Δευτέρα, Νοεμβρίου 30, 2009
Τετάρτη, Νοεμβρίου 25, 2009
SENECA ET HOC GENUS OMNE
Γράφουν κι όλο γράφουν τις ανυπόφορα
Σοφές τους κουταμάρες
Σαν ν'αλήθευε το: primum scribere
Deinde philosophari
Σοφές τους κουταμάρες
Σαν ν'αλήθευε το: primum scribere
Deinde philosophari
Δευτέρα, Νοεμβρίου 23, 2009
Κυριακή, Νοεμβρίου 22, 2009
Τρίτη, Νοεμβρίου 17, 2009
COPY KAI PASTE ΓΙΑ COPY KAI PASTE
Ο ιστολόγος είχε σκοπό να κατατροπώσει αυτά τα παιδαρέλια, τους φουκαριάρηδες σαλιάρηδες, τους γαλβανιζέ γκαζοτενεκέδες της μποκόσφαιρας, που τόλμησαν να αμφισβητήσουν τα λαμπρά πονήματα που δημοσίευε στο διαδίκτυο και τον είχαν καθιερώσει ως τον σέντερ φορ της διαδικτυακής κοσμετολογίας, άτομο εξόχου ευφυίας, κάργα διανοούμενος δηλαδή .Τα ατέρμονα σχόλια του, κυρίως, είχαν την παραδοχή των μεμυημένων, των επαιόντων, των θαυμαστών του, εν τέλει, που ο περιορισμένος κύκλος τους είχε αυξηθεί τελευταία, όπως έδειχνε ο δείκτης επισκεπτιμότητας, που τον είχε κολλήσει σα χαλκομανία στα μούτρα όσων τολμούσαν να αμφισβητήσουν τη διεισδυτικότητά του στην ιντερνετική μπλοκόσφαιρα.
Κατείχε την αρμαθιά των κλειδιών της κατανοήσης του λογοτεχνικού γίγνεσθαι, και επειδή το γνώριζε την κρατούσε σφιχτά σφαλισμένη στο πιο απόμακρο συρτάρι του μυαλού του, αυτοθαυμαζόμενος πως είχε καταφέρει να γίνει τόσο εκλεπτυσμένος και ακαταμάχητος οπαδός της λεβέντικης λογοτεχνικής αρχοντιάς.
Μακριά απ’αυτόν ο εντυπωσιασμός και οι ηχητικές τυμπανοκρουσίες. Σήμερα ήθελε να δώσει μια φιλοπαίγμονα διάθεση στα γραπτά του, να βάλει λίγο χιούμορ, ρε αδερφέ, να ξεφύγει από τη επανάληψη, από τη φυσική ροή των πραγμάτων με την αρχοντιά και την άνεση που τον διέκριναν, γεγονός που ανταποκρινόταν στο γούστο των ανυπόκριτων και δεδηλωμένων οπαδών του. Βέβαια έπρεπε, μην το ξεχνάμε, να είναι σαφέστατος, αποκαλυπτικός, πεντακάθαρος, ταυτόχρονα όμως διφορούμενος και παραπλανητικός , δεν θα ξέφευγε από τις αρχές του, αλλά λίγη τσαχπινιά και παιχνιδιάρα διάθεση δεν έβλαπτε. Υπήρχαν μέρες να επανέλθει στο σκωπτικό ύψος, το πολυσήμαντα σχόλια του, και τις επιβλητικές απαντήσεις του.
Όμως σήμερα έπρεπε να εξονυχίσει, να αναλύσει, να εξαρθρώσει, να κατακερματίσει, εις τα εξ ων συνετέθη, ο ορυμαγδός των απρόσκητων επισκεπτών της μακαριότητάς του, να ρίξει τον λίθο τού αναθέματος επί της κεφαλής κάθε αχάριστου, ειδικά μερικών πλανημένων αναγνωστών του, που ανερυθρίαστα, οι αλητάμπουρες, αμφισβητούσαν την οικουμενικότητα των σχολίων του.
Τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά από το τσιγάρο του. Η καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία του τον κατέκλυσε. Ασυμμάζευτη, ξεχύλιζε ακάθεκτη μαζί με τον καπνό που ξέφευγε από τον καταπιόνα του και απλωνόταν σε όλο του το σώμα. Το σεκλετισμένο βλέμμα του ακούμπησε στην οθόνη του υπολογιστή. Αδιαχώρητα ικανοποιημένος απ’ τον ευατό του, με τις ευλογημένες αθέατες δυνάμεις μετουσιωμένες σε απροσδόκητες εμπνεύσεις, έμπειρος καθώς ήταν, πατίκωσε το συναισθηματισμό και τις γλυκάντζες που προσπαθούσαν απεγνωσμένα να επανέλθουν στο θυμικό του, τι διάολο, άνθρωπος ήτανε μην το ξεχνάμε, και με μια ζογκλερική εφευρετικότητα τις ξεπέταξε με συνοπτικές διαδικασίες στα λιμνάζοντα νερά της καλλιτεχνικής ιδιοσυγκρασίας του.
Είχε αυτοχαραχτηριστεί ο αμείλικτος τιμωρός κάθε ελεεινής συναλλαγής, απάτης, εμπαιγμού, σπουδαιοφανούς τιποτολογίας, και το ρόλο του έπρεπε να τον τιμήσει. Οι υφέσεις, οι συμβιβασμοί τσαλάκωναν το προφίλ που με τόσο κόπο, τόσα χρόνια, με αισθητική ποιότητα και δεινότητα, αισθητική ποικιλία, εξαντλητικά, είχε καλλιεργήσει και τον είχαν κάνει να ξεχωρίζει στο σταθερό και σεβαστό κεφάλαιο της λογοτεχνικής παραγωγής, με το ταλέντο του και την μεθοδικότητά του. Ώρες διαρκούς, ανελέητης και εξαντλητικής περισυλλογής δεν θα πήγαιναν χαμένες. Η επιβλητική εικόνα του θα παρέμενε ατσαλάκωτη άσχετα αν κάποιοι παπάρες, υστερικοί και κοθώνια που δεν είχαν ιδιόκτητο έργο να προβάλουν, είχαν τα κότσια να αμαυρώσουν την προσφορά του. Η απάντησή του θα ήταν συντριπτική και τελειωτική αλλά κυρίως εντυπωσιακή. Θα μπορούσε να ειρωνευτεί, να σαρκάσει, να μαστιγώσει, να κάνει παρατηρήσεις, υποδείξεις, αλλά αυτά δεν ταίριαζαν σε κάποιους καλά πληροφορημένους αγράμματους που έγραφαν ανοησίες, παραδοξολογίες, κούφιες λέξεις που δεν ήξεραν καν τι σήμαιναν. Το κακόγουστο απόστημα από δύσοσμες και καπνογόνες φούσκες χρειαζόταν δραστική αντιμετώπιση, ο απαίδευτος αντίπαλος έπρεπε να νικηθεί με νοκ ντάουν. Ήταν υποχρεωμένος να απαντήσει, έστω και με απειλές και εκβιασμούς, αν η κατάσταση ξέφευγε από τα στιβαρά χέρια του. Δεν θα άφηνε κανέναν να παίξει στο γήπεδό του, να εισβάλει απρόσκλητος ο κάθε τυχάσπαρτος, που με θράσος, ο αλιτήριος, και κακεντρέχεια, πετούσε αβέρτα μπάγκα ασήμαντα κειμενάκια . Η άνετη σιγουριά επανήλθε στο πρόσωπό του. Το μυστηριακό βάθος του βλέμματος, που χάριζε η επίμοχθη εσωτερική ζωή, αυτή τη φορά άφησε το κενό του υπολογιστή και ακολούθησε τους κύκλους του καπνού του τσιγάρου του. Ο εξαυλωμένος προφήτης της διαδικτυακής πασαρέλας τούς είχε στο χέρι του αυτούς τους κασιδιάρηδες που τόλμησαν να σηκώσουν το σταφιδιασμένο κεφάλι τους. Στρογγυλοκάθησε στην καρέκλα του, έβγαλε από τη φαρέτρα του το βαρύτατο πνευματικό οπλισμό του, η θερμαντική εικόνα που εξέπεμπε στα ιστολόγιά του μεταφέρθηκε στην πραγματικότητα του γραφείου του, ο πολυφίλητος ευατός του τού έκλεισε πονηρά το μάτι και, άρχισε να γράφει.
Πέμπτη, Νοεμβρίου 12, 2009
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ
Τώρα που το σκέφτομαι έπρεπε να την είχα σκοτώσει. Τη γλύτωσε ο τρόπος που με μεγάλωσε. Να διαμορφώσει ένα παιδί, που δεν είχε το θάρρος να πάρει ένα μαχαίρι από την κουζίνα και να την καθαρίσει την ώρα που κοιμόταν, να την πνίξει με το μαξιλάρι του πατέρα του, γεμάτο τρίχες από την τριχόπτωση, την ώρα που εκείνος παιδευόταν να βρεί το τιμολόγιο του Παπαστεφάνου ή να τη σπρώξει από το μπαλκόνι του τρίτου ορόφου, την ώρα που άπλωνε, αμέριμνη, τα ευωδιαστά, κιτρινισμένα εσώρουχά της.
Σε άθλια νοικιασμένα σπίτια, το μόνο που νοιαζόταν, η μητέρα μου, με τα πεσμένα βυζιά, που τα έβλεπα καθώς προσπαθούσε να τα κρύψει, όταν έμπαινα στο δωμάτιό της, χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, την ώρα που φορούσε το στηθόδεσμό της, δεχόμενος τις χαλαρές παρατηρήσεις της, και το σφιχτό, ανασηκωμένο κώλο, που δεν είχα δει ποτέ γυμνό, ήταν πως θα γίνω καλό παιδί. Καλό παιδί με τα δικά της μέτρα. Να είμαι καλός μαθητής, να μην βρίζω, να μην χάνω μέρα στο σχολείο, κι ας βαριόμουν, να πηγαίνω να μεταλάβω στην εκκλησία, όπου έβαζα στο στόμα μου εκείνο το επιχρυσωμένο κουταλάκι, γεμάτο σάλια από τα στόματα των γέρων και των γριών, που στριμώχνονται από τα μαύρα μεσάνυχτα για να σώσουν τις ψυχές τους, να επιλέγει εκείνη τους φίλους που θα έκανα παρέα. Ήτοι μεθερμηνευόμενον, να διώξω αυτοστιγμεί το Ρέμπελο, γιατί υπήρχαν υποψίες ότι η μάνα του ήταν πουτάνα, κι ας ήταν καλός στη Γεωγραφία, να μην βρεθώ και κάνω παρέα με τον κατά δύο τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, Βασίλη, μην τυχόν με γαμήσει και μου αρέσει, να μην περνώ το σύνορο της λεωφόρου που χώριζε την περιοχή μας σε αξιοπρεπείς οικογένειες, σαν την δική μας, και την άλλη πλευρά, με τις αναξιοπρεπείς οικογένειες και τους αλήτες.
Τα ακολουθούσα αυτά με θρησκευτική ευλάβεια όχι γιατί συμφωνούσα, αλλά γιατί φοβόμουν το βαρύ χέρι του πατέρα μου, άλλος αλήτης αυτός, που με ξυλοφόρτωσε για ασήμαντη αφορμή, ένα βραδάκι μπροστά στη μάνα μου και το μεγαλύτερο αδελφό μου, για παραδειγματισμό, γιατί δεν ζήτησα συγγνώμη για κάτι κακό που είχα κάνει, κατά την άποψή τους. Μ’έκανε, με λίγα λόγια, μαύρο στο ξύλο, αλλά εγώ τελικά τα κατάφερα και δεν του έκανα το χατήρι, να ταπεινωθώ μπροστά στο οικογενειακό σκυλολόι, και να ζητήσω συγγνώμη. Βαρέθηκε φαίνεται να με βαράει και με άφησε, κι εκείνη ούτε κουβέντα να με προστατεύσει, άσε που επιδοκίμαζε τη βιαιότητα με φράσεις όπως, ζήτα συγγνώμη από τον πατέρα σου και θα σε αφήσει, το ανήθικο γύναιο. Ο αδελφός μου, ο σπυριάρης, κοιτούσε αδιάφορα, ίσως να την έβρισκε, μπορεί να του σηκωνόταν κιόλας.
Μεγάλωνα σε μια αξιοπρεπή οικογένεια, με τον πατέρα να μεθοκοπά και να τον ψάχνουμε στις ταβέρνες, να προσπαθεί να χέσει , από τη σούρα του, στο συρτάρι του κομοδίνου, Θανάση, Θανάση, δεν είναι τουαλέτα εδώ, τον τραβούσε η μάνα μου να σηκωθεί, άκουγα μόνο τις φωνές της, δεν με άφηνε να μπω στο δωμάτιο, μη τυχόν δω τον πατέρα μου με κατεβασμένα βρακιά και την ψωλή του πεσμένη, και χάσω την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Εκείνος να επιμένει ν’αφήσει την κουράδα του μέσα στο συρτάρι με τα βιβλιάρια του ΙΚΑ και τα προφυλακτικά.
Έβλεπα την μητέρα μου σκυμμένη στο ράψιμό της κάθε μέρα, να περιμένει υπομονετικά το βράδυ του Σαββάτου την οικογενειακή μάζωξη, συκωταριά αρνίσια περιλάμβανε συνήθως το μενού, το θυμάμαι γιατί αναζητούσα εναγωνίως την καρδιά, και το συνοδευτικό κρασί, που είχα αγοράσει το απόγευμα, μετά από έντονους καυγάδες, από τον «καρβουνιάρη», χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, ενώ ο Διονύσης και ο Μάκης περίμεναν να παίξουμε τη συνηθισμένη μαλακία μας.Οι γονείς μου, όμως, είχαν το οικογενειακό προνόμιο, ευλογημένο από την υποκρισία της εκκλησίας και της κονωνίας, να κάνουν έρωτα, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, για να μην ακούμε εγώ και ο αδελφός μου τις κραυγές και τους αναστεναγμούς τους, με κίνδυνο να τον παίξουμε κάτω από τις κουβέρτες, αν και για τον αδελφό μου δεν το πολυπιστεύω, αυτός θα το θεωρούσε ανήθικο, και θα έκλεινε τις δύσκολες στιγμές τ’αυτιά του για να μην ακούει.
Γι’αυτό, τα πρωινά του καλοκαιριού, όταν ο πατέρας μου έλειπε στη δουλειά, όταν ζητούσα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μαζί με τη μητέρα μου, εκείνη με απόφευγε γιατί διαπίστωνε ότι ήμουν καυλωμένος. Ενώ εγώ αναζητούσα τη ζεστασιά του κρεβατιού, εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τα λεκιασμένα σεντόνια από τα χύσια του πατέρα μου.
Μεγάλωνα ακολουθώντας τους κανόνες και τα ωράρια του σπιτιού. Πότε θα σηκωθώ για να πάω στο σχολείο, τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι, τις Κυριακές όλοι μαζί, με το αναθεματισμένο κοτόπουλο ν’αχνίζει στην πιατέλα, ενώ στο μυαλό μου κλωθογύριζε διαρκώς η σκέψη πότε θα βγω να παίξω, να βρω τον Μπάμπη, συνομήλικός μου, να φτιάξουμε την ομάδα που μας αρέσει, να διώξουμε τους παρείσακτους που είχαν καταλάβει το χώρο που παίζαμε εμείς, να πάρουμε μάτι τη Μαρία, την αδελφή του «σπουργίτι», την ώρα που έκανε μπάνιο στο μικρό λουτρό με την ξύλινη ραγισμένη πόρτα, να πείσουμε το «τσιγκάκι» ότι το τσιμπούκι δεν ήταν και τόσο κακό όσο φαινόταν, να φάμε τα εικονογραφημένα του κούτσαβλου, όσα λοιπόν ήταν απαραίτητα για την σωστή ανατροφή μας.
Ακολουθούσα τις υποδείξεις της μητέρας μου, ενώπιος ενωπίω, ο πατέρας μου ούτε ασχολιόταν, πλην του περιστατικού που ανάφερα, εμπιστευόταν τις αυταρχικές και παιδαγωγικές ικανότητες της συντρόφου που διάλεξε να περάσει τη ζωή μαζί της, την αδελφή του δοσίλογου, που ευτυχώς, δήθεν, σκοτώθηκε από νάρκη, κατά την αποχώρηση των Γερμανών, ενώ είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι τον εκτέλεσαν οι αντάρτες, το καθίκι. Αλλά έλα που τον είχαν σαγηνεύσει τα τσακίρικα, μαύρα μάτια της, κι ας μη το παραδεχόταν, ο εγωιστής, ο κομμουνιστής, που είχε πάρει μέρος στο Δεκέμβρη, δίχως ποτέ να μας ξεκαθαρίζει το ρόλο του.
Μακάριζα τον Πέτρο που ένα υπέροχο πρωινό του Απριλίου, μπροστά στα μάτια μας και τ’αυτιά μας μάθαινε ότι η μητέρα του πέθανε. Ο δάσκαλός μας δάκρυσε, σταμάτησε το μάθημα, ενώ εγώ ζήλευα τον Πέτρο που για όλη την υπόλοιπη ζωή του δεν θα είχε το μαρτύριο της επίβλεψης και της μητρικής καθοδήγησης. Πόσο θα θελα να είχε πεθάνει και η δικιά μου!
Τι θα έκανα στην υποθετική αυτή περίπτωση αν έπιαναν οι ευχές μου;
Δεν μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην τη βλέπω. Να μην βλέπω το σκυφτό κορμί της πάνω στα ρούχα που έραβε, την αγωνία της να φάω όλο το φαγητό μου, την ενδελεχή της προσπάθεια να μην απογοητεύσει τον πατέρα μου στο φαγητό που θα έτρωγε, διαβάζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» τα μεσημέρια, τη συγκατάβασή της στη γνώμη του μεγαλύτερου αδελφού μου, την υποταγή της στις κανιβαλικές ορέξεις των γειτόνων.
Σε άθλια νοικιασμένα σπίτια, το μόνο που νοιαζόταν, η μητέρα μου, με τα πεσμένα βυζιά, που τα έβλεπα καθώς προσπαθούσε να τα κρύψει, όταν έμπαινα στο δωμάτιό της, χωρίς να χτυπήσω την πόρτα, την ώρα που φορούσε το στηθόδεσμό της, δεχόμενος τις χαλαρές παρατηρήσεις της, και το σφιχτό, ανασηκωμένο κώλο, που δεν είχα δει ποτέ γυμνό, ήταν πως θα γίνω καλό παιδί. Καλό παιδί με τα δικά της μέτρα. Να είμαι καλός μαθητής, να μην βρίζω, να μην χάνω μέρα στο σχολείο, κι ας βαριόμουν, να πηγαίνω να μεταλάβω στην εκκλησία, όπου έβαζα στο στόμα μου εκείνο το επιχρυσωμένο κουταλάκι, γεμάτο σάλια από τα στόματα των γέρων και των γριών, που στριμώχνονται από τα μαύρα μεσάνυχτα για να σώσουν τις ψυχές τους, να επιλέγει εκείνη τους φίλους που θα έκανα παρέα. Ήτοι μεθερμηνευόμενον, να διώξω αυτοστιγμεί το Ρέμπελο, γιατί υπήρχαν υποψίες ότι η μάνα του ήταν πουτάνα, κι ας ήταν καλός στη Γεωγραφία, να μην βρεθώ και κάνω παρέα με τον κατά δύο τρία χρόνια μεγαλύτερό μου, Βασίλη, μην τυχόν με γαμήσει και μου αρέσει, να μην περνώ το σύνορο της λεωφόρου που χώριζε την περιοχή μας σε αξιοπρεπείς οικογένειες, σαν την δική μας, και την άλλη πλευρά, με τις αναξιοπρεπείς οικογένειες και τους αλήτες.
Τα ακολουθούσα αυτά με θρησκευτική ευλάβεια όχι γιατί συμφωνούσα, αλλά γιατί φοβόμουν το βαρύ χέρι του πατέρα μου, άλλος αλήτης αυτός, που με ξυλοφόρτωσε για ασήμαντη αφορμή, ένα βραδάκι μπροστά στη μάνα μου και το μεγαλύτερο αδελφό μου, για παραδειγματισμό, γιατί δεν ζήτησα συγγνώμη για κάτι κακό που είχα κάνει, κατά την άποψή τους. Μ’έκανε, με λίγα λόγια, μαύρο στο ξύλο, αλλά εγώ τελικά τα κατάφερα και δεν του έκανα το χατήρι, να ταπεινωθώ μπροστά στο οικογενειακό σκυλολόι, και να ζητήσω συγγνώμη. Βαρέθηκε φαίνεται να με βαράει και με άφησε, κι εκείνη ούτε κουβέντα να με προστατεύσει, άσε που επιδοκίμαζε τη βιαιότητα με φράσεις όπως, ζήτα συγγνώμη από τον πατέρα σου και θα σε αφήσει, το ανήθικο γύναιο. Ο αδελφός μου, ο σπυριάρης, κοιτούσε αδιάφορα, ίσως να την έβρισκε, μπορεί να του σηκωνόταν κιόλας.
Μεγάλωνα σε μια αξιοπρεπή οικογένεια, με τον πατέρα να μεθοκοπά και να τον ψάχνουμε στις ταβέρνες, να προσπαθεί να χέσει , από τη σούρα του, στο συρτάρι του κομοδίνου, Θανάση, Θανάση, δεν είναι τουαλέτα εδώ, τον τραβούσε η μάνα μου να σηκωθεί, άκουγα μόνο τις φωνές της, δεν με άφηνε να μπω στο δωμάτιο, μη τυχόν δω τον πατέρα μου με κατεβασμένα βρακιά και την ψωλή του πεσμένη, και χάσω την εκτίμησή μου στο πρόσωπό του. Εκείνος να επιμένει ν’αφήσει την κουράδα του μέσα στο συρτάρι με τα βιβλιάρια του ΙΚΑ και τα προφυλακτικά.
Έβλεπα την μητέρα μου σκυμμένη στο ράψιμό της κάθε μέρα, να περιμένει υπομονετικά το βράδυ του Σαββάτου την οικογενειακή μάζωξη, συκωταριά αρνίσια περιλάμβανε συνήθως το μενού, το θυμάμαι γιατί αναζητούσα εναγωνίως την καρδιά, και το συνοδευτικό κρασί, που είχα αγοράσει το απόγευμα, μετά από έντονους καυγάδες, από τον «καρβουνιάρη», χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι μας, ενώ ο Διονύσης και ο Μάκης περίμεναν να παίξουμε τη συνηθισμένη μαλακία μας.Οι γονείς μου, όμως, είχαν το οικογενειακό προνόμιο, ευλογημένο από την υποκρισία της εκκλησίας και της κονωνίας, να κάνουν έρωτα, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα της κρεβατοκάμαρας, για να μην ακούμε εγώ και ο αδελφός μου τις κραυγές και τους αναστεναγμούς τους, με κίνδυνο να τον παίξουμε κάτω από τις κουβέρτες, αν και για τον αδελφό μου δεν το πολυπιστεύω, αυτός θα το θεωρούσε ανήθικο, και θα έκλεινε τις δύσκολες στιγμές τ’αυτιά του για να μην ακούει.
Γι’αυτό, τα πρωινά του καλοκαιριού, όταν ο πατέρας μου έλειπε στη δουλειά, όταν ζητούσα να ξαπλώσω στο κρεβάτι μαζί με τη μητέρα μου, εκείνη με απόφευγε γιατί διαπίστωνε ότι ήμουν καυλωμένος. Ενώ εγώ αναζητούσα τη ζεστασιά του κρεβατιού, εκείνη προσπαθούσε να κρύψει τα λεκιασμένα σεντόνια από τα χύσια του πατέρα μου.
Μεγάλωνα ακολουθώντας τους κανόνες και τα ωράρια του σπιτιού. Πότε θα σηκωθώ για να πάω στο σχολείο, τι ώρα θα φάμε το μεσημέρι, τις Κυριακές όλοι μαζί, με το αναθεματισμένο κοτόπουλο ν’αχνίζει στην πιατέλα, ενώ στο μυαλό μου κλωθογύριζε διαρκώς η σκέψη πότε θα βγω να παίξω, να βρω τον Μπάμπη, συνομήλικός μου, να φτιάξουμε την ομάδα που μας αρέσει, να διώξουμε τους παρείσακτους που είχαν καταλάβει το χώρο που παίζαμε εμείς, να πάρουμε μάτι τη Μαρία, την αδελφή του «σπουργίτι», την ώρα που έκανε μπάνιο στο μικρό λουτρό με την ξύλινη ραγισμένη πόρτα, να πείσουμε το «τσιγκάκι» ότι το τσιμπούκι δεν ήταν και τόσο κακό όσο φαινόταν, να φάμε τα εικονογραφημένα του κούτσαβλου, όσα λοιπόν ήταν απαραίτητα για την σωστή ανατροφή μας.
Ακολουθούσα τις υποδείξεις της μητέρας μου, ενώπιος ενωπίω, ο πατέρας μου ούτε ασχολιόταν, πλην του περιστατικού που ανάφερα, εμπιστευόταν τις αυταρχικές και παιδαγωγικές ικανότητες της συντρόφου που διάλεξε να περάσει τη ζωή μαζί της, την αδελφή του δοσίλογου, που ευτυχώς, δήθεν, σκοτώθηκε από νάρκη, κατά την αποχώρηση των Γερμανών, ενώ είναι κάτι παραπάνω από σίγουρο ότι τον εκτέλεσαν οι αντάρτες, το καθίκι. Αλλά έλα που τον είχαν σαγηνεύσει τα τσακίρικα, μαύρα μάτια της, κι ας μη το παραδεχόταν, ο εγωιστής, ο κομμουνιστής, που είχε πάρει μέρος στο Δεκέμβρη, δίχως ποτέ να μας ξεκαθαρίζει το ρόλο του.
Μακάριζα τον Πέτρο που ένα υπέροχο πρωινό του Απριλίου, μπροστά στα μάτια μας και τ’αυτιά μας μάθαινε ότι η μητέρα του πέθανε. Ο δάσκαλός μας δάκρυσε, σταμάτησε το μάθημα, ενώ εγώ ζήλευα τον Πέτρο που για όλη την υπόλοιπη ζωή του δεν θα είχε το μαρτύριο της επίβλεψης και της μητρικής καθοδήγησης. Πόσο θα θελα να είχε πεθάνει και η δικιά μου!
Τι θα έκανα στην υποθετική αυτή περίπτωση αν έπιαναν οι ευχές μου;
Δεν μπορούσα να σκεφτώ εκείνη τη στιγμή, το μόνο που χρειαζόμουν ήταν να μην τη βλέπω. Να μην βλέπω το σκυφτό κορμί της πάνω στα ρούχα που έραβε, την αγωνία της να φάω όλο το φαγητό μου, την ενδελεχή της προσπάθεια να μην απογοητεύσει τον πατέρα μου στο φαγητό που θα έτρωγε, διαβάζοντας «ΤΑ ΝΕΑ» τα μεσημέρια, τη συγκατάβασή της στη γνώμη του μεγαλύτερου αδελφού μου, την υποταγή της στις κανιβαλικές ορέξεις των γειτόνων.
Όλες οι προσπάθειες της μητέρας μου ήταν να φτιάξω ένα χαρακτήρα ώστε να γίνομαι αρεστός στους άλλους, αυτούς που είχε αυτή υπόψη της κι όχι εγώ. Εγώ έβλεπα ότι ήμουν αποδεκτός στην παρέα μου, όταν έκανα ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που μου μάθαινε, κρυφά βέβαια. Έκανα παρέα με το Ρέμπελο, κάπνιζα με τον Μπέμπη στο ρέμα, πέρα από το απογορευτικό σύνορο της λεωφόρου, προσπαθούσα να γαμήσω τον Ηλία, με το άσπρο, στρογγυλό κολλαράκι, που ακόμα και τώρα που το θυμάμαι καυλώνω, αλλά κάτι συνέβαινε τελευταία στιγμή και τραβιόταν, ανέβαινα στα δέντρα και τις πολυκατοικίες για να δω ταινίες τα καλοκαίρια, έπαιζα τα μεσημέρια στους δρόμους, όταν οι ξενέρωτοι ενήλικες αναζητούσαν λίγη ησυχία να ξεκουραστούν, αγνοούσα τις συμβουλές των μεγαλυτέρων μου, είχα ινδαλμα τον Λυκούδη που έσπασε το τζάμι με το χέρι του, όταν έμαθε ότι έμεινε στην ίδια τάξη, προσπαθούσα να πείσω τη Σταυρούλα να μου δείξει λίγο το μουνάκι της.
Όλη της η προσπάθεια να γίνω σωστός άνθρωπος στην κοινωνία, την έσωσε. Αφού δεν μπορούσα να την σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια , νόμιζα ότι ο καλός Θεούλης, θα με λυπόταν και θα την έπαιρνε κοντά του. Πόσα μεσημέρια δεν γύριζα από το σχολείο, με τη σκέψη να βρω έξω από το σπίτι μου κόσμο να την μοιρολογά, να την επαινεί, τον πατέρα μου για πρώτη φορά δακρυσμένο, τον αδελφό μου κόκκινο σαν μήλο στάρκιν, και όλο το σόι της, αυτό που, τελοσπάντων, είχε απομείνει, μέσα στο μαύρο χάλι. Πόσες φορές δεν προσευχόμουν το λεωφορείο που πήγαινε ή ερχόταν από την Πάτρα, με την μητέρα μου καθισμένη στις πρώτες θέσεις, μετά από την επίσκεψη στην μισότρελη αδελφή της, το πουτανί το ανηψάκι της, και τις μαραζωμένες φίλες της, να συγκρουόταν πλαγιομετωπικά, η πρόσκρουση, που θα γινόταν από την πλευρά που καθόταν, να ήταν τόσο σφροδρή ώστε από τα συντρίμμια το άψυχο κουφάρι της, ότι θα είχε βρεθεί δηλαδή, να μην μπορεί να αναγνωριστεί. Γιατί να μην είχε συμβεί σ’εκείνη, αυτό που συνέβη στο μικρό αγοράκι, που προσπαθώντας να περάσει το δρόμο, ένα αυτοκίνητο με ταχύτητα το τίναξε ψηλά, κάνοντάς το να διαλυθεί, σκάζοντας μ’ ένα βαθύ, αποκρουστικό θόρυβο στην άσφαλτο.
Το ατύχημα δεν της συνέβη ποτέ, η υγεία της παρέμεινε ακμαιότατη, η δολοφονία της ήταν ανέφικτη, με ορατά αποτελέσματα στην ύπαρξή μου, όπως καταλαβαίνετε.
Δευτέρα, Νοεμβρίου 09, 2009
Ο ΓΑΜΙΑΣ ΚΑΙ ΟΙ ΧΕΣΤΗΔΕΣ
Το ποίημα φτιάχνεται από αναπηρία
από διαμελισμένα σώματα
ακατανόητα τα πράγματα
απρόσιτοι οι άνθρωποι
η μέσα ήπειρος όσο κι αν μεγαλώνω άγνωστη
κι οι στίχοι μου εντόσθια χυμένα
-οδός ερώτων ίσως, το ξημέρωμα-
ψάχνουνε κάποτε για απαντήσεις
σε στοιχειώδη μαθηματικά, το ομολογώ:
πολλαπλασιασμούς
και προσθαφαιρέσεις.
Για τα ανώτερα μαθηματικά έχουν μιλήσει άλλοι.
Το ποιημα φτιάχνεται από την ανεπάρκεια
από τη δική μου ανεπάρκεια
από τη δική μου ανικανότητα
ότι γράφω
για τη γυναίκα που πηδάω
αλλά αδυνατώ να την ζήσω αξιοπρεπώς
δουλεύοντας ταξιτζής στη βραδινή βάρδια,
μηχανικός σε φέρι μποτ
ή ρεσεψιονίστας σε μπουρδελοξενοδοχείο.
Πρέπει να έχουν καλό μεροκάματο, σκέφτομαι.
Αν από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζιλίκι,
συνεπώς γελοίος.
είναι γιατί ξόδεψα χρόνια ολόκληρα στην παραλία
στο καφενείον "Κοσμικόν" παίζοντας στα ζάρια
εσένα που καθόσουνα σε μπαρ
με μάσκες αυτοκινήτων στην οροφή τους.
Έφτιαξα τις Καρυάτιδες τραβεστί
και πήγα την Ακρόπολη στο Δέλτα του Φαλήρου
μετά τις 11 το βράδυ
mazda rx άρματα μάχης
παραμονεύαν στο σκοτάδι.
Δεν το πολυδιαφημίζω πάντως.
Εσύ όμως ρε παιδάκι μου
με τόσες βεβαιότητες
εκτός από το ότι σε αποκαλώ "χέστη"
και θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου κραυγάζοντας:
"νίκησα!", "νίκησα!"
τι λόγο έχεις να γράφεις;
Λέω μήπως γι' αυτό δεν σου βγαίνει τίποτα της προκοπής...
Τουλάχιστον γαμάς καθόλου;
Το «ποίημα» από τον Χ2
από διαμελισμένα σώματα
ακατανόητα τα πράγματα
απρόσιτοι οι άνθρωποι
η μέσα ήπειρος όσο κι αν μεγαλώνω άγνωστη
κι οι στίχοι μου εντόσθια χυμένα
-οδός ερώτων ίσως, το ξημέρωμα-
ψάχνουνε κάποτε για απαντήσεις
σε στοιχειώδη μαθηματικά, το ομολογώ:
πολλαπλασιασμούς
και προσθαφαιρέσεις.
Για τα ανώτερα μαθηματικά έχουν μιλήσει άλλοι.
Το ποιημα φτιάχνεται από την ανεπάρκεια
από τη δική μου ανεπάρκεια
από τη δική μου ανικανότητα
ότι γράφω
για τη γυναίκα που πηδάω
αλλά αδυνατώ να την ζήσω αξιοπρεπώς
δουλεύοντας ταξιτζής στη βραδινή βάρδια,
μηχανικός σε φέρι μποτ
ή ρεσεψιονίστας σε μπουρδελοξενοδοχείο.
Πρέπει να έχουν καλό μεροκάματο, σκέφτομαι.
Αν από περιέργεια υπάρχω κι από καραγκιοζιλίκι,
συνεπώς γελοίος.
είναι γιατί ξόδεψα χρόνια ολόκληρα στην παραλία
στο καφενείον "Κοσμικόν" παίζοντας στα ζάρια
εσένα που καθόσουνα σε μπαρ
με μάσκες αυτοκινήτων στην οροφή τους.
Έφτιαξα τις Καρυάτιδες τραβεστί
και πήγα την Ακρόπολη στο Δέλτα του Φαλήρου
μετά τις 11 το βράδυ
mazda rx άρματα μάχης
παραμονεύαν στο σκοτάδι.
Δεν το πολυδιαφημίζω πάντως.
Εσύ όμως ρε παιδάκι μου
με τόσες βεβαιότητες
εκτός από το ότι σε αποκαλώ "χέστη"
και θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου κραυγάζοντας:
"νίκησα!", "νίκησα!"
τι λόγο έχεις να γράφεις;
Λέω μήπως γι' αυτό δεν σου βγαίνει τίποτα της προκοπής...
Τουλάχιστον γαμάς καθόλου;
Το «ποίημα» από τον Χ2
Κυριακή, Νοεμβρίου 08, 2009
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
ΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΟ "ΜΟΜΠΙ-ΝΤΙΚ"
Δεν είναι ένα σύμπαν. όπου γοητεύεσαι από την ατμόσφαιρά του ούτε μια ιστορία βγαλμένη από πραγματικά συμβατικά γεγονότα. Η αφήγηση δημιουργεί μια ονειρική διάθεση στον αναγνώστη, όπου νοιώθεις να συμμετέχεις, όχι σαν προσκαλεσμένος που διαβάζει μια ιστορία, ούτε σαν μέρος της αφήγησης, πως θα γινόταν άλλωστε, αλλά σαν να σε άρπαξε από το χέρι ο συγγραφέας και να σε πέταξε στον ωκεανό των εικόνων του.
Παρών, από ένα πνεύμα που απλώνεται και πλημμυρίζει την ύπαρξή σου, με τη μουσικότητα ενός παράξενου αλλά ιδιοφυούς κόσμου, βρίσκεσαι εκεί που συμβάλλονται η αβρότητα του ονείρου και το απεριχώρητο χάος της ζωής.
04.03.2009
Βράδυ
Δεν είναι ένα σύμπαν. όπου γοητεύεσαι από την ατμόσφαιρά του ούτε μια ιστορία βγαλμένη από πραγματικά συμβατικά γεγονότα. Η αφήγηση δημιουργεί μια ονειρική διάθεση στον αναγνώστη, όπου νοιώθεις να συμμετέχεις, όχι σαν προσκαλεσμένος που διαβάζει μια ιστορία, ούτε σαν μέρος της αφήγησης, πως θα γινόταν άλλωστε, αλλά σαν να σε άρπαξε από το χέρι ο συγγραφέας και να σε πέταξε στον ωκεανό των εικόνων του.
Παρών, από ένα πνεύμα που απλώνεται και πλημμυρίζει την ύπαρξή σου, με τη μουσικότητα ενός παράξενου αλλά ιδιοφυούς κόσμου, βρίσκεσαι εκεί που συμβάλλονται η αβρότητα του ονείρου και το απεριχώρητο χάος της ζωής.
04.03.2009
Βράδυ
Σάββατο, Νοεμβρίου 07, 2009
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Ο συγγραφέας είναι ένας κατ'ανάγκην κλέφτης. Κλέβει όμως αυτά που προσφέρονται δωρεάν.
07.11.2009
Απόγευμα
Πέμπτη, Νοεμβρίου 05, 2009
Τρίτη, Νοεμβρίου 03, 2009
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι η απώλεια της νοσταλγίας. Απλά, διαβάζουμε επειδή δεν νοσταλγούμε.
02.11.2009
Μεσημέρι, μετά την πίτσα.
02.11.2009
Μεσημέρι, μετά την πίτσα.
Κυριακή, Νοεμβρίου 01, 2009
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)