Πέμπτη, Νοεμβρίου 12, 2009

ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ


Τώρα που το σκέφτομαι έπρεπε να την είχα σκοτώσει. Τη γλύτωσε ο τρόπος που με μεγάλωσε. Να διαμορφώσει ένα παιδί, που δεν είχε το θάρρος να πάρει ένα μαχαίρι από την κουζίνα και να την καθαρίσει την ώρα που κοιμόταν, να την πνίξει με το μαξιλάρι του πατέρα του, γεμάτο τρίχες από την τριχόπτωση, την ώρα που εκείνος παιδευόταν να βρεί το τιμολόγιο του Παπαστεφάνου ή να τη σπρώξει από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου, την ώρα που άπλωνε, αμέριμνη, τα ευωδιαστά, κιτρινισμένα εσώρουχά της.

Σε άθλια νοικιασμένα σπίτια, το μόνο που νοιαζόταν, η μητέρα μου, με τα πεσμένα βυζιά, που τα έβλεπα καθώς προσπαθούσε να τα κρύψει, όταν έμπαινα στο δωμάτιό της, χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, την ώρα που φορούσε το στηθόδεσμό της, δεχόμενος τις χαλαρές παρατηρήσεις της, και το σφιχτό, ανασηκωμένο κώλο, που δεν είχα δει ποτέ γυμνό, ήταν πως θα γίνω καλό παιδί. Καλό παιδί με τα δικά της μέτρα. Να είμαι καλός μαθητής, να μην βρίζω, να μην χάνω μέρα στο σχολείο, κι ας βαριόμουν, να πηγαίνω να μεταλάβω στην εκκλησία, όπου έβαζα στο στόμα μου εκείνο το επιχρυσωμένο κουταλάκι, γεμάτο σάλια από τα στόματα των γέρων και των γριών, που στριμώχνονται από τα μαύρα μεσάνυχτα για να σώσουν τις ψυχές τους, να επιλέγει εκείνη τους φίλους που θα έκανα παρέα. Ήτοι μεθερμηνευόμενον, να διώξω αυτοστιγμεί το Ρέμπελο, γιατί υπήρχαν υποψίες ότι η μάνα του ήταν πουτάνα, κι ας ήταν καλός στη Γεωγραφία, να μην βρεθώ και κάνω παρέα με τον κατά δύο τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, Βασίλη, μην τυχόν με γαμήσει και μου αρέσει, να μην περνώ το σύνορο της λεωφόρου που χώριζε την περιοχή μας σε αξιοπρεπείς οικογένειες, σαν την δική μας, και την άλλη πλευρά, με τις αναξιοπρεπείς οικογένειες και τους αλήτες.
Τα ακολουθούσα αυτά με θρησκευτική ευλάβεια όχι γιατί συμφωνούσα, αλλά γιατί φοβόμουν το βαρύ χέρι του πατέρα μου, άλλος αλήτης αυτός, που με ξυλοφόρτωσε για ασήμαντη αφορμή, ένα βραδάκι μπροστά στη μάνα μου και το μεγαλύτερο αδελφό μου, για παραδειγματισμό, γιατί δεν ζήτησα συγγνώμη για κάτι κακό που είχα κάνει, κατά την άποψή τους. Μ’έκανε, με λίγα λόγια, μαύρο στο ξύλο, αλλά εγώ τελικά τα κατάφερα και δεν του έκανα το χατήρι, να ταπεινωθώ μπροστά στο οικογενειακό σκυλολόι, και να ζητήσω συγγνώμη. Βαρέθηκε φαίνεται να με βαράει και με άφησε, κι εκείνη ούτε κουβέντα να με προστατεύσει, άσε που επιδοκίμαζε τη βιαιότητα με φράσεις όπως, ζήτα συγγνώμη από τον πατέρα σου και θα σε αφήσει, το ανήθικο γύναιο. Ο αδελφός μου, ο σπυριάρης, κοιτούσε αδιάφορα, ίσως να την έβρισκε, μπορεί να του σηκωνόταν κιόλας.
Μεγάλωνα σε μια αξιοπρεπή οικογένεια, με τον πατέρα να μεθοκοπά και να τον ψάχνουμε στις ταβέρνες, να προσπαθεί να χέσει , από τη σούρα του, στο συρτάρι του κομοδίνου, Θανάση, Θανάση, δεν είναι τουαλέτα εδώ, τον τραβούσε η μάνα μου να σηκωθεί, άκουγα μόνο τις φωνές της, δεν με άφηνε να μπω στο δωμάτιο, μη τυχόν δω τον πατέρα μου με κατεβασμένα βρακιά και την ψωλή του πεσμένη, και χάσω την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Εκείνος να επιμένει ν’αφήσει την κουράδα του μέσα στο συρτάρι με τα βιβλιάρια του ΙΚΑ και τα προφυλακτικά.
Έβλεπα την μητέρα μου σκυμμένη στο ράψιμό της κάθε μέρα, να περιμένει υπομονετικά το βράδυ του Σαββάτου την οικογενειακή μάζωξη, συκωταριά αρνίσια περιλάμβανε συνήθως το μενού, το θυμάμαι γιατί αναζητούσα εναγωνίως την καρδιά, και το συνοδευτικό κρασί, που είχα αγοράσει το απόγευμα, μετά από έντονους καυγάδες, από τον «καρβουνιάρη», χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, ενώ ο Διονύσης και ο Μάκης περίμεναν να παίξουμε τη συνηθισμένη μαλακία μας.Οι γονείς μου, όμως, είχαν το οικογενειακό προνόμιο, ευλογημένο από την υποκρισία της εκκλησίας και της κονωνίας, να κάνουν έρωτα, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, για να μην ακούμε εγώ και ο αδελφός μου τις κραυγές και τους αναστεναγμούς τους, με κίνδυνο να τον παίξουμε κάτω από τις κουβέρτες, αν και για τον αδελφό μου δεν το πολυπιστεύω, αυτός θα το θεωρούσε ανήθικο, και θα έκλεινε τις δύσκολες στιγμές τ’αυτιά του για να μην ακούει.
Γι’αυτό, τα πρωινά του καλοκαιριού, όταν ο πατέρας μου έλειπε στη δουλειά, όταν ζητούσα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μαζί με τη μητέρα μου, εκείνη με απόφευγε γιατί διαπίστωνε ότι ήμουν καυλωμένος. Ενώ εγώ αναζητούσα τη ζεστασιά του κρεβατιού, εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τα λεκιασμένα σεντόνια από τα χύσια του πατέρα μου.
Μεγάλωνα ακολουθώντας τους κανόνες και τα ωράρια του σπιτιού. Πότε θα σηκωθώ για να πάω στο σχολείο, τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι, τις Κυριακές όλοι μαζί, με το αναθεματισμένο κοτόπουλο ν’αχνίζει στην πιατέλα, ενώ στο μυαλό μου κλωθογύριζε διαρκώς η σκέψη πότε θα βγω να παίξω, να βρω τον Μπάμπη, συνομήλικός μου, να φτιάξουμε την ομάδα που μας αρέσει, να διώξουμε τους παρείσακτους που είχαν καταλάβει το χώρο που παίζαμε εμείς, να πάρουμε μάτι τη Μαρία, την αδελφή του «σπουργίτι», την ώρα που έκανε μπάνιο στο μικρό λουτρό με την ξύλινη ραγισμένη πόρτα, να πείσουμε το «τσιγκάκι» ότι το τσιμπούκι δεν ήταν και τόσο κακό όσο φαινόταν, να φάμε τα εικονογραφημένα του κούτσαβλου, όσα λοιπόν ήταν απαραίτητα για την σωστή ανατροφή μας.
Ακολουθούσα τις υποδείξεις της μητέρας μου, ενώπιος ενωπίω, ο πατέρας μου ούτε ασχολιόταν, πλην του περιστατικού που ανάφερα, εμπιστευόταν τις αυταρχικές και παιδαγωγικές ικανότητες της συντρόφου που διάλεξε να περάσει τη ζωή μαζί της, την αδελφή του δοσίλογου, που ευτυχώς, δήθεν, σκοτώθηκε από νάρκη, κατά την αποχώρηση των Γερμανών, ενώ είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι τον εκτέλεσαν οι αντάρτες, το καθίκι. Αλλά έλα που τον είχαν σαγηνεύσει τα τσακίρικα, μαύρα μάτια της, κι ας μη το παραδεχόταν, ο εγωιστής, ο κομμουνιστής, που είχε πάρει μέρος στο Δεκέμβρη, δίχως ποτέ να μας ξεκαθαρίζει το ρόλο του.
Μακάριζα τον Πέτρο που ένα υπέροχο πρωινό του Απριλίου, μπροστά στα μάτια μας και τ’αυτιά μας μάθαινε ότι η μητέρα του πέθανε. Ο δάσκαλός μας δάκρυσε, σταμάτησε το μάθημα, ενώ εγώ ζήλευα τον Πέτρο που για όλη την υπόλοιπη ζωή του δεν θα είχε το μαρτύριο της επίβλεψης και της μητρικής καθοδήγησης. Πόσο θα θελα να είχε πεθάνει και η δικιά μου!
Τι θα έκανα στην υποθετική αυτή περίπτωση αν έπιαναν οι ευχές μου;
Δεν μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην τη βλέπω. Να μην βλέπω το σκυφτό κορμί της πάνω στα ρούχα που έραβε, την αγωνία της να φάω όλο το φαγητό μου, την ενδελεχή της προσπάθεια να μην απογοητεύσει τον πατέρα μου στο φαγητό που θα έτρωγε, διαβάζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» τα μεσημέρια, τη συγκατάβασή της στη γνώμη του μεγαλύτερου αδελφού μου, την υποταγή της στις κανιβαλικές ορέξεις των γειτόνων.
Όλες οι προσπάθειες της μητέρας μου ήταν να φτιάξω ένα χαρακτήρα ώστε να γίνομαι αρεστός στους άλλους, αυτούς που είχε αυτή υπόψη της κι όχι εγώ. Εγώ έβλεπα ότι ήμουν αποδεκτός στην παρέα μου, όταν έκανα ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που μου μάθαινε, κρυφά βέβαια. Έκανα παρέα με το Ρέμπελο, κάπνιζα με τον Μπέμπη στο ρέμα, πέρα από το απογορευτικό σύνορο της λεωφόρου, προσπαθούσα να γαμήσω τον Ηλία, με το άσπρο, στρογγυλό κολλαράκι, που ακόμα και τώρα που το θυμάμαι καυλώνω, αλλά κάτι συνέβαινε τελευταία στιγμή και τραβιόταν, ανέβαινα στα δέντρα και τις πολυκατοικίες για να δω ταινίες τα καλοκαίρια, έπαιζα τα μεσημέρια στους δρόμους, όταν οι ξενέρωτοι ενήλικες αναζητούσαν λίγη ησυχία να ξεκουραστούν, αγνοούσα τις συμβουλές των μεγαλυτέρων μου, είχα ινδαλμα τον Λυκούδη που έσπασε το τζάμι με το χέρι του, όταν έμαθε ότι έμεινε στην ίδια τάξη, προσπαθούσα να πείσω τη Σταυρούλα να μου δείξει λίγο το μουνάκι της.
Όλη της η προσπάθεια να γίνω σωστός άνθρωπος στην κοινωνία, την έσωσε. Αφού δεν μπορούσα να την σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια , νόμιζα ότι ο καλός Θεούλης, θα με λυπόταν και θα την έπαιρνε κοντά του. Πόσα μεσημέρια δεν γύριζα από το σχολείο, με τη σκέψη να βρω έξω από το σπίτι μου κόσμο να την μοιρολογά, να την επαινεί, τον πατέρα μου για πρώτη φορά δακρυσμένο, τον αδελφό μου κόκκινο σαν μήλο στάρκιν, και όλο το σόι της, αυτό που, τελοσπάντων, είχε απομείνει, μέσα στο μαύρο χάλι. Πόσες φορές δεν προσευχόμουν το λεωφορείο που πήγαινε ή ερχόταν από την Πάτρα, με την μητέρα μου καθισμένη στις πρώτες θέσεις, μετά από την επίσκεψη στην μισότρελη αδελφή της, το πουτανί το ανηψάκι της, και τις μαραζωμένες φίλες της, να συγκρουόταν πλαγιομετωπικά, η πρόσκρουση, που θα γινόταν από την πλευρά που καθόταν, να ήταν τόσο σφροδρή ώστε από τα συντρίμμια το άψυχο κουφάρι της, ότι θα είχε βρεθεί δηλαδή, να μην μπορεί να αναγνωριστεί. Γιατί να μην είχε συμβεί σ’εκείνη, αυτό που συνέβη στο μικρό αγοράκι, που προσπαθώντας να περάσει το δρόμο, ένα αυτοκίνητο με ταχύτητα το τίναξε ψηλά, κάνοντάς το να διαλυθεί, σκάζοντας μ’ ένα βαθύ, αποκρουστικό θόρυβο στην άσφαλτο.
Το ατύχημα δεν της συνέβη ποτέ, η υγεία της παρέμεινε ακμαιότατη, η δολοφονία της ήταν ανέφικτη, με ορατά αποτελέσματα στην ύπαρξή μου, όπως καταλαβαίνετε.



16 σχόλια:

Γρηγορης Αντωνοπουλος είπε...

Πολύ δυνατό κείμενο.
Καλησπέρα

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

Κύριε Αντωνόπουλε
Σας ευχαριστώ για την κρίση σας.
Δεχθείτε επίσης την καλησπέρα μου.

Pellegrina είπε...

Άνθρωπε, όλα αυτά τα κείμενα -εννοώ ΟΛΑ- θα τα μαζέψεις κάποτε σε ΕΝΑ βιβλίο;

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

Pellegrina
Όχι.

meril είπε...

Το να μιλήσεις για ένα κείμενο δεν είναι μια εύκολη υπόθεση απ' τη μια κι απ' την άλλη ο υποκειμενισμός του "τι μ' αρέσει" παίζει το ρόλο του.
Παρόλα αυτά θα ρισκάρω ν' αφήσω τις σκέψεις μου γιατί μ' αρέσει ο τρόπος σας

Το συγκεκριμένο κείμενο νομίζω πως είναι πολύ "φωναχτό". Θέλω να πω απέχει απ' το να είναι λιτό και ν' αφήνει τον αναγνώστη ελεύθερο να διαμορφώσει άποψη. Δουλεύει λίγο πιεστικά όπως η μάνα του ήρωα για να τον πείσει.
Απ' την άλλη αν αποτελεί τμήμα μιας μεγαλύτερης ενότητας κι ο ήρωας κάτω απ' το βάρος ορισμένων συνθηκών φτάνει στην εξομολόγηση σαν προϊόν έκρηξης, τότε δικαιολογείται-πάντα για τη δική μου φιλοσοφία και αισθητική- ο ΄τρόπος.

Συγγνώμη αν φλυάρησα ή αν μίλησα δίχως να μου πέφτει λόγος
και σε κάθε περίπτωση
καλημέρα

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@meril
Σας ευχαριστώ για την κατάθεση της άποψής σας.
Η "φλυαρία" σας μου είναι απαραίτητη.
Σας εύχομαι μια μέρα όπως την επιθυμείτε!

η ψυχη μου το ξερει είπε...

Πολύ πολύ δυνατό κείμενο...φορτισμένο συναισθηματικά.Τίποτα περιττό.Η ωμότητα στις εκφράσεις καταλυτική.

Θέλω κι άλλο!!! :))

Την καλησπέρα μου

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@η ψυχή του το ξέρει
Χαίρομαι όταν διαβάζω τέτοια λόγια. Η ψυχή μου το ξέρει πόσο έκπληξη νοιώθω που τα κείμενα μου διαβάζονται από ανθρώπους που δεν περίμενα να τους ακουμπήσουν.
Δυστυχώς, δεν υπάρχει άλλο. Υπάρχουν όμως άλλα κείμενα σε παλαιότερες αναρτήσεις μου.
Ξέρετε, για να γράψω πρέπει να μου περισσεύει κάτι. Αυτό πρέπει να το ξεφορτωθώ γιατί διαφορετικά δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα άλλο. Επιστρέφω διαρκώς σ'αυτό. Ελπίζω κάποτε να γράψω κάτι ενδιαφέρον.
Καλημέρα σας κυρία μου!

Ανώνυμος είπε...

αδύνατο να ξεδιαλύνω αν αυτά τα βιώματα είναι πραγματικά ή οχι. είναι? (εξαιρετικό κείμενο)

Ανώνυμος είπε...

Εμένα μου αρέσει αυτό που πήγαινες να γλείψεις το πουλί σου.

Καταπληκτικό.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@vavou
Σας ευχαριστώ για την κρίση σας.
Έχει όμως σημασία αν τα βιώματα είναι πραγματικά ή όχι στην αξιολόγηση ενός κειμένου;
Σας εύχομαι μια όμορφη βραδιά.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@ανώνυμο
Που το θυμήθηκες, ρε μαλάκα!
Αφού σου άρεσε το αναδημοσιεύω για πάρτη σου.
Αφιερωμένο:
"Υπήρχε μια έντονη φημολογία ότι ο Μπούρας, συμμαθητής μου, μέτριος μαθητής, μπορούσε, μετά από εξάσκηση, να φτάνει τον πούτσο του με το στόμα . Προσπάθησα κι εγώ αλλά δεν τα κατάφερα."

Προσεχτικός αναγνώστης είπε...

Εδιάβασα το διήγημα στο ιστολόγιο του χ2 αλλά δεν είδα πουθενά να γράφει για τη γριά που νομίζει ότι είναι παιδούλα και βάζει εικονίτσες με αγγελάκια. Ποια είναι αυτή η γριά παιδούλα? Είναι η ίδια γριά που βάζει τα αστεία αγγελτήρια κηδειών? Δε βλέπω τίποτα ούτε εδώ. Τί σχέση έχει με τον αφηγητή?

ναυτίλος είπε...

Εξαιρετικό!

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@προσεχτικός αναγνώστης
Καλά διαβάσατε, ούτε εγώ γνωρίζω για ποια γριά γράφει. Ρωτήστε τον ίδιο, όταν ανοίξει τα σχόλια του, αναδημοσιεύοντας τα κείμενά μου.
Σας εύχομαι ένα θαυμάσιο πέρασμα στο υπόλοιπο της μέρας.

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@ναυτίλος
Σας ευχαριστώ πολύ. Να'στε πάντα καλά.
Καλησπέρα σας.