Τρίτη, Δεκεμβρίου 17, 2013

LA GRANTE BELLEZZA


Εγώ τι να πω; Τα είπαν άλλοι.
Αλλά θα σκάσω. Είναι μεγάλη ταινία!!!

Η συνέντευξη του Paolo Sorrentino στο in.gr 8 Δεκεμβρίου 2013


Πώς καταλήξατε να κάνετε μια ταινία που σκαλίζει σε τέτοιο βάθος τον μικρόκοσμο της Ρώμης, μετά την εμπειρία των ταινιών που κάνατε στην Ιρλανδία και στην Αμερική; 

Εδώ και καιρό σκεφτόμουν μια ταινία που ψηλαφίζει τις αντιφάσεις, τις ομορφιές, τις σκηνές που έχω δει και τους ανθρώπους που έχω συναντήσει στη Ρώμη. Είναι μια εκπληκτική πόλη, κατευναστική και ταυτόχρονα γεμάτη από κρυφούς κινδύνους. Λέγοντας κινδύνους, εννοώ τις πνευματικές περιπέτειες που δεν οδηγούν πουθενά. Αρχικά, ήταν ένα φιλόδοξο σχέδιο χωρίς όρια, που το ανέβαλλα συνεχώς μέχρι που βρήκα το συνδετικό στοιχείο που θα μπορούσε να δώσει ζωή σε αυτό το ρωμαϊκό σύμπαν. Και το στοιχείο αυτό ήταν ο χαρακτήρας του Jep Gambardella, το τελευταίο κομμάτι του παζλ, που έκανε την όλη ιδέα της ταινίας δυνατή και λιγότερο συγκεχυμένη. Θεώρησα ότι έχει έρθει η στιγμή να φέρω αυτό το αδιαμφισβήτητα φιλόδοξο φιλμ στη ζωή. Μετά από δυο υπέροχα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ταξίδεψα ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αμερική για να κάνω το Εκεί που Χτυπάει η Καρδιά μου, πραγματικά ένιωσα την ανάγκη να σταματήσω να μετακινούμαι. Ήθελα να διατηρήσω έναν νωχελικό τρόπο ζωής με μια δουλειά που θα μου επέτρεπε να πηγαίνω σπίτι κάθε απόγευμα. Στην πραγματικότητα, όμως, Η Τέλεια Ομορφιά ήταν ένα εξοντωτικό φιλμ, αν και ήταν μια παθιασμένη εμπειρία. 

Ποιος ήταν ο ρόλος του Umberto Contarello στη συγγραφή του σεναρίου; 

Γνωριζόμαστε από τότε που ήμουν νέος, όταν ήθελα να γίνω σεναριογράφος και εκείνος ήταν ήδη ένας αναγνωρισμένος σεναριογράφος. Μαζί με τον Antonio Capuano, με έβαλαν στη δουλειά. Με έφερε σε επαφή με ποιητικούς κόσμους που είχα την τύχη να αναπαράξω αργότερα με τον δικό μου προσωπικό τρόπο, με βάση τη δική μου ευαισθησία. Το αποτέλεσμα ήταν να μοιραζόμαστε τον τρόπο που προσεγγίζουμε τα πράγματα εδώ και μια εικοσαετία. Η μέθοδος συνεργασίας μας είναι ξεκάθαρη. Συνίσταται στο να μιλάμε τακτικά, καμιά φορά βιαστικά, καμιά φορά με βάθος, σε σχέση με τις ιδέες που μας δίνει η καθημερινότητα. Ακόμα και τα μικρά πράγματα, ή η ακαταμάχητη ανάγκη να λέμε ο ένας στον άλλο ένα αστείο που μας κάνει να γελάμε, μπορεί να μας παροτρύνει να γράψουμε ή να τηλεφωνήσει ο ένας τον άλλο, ή να βρεθούμε. Αργότερα, όταν η συγγραφική διαδικασία αρχίζει, οι δρόμοι μας χωρίζονται. Σαν ένα μεγάλο παιχνίδι πινγκ πονγκ, στέλνει ο ένας στον άλλον το σενάριο. Γράφω την πρώτη εκδοχή και του τη στέλνω. Γράφει τη δεύτερη. Κάνω την τρίτη και πάει λέγοντας μέχρι το γύρισμα, γιατί το σενάριο μπορεί πάντα να είναι προϊόν αυτοσχεδιασμού. Η λέξη Τέλος δεν υπάρχει στη συγγραφή. 

Σκηνοθετικά, η ταινία είναι λιγότερο μπαρόκ από τις προηγούμενες φορές. 

Πιθανώς. Προφανώς, είναι μια ταινία που ξεχειλίζει. Κατά την προετοιμασία, πρόσεξα ότι υπήρχε οπτικό υπέρβαρο από τα σκηνικά, τα κοστούμια και τους πολλαπλούς χαρακτήρες που χρειάζονταν για την πλοκή. Όταν άρχισα να σκηνοθετώ την ταινία, αποφάσισα να κρατήσω μια απόσταση από όλο αυτό. Θεώρησα ότι η σκηνοθεσία θα έπρεπε απλώς να συνοδεύει αυτή την πυκνότητα. 

Από διάφορες απόψεις, η ταινία θα μπορούσε να αποκαλείται Sorrentino Roma. Η ιδέα να δανειστείτε την προσέγγιση του La Dolce Vita ήταν ένα από τα σημεία εκκίνησης της ταινίας; Όπως και στην ταινία του Fellini, ο πρωταγωνιστής είναι στην ουσία ένας παρατηρητής. 

Στην πραγματικότητα, ακόμα και στις Συνέπειες του Έρωτα και στο Εκεί που Χτυπάει η Καρδιά μου, χρησιμοποίησα την αφηγηματική δομή που μου ταιριάζει περισσότερο. Ο πρωταγωνιστής είναι πάνω από όλα ένας παρατηρητής του εξωτερικού κόσμου που γίνεται ο κύριος λόγος ύπαρξης της ταινίας. Έτσι, μέσα από διάφορες ανατροπές, συμπτωματικά και συχνά για λόγους που σχετίζονται με τη μοίρα, κάνει ένα προσωπικό ταξίδι. Για την Τέλεια Ομορφιά, δεν μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί ο πυρήνας της ταινίας ήταν μια μεγάλη μάζα από αλληλένδετα γεγονότα, χαρακτήρες και ιστορίες με επίκεντρο τη Ρώμη, την οποία ήθελα να μεταμορφώσω σε ταινία. Φυσικά, το Roma και το Dolce Vita είναι έργα τα οποία δεν μπορείς να προσποιηθείς ότι τα αγνοείς, όταν κάνεις μια τέτοια ταινία. Είναι δύο αριστουργήματα και ο χρυσός κανόνας είναι ότι τα αριστουργήματα τα βλέπουμε, δεν τα μιμούμαστε. Προσπάθησα να μείνω πιστός σε αυτό. Αλλά είναι επίσης αλήθεια ότι τα αριστουργήματα μεταμορφώνουν τον τρόπο που αισθανόμαστε και αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα. Μας καθορίζουν, χωρίς να το ξέρουμε. Οπότε δεν μπορώ να αρνηθώ ότι αυτές οι ταινίες έχουν αφήσει το ανεξίτηλο σημάδι τους σε εμένα και ότι ίσως έχουν καθοδηγήσει την ταινία μου. Ελπίζω απλώς να με έχουν οδηγήσει στη σωστή κατεύθυνση. 

Το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής, που υποδύεται ο Toni Servillo, είναι μεγαλύτερος σε ηλικία από τον Marcello Mastroianni, αλλάζει τη φύση της ιστορίας: διακρίνουμε πιο έντονη τη διάψευση στη σχέση του με τη δημιουργικότητα. 

Έναν συγγραφέα τον απασχολεί συνεχώς η ιδέα του να εκμεταλλευτεί την ίδια του τη βιογραφία σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Αν αυτή η βιογραφία, όπως στην περίπτωση του Jep Gambardella ολισθαίνει συνεχώς προς τη ρηχότητα της υψηλής κοινωνίας, προς την άσκοπη φλυαρία που δεν είναι τίποτα άλλο από θόρυβος, προς το κουτσομπολιό που ανάγεται σε ενστικτώδη μικροπρέπεια, τότε αυτή η κεφαλαιοποίηση είναι πιθανή. Γι΄ αυτό παραθέτει συνεχώς αποσπάσματα του Φλομπέρ. Εντωμεταξύ, τα χρόνια περνάνε για τον Gambardella και η μεγαλύτερη πηγή απόγνωσης του είναι οι συνέπειες των γηρατειών. Ο χρόνος όλο και λιγοστεύει, το ίδιο και η ενέργεια, και η ευτυχία μοιάζει να χάνεται ή να μην έχει υπάρξει ποτέ. Η ηδονή έχει υποβαθμιστεί σε μηχανισμό, που αναιρεί την ίδια την αρχή της ηδονής. Το μόνο που το έχει απομείνει είναι η σχέση του με τη νοσταλγία της αθωότητας που αυτός ο χαρακτήρας ίσως συνδέει με τη στιγμιαία μορφή κάποιου άλλου πράγματος, πολύ μακριά από τη δική του εμπειρία: τη μακαριότητα. Για αυτό η συνάντηση του με την καλόγρια που αφιερώνει τη ζωή της στην πενία και που είναι με κάποιο τρόπο κοντά στη μακαριότητα, ξεκινά σαν μια ακόμα περιστασιακή και ασεβής κοινωνική συναναστροφή. Στο τέλος, με την απλότητα της, τον οδηγεί κάπου αλλού. Όχι κάπου που τον αλλάζει πραγματικά, αλλά τουλάχιστον τον βοηθάει να ρίξει μια φευγαλέα ματιά στο σημείο εκκίνησης μιας νέας καλλιτεχνικής δημιουργίας. 

Είναι η παρουσία του καρδινάλιου, που το μόνο που σκέφτεται είναι να δοκιμάζει καινούριες συνταγές, μια κριτική στην εκκλησία; 

Είναι περισσότερο μια κριτική στη διάδοση της κουλτούρας του φαγητού, της γαστρονομίας, κοκ. Μερικές φορές φαίνεται ότι δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τίποτε άλλο. Επίσης, βρίσκω αυτό το θέμα διασκεδαστικό, η τυραννική άγνοια αυτών που θέλουν να επιβάλλουν αυτά τα θέματα παντού έχει αρχίσει να με ενοχλεί. Για αυτό, λίγο σαν αστείο, ήθελα να δείξω πώς αυτή η μόδα απλώνεται ακόμα και στα πιο αναπάντεχα μέρη, ανάμεσα σε αυτούς που είναι αφιερωμένοι στην πνευματικότητα. 

Η έξοχη έγχρωμη φωτογραφία του Luca Bigazzi είναι η ηχώ του ασπρόμαυρου έργου του Otello Martelli. 

Η σχέση μου με τον Bigazzi είναι μακροχρόνια και στερεή. Του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και είμαστε πολύ τυχεροί που καταλαβαίνει ο ένας τον άλλον χωρίς να μιλάμε. Οπότε, δίνω στον Luca το σενάριο και τον αφήνω να το ερμηνεύσει και να το καταλάβει με φωτιστικούς όρους. Ξέρει ότι προτιμώ να ακολουθήσω νέα, ανεξερεύνητα μονοπάτια από το να βασιστώ σε αυτά που ήδη ξέρουμε και έχουμε δοκιμάσει, και νομίζω ότι και αυτός δουλεύει ανάλογα. Είμαι όλο και πιο ικανοποιημένος με αυτή τη μέθοδο και πάντα χαίρομαι να ανακαλύπτω τον φωτισμό που έχει δημιουργήσει, από να του δίνω οδηγίες από πριν. 

Στην ταινία υπάρχουν πολλές αναφορές στον Φλομπέρ και στην αίσθηση του κενού.

Ο μεγάλος συγγραφέας και σκηνοθέτης Mario Soldati έλεγε ότι η Ρώμη για ευνόητους λόγους ήταν η πρωτεύουσα που περισσότερο από κάθε άλλη μετέδιδε το συναίσθημα της αιωνιότητας. Αλλά, όπως θα συμπλήρωνε ο ίδιος, ποια είναι η αίσθηση της αιωνιότητας αν όχι η αίσθηση του κενού. 

Η Τέλεια Ομορφιά μας θυμίζει το La Terrazza του Ettore Scola με την ατελείωτη ψιλοκουβέντα στην ταράτσα του συγγραφέα. 

Ναι, το κουτσομπολιό, η προσφυγή στα χαμηλά επιπέδου σχόλια, η παροιμιώδης ικανότητα να δείχνουμε κακεντρέχεια ακόμα και για έναν κοντινό φίλο, η δυσφορία και ο κυνισμός που επικρατεί στη ρωμαϊκή αστική τάξη, όλα αυτά είναι δάνεια από το σύμπαν του Scola. Για αυτό ήθελα να του δείξω την ταινία μου και συγκινήθηκα που του άρεσε. Στο τέλος της προβολής, με χάιδεψε στο πρόσωπο για πολλή ώρα επαναλαμβάνοντας πόσο του άρεσε η ταινία. Κι εγώ, μετά από τόσα χρόνια, ένιωσα κάτι που είχα πολύ καιρό να ξανανιώσω, να νιώσω σαν γιος. 

Φαίνεται ότι η ταινία κλείνει το μάτι σε άλλους σκηνοθέτες, χωρίς ακριβώς να τους παραθέτει. 

Κατά τη γνώμη μου η ταινία δεν αναφέρεται σε άλλους σκηνοθέτες με την κυριολεκτική έννοια, αλλά είναι μια ταινία που οφείλει ευγνωμοσύνη στο μεγάλο ιταλικό σινεμά των Scola, Fellini, Ferreri, Monicelli κτλ. 

Η ταινία έχει πολλά διαφορετικά είδη μουσικής. Πώς συνυπάρχουν;

Όσο έκανα σκέψεις για την ταινία, ένα αναπόφευκτο μείγμα του ιερού και του βλάσφημου, για το οποίο είναι διάσημη η Ρώμη, αμέσως σκέφτηκα ότι αυτή η απροκάλυπτη αντίφαση της πόλης, η ικανότητα της να συνδυάζει θαυματουργά το ιερό και το βέβηλο, θα έπρεπε να αντηχεί στη μουσική. Έτσι από την αρχή, μου ήρθε η ιδέα να χρησιμοποιήσω εκκλησιαστικούς ύμνους με ιταλική ποπ. 

Η ταινία ξεκινά με ένα απόσπασμα του Σελίν. Υπονοείτε ότι η ζωή είναι ένα ταξίδι από τη γέννηση στον θάνατο; 

Ναι, θα μπορούσε κάποιος να πει ότι έχω αυτή τη θεώρηση. Αλλά το απόσπασμα του Σελίν, που είναι η αρχή του βιβλίου Ταξίδι στην Άκρη της Νύχτας, είναι και μια δήλωση για την πρόθεση που είχα κάνοντας την ταινία. Συνοψίζεται στο εξής: υπάρχει η πραγματικότητα, αλλά όλα είναι επινοημένα. Η επινόηση είναι απαραίτητη στο σινεμά, απλώς για να φτάσει στην αλήθεια. Μπορεί να ακούγεται αντιφατικό, αλλά δεν είναι καθόλου. Ο Φελίνι είπε κάποτε: Σινεμά ή αλήθεια; Προτιμώ το σινεμά των ψεμάτων. Το ψέμα είναι η ψυχή του θεάματος. Αυτό που πρέπει να είναι αυθεντικό είναι το συναίσθημα που προκαλείται όταν βλέπουμε μια ταινία ή όταν εκφραζόμαστε». 

Δεν υπάρχουν σχόλια: