το Νίκο Δήμου, να λέει, κάποιο βράδυ, φορώντας ένα μπεζ γιλέκο: «η Δυστυχία του να είσαι Έλληνας!»· μεγάλη κουβέντα· Έλληνας: αρνητικά συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· ποντάρω πολλά στην «Κίνηση των 58» για να αλλάξει επιτέλους κάτι σε αυτή τη χώρα· θυμάμαι μια φράση του Τζώρτζη Παγουλάτου (που συμμετέχει κι αυτός στην «Κίνηση των 57»): «Πρέπει να πάμε μπροστά»· ή κάπως έτσι· παίρνω βαθιές ανάσες ανακούφισης και συμφωνώ· ανοίγω μια μπίρα και ανάβω τσιγάρο.

 Μέμφις
Με ένα σαραβαλιασμένο σεντάν που έχω κλέψει φτάνω στο Μέμφις· μόνο και μόνο για να νιώσω το «Memphis, I left my heart in Memphis» που τραγουδούσε, με εκείνον τον μοναδικό του τρόπο, σπαραχτικά, ο Eugene Logan· ροκ συναισθήματα κατευθείαν στο spleen· πίνω μπίρες, πολλές μπίρες σε ένα υπόγειο κλαμπ· και καπνίζω· βγαίνοντας από το κλαμπ, το ξημέρωμα, πέφτω σε κάτι κουμάσια με μαχαίρια· στις μπλούζες τους στάμπες «white power»· έχουν βάλει στο μάτι ένα Μαροκινό· «fuck off mother fuckers!», ουρλιάζω· τρέπονται σε φυγή· μεγάλη περιπέτεια· δεν επαρκούν ούτε πεντακόσιες σελίδες για να εξιστορήσω τις στιγμές που πέρασα έξω από το υπόγειο κλαμπ του Μέμφις εκείνο το ξημέρωμα· ίσως να τα γράψω κάποτε σε ένα βιβλίο· σημαντικό βιβλίο· συμβαίνουν τέτοια περίεργα στους συγγραφείς· ειδικά στους κοσμοπολίτες συγγραφείς που ταξιδεύουν πολύ, όπως εγώ· που έχουν διανύσει εκατοντάδες χιλιάδες μίλια, εκατομμύρια μίλια, σε σκοτεινά δρομάκια, σε τροπικά δάση, σε λεωφόρους, σε άνυδρες σαβάνες, από το Ταλλαχάσσι μέχρι το Νταρ ες Σαλάμ· living dangerously· μπαίνω στο ετοιμόρροπο σεντάν με άγνωστο προορισμό· το μυαλό μου πηγαίνει στην «Κίνηση των 59»· τι να σκέφτεται άραγε ο Νίκος Μπίστης; θα γίνει γρήγορα η μεταρρύθμιση; και ο Ματσαγγάνης; τι να λέει τώρα ο Ματσαγγάνης; Ρουφάω άλλη μια γουλιά από την μπίρα μου και χτυπάω ρυθμικά τα δάχτυλα πάνω στο τιμόνι στο ρυθμό της μουσικής (Belle and Sebastian, «The boy with the arab strap»)· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, τον φίλο μου, τον Χρήστο Χωμενίδη· μου έρχεται να ουρλιάξω.

Πιτσιμπούργκο
Έχω φτάσει με ένα σαραβαλιασμένο βανάκι στο Πίτσμπεργκ· Πιτσιμπούργκο, όπως το λέω εγώ· συγγραφική αδεία· έχω γράψει και ολόκληρο βιβλίο με αυτόν τον τίτλο· σημαντικό βιβλίο· είμαι συγγραφέας· και ως συγγραφέας μπορώ να λέω ό,τι θέλω· και όπως το θέλω· ο συγγραφέας είναι ο φανοστάτης της γλωσσικής επινόησης, όπως ο λέει στο δοκίμιό του για τη τέχνη της γραφής ο Ρομάν Βαμβακίεβιτς· Πιτσιμπούργκο, λοιπόν· κάθομαι μέσα στο πνιγηρό δωμάτιο ενός μοτέλ και πίνω μπίρες· βγαίνω μόνο για να αγοράσω ντόνατς από ένα κορίτσι που δείχνει καταπιεσμένο αλλά με όνειρα· «φτωχή Μάργκο», της λέω· «δεν με λένε Μάργκο», μου λέει γελώντας· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· επιστρέφω στο μοτέλ και τρώω τα ντόνατς· σιχαίνομαι τις προσωπικές εκμυστηρεύσεις, το έχω ξαναπεί αυτό, αλλά πρέπει να αποκαλύψω ότι μου αρέσουν τα ντόνατς· όλα τα ντόνατς· με κρέμα, με σοκολάτα, με κεράσι, πασπαλισμένα με ζάχαρη ή ακόμα και σκέτα· σκέφτομαι ότι στη βουλή, αν μπούμε ως «Κίνηση των 58», σερβίρουν, αντί για ντόνατς, σουσαμένιο κουλούρι με τυρί και μου έρχεται να κλάψω· μου έρχεται να ουρλιάξω.

Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης
Σάββατο βράδυ στην άκρη του Λονγκ Άιλαντ· έμμεση αναφορά στον Μαξ Φρις και το «Μόντοκ»· που να με πάρει, απλώς τον έχω μεταφράσει· είναι ψέμα ότι τον έχω αντιγράψει· κάθομαι μόνη, κουλουριασμένη σε ένα παγκάκι με τα πόδια μαζεμένα στα δεξιά μου· πίνω μπίρα, καπνίζω και κοιτάζω· σχολιάζω τον κόσμο· τα ρούχα τους, τα μαλλιά τους· ξαφνικά σκέφτομαι, χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ότι ο Ματσαγγάνης δεν έχει μαλλιά· «έχει όμως γνώση και διάθεση για προσφορά», μονολογώ· παρακολουθώ προσεκτικά την κάθε κίνηση, την κάθε συμπεριφορά· κόσμος συντηρητικός· τακτοποιημένος· έμφοβος· «δεν υπάρχει θεός!» μού έρχεται να ουρλιάξω· «μόνο η “Κίνηση των ’58”»· «η “Κίνηση των 59” και η αγάπη· «Only love can fill» που τραγουδάνε και οι Grateful Dead στο «Comes a time»· ή «η αγάπη, μόνο η αγάπη» όπως έχει γράψει ο Ζαν Κλοντ Μονγκολφιέ· οι γύρω μου με κοιτάζουν καχύποπτα· που να με πάρει, μου έρχεται να κλάψω· ανάβω τσιγάρο· και κατεβάζω άλλη μια γουλιά μπίρα· όλα είναι δυνατά· αρκεί να υπάρχει φιλία και αγάπη.
  
 Ανήσυχες μέρες στο Κλισύ
«Δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική, δεν είμαι καταθλιπτική!»· το λέω ρυθμικά, επαναληπτικά, καθώς περπατώ με τις ώρες, φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, πάνω κάτω, στην πλατεία Κλισύ· αναζητώ την ελευθερία μέσα από το tourbillon de la vie· περνώ μπροστά από ένα καφέ· με κοιτάνε· if looks were knives I would be dead· νομίζουν ότι παραμιλάω· άνθρωποι συντηρητικοί, συμβιβασμένοι, τακτοποιημένοι· έμφοβοι· μου έρχεται να βάλω βόμβα στο καφέ και να ουρλιάξω· σκέφτομαι όμως ότι είμαι μετριοπαθής, σοσιαλδημοκράτισσα και φιλελεύθερη, μέλος της «Κίνησης των 59», και, που να με πάρει, συγκρατιέμαι· σκέφτομαι ότι οι διέξοδοι από μια ζωή που δεν σε ευχαριστεί είναι αποκλειστικά η ευθανασία και η αυτοκτονία… Τώρα πια και η «Κίνηση των 58».

Κι αν είμαι ροκ
Κάποιοι με λένε ροκ συγγραφέα· εγώ – αν και δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ – λέω ότι είμαι απλά μια καλή συγγραφέας· θυμάμαι τη φράση «Ο συγγραφέας ή είναι ή δεν είναι»· ήταν τον Χόλντερστεν; ή μήπως του Λαμπουαζιέ; Γράφω εκκινούμενη πάντα από το συναίσθημα· τα συναισθήματά μου καταλήγουν στο spleen· έχω τα ακουστικά στα αυτιά μου· ακούω – τι άλλο… – ροκ· The Jesus and Mary Chain, the Pixies, Grateful Dead· «το ροκ εκπροσωπείται στην “Κίνηση των 58” με τον Νίκο Πορτοκάλογλου», σκέφτομαι και ηρεμώ· καθώς περπατώ, χορεύω στον ρυθμό· με κοιτούν αλλά αδιαφορώ· οι βολεμένοι, οι τακτοποιημένοι δεν μπορούν να καταλάβουν ότι τα καλύτερα παιδιά, οι ανένταχτοι, οι επαναστάτες, είτε πέθαναν, είτε τρελάθηκαν, είτε κλείστηκαν σε κέντρα αποτοξίνωσης· μερικοί μόνο έμειναν ζωντανοί και ελεύθεροι· να ακούνε ροκ από τα ακουστικά και να χορεύουν στο δρόμο.  


The meaning of life
Γεννήθηκα το ’57· ένα χρόνο πριν το ’58·  και δύο πριν το ’59· η «Κίνηση των 58»· η «Κίνηση των 59»· διόλου συμπτωματικό· κάτι σαν μεσμερισμός· ερώτημα: που να με πάρει, γιατί είμαι έμφοβη απέναντι στο joie de vivre; Γιατί; «Να ζήσουμε· αυτό που μετρά είναι να ζήσουμε», όπως είπε και ο Αλαίν Ραμπουιγιέ· το άλλο μόνιμο ερώτημα: πού να μας περιμένει άραγε η ευτυχία; Στο πνιγηρό δωμάτιο κάποιου μοτέλ στο Όρεγκον; Στις αέναες περιπλανήσεις του Ντέιβιντ Λοκ στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ»; Σε μια συναυλία των ZZ Top; Σε ένα κουτάκι μπίρα και ένα τσιγάρο; Ή μήπως, απλά, πολύ απλά, στην «Κίνηση των 58»;

Χρυσή Αυγή
Θυμάμαι ένα δοκίμιο του Τεοφίλ Ζουρντάν που λέει κάπου ότι «μετά τη νύχτα έρχεται η αυγή»· αυγή· συνειρμικά το μυαλό μου πηγαίνει στη Χρυσή Αυγή· «fuck off mother fuckers!», μου έρχεται να ουρλιάξω· κάτι πρέπει να γίνει· γι’ αυτό συμμετέχω στην «Κίνηση των 58»· σκέφτομαι την κατάσταση και μου έρχεται να κλάψω· ποτέ δεν κατάλαβα γιατί κάποιοι γελάνε· το γέλιο, στις σημερινές συνθήκες, ισοδυναμεί με συνενοχή· με νερό στο μύλο του φασισμού· ή και με βλακεία· όποιος γελάει δεν έχει μάθει ακόμα την φριχτή είδηση· γι’ αυτό και εγώ δεν γελάω ποτέ· ΠΟΤΕ!


Αύριο θα είναι αργά
Παρίσι, Παρισάκι· φορώντας τις ψηλοτάκουνες γόβες μου που δεν αποχωρίζομαι ποτέ, περπατώ προς την πλατεία Κλισύ· «Hey you!», φωνάζω ξαφνικά στον άντρα με τα καφέ ρούχα και την φαλάκρα· γυρίζει· είναι πράγματι ο Ματσαγγάνης· «Μάνο, τι νέα από την “Κίνηση των 59”;», ρωτάω· «δεν με λένε Μάνο», μου λέει και φεύγει σαν φοβισμένος· πρέπει να έχω πιει και καπνίσει πολύ· συνεχίζω να περπατώ όλο και πιο γρήγορα· για έναν ακαθόριστο λόγο σκέφτομαι την Αθηνά Δρέττα, την οδοντογιατρό, της «Κίνησης των 58», που εμφανισιακά – και όχι μόνο – μού μοιάζει· μου αρέσει η Αθηνά· είναι σαν και εμένα, τολμηρή και άφοβη, σαν juvenile delinquent, που λέμε και στο Μανχάτταν· σαν cocotte της Μονμάρτρ, που λέμε και στο Παρίσι· μπορεί να προσφέρει πολλά στην Κίνηση· «it’s the singer, not the song», σκέφτομαι· η Αθηνά με παραπέμπει στην θελκτική και πολιτικοποιημένη Ντάνα στο «Τώρα, γιατί αύριο θα είναι αργά» του Μίροσλαβ Μπιφτεκίεβιτς. Σκέφτομαι ότι ο τίτλος  αυτού του φιλμ ταιριάζει γάντι και στην «Κίνηση των 59».

Identity crisis
«Ποια είμαι τελικά;», αναρωτιέμαι πίσω στην Αθήνα· θυμάμαι συνειρμικά μια σημαντική φράση του Γιάννη Μπέζου (που συμμετέχει και αυτός στην «Κίνηση των 159»): «ο καθένας είναι αυτό που είναι»· το σκέφτομαι ξανά και ξανά· «Σώτη, είσαι μια μεγάλη συγγραφέας!», μου λέει ξαφνικά ο Νίκος Δήμου, φορώντας ένα καταπληκτικό γιλέκο· «κι εσύ, Νίκο, είσαι ένας μεγάλος φιλόσοφος!», του λέω με τη σειρά μου· «ο αιώνιος φθόνος απέναντι στους ικανούς – είμαστε και οι δύο πολύ μεγάλοι, γι’ αυτό μας ζηλεύουν», μου ξαναλέει· «η δυστυχία του να είσαι Έλληνας!», λέμε και οι δύο ταυτόχρονα, με μια φωνή.

Σώτη Τριανταφύλλου
Παρίσι, Ιντιάνα, Λονγκ Άιλαντ, Μέμφις, Ντιτρόιτ, Πιτσιμπούργκο Οκτώβριος 2013




Τρίτη, Δεκεμβρίου 24, 2013

24.12.2013

Μικρός διάβαζε πολύ. Ακόμη διαβάζει. Πέφτοντας, όμως, από το τεντωμένο σκοινί της ματαιοδοξίας, αφήνει πίσω του –ή πάνω του να πω;- τη φωταψία της ύπαρξης.
Το ζήτημα είναι από πού και πώς απέκτησε την οικειότητα του κενού. 

Κυριακή, Δεκεμβρίου 22, 2013

FRUITVALE STATION

Υπάρχουν εκπλήξεις που δεν τις περιμένεις.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 19, 2013

ΜΕ ΛΕΝΕ ΣΠΥΡΟ


Πάνω στο γραφείο μου βρισκόταν το βιβλίο του Γκανά με τον τίτλο «Γυναικών». Το είχα δανεισθεί πριν δυο μέρες από τη βιβλιοθήκη. Το παίρνω στην τουαλέτα για να το διαβάσω. Απογευματάκι, καλή ώρα, χαλαρή. Έχω αυτή τη συνήθεια από μικρό παιδί όταν έπαιρνα το «Μικρό Σερίφη» και τον «Μικρό Ήρωα» και ξεχνιόμουνα να βγω. Η μάνα μου χτυπούσε την πόρτα, αδιάκριτα, έτσι ήταν πάντα, αδιάκριτη, ακόμα και τώρα που μεγάλωσα, γιατί ήταν μάνα μου. Ποιος ξέρει τι κακό έβαζε ο νους της πως έκανα κι αργούσα τόσο. Που λέτε, παίρνω το βιβλίο μαζί μου στην τουαλέτα, μικρές ιστορίες ήταν, το πολύ τρεις σελίδες, με διευκόλυνε. Είχα διαβάσει κανα δυο-τρεις ιστορίες, μου άρεσαν. Γκανάς ήταν αυτός, φτάνω στο «Σώ-σε-με" λέει συλλαβιστά», ο τίτλος. Το ψωμί από τον Αρχάγγελο μαζί με το μπρόκολο είχαν κάνει καλά τη δουλειά τους και τελείωσα την αφόδευση πριν η μικρή αυτή ιστορία ολοκληρωθεί. Για να μπω σε λεπτομέρειες ακριβώς τη στιγμή που άρχιζε η παράγραφος «Περιμένω έναν αιώνα....». Μένω έκθαμβος από τη διήγηση και συνεχίζω την ανάγνωση ενώ δεν είχα κανένα λόγο να κάθομαι στη λεκάνη. Τελειώνω, αφήνοντας το χέρι μου κρεμασμένο, με το βιβλίο, να πέσει στο λυγισμένο πόδι μου. Τα μάτια μου ακίνητα, μαρμαρωμένα μπορώ να πω, πέφτουν κι αυτά, για συμπαράσταση στο χέρι μου, στον τοίχο απέναντι, στο τρίτο πλακάκι, όπως τα μετράς από τη μπανιέρα. Σκέφτομαι για λίγο την ιστορία, το μυαλό μου δεν έχει πάψει να λειτουργεί, σαν απόδειξη της ύπαρξής μου, όπως θέλετε πάρτε το, σκέφτεται λοιπόν, τη σύμπτωση να με λένε Σπύρο, αλλά να μην είμαι από τη Λευκάδα, ούτε να βρίσκομαι κοντά σε κάποια παραλία, αλλά στην τουαλέτα του σπιτιού μου. Το κυριότερο να μην βρίσκεται δίπλα μου μισοντυμένη, μισοπνιγμένη η «Ξανθούλα» του Σολωμού αν κι εγώ, άλλη μια σύμπτωση, τη γνωρίζω «παιδιόθεν». Το μόνο που μπορώ να κάνω, να νιώσω καλύτερα, να πλησιάσω τα συναισθήματα του αφηγητή, είναι να πλακωθώ στα τσίπουρα. Βγαίνω, όχι στην παραλία, αλλά στις "Αριστογεύσεις", κι αυτό κάνω.

Ο πίνακας είναι του Egon Schiele

Τρίτη, Δεκεμβρίου 17, 2013

LA GRANTE BELLEZZA


Εγώ τι να πω; Τα είπαν άλλοι.
Αλλά θα σκάσω. Είναι μεγάλη ταινία!!!

Η συνέντευξη του Paolo Sorrentino στο in.gr 8 Δεκεμβρίου 2013


Πώς καταλήξατε να κάνετε μια ταινία που σκαλίζει σε τέτοιο βάθος τον μικρόκοσμο της Ρώμης, μετά την εμπειρία των ταινιών που κάνατε στην Ιρλανδία και στην Αμερική; 

Εδώ και καιρό σκεφτόμουν μια ταινία που ψηλαφίζει τις αντιφάσεις, τις ομορφιές, τις σκηνές που έχω δει και τους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη Ρώμη. Είναι μια εκπληκτική πόλη, κατευναστική και ταυτόχρονα γεμάτη από κρυφούς κινδύνους. Λέγοντας κινδύνους, εννοώ τις πνευματικές περιπέτειες που δεν οδηγούν πουθενά. Αρχικά, ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο χωρίς όρια, που το ανέβαλλα συνεχώς μέχρι που βρήκα το συνδετικό στοιχείο που θα μπορούσε να δώσει ζωή σε αυτό το ρωμαϊκό σύμπαν. Και το στοιχείο αυτό ήταν ο χαρακτήρας του Jep Gambardella, το τελευταίο κομμάτι του παζλ, που έκανε την όλη ιδέα της ταινίας δυνατή και λιγότερο συγκεχυμένη. Θεώρησα ότι έχει έρθει η στιγμή να φέρω αυτό το αδιαμφισβήτητα φιλόδοξο φιλμ στη ζωή. Μετά από δυο υπέροχα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ταξίδεψα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική για να κάνω το Εκεί που Χτυπάει η Καρδιά μου, πραγματικά ένιωσα την ανάγκη να σταματήσω να μετακινούμαι. Ήθελα να διατηρήσω έναν νωχελικό τρόπο ζωής με μια δουλειά που θα μου επέτρεπε να πηγαίνω σπίτι κάθε απόγευμα. Στην πραγματικότητα, όμως, Η Τέλεια Ομορφιά ήταν ένα εξοντωτικό φιλμ, αν και ήταν μια παθιασμένη εμπειρία. 

Ποιος ήταν ο ρόλος του Umberto Contarello στη συγγραφή του σεναρίου; 

Γνωριζόμαστε από τότε που ήμουν νέος, όταν ήθελα να γίνω σεναριογράφος και εκείνος ήταν ήδη ένας αναγνωρισμένος σεναριογράφος. Μαζί με τον Antonio Capuano, με έβαλαν στη δουλειά. Με έφερε σε επαφή με ποιητικούς κόσμους που είχα την τύχη να αναπαράξω αργότερα με τον δικό μου προσωπικό τρόπο, με βάση τη δική μου ευαισθησία. Το αποτέλεσμα ήταν να μοιραζόμαστε τον τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα εδώ και μια εικοσαετία. Η μέθοδος συνεργασίας μας είναι ξεκάθαρη. Συνίσταται στο να μιλάμε τακτικά, καμιά φορά βιαστικά, καμιά φορά με βάθος, σε σχέση με τις ιδέες που μας δίνει η καθημερινότητα. Ακόμα και τα μικρά πράγματα, ή η ακαταμάχητη ανάγκη να λέμε ο ένας στον άλλο ένα αστείο που μας κάνει να γελάμε, μπορεί να μας παροτρύνει να γράψουμε ή να τηλεφωνήσει ο ένας τον άλλο, ή να βρεθούμε. Αργότερα, όταν η συγγραφική διαδικασία αρχίζει, οι δρόμοι μας χωρίζονται. Σαν ένα μεγάλο παιχνίδι πινγκ πονγκ, στέλνει ο ένας στον άλλον το σενάριο. Γράφω την πρώτη εκδοχή και του τη στέλνω. Γράφει τη δεύτερη. Κάνω την τρίτη και πάει λέγοντας μέχρι το γύρισμα, γιατί το σενάριο μπορεί πάντα να είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού. Η λέξη Τέλος δεν υπάρχει στη συγγραφή. 

Σκηνοθετικά, η ταινία είναι λιγότερο μπαρόκ από τις προηγούμενες φορές. 

Πιθανώς. Προφανώς, είναι μια ταινία που ξεχειλίζει. Κατά την προετοιμασία, πρόσεξα ότι υπήρχε οπτικό υπέρβαρο από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους πολλαπλούς χαρακτήρες που χρειάζονταν για την πλοκή. Όταν άρχισα να σκηνοθετώ την ταινία, αποφάσισα να κρατήσω μια απόσταση από όλο αυτό. Θεώρησα ότι η σκηνοθεσία θα έπρεπε απλώς να συνοδεύει αυτή την πυκνότητα. 

Από διάφορες απόψεις, η ταινία θα μπορούσε να αποκαλείται Sorrentino Roma. Η ιδέα να δανειστείτε την προσέγγιση του La Dolce Vita ήταν ένα από τα σημεία εκκίνησης της ταινίας; Όπως και στην ταινία του Fellini, ο πρωταγωνιστής είναι στην ουσία ένας παρατηρητής. 

Στην πραγματικότητα, ακόμα και στις Συνέπειες του Έρωτα και στο Εκεί που Χτυπάει η Καρδιά μου, χρησιμοποίησα την αφηγηματική δομή που μου ταιριάζει περισσότερο. Ο πρωταγωνιστής είναι πάνω από όλα ένας παρατηρητής του εξωτερικού κόσμου που γίνεται ο κύριος λόγος ύπαρξης της ταινίας. Έτσι, μέσα από διάφορες ανατροπές, συμπτωματικά και συχνά για λόγους που σχετίζονται με τη μοίρα, κάνει ένα προσωπικό ταξίδι. Για την Τέλεια Ομορφιά, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί ο πυρήνας της ταινίας ήταν μια μεγάλη μάζα από αλληλένδετα γεγονότα, χαρακτήρες και ιστορίες με επίκεντρο τη Ρώμη, την οποία ήθελα να μεταμορφώσω σε ταινία. Φυσικά, το Roma και το Dolce Vita είναι έργα τα οποία δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι τα αγνοείς, όταν κάνεις μια τέτοια ταινία. Είναι δύο αριστουργήματα και ο χρυσός κανόνας είναι ότι τα αριστουργήματα τα βλέπουμε, δεν τα μιμούμαστε. Προσπάθησα να μείνω πιστός σε αυτό. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι τα αριστουργήματα μεταμορφώνουν τον τρόπο που αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Μας καθορίζουν, χωρίς να το ξέρουμε. Οπότε δεν μπορώ να αρνηθώ ότι αυτές οι ταινίες έχουν αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι τους σε εμένα και ότι ίσως έχουν καθοδηγήσει την ταινία μου. Ελπίζω απλώς να με έχουν οδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση. 

Το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής, που υποδύεται ο Toni Servillo, είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Marcello Mastroianni, αλλάζει τη φύση της ιστορίας: διακρίνουμε πιο έντονη τη διάψευση στη σχέση του με τη δημιουργικότητα. 

Έναν συγγραφέα τον απασχολεί συνεχώς η ιδέα του να εκμεταλλευτεί την ίδια του τη βιογραφία σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Αν αυτή η βιογραφία, όπως στην περίπτωση του Jep Gambardella ολισθαίνει συνεχώς προς τη ρηχότητα της υψηλής κοινωνίας, προς την άσκοπη φλυαρία που δεν είναι τίποτα άλλο από θόρυβος, προς το κουτσομπολιό που ανάγεται σε ενστικτώδη μικροπρέπεια, τότε αυτή η κεφαλαιοποίηση είναι πιθανή. Γι΄ αυτό παραθέτει συνεχώς αποσπάσματα του Φλομπέρ. Εντωμεταξύ, τα χρόνια περνάνε για τον Gambardella και η μεγαλύτερη πηγή απόγνωσης του είναι οι συνέπειες των γηρατειών. Ο χρόνος όλο και λιγοστεύει, το ίδιο και η ενέργεια, και η ευτυχία μοιάζει να χάνεται ή να μην έχει υπάρξει ποτέ. Η ηδονή έχει υποβαθμιστεί σε μηχανισμό, που αναιρεί την ίδια την αρχή της ηδονής. Το μόνο που το έχει απομείνει είναι η σχέση του με τη νοσταλγία της αθωότητας που αυτός ο χαρακτήρας ίσως συνδέει με τη στιγμιαία μορφή κάποιου άλλου πράγματος, πολύ μακριά από τη δική του εμπειρία: τη μακαριότητα. Για αυτό η συνάντηση του με την καλόγρια που αφιερώνει τη ζωή της στην πενία και που είναι με κάποιο τρόπο κοντά στη μακαριότητα, ξεκινά σαν μια ακόμα περιστασιακή και ασεβής κοινωνική συναναστροφή. Στο τέλος, με την απλότητα της, τον οδηγεί κάπου αλλού. Όχι κάπου που τον αλλάζει πραγματικά, αλλά τουλάχιστον τον βοηθάει να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στο σημείο εκκίνησης μιας νέας καλλιτεχνικής δημιουργίας. 

Είναι η παρουσία του καρδινάλιου, που το μόνο που σκέφτεται είναι να δοκιμάζει καινούριες συνταγές, μια κριτική στην εκκλησία; 

Είναι περισσότερο μια κριτική στη διάδοση της κουλτούρας του φαγητού, της γαστρονομίας, κοκ. Μερικές φορές φαίνεται ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τίποτε άλλο. Επίσης, βρίσκω αυτό το θέμα διασκεδαστικό, η τυραννική άγνοια αυτών που θέλουν να επιβάλλουν αυτά τα θέματα παντού έχει αρχίσει να με ενοχλεί. Για αυτό, λίγο σαν αστείο, ήθελα να δείξω πώς αυτή η μόδα απλώνεται ακόμα και στα πιο αναπάντεχα μέρη, ανάμεσα σε αυτούς που είναι αφιερωμένοι στην πνευματικότητα. 

Η έξοχη έγχρωμη φωτογραφία του Luca Bigazzi είναι η ηχώ του ασπρόμαυρου έργου του Otello Martelli. 

Η σχέση μου με τον Bigazzi είναι μακροχρόνια και στερεή. Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και είμαστε πολύ τυχεροί που καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλάμε. Οπότε, δίνω στον Luca το σενάριο και τον αφήνω να το ερμηνεύσει και να το καταλάβει με φωτιστικούς όρους. Ξέρει ότι προτιμώ να ακολουθήσω νέα, ανεξερεύνητα μονοπάτια από το να βασιστώ σε αυτά που ήδη ξέρουμε και έχουμε δοκιμάσει, και νομίζω ότι και αυτός δουλεύει ανάλογα. Είμαι όλο και πιο ικανοποιημένος με αυτή τη μέθοδο και πάντα χαίρομαι να ανακαλύπτω τον φωτισμό που έχει δημιουργήσει, από να του δίνω οδηγίες από πριν. 

Στην ταινία υπάρχουν πολλές αναφορές στον Φλομπέρ και στην αίσθηση του κενού.

Ο μεγάλος συγγραφέας και σκηνοθέτης Mario Soldati έλεγε ότι η Ρώμη για ευνόητους λόγους ήταν η πρωτεύουσα που περισσότερο από κάθε άλλη μετέδιδε το συναίσθημα της αιωνιότητας. Αλλά, όπως θα συμπλήρωνε ο ίδιος, ποια είναι η αίσθηση της αιωνιότητας αν όχι η αίσθηση του κενού. 

Η Τέλεια Ομορφιά μας θυμίζει το La Terrazza του Ettore Scola με την ατελείωτη ψιλοκουβέντα στην ταράτσα του συγγραφέα. 

Ναι, το κουτσομπολιό, η προσφυγή στα χαμηλά επιπέδου σχόλια, η παροιμιώδης ικανότητα να δείχνουμε κακεντρέχεια ακόμα και για έναν κοντινό φίλο, η δυσφορία και ο κυνισμός που επικρατεί στη ρωμαϊκή αστική τάξη, όλα αυτά είναι δάνεια από το σύμπαν του Scola. Για αυτό ήθελα να του δείξω την ταινία μου και συγκινήθηκα που του άρεσε. Στο τέλος της προβολής, με χάιδεψε στο πρόσωπο για πολλή ώρα επαναλαμβάνοντας πόσο του άρεσε η ταινία. Κι εγώ, μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα κάτι που είχα πολύ καιρό να ξανανιώσω, να νιώσω σαν γιος. 

Φαίνεται ότι η ταινία κλείνει το μάτι σε άλλους σκηνοθέτες, χωρίς ακριβώς να τους παραθέτει. 

Κατά τη γνώμη μου η ταινία δεν αναφέρεται σε άλλους σκηνοθέτες με την κυριολεκτική έννοια, αλλά είναι μια ταινία που οφείλει ευγνωμοσύνη στο μεγάλο ιταλικό σινεμά των Scola, Fellini, Ferreri, Monicelli κτλ. 

Η ταινία έχει πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Πώς συνυπάρχουν;

Όσο έκανα σκέψεις για την ταινία, ένα αναπόφευκτο μείγμα του ιερού και του βλάσφημου, για το οποίο είναι διάσημη η Ρώμη, αμέσως σκέφτηκα ότι αυτή η απροκάλυπτη αντίφαση της πόλης, η ικανότητα της να συνδυάζει θαυματουργά το ιερό και το βέβηλο, θα έπρεπε να αντηχεί στη μουσική. Έτσι από την αρχή, μου ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσω εκκλησιαστικούς ύμνους με ιταλική ποπ. 

Η ταινία ξεκινά με ένα απόσπασμα του Σελίν. Υπονοείτε ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι από τη γέννηση στον θάνατο; 

Ναι, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχω αυτή τη θεώρηση. Αλλά το απόσπασμα του Σελίν, που είναι η αρχή του βιβλίου Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, είναι και μια δήλωση για την πρόθεση που είχα κάνοντας την ταινία. Συνοψίζεται στο εξής: υπάρχει η πραγματικότητα, αλλά όλα είναι επινοημένα. Η επινόηση είναι απαραίτητη στο σινεμά, απλώς για να φτάσει στην αλήθεια. Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, αλλά δεν είναι καθόλου. Ο Φελίνι είπε κάποτε: Σινεμά ή αλήθεια; Προτιμώ το σινεμά των ψεμάτων. Το ψέμα είναι η ψυχή του θεάματος. Αυτό που πρέπει να είναι αυθεντικό είναι το συναίσθημα που προκαλείται όταν βλέπουμε μια ταινία ή όταν εκφραζόμαστε». 

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 13, 2013

ΤΡΟΥΜΑΝ ΚΑΠΟΤΕ


«Ειδικός είναι αυτός που κατά κοινή παραδοχή έχει ειδικευτεί σε συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο ή είναι έμπειρος σε μια τέχνη ή τεχνική και θεωρείται αυθεντία στη δουλειά του» (Μπαμπινιώτης). Η ερμηνεία αυτή ενώ ταιριάζει απόλυτα σε διακριτούς κλάδους της επιστήμης,της τέχνης και του συνόλου της παραγωγικής διαδικασίας, παρουσιάζει, όμως, δυσκολίες όσον αφορά την εφαρμογή της στο χώρο της λογοτεχνίας. Εδώ ποιος μπορεί να θεωρηθεί ειδικός; Από που αντλεί την τεκμηρίωσή του ως ειδικός. Από την επικυρωμένη γνώση του και την αποτελεσματικότητα του έργου του, είναι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται στο μυαλό. 
 Εξηγούμαι. Αν πάω σ’έναν χειρούργο ή οδοντίατρο δεν του ζητώ να δω το πτυχίο του, γιατί υπάρχουν κανόνες που απαγορεύουν τον οποιοδήποτε να εξασκήσει το επάγγελμά τους. Εντάξει, εδώ παίζει ρόλο ο ανθρώπινος παράγοντας. Κανείς δεν διακινδυνεύει να κάνει τον χειρούργο, τον οδοντίατρο ή τον φαρμακοποιό. Ας έρθω στον υδραυλικό ή τον ηλεκτρολόγο. Και δω δεν ζητώ τα πτυχία του πριν εκτελέσει κάποια εργασία στο σπίτι μου αλλά η κοινωνική του αποδοχή ως ειδικό με κάνει να νοιώθω ασφάλεια ως προς το αποτέλεσμα της εργασίας του . Γνωρίζω ή οι άλλοι γνωρίζουν το έργο του, την αποτελεσματικότητά του και τον εμπιστεύομαι. Τα ενδεικτικά αυτά παραδείγματα συμπυκνώνουν το πλήθος των ειδικοτήτων και των επαγγελμάτων που διαχειρίζονται τον καθημερινό μας βίο. Οι δυσκολίες αρχίζουν όταν ψάχνω να βρω από που ο κριτικός λογοτεχνίας αντλεί την ικανότητα να κρίνει ένα λογοτεχνικό έργο. Τι είναι αυτό που του δίνει ειδικότητα, τι είναι αυτό που τον τοποθετεί ως ξεχωριστή επαγγελματική κατηγορία. Το πτυχίο του, που δεν υπάρχει, αλλά κι αν υπήρχε ποιος θα του το ζητούσε; Η λογοτεχνική κριτική διδάσκεται ή είναι μια εμπειρία που αποκτάται από την διαρκή επαφή με το λογοτεχνικό έργο; Τι είναι αυτό που θα με κάνει τον άνθρωπο αυτό να τον εμπιστευτώ; Είναι ο καθένας που γράφει ή διαβάζει εν δυνάμει κριτικός και η εμπειρία του δίνει τη δυνατότητα να εκφράζει εκτός την αφηγηματική και την κριτική του ικανότητα; Είναι ένας συγγραφέας επαρκής κριτικός και το αντίστροφο; Πως είναι δυνατόν τα εργαλεία του ενός να χρησιμοποιηθούν για τη δουλειά του άλλου; Ποια είναι τα κριτήρια που αποδεικνύουν την αποτελεσματικότητα του κριτικού έργου; 
Και γιατί στην τελική, κανείς δεν είχε γράψει πόσο υπέροχα είναι τα διηγήματα του Καπότε; Γιατί δεν μίλησαν για τον Ρούφους Μακφέρσον, τον Χαμουραμπί, τον κύριο Μάρσαλ, τον Απλσιντ και την Μίντ από το «Η κανάτα με το ασήμι» Την Μίριαμ και την κυρία Μίλερ. Την Μαρτζ, και την Ολίβια-Ανν από το «Η πλευρά του ζητήματος». Την δεσποινίδα Μπόμπιτ, την αδελφή Ροζάμπλα, τον Μπίλυ Μπομπ και τον Πρίτσερ. Τον κύριο Σέφερ και τον Τίκο Φέο, τον Μπάντυ και την Κουίνι, τον Άιβορ Μπελ και την Μαίρη Ο Μίγκαν(Ανάμεσα στα μονοπάτια προς την Εδέμ), τον Οντ και τη δεσποινίδα Σουκ, τον Τζώρτζ Σμιντ, την έρημο Μοχάβε, την Άιβορι, τον Τζωρτζ Ουαιτλόου.
Ε;

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 02, 2013