Ήταν εδώ μπροστά της, ζητούσε τη βοήθειά της, ζούσε με την ενοχή του σε μια πόλη άδεια, εχθρική. Η Δέσποινα περπατούσε αργά πλάι του, με την εικόνα της προσποιητής αδιαφορίας στο πρόσωπό της, κανείς δεν ήταν τόσο μόνος όσο αυτός, τα λόγια του φτερούγισαν απελπισμένα, εσύ είσαι το καταφύγιό μου. Δεν ήταν έτσι πάντα τα πράγματα, γιατί δεν γυρίζει κοντά του, θα μπορούσε, έστω ψεύτικη, έτσι για να μην τρέμει τα βράδια.
Η βροχή ψιθύριζε το όνομά της, η ώρα περνούσε, φοβόταν ότι δεν θα τη βρει, πήγε σ’όλα τα γνωστά στέκια, τα περισσότερα ήταν κλειστά, από κάθε περίπτερο τηλεφωνούσε, έχει βγει και το έκλειναν, κατάλαβαν ότι ήταν ο Δημήτρης, σκέφτονταν καινούργιους μπελάδες, προσπαθούσε ν’αλλάξει τη φωνή του, τελικά νευρίασαν μαζί του, δεν το σήκωναν. Κάτι υποψιάστηκε, έτρεξε να την συναντήσει. Καβάλησε τη μηχανή, έφτασε έξω από το σπίτι. Η Δέσποινα άκουγε τα τηλεφωνήματα και βούρκωνε. Με το που άκουσε τη μηχανή έτρεξε να τον συναντήσει. 'Εκλεισε την πόρτα δυνατά, η φωνή τού πατέρα της παρακλητική, τι θα έλεγε η γειτονιά αν τον άκουγε να φωνάζει.
Ξημέρωνε, ήταν όμορφος στον πρωινό ουρανό, πέρα ανατολικά, ξαπλωμένο νωχελικά το βουνό. Έκρυψε το πρόσωπό του στον ώμο της, ζητούσε μια λύση, μια όμορφη στιγμή μαζί της, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια, μπορούσε όμως να πετύχει, στα πράγματα υπάρχει πάντα η πιθανότητα. Ολόκληρο το είναι του στην κραυγή του, την κοίταζε νικήτρια στο πεδίο της μάχης, κουφάρια σπαρμένα οι εγωισμοί του. Αναγνώριζε κάτι από την συντριβή της ήττας, λες και υπήρχε νικητής, κι οι δυο τους βούλιαζαν στην ανασφάλεια, σ’ένα μέλλον απρόθυμο να τους δεχθεί. Όμως ένοιωθε την ανάγκη να συντηρήσει την αυταπάτη, να πει πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, πως το παρελθόν είναι παρελθόν και έτσι πρέπει να παραμείνει, μετανιώνει γιατί θέλει ν’αλλάξει τη ζωή του, το μέλλον του. Ήθελε να ξεγελαστεί πως δεν υπάρχει κίνδυνος να τον απειλεί, περίμενε την τελεσίδικη απόφασή της, τουλάχιστον προκαλούσε το ενδιαφέρον της, την συγκινούσε, έστω μια αόριστη υπόσχεση. Τα μάτια της ήταν τώρα πιο θαμπά κι απόμακρα, το πρωινό λεωφορείο ανέβαινε ασθμαίνοντας, στις στάσεις τα νυσταγμένα πρόσωπα των εργατών, με τη γεύση του καφέ στο στόμα, το χάδι αφημένο στο δέρμα. Προτιμούσε να σβήνει τη θλίψη του στη μοναξιά που του προσφέρουν οι καθημερινές σχέσεις, ο απρόσκλητος επισκέπτης μιας ασφαλισμένης ζωής. Είχε την ανάγκη να τον αγαπήσουν, έστω για την ανευθυνότητα του, η καταστροφή του είχε ένα στοιχείο θριάμβου, γι’αυτό έπινε, θέλω να ξορκίσω την ενοχή μου, προσπάθησε να με καταλάβεις. Ένιωθε απρόθυμη να συμμετάσχει, νόμιζε πως ταξίδευε, η άμυνά της άχρηστη, τον αγαπούσε με τον τρόπο που νόμιζε ότι τον βοηθούσε, ανυποψίαστη για την αδυναμία της να αντισταθεί .
4 σχόλια:
Τελικά, αστεία αστεία, αυτο εχει γινει κανονική διαδικτυακή έκδοση. Λέω να το μεταφέρω σε ένα word στην κανονική σειρά (από τις παλιότερες αναρτήσεις) και να το έχω στο δίσκο μου. Μπορώ;
@Pellegrina
Βεβαίως και μπορείτε, αγαπητή μου, αν και σε λίγες μέρες θα το δημοσιεύσω ολόκληρο, παραχωρώντας τη θέση μου στον δημιουργό του χώρου που με φιλοξενεί.
Πάντως με ενθουσιάζει η ιδέα σας, γιατί δεν προέρχεται από οποιονδήποτε.
Καλό βράδυ
η αρχή είναι Ιούλιος 27;
(δεν έχουν, με το συμπάθειο, και καμιά ευδιάκριτη σειρά: είτε το 5 βάλεις στο 8, είτε το 20 στο 1, το νόημα βγαίνει. Πολύ μοντέρνο stream of consciousness!
(δεν το λέω ειρωνικά, απλώς εύθυμα!)
@Pellegrina
Oh,really?
Yes, it begins July 27th.
With regards
Spiros Fundas
Δημοσίευση σχολίου