Τις δυσκολίες με τον Δημήτρη τις αντιμετώπιζε συναισθηματικά. Ήξερε ότι ο Δημήτρης έτσι όπως εμφανιζόταν δεν ήταν ο πραγματικός, να παραμένει αδρανής, να δέχεται τη ζωή χωρίς αντιστάσεις, μοιραία έφτανε στην απογοήτευση. Αυτό προσπαθούσε να εξηγήσει σ’όλους και πρώτα απ’όλα στον ίδιο της τον ευατό. Αυτήν την πίστη ήταν αδύνατο να την περάσει στο παγιδευμένο μυαλό του πατέρα της, κυρίως. Άξιζε όμως να προσπαθεί γιατί η αποτυχία δεν την φόβιζε, αντίθετα τη γιγάντωνε. Μια ακόμα παρτίδα χαμένη αλλά αποκλειστικά φτιαγμένη με δικούς της όρους. Ξέρεις, προσπαθεί πολύ, έχει πιάσει δουλειά, οδηγός στη «ΔΕΛΤΑ», έπρεπε να αρραβωνιαστούνε, άφησε πια τους εγωισμούς, πατέρα, δώσε μια ευκαιρία, η ζωή δεν είναι ισολογισμοί και ισοζύγια, θέλει ρίσκο, αγάπη και ανατροπές. Τα μάτια της ήταν υγρά, τον κοίταζε μέσα στα μάτια που ποτέ δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν όταν του μιλούσε, σαν να ήταν αυτός ένοχος, εντάξει, δεν είχε αντίρρηση, ας προσπαθήσουν ακόμα μια φορά, δική της η επιλογή, ελπίζω η μάνα σου να μην έχει αντίρρηση, άλλωστε μια ζωή με το μέρος σου ήταν, σιγά μη μου κρυβόταν.
Ο Δημήτρης ερχόταν και την έπαιρνε , επίσημα πλέον από το σπίτι με τη βέσπα τώρα πια, του χάιδευε τα μαλλιά, έπιναν ούζο με χταπόδι στην παραλία, μαζί κι ο αδελφός της με την γυναίκα του.
Σκορπίσανε οι παλιοί φίλοι, ο καθένας με την δική του ανάμνηση, είναι που μεγαλώσαμε, του έλεγε ένα βράδυ που την συνάντησε τυχαία στην Υμηττού, νοιώθω να βουλιάζω στην μετριότητα, αυτό είναι οι υποχρεώσεις. Ο Γιώργος άκουγε αφηρημένος, ένοιωθε ακόμη την ανάγκη να τον οδηγεί, προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος, ο καιρός γιαυτόν ήταν μια ανασύνταξη, ο καθένας για την προσωπική του δικαίωση. Όλα του προκαλούσαν αποστροφή, είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο ρόλος του, τον είχε αποδεχθεί, το είχε ακούσει πολλές φορές από το στόμα της, από τη φωνή της την αγάπησε, κι από κείνα τα χείλη που είχαν σκάσει. Ονειρευόταν τη γεύση τους, δεν υπήρχε δίλημμα, είχε δώσει τη δική του ερμηνεία, την έβλεπε σαν κάτι απαραβίαστο. Τον άλλο μήνα είναι ο γάμος μου, θα ρθεις, ναι θρησκευτικό, το ήθελε ο πατέρας μου.
Ο Δημήτρης ερχόταν και την έπαιρνε , επίσημα πλέον από το σπίτι με τη βέσπα τώρα πια, του χάιδευε τα μαλλιά, έπιναν ούζο με χταπόδι στην παραλία, μαζί κι ο αδελφός της με την γυναίκα του.
Σκορπίσανε οι παλιοί φίλοι, ο καθένας με την δική του ανάμνηση, είναι που μεγαλώσαμε, του έλεγε ένα βράδυ που την συνάντησε τυχαία στην Υμηττού, νοιώθω να βουλιάζω στην μετριότητα, αυτό είναι οι υποχρεώσεις. Ο Γιώργος άκουγε αφηρημένος, ένοιωθε ακόμη την ανάγκη να τον οδηγεί, προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος, ο καιρός γιαυτόν ήταν μια ανασύνταξη, ο καθένας για την προσωπική του δικαίωση. Όλα του προκαλούσαν αποστροφή, είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο ρόλος του, τον είχε αποδεχθεί, το είχε ακούσει πολλές φορές από το στόμα της, από τη φωνή της την αγάπησε, κι από κείνα τα χείλη που είχαν σκάσει. Ονειρευόταν τη γεύση τους, δεν υπήρχε δίλημμα, είχε δώσει τη δική του ερμηνεία, την έβλεπε σαν κάτι απαραβίαστο. Τον άλλο μήνα είναι ο γάμος μου, θα ρθεις, ναι θρησκευτικό, το ήθελε ο πατέρας μου.
2 σχόλια:
"..είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο".
(τώρα γιατί με τσάκισες;)
@Pellegrina
Να σας πω την αλήθεια δεν το ήθελα!
Καλό βράδυ
Δημοσίευση σχολίου