Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28, 2009
Σάββατο, Σεπτεμβρίου 26, 2009
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 22, 2009
ΜΑΝΙΑ
Το ιστολόγιο, που διατηρεί ο καθένας από μας, δεν πρέπει να είναι μέσον επίδειξης γνώσεων και ατομικής προβολής. Ακόμη περισσότερο δεν είναι τόπος προσωπικών αντιπαραθέσεων, κυρίως δε, σχολίων που αφορούν επαγγελματικές και προσωπικές αντεκδικήσεις. Αν το χρησιμοποιήσουμε με αυτόν τον τρόπο, χάνουμε το ουσιαστικό προτέρημά του, το λόγο για τον οποίο αποφασίσαμε να το χρησιμοποιήσουμε, ακυρώνουμε δηλαδή το λόγο ύπαρξής του.
Ο ιστολογικός τόπος εκτός από χώρος έκφρασης είναι βέβαια καθρέφτης των επικοινωνιακών δυνατοτήτων αλλά και αδυναμιών των παραγωγών της γραφής. Δεν είναι όμως βήμα όπου κρίνεται αυστηρά και μόνο η εγγράμματη επάρκεια του γράφοντος. Δεν είναι εξεταστικά κέντρα όπου ο επαρκής εξεταστής διορθώνει και βαθμολογεί το γραπτό λόγο που του παραδίδεται, επιδεικνύοντας την εξουσιαστική του μονομέρεια, τη χλιδάτη γλωσσική του ευμάρεια σε αμελείς κηφήνες(γεια σου κ.γυμνασιάρχα με τα ωραία σου!), μένοντας στην μορφή αλλά χάνοντας την ουσία του κειμένου. Είναι κυρίως τρόπος επικοινωνίας. Η προσέγγιση του ιστολογικού εκφραστικού οργάνου κρίνεται από το βαθμό διείσδυσης στις αναγνωστικές προτεραιότητες . Διαφορετικά όλοι οι φιλόλογοι θα ήταν συγγραφείς, ή ακόμα απλούστερα, θα μπορούσαν να γράψουν ένα κείμενο ικανό να αναμετρηθεί με τις αναγνωστικές αναζητήσεις.
Το ιστολογικό προιόν δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον έντυπο λόγο. Έχει λόγο ύπαρξης, γιατί βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την καθαγιασμένη εμπορικά βιβλιοπαραγωγή, όχι για τους λόγους που οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουν, μεταθέτοντας την διαφορετικότητά του στην εμπορικότητα των κριτηρίων, όπως ορίζονται από τις ανάγκες της αγοράς, διαμορφωμένες από τις τις επιχειρηματικές προτεραιότητες των εμπορικών οίκων και βιβλιοπωλείων, εμμένοντας σε ποιοτικά κριτήρια, κυρίως όμως γιατί είναι ένα έργο εν προόδω, με τις αδυναμίες του, συντακτικές ή γραμματικές, πρωτόγονο, άμεσο, βγαλμένο από την άμεση πνοή της δημιουργίας. Αυτή είναι άλλωστε η ουσιαστική διαφορά με το έτοιμο βιβλιογραφικό προιόν. Ο πυρήνας τής διαφορετικότητάς του που γοητεύει τον αναγνώστη και ανανεώνει τον γραπτό λόγο δεν είναι άλλη απο την ατελεύτητη, ατημέλητη, ανεπαρκή και πρόχειρη γραφή του. Έχουμε μπροστά στον υπολογιστή μας τον αδόκιμο λόγο του ιστολόγου, όπου μπορούμε να κρίνουμε την επάρκεια και την ικανότητα του, στην πρώτη μορφή κειμενικής του κατάθεσης. Έχουμε το κείμενο εν τω γίγνεσθαι . Διαβάζουμε λοιπόν μια ανεπεξέργαστη γραφή, δίχως στολίδια και διορθώσεις, όπου αποκαλύπτεται η ουσία της σκέψης του γράφοντος, δίχως να αποπροσανατολίζεται ο αναγνώστης από τον ναρκισσισμό της μορφής τού φιλολογικώς ορθού λόγου.
Γράφουμε λοιπόν άμεσα, αυθόρμητα, ζωντανά, παρορμητικά, είμαστε εμείς με τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας, τις ανεπαρκείς γνώσεις μας, τις εμμονές μας, τις αβλεψίες μας, τη φιλαρέσκεια μας, αλλά πάντα με την ανάγκη να εκφραστούμε, παρακάπτοντας τον ελιτισμό της λόγιας γραφής, αγνοώντας τον καταναγκασμό της σύνταξης και της γραμματικής, ακόμα και της ορθογραφίας, αλλά πάντα διατηρώντας μέσα μας την ανάγκη της επικοινωνίας.
Αδιαφορώντας για τη μορφολογική καλλιέπεια, τη γλωσσική επάρκεια, δίχως την ανάγκη να παραδώσουμε μαθήματα σωστής χρήσης του λόγου, αν τον γνωρίζαμε βέβαια, αλλά με την επιταγή της παρουσίασης ενός ακόμη κόσμου, δίπλα στους άπειρους που συνυπάρχουν, δίχως να τους γνωρίζουμε, αφήνουμε τους εραστές της γλωσσικής ορθότητας στον εξεταστικό τους ρόλο, και τους πετάμε καταπρόσωπο τα φαντάσματα της ανεπίκαιρης άγνοιάς μας.
Γι’αυτό τα φιλολογικά κείμενα που αναρτώνται από διάφορους επίδοξους βιβλιόψειρες συγγραφείς, που βρήκαν εξορισμένοι από την κεντρική εκδοτική παραγωγή φιλοξενία στο χώρο αυτό, δείχνουν ανούσια και βαρετά, γιατί μεταφέρουν όλη τη σκόνη της αδιαφορίας και τις συμβάσεις της αγοράς που ονειρεύονταν ότι θα κατακτούσαν. Με το πρόσχημα της φιλολογικής καθαρότητας προσπαθούν να τακτοποιήσουν, να νουθετήσουν τους αμελείς μαθητές τους, να επιμεληθούν, εν προκειμένω, το χώρο που τον θεωρούν ιδιόκτητο, απομακρύνοντας τα παράσιτα που ασελγούν στον ιερό χώρο της γνώσης.
Εκεί λοιπόν που πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, όσοι από μας επιμένουν σ’αυτό το χώρο, είναι η αποστροφή στους νεότευκτους επιμελείς ταγούς της γλωσσικής ορθότητας και τη μετατόπιση του βλέμματός μας σε όσους προσπαθούν να αρθρώσουν τον αυτόνομο λόγο τους, όποια μορφή κι αν αυτός λαμβάνει. Η ουσιαστική επικοινωνία μένει πιστή στην ειλικρινή και ανιδιοτελή ανάγκη επαφής με το συνάνθρωπό μας. Αν έχεις την ανάγκη αυτή, ο άλλος θα σε πλησιάσει δίχως να σου ζητήσει πιστοποιητικό σπουδών ή τον κατάλογο των δέκα, είκοσι ή περισσότερων βιβλίων που σημάδεψαν τη ζωή σου.
Ο ιστολογικός τόπος εκτός από χώρος έκφρασης είναι βέβαια καθρέφτης των επικοινωνιακών δυνατοτήτων αλλά και αδυναμιών των παραγωγών της γραφής. Δεν είναι όμως βήμα όπου κρίνεται αυστηρά και μόνο η εγγράμματη επάρκεια του γράφοντος. Δεν είναι εξεταστικά κέντρα όπου ο επαρκής εξεταστής διορθώνει και βαθμολογεί το γραπτό λόγο που του παραδίδεται, επιδεικνύοντας την εξουσιαστική του μονομέρεια, τη χλιδάτη γλωσσική του ευμάρεια σε αμελείς κηφήνες(γεια σου κ.γυμνασιάρχα με τα ωραία σου!), μένοντας στην μορφή αλλά χάνοντας την ουσία του κειμένου. Είναι κυρίως τρόπος επικοινωνίας. Η προσέγγιση του ιστολογικού εκφραστικού οργάνου κρίνεται από το βαθμό διείσδυσης στις αναγνωστικές προτεραιότητες . Διαφορετικά όλοι οι φιλόλογοι θα ήταν συγγραφείς, ή ακόμα απλούστερα, θα μπορούσαν να γράψουν ένα κείμενο ικανό να αναμετρηθεί με τις αναγνωστικές αναζητήσεις.
Το ιστολογικό προιόν δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον έντυπο λόγο. Έχει λόγο ύπαρξης, γιατί βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την καθαγιασμένη εμπορικά βιβλιοπαραγωγή, όχι για τους λόγους που οι περισσότεροι από εμάς πιστεύουν, μεταθέτοντας την διαφορετικότητά του στην εμπορικότητα των κριτηρίων, όπως ορίζονται από τις ανάγκες της αγοράς, διαμορφωμένες από τις τις επιχειρηματικές προτεραιότητες των εμπορικών οίκων και βιβλιοπωλείων, εμμένοντας σε ποιοτικά κριτήρια, κυρίως όμως γιατί είναι ένα έργο εν προόδω, με τις αδυναμίες του, συντακτικές ή γραμματικές, πρωτόγονο, άμεσο, βγαλμένο από την άμεση πνοή της δημιουργίας. Αυτή είναι άλλωστε η ουσιαστική διαφορά με το έτοιμο βιβλιογραφικό προιόν. Ο πυρήνας τής διαφορετικότητάς του που γοητεύει τον αναγνώστη και ανανεώνει τον γραπτό λόγο δεν είναι άλλη απο την ατελεύτητη, ατημέλητη, ανεπαρκή και πρόχειρη γραφή του. Έχουμε μπροστά στον υπολογιστή μας τον αδόκιμο λόγο του ιστολόγου, όπου μπορούμε να κρίνουμε την επάρκεια και την ικανότητα του, στην πρώτη μορφή κειμενικής του κατάθεσης. Έχουμε το κείμενο εν τω γίγνεσθαι . Διαβάζουμε λοιπόν μια ανεπεξέργαστη γραφή, δίχως στολίδια και διορθώσεις, όπου αποκαλύπτεται η ουσία της σκέψης του γράφοντος, δίχως να αποπροσανατολίζεται ο αναγνώστης από τον ναρκισσισμό της μορφής τού φιλολογικώς ορθού λόγου.
Γράφουμε λοιπόν άμεσα, αυθόρμητα, ζωντανά, παρορμητικά, είμαστε εμείς με τις αδυναμίες μας, τα λάθη μας, τις ανεπαρκείς γνώσεις μας, τις εμμονές μας, τις αβλεψίες μας, τη φιλαρέσκεια μας, αλλά πάντα με την ανάγκη να εκφραστούμε, παρακάπτοντας τον ελιτισμό της λόγιας γραφής, αγνοώντας τον καταναγκασμό της σύνταξης και της γραμματικής, ακόμα και της ορθογραφίας, αλλά πάντα διατηρώντας μέσα μας την ανάγκη της επικοινωνίας.
Αδιαφορώντας για τη μορφολογική καλλιέπεια, τη γλωσσική επάρκεια, δίχως την ανάγκη να παραδώσουμε μαθήματα σωστής χρήσης του λόγου, αν τον γνωρίζαμε βέβαια, αλλά με την επιταγή της παρουσίασης ενός ακόμη κόσμου, δίπλα στους άπειρους που συνυπάρχουν, δίχως να τους γνωρίζουμε, αφήνουμε τους εραστές της γλωσσικής ορθότητας στον εξεταστικό τους ρόλο, και τους πετάμε καταπρόσωπο τα φαντάσματα της ανεπίκαιρης άγνοιάς μας.
Γι’αυτό τα φιλολογικά κείμενα που αναρτώνται από διάφορους επίδοξους βιβλιόψειρες συγγραφείς, που βρήκαν εξορισμένοι από την κεντρική εκδοτική παραγωγή φιλοξενία στο χώρο αυτό, δείχνουν ανούσια και βαρετά, γιατί μεταφέρουν όλη τη σκόνη της αδιαφορίας και τις συμβάσεις της αγοράς που ονειρεύονταν ότι θα κατακτούσαν. Με το πρόσχημα της φιλολογικής καθαρότητας προσπαθούν να τακτοποιήσουν, να νουθετήσουν τους αμελείς μαθητές τους, να επιμεληθούν, εν προκειμένω, το χώρο που τον θεωρούν ιδιόκτητο, απομακρύνοντας τα παράσιτα που ασελγούν στον ιερό χώρο της γνώσης.
Εκεί λοιπόν που πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή μας, όσοι από μας επιμένουν σ’αυτό το χώρο, είναι η αποστροφή στους νεότευκτους επιμελείς ταγούς της γλωσσικής ορθότητας και τη μετατόπιση του βλέμματός μας σε όσους προσπαθούν να αρθρώσουν τον αυτόνομο λόγο τους, όποια μορφή κι αν αυτός λαμβάνει. Η ουσιαστική επικοινωνία μένει πιστή στην ειλικρινή και ανιδιοτελή ανάγκη επαφής με το συνάνθρωπό μας. Αν έχεις την ανάγκη αυτή, ο άλλος θα σε πλησιάσει δίχως να σου ζητήσει πιστοποιητικό σπουδών ή τον κατάλογο των δέκα, είκοσι ή περισσότερων βιβλίων που σημάδεψαν τη ζωή σου.
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 20, 2009
ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Ακούγεται δυνατά!!!
Doris, You can take my Frosted Flakes
Doris, You can take my Shake 'N' Bake
Doris, You can take my Burger king
Doris, You can take my Ring Ding
[ Chorus ]
But Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Doris, you can take my Shrimp Fried Rice
Doris, you can take my Italian Ice
Doris, you can take my Chocolate Mousse
Doris, you can take my Cous-Cous
[ Chorus ]
But Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Doris, you can take my Marmalade
Doris, you can take my Sugar Cane
Doris, you can take my Baby Ruth
Doris, you can take my Sweet Tooth
[ Chorus ]
But Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Doris, You can take my Frosted Flakes
Doris, You can take my Shake 'N' Bake
Doris, You can take my Burger king
Doris, You can take my Ring Ding
[ Chorus ]
But Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Doris, you can take my Shrimp Fried Rice
Doris, you can take my Italian Ice
Doris, you can take my Chocolate Mousse
Doris, you can take my Cous-Cous
[ Chorus ]
But Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Doris, you can take my Marmalade
Doris, you can take my Sugar Cane
Doris, you can take my Baby Ruth
Doris, you can take my Sweet Tooth
[ Chorus ]
But Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Don't don't don't Don't take my Coconuts
Τρίτη, Σεπτεμβρίου 15, 2009
Κυριακή, Σεπτεμβρίου 13, 2009
ΕΥΧΑΡΙΣΤΗΡΙΑ ΕΠΙΣΤΟΛΗ
Αγαπητέ φίλε και συνεργάτη Σπύρο
Θέλω να σε ευχαριστήσω για την προσπάθεια που κατέβαλες, κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, να διατηρήσεις το επίπεδο του μπλογκ σε υψηλό επίπεδο, το οποίο έχω καταφέρει να δημιουργήσω μετά από δυο χρόνια επίμονης και επιμελούς εργασίας. Μην πω ότι το ξεπέρασες και το θεωρήσεις φιλοφρόνηση. Διατήρησες την ποιότητα, τη δημιουργικότητα, το στοχασμό, την ευρηματικότητα που διαθέτει ο χώρος που σε φιλοξένησε.
Άλλωστε η ικανότητά σου επιβραβεύτηκε από τον αριθμό και την ποιότητα των σχολίων που δέχτηκαν οι αναρτήσεις σου. Βέβαια εδώ θέλω να σημειώσω, ότι το γυναικείο κοινό σε τίμησε, δεόντως, με την παρουσία του, γεγονός το οποίο δεν ξέρω αν οφείλεται στις αναρτήσεις σου, στην ετοιμότητα και την ευστοχία των σχολίων σου ή στη φωτογραφία σου πάνω στο άλογο, όταν έφτανες στον ταπεινό μου χώρο. Πεπεισμένος ότι το αναγνωστικό κοινό του παρόντος μπλογκ, διαθέτει την απαραίτητη γνώση και μόρφωση, ικανές να αποτρέψουν τη διείσδυση ανιδιοτελών προθέσεων, τείνω να πιστέψω ότι όλα οφείλονται μόνο στο γραπτό σου λόγο.
Πρέπει όμως να σου εκμυστηρευτώ ότι ζήλεψα λίγο, γιατί μετά από προσπάθειες δύο χρόνων, δίνοντας τον καλύτερο ευατό μου, και την καλύτερη φωτογραφία μου, πέρυσι το καλοκαίρι, ελάχιστες γυναίκες ανταποκρίθηκαν επικοινωνιακώς στην προσπάθειά μου.
Βέβαια, αγαπητέ μου, θα σε μαλώσω για κάποια ορθογραφικά ολισθήματά σου. Βρε αθεόφοβε, συγγνώμη για την οικειότητα, τι είναι αυτά που έγραψες στην κ.Κατερίνα σ-μ «ότι δεν λατρεύουμαι το Divani-Divani» Που το βρήκες το «λατρεύουμαι»(ποιοι;) και έκανες την κοπέλα να μην σου ξαναγράψει; Αμ το άλλο, που έκλεισες το σχόλιό σου στην αγαπητή Μαριάννα, «με πολύ πολύ αγάπη», επίρρημα έβαλες πριν από το ουσιαστικό; Το επίθετο που θα το έβαζες; Ελπίζω να μην έχασα δυο σπουδαίες, ευφυείς συνομιλήτριες, ευρυμαθείς γνώστριες της λογοτεχνίας, που τιμούν, κατά καιρούς, την προσπάθειά μου.
Σου εύχομαι καλό χειμώνα, έτοιμο να αντιμετωπίσεις με επιείκεια τις προκλήσεις της ζωής.
Φιλικά
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Θέλω να σε ευχαριστήσω για την προσπάθεια που κατέβαλες, κατά τη διάρκεια της απουσίας μου, να διατηρήσεις το επίπεδο του μπλογκ σε υψηλό επίπεδο, το οποίο έχω καταφέρει να δημιουργήσω μετά από δυο χρόνια επίμονης και επιμελούς εργασίας. Μην πω ότι το ξεπέρασες και το θεωρήσεις φιλοφρόνηση. Διατήρησες την ποιότητα, τη δημιουργικότητα, το στοχασμό, την ευρηματικότητα που διαθέτει ο χώρος που σε φιλοξένησε.
Άλλωστε η ικανότητά σου επιβραβεύτηκε από τον αριθμό και την ποιότητα των σχολίων που δέχτηκαν οι αναρτήσεις σου. Βέβαια εδώ θέλω να σημειώσω, ότι το γυναικείο κοινό σε τίμησε, δεόντως, με την παρουσία του, γεγονός το οποίο δεν ξέρω αν οφείλεται στις αναρτήσεις σου, στην ετοιμότητα και την ευστοχία των σχολίων σου ή στη φωτογραφία σου πάνω στο άλογο, όταν έφτανες στον ταπεινό μου χώρο. Πεπεισμένος ότι το αναγνωστικό κοινό του παρόντος μπλογκ, διαθέτει την απαραίτητη γνώση και μόρφωση, ικανές να αποτρέψουν τη διείσδυση ανιδιοτελών προθέσεων, τείνω να πιστέψω ότι όλα οφείλονται μόνο στο γραπτό σου λόγο.
Πρέπει όμως να σου εκμυστηρευτώ ότι ζήλεψα λίγο, γιατί μετά από προσπάθειες δύο χρόνων, δίνοντας τον καλύτερο ευατό μου, και την καλύτερη φωτογραφία μου, πέρυσι το καλοκαίρι, ελάχιστες γυναίκες ανταποκρίθηκαν επικοινωνιακώς στην προσπάθειά μου.
Βέβαια, αγαπητέ μου, θα σε μαλώσω για κάποια ορθογραφικά ολισθήματά σου. Βρε αθεόφοβε, συγγνώμη για την οικειότητα, τι είναι αυτά που έγραψες στην κ.Κατερίνα σ-μ «ότι δεν λατρεύουμαι το Divani-Divani» Που το βρήκες το «λατρεύουμαι»(ποιοι;) και έκανες την κοπέλα να μην σου ξαναγράψει; Αμ το άλλο, που έκλεισες το σχόλιό σου στην αγαπητή Μαριάννα, «με πολύ πολύ αγάπη», επίρρημα έβαλες πριν από το ουσιαστικό; Το επίθετο που θα το έβαζες; Ελπίζω να μην έχασα δυο σπουδαίες, ευφυείς συνομιλήτριες, ευρυμαθείς γνώστριες της λογοτεχνίας, που τιμούν, κατά καιρούς, την προσπάθειά μου.
Σου εύχομαι καλό χειμώνα, έτοιμο να αντιμετωπίσεις με επιείκεια τις προκλήσεις της ζωής.
Φιλικά
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ
Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ
Αφιερωμένο σε όσες και σε όσους με συντρόφευσαν τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού
Σπύρος Ντουμάνης ή Φούντας
Πέτρα-πέτρα το κτίσαμε, με τις υπερωρίες του Γιάννη, δούλεψα κι εγώ, τρία χρόνια σε βιοτεχνία, τα λεφτά δεν τα πήρα όλα, κήρυξε πτώχευση, μέχρι τα δικαστήρια φτάσαμε, εγώ ξέρω τι τράβηξα, έχω και το στήθος μου, με φάρμακα κρατιέμαι, για τίποτα δεν νοιάζεται, να κοιτάξει γύρω της, όλες οι φίλες της παντρευτήκανε, αποκατασταθήκανε παιδί μου, να η Δήμητρα πηγαίνει για το δεύτερο, μαζεύει όλους τους φίλους της εδώ μέσα, κι όλο συζητάνε. Θα μείνει στο ράφι, μάνα της είμαι και πονάω, έμπλεξε με τούτον τον αλήτη, όλη μέρα με τη μηχανή, ποιά γυναίκα θα γυρίσει να τον κοιτάξει, θα γίνει μητέρα των παιδιών του, αν δεν τον πάρει θα μείνει γεροντοκόρη, λέει, τον αγαπάει, φταίω εγώ που δεν τους άκουσα και δεν την έστειλα στο χωριό, στη θεία της, μικρή είναι θα στρώσει, μου λέγαν, δεν μπορώ πια να την υποφέρω, ποιά σοβαρή κοπέλα φέρεται έτσι, κλεισμένη στο δωμάτιο της, δεν μιλάει σε κανένα, όταν της τα λέω κατεβάζει το κεφάλι και κλείνεται στο δωμάτιο, από πείσμα, κι αυτός ο άντρας μου, μιλιά δεν βγάζει, λες και δεν είναι πατέρας της, ακόμη κι ο θειός της, γιατρός στο επάγγελμα, από κείνη εξαρτάται η ζωή της, λέει, δεν ξέρω που θα πάει αυτή η κατάσταση, δεν ξέρω. Γύριζε αλλού τη ματιά της, γινότανε γλυκιά, θα την φωνάξω να κατέβει.
Ο Γιώργος είχε αρχίσει να γίνεται άνθρωπος του σπιτιού. Του άνοιγε η μάνα της, ο πατέρας της σκυμμένος στο γραφείο, συμπλήρωνε κάτι χαρτιά. Σήκωνε το κεφάλι, τον χαιρετούσε, πως πάνε οι σπουδές, ρωτούσε, τελειώνω ένα δυο μαθήματα και μετά φαντάρος, κυρ Γιάννη. Η μητέρα της ερχόταν με τον καφέ, ήξερε πως τον έπινε.Η Δέσποινα κατέβαινε τη στενή σιδερένια σκάλα, δυσκολευόσουνα να την κατέβεις, νοιώθω όμορφα μαζί του, έλεγε στη Στέλλα, οι άλλοι την κούραζαν με την ουδετερότητά τους, η ζωή μαζί του ήταν ένα σημείο επαφής με την γαλήνη.Το σπίτι είχε ένα μικρό κήπο με τριανταφυλλιές, βασιλικό σε δυο γλάστρες ακουμπισμένες στον ξεφτισμένο τοίχο. Απέναντι τ’άλλα σπίτια έφτιαχναν μια κοινόχρηστη αυλή, μια κούνια κάτω από τη μουριά, βαλμένη στην άκρη. Τα πρωινά άκουγες τα ραδιόφωνα να παίζουν δυνατά, σκαρφάλωναν τον μαντρότοιχο τα παιδιά κι άρχιζαν το παιχνίδι. Βγαίναν οι γυναίκες, να πάτε σπίτι σας να παίξετε, φεύγανε μα αργότερα ξαναγύριζαν, τα χάζευε η Δέσποινα με τις ώρες. Ερχόταν η μάνα της να την δει, μην έπαθε τίποτα, μάνα είναι βλέπεις, κατέβαιναν μαζί στην κουζίνα, έπιανε η Δέσποινα μηχανικά τα πιάτα κι άρχιζε να τα πλένει.Η ιδέα να της τηλεφωνήσει ήταν της Στέλλας, εσένα θα σου μιλήσει, σε ξέρει καλύτερα, πως να το πω, σε εμπιστεύεται. Η σχέση της Δέσποινας με το Γιώργο ήταν φιλική, δηλαδή από τη «νεολαία» τη γνώριζε, στις συνελεύσεις μαζί, και καμμιά φορά στο ταβερνάκι του κυρ-Ηλία τα σαββατοκύριακα. Ήξερε πως η μάνα της δεν την έδινε στο τηλέφωνο, μετά από αυτά που έγιναν. Περιέργως το σήκωσε η ίδια , συναντήθηκαν την άλλη μέρα, βραδάκι, στα "αγαλματάκια". Φάγανε παγωτό, παρφέ σοκολάτα, με τη συζήτηση, εκείνη δεν πολυμιλούσε, χωρίς να το σκεφτεί της έπιασε το χέρι, μη στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά, θα βρίσκομαι κοντά σου. Ένοιωθε αμήχανα, του χαμογελούσε συγκαταβατικά. Όταν την άφησε σπίτι, να περνάς όποτε θέλεις, εμένα δεν με ενοχλείς, του είπε..
Όλο τον καιρό που γίνονταν οι τσακωμοί, ο Γιώργος ήταν το στήριγμά της. Η Δέσποινα είχε αλλάξει το στυλ στα μαλλιά της, περμανάντ, ζητούσε μια αλλαγή έστω πρόσκαιρη, μύριζαν όμορφα, δεν έφευγε από δίπλα της. Τον πρώτο καιρό την έβλεπε όταν είχαν συγκέντρωση, κάθε Παρασκευή απόγευμα. Η Δέσποινα δεν δούλευε, καθόταν σπίτι και διάβαζε, θα έδινε Νομική, κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο, τα δάχτυλά της κοντά και χοντρά. Αργούσε συνήθως , κι άρχιζαν τα παράπονα, μόνο εσύ καθυστερείς, μόλις καλμάριζαν τα νεύρα , αρχίζανε. Εκείνη τη νύχτα χιόνισε, είχαν ανηφορίσει για να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση για τον Βάρναλη στο δημοτικό σχολείο. Γυρίζοντας, τ’ αυτοκίνητα σχεδόν πατινάριζαν στο δρόμο, ξέκοψαν από τους άλλους, εκείνοι μπροστά, τραγούδια και φωνές, πίσω αυτοί κουβεντιάζοντας. Παραπατάνε, αγκαλιάζονται, γελάνε. Όταν γύρισε σπίτι δεν τον έπιανε ύπνος.Είχε δεθεί με μια σχέση που δεν του είχε επιβληθεί, αθόρυβα δίχως να αντιληφθεί τη σημασία της. Η Δέσποινα του προκαλούσε μια έλξη μαγευτική, πλανιόταν απόμακρη, ταυτόχρονα προσιτή, ένοιωθε την ανάγκη να αγγίξει το δέρμα της, που έκρυβε έναν κόσμο οργισμένο, γεμάτο όνειρα και επιθυμίες, έτοιμο να δεχθεί προσφορές ευγνωμοσύνης , δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Αναρωτιόταν γιατί τα έκανε όλα αυτά. Σε μια θάλασσα νόμιζε ότι πλανιόταν, μητρική, δίχως στεριά. Δεν υπήρχε μυστήριο, ούτε τα ερευνητικά βλέμματα των φίλων, καθώς έβγαινε μαζί της, δεν ήξερε για που, τον πείραζαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να είναι απόμακρος ή να χαμογελά με την προσπάθεια των φίλων του να αποκρυπτογραφήσουν την μεταλλαγή του. Τύχαινε να ανοίγει η πόρτα, έβλεπε αυτά τα παιδιά να χορεύουν στους διαστρεβλωμένους ήχους των DEEP PURPLE , τη Δέσποινα στα πρώτα καθίσματα, παρασυρμένη στο ρυθμό της μουσικής, τον ρωτούσαν γιατί δεν έμπαινε μέσα, ήθελε μονάχα να πάρει αέρα, τον έτσουζαν τα μάτια του από τον καπνό των τσιγάρων, αυτό ήταν μόνο, κι έπιανε τις σκέψεις από την αρχή.
Όταν μαθεύτηκε ότι έκαναν παρέα με το Γιώργο, ο Δημήτρης έψαξε να την βρει. Την συνάντησε βράδυ, καλοκαίρι ήτανε, στην πλατεία. Μια νύχτα αστραφτερή, μύριζε κρέας και μπύρα. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο, φωτισμένοι, τα μπαλκόνια ξέχειλα από λουλούδια, άσπρες βιολέτες και γεράνια. Ανοιχτά τα παράθυρα, έβλεπες τα σαλόνια άδεια, σκοτεινά. Την τράβηξε πάνω του, την κοίταξε στα μάτια, λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Τράβηξε τα χέρια του από το πρόσωπό της φοβισμένα. Η Δέσποινα ένοιωθε τρομαγμένη, έτρεξε μέσα στους δρόμους, έφτασε στο σπίτι του.Από τότε που άνοιξε το μαγαζί κι αποφάσισε να νοικοκυρευτεί δεν βγαίνει συχνά, η δουλειά καταλαβαίνεις , τον κούραζε, έλεγε να σταματήσει. Τον άκουγε ήρεμα, αδιάφορα, σαν τότε, Πέτρου και Παύλου, στο ξενοδοχείο πίσω από το λιμάνι, μ’ένα φεγγάρι ταξιδιάρικο να φιλάει τα καστανά μαλλιά της, στεφανωμένα στο υγρό μαξιλάρι, με την ανάσα των περαστικών στα δέρμα της. Ο πατέρας του, ναι συνέχιζε να πίνει, σαν παντρεύτηκα τη Γεωργία, τον θυμόταν να της λέει, μ’ εκείνη τη φωνή που ψεύδιζε από το κρασί, και τα αμυγδαλωτά μπλε μάτια του να παιγνιδίζουνε, διατηρώντας ακόμη τη λάμψη τους, άρχισαν ν’έρχονται τόνα πίσω από τ’άλλο τα παιδιά, το νησί δεν τους χώραγε. Έχεις πάει, τη ρωτούσε, όμορφο νησί, μια θάλασσα κλειστή, αντικριστά το χωριό, κατηφορίζει την πλαγιά, λευκό, γλάρος μ’ απλωμένα φτερά, το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό, προστάτης, καντήλι φυσικό να φωτίζει τις απλές και καθημερινές φροντίδες .Μια βαθιά ρυτίδα του αυλάκωνε το μέτωπο, οριζόντια, σαν να το έκοβε στη μέση, σημάδι πελαγίσιο, δάκρυζε. Γρήγορα άδειασε, συνέχισε τη διήγησή του, οι άνθρωποι φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κατατρεγμένοι, έψαχναν αλλοτινό καταφύγιο, έφυγαν πέρα μακριά στην Αθήνα οι περισσότεροι. Μικρό το μεροκάματο στα καίκια, μεγάλες οι ανάγκες, προοπτική δεν υπήρχε. Μας απόδιωξε κι εμάς ο τόπος και ήρθαμε εδώ πέρα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ στο εργοστάσιο, η γυναίκα μου στο πλεκτήριο, ο Δημητράκης στο σχολειό. Δύσκολα στην αρχή, στο μυαλό μου συνέχεια στο νησί. Ξέρεις, το μαριδόδυχτο και το σουπιόδιχτο δουλεύονται Σαρακοστή.Τ’ απλάδια, συνέχιζε παρασυρμένος την διήγησή του, δίχως να νοιάζεται ποιος ήταν ο αποδέκτης των λόγων του, με το φεγγάρι. Ο ψαράς πρέπει να ξέρει που είναι η πέτρα, και που η τραγάνα για αστακό, μπαρμπούνια. Τα δίχτυα τ’αγοράζαμε έτοιμα. Περνούσαμε στο πάνω μέρος, στο καλαμέτο ο φελλός, στο κάτω το μολύβι.Τα μπαρμπουνόδιχτα έχουν τρεις στρώσεις. Από τις δυο εξωτερικές βάζουμε μανό και στο κέντρο το δίχτυ. Αγοράζουμε πανιά και τα κρεμάμε στον τοίχο. Βάζουμε στο μέσα μέρος το δίχτυ κι από μέσα το μανό. Αφού στήσουμε το δίχτυ κόβουμε το σκοινάκι, το καλαμέτο, περνάμε το φελλό. Αρχίζουμε να τ’αρματώνουμε, κάνουμε καμάρια στις άκρες με το μοδέλο. Αφού τελειώσει ο φελλός, το μπατάρουμε και γίνεται η ίδια δουλειά με το μολύβι.Τώρα που πέρασα στη σύνταξη, σκέφτομαι να γυρίσω πίσω, στο φαρδύ του πρόσωπο κόμπιαζε ο ιδρώτας, έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, τ’άλλα τα φυλάω για τη Μαρία μου, το στερνοπούλι μου, εκτός το Γιάννη και την Αλεξούλα που πέθαναν μικρά. Παράτησε το σχολείο, δεν τα πάει καλά με τα γράμματα, βοηθάει προς το παρόν στο σπίτι, έγινε ο καημός του Πέτρου, ένα παιδί μελαχρινό, το σπίτι τους απέναντι, φτωχός βέβαια , χρυσοχόος, στο μεροκάματο, ναι η μάνα της τα συνηθισμένα, για το καλό του παιδιού της μιλούσε, έτσι της έλεγε, να βρει ένα καλό παλληκάρι, μορφωμένο, ντρεπόταν που του μιλούσε έτσι, εμμέσως κακολογούσε το γυιό του, ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Έπρεπε να πηγαίνει, τον χαιρετούσε με μάτια κόκκινα. Ο πατέρας της την περίμενε στην εξώπορτα, καπνίζοντας.
Είχε μπει για καλά το καλοκαίρι. Απόγευμα, ένας ήσυχος δρόμος, περνούσε με τη μηχανή ο Δημήτρης από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, μαρσάροντας, κουραζόταν, φώναζαν οι γείτονες, είχαν ανοίξει τα παράθυρα για δροσιά, καθόταν σ’ένα καφενείο λίγο παρακάτω, δυο τρεις καρέκλες είχε μόνο κάτω από την τέντα, πράσινη, ξεβαμμένη. Κοίταζε από μακριά το ανοιχτό παράθυρο, η κουρτίνα έκρυβε το δωμάτιο που τόσο γνώριζε, έβαζε κι εκείνη το ράδιο δυνατά, έψαχνε , έβρισκε τραγούδια παραπονιάρικα, ούτε κι ή ίδια γνώριζε, για αυτήν ή για τον Δημήτρη. Η κουρτίνα τραβιόταν, πρόβαλε η Δέσποινα, χλωμή με την κίτρινη ρόμπα, κοίταζε τον δρόμο δεξιά-αριστερά, τον έβλεπε, έσπρωχνε την κουρτίνα με θόρυβο, σκίαζε το δωμάτιο. Τον Δημήτρη τον έπιανε πανικός, του φαίνονταν όλα ανόητα, έκανε και ζέστη, καβαλούσε τη μηχανή, κι ανηφόριζε για το σπίτι. Η Δέσποινα χαμήλωνε το ραδιόφωνο, λαχταρισμένη, τον άκουγε που έφευγε. Περίμενε ώσπου ο θόρυβος της μηχανής χανόταν, κατέβαινε, φώναζε το Χρήστο, ξάδελφός της ήτανε, τα λέγανε και ξεχνιότανε.
Έφυγε για διακοπές το δεκαπενταύγουστο με τον Δημήτρη στην Πάρο. Είπε στη μητέρα της ότι θα πάει με τη Στέλλα, της είχε εμπιστοσύνη, τον πατέρα της ούτε καν τον χαιρέτησε, την άφησε. Τα μεσημέρια ζέστη πολλή, ένας ήλιος φωτεινός, άσπρος, πύρωνε τους δρόμους, πλακοστρωμένους, στεγνούς, τριγυρνούσαν στην παραλία. Η Δέσποινα μ’ένα μωβ μαγιό, εκείνος με άσπρο σορτς, γυμνός από πάνω, ηλιοκαμένος. Μετρούσαν τα βήματά τους σιωπηλά, βουτούσαν κάπου κάπου τα πόδια τους στη θάλασσα για δροσιά.Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε διακοπές με τον Δημήτρη. Πέρσι έφυγε μαζί του, κόντευε να βγει το φθινόπωρο, είχε δoθεί σιωπηλή άδεια στη Δέσποινα από τη μητέρα της, εν γνώσει της με ποιον θα πήγαινε, σ'ένα χωριό στην Πελοπόννησο, κοντά στην πατρίδα της την Καλαμάτα.Οι πλαγιές πράσινες, τα δέντρα τους χαιρετούσαν, γερμένα στους μισοχαλασμένους δρόμους, το θρόισμά τούς συντρόφευε νοσταλγικά, ένα τραγούδι μαγευτικό, ξένοιαστο. Στα ψηλώματα κατέβαζε ο ουρανός μαυρίλα, το δειλινό μουντό, γκρίζο, ο Δημήτρης μ’ένα βλέμμα σκληρό, απλανές, άκαμπτος πάνω στη βαριά μηχανή, πίσω η Δέσποινα γερμένη πάνω του. Χωριά απλωμένα, άσπρες πινελιές, φωτισμένα από χλωμά φώτα που τρεμόσβηναν, μακρινά. Μόλις φάνηκαν τα πρώτα σπίτια το σκοτάδι είχε πέσει πριν την ώρα του.Η Δέσποινα κρατήθηκε πάνω του και κατέβηκε. Μπήκαν στο πρώτο καφενείο που βρήκαν. Ήταν γεμάτο, με δυσκολία βρήκαν καρέκλες άδειες. Οι πελάτες σταμάτησαν τις ομιλίες, το χαρτί και το τάβλι, και τους κοιτούσαν ερευνητικά.Ο Δημήτρης έβγαλε το μπουφάν του, χαμογέλασε αόριστα, βολεύτηκαν σ’ένα τραπεζάκι τραβηγμένο στην άκρη. Ο Δημήτρης άρχισε να εξετάζει προσεχτικά γύρω του τους κιτρινισμένους τοίχους με τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες, τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των ομοτράπεζων, τα απορημένα βλέμματα που εξακολουθούσαν να αναζητούν, ενδόμυχα, μια εξήγηση για την απρόσκλητη παρουσία τους. Παράγγειλαν νες με γάλα, το σπίτι του κυρίου Γρηγορίου είναι εδώ κοντά, ρώτησε τον καφετζή, ο γυιός του ο Μάκης τους είχε δώσει τα κλειδιά, οι γέροι μου δεν πηγαίνουν τώρα τελευταία, τόχουμε σχεδόν εγκαταλείψει, καθείστε όσες μέρες θέλετε, τους είχε πει.Το τελευταίο πίσω από την εκκλησία, δίπλα από το μαγαζί της κυρά Πίτσας, το φουρνάρικο, ρωτήστε παρακάτω, θα σας πούνε.Φτάσανε, τι ιδέα κι αυτή να έρθουμε εδώ, βούλιαζαν τα πόδια τους στο χώμα, δεν μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, άλλα τους έλεγε ο Μάκης, βρήκαν επιτέλους την πόρτα, σκοτεινιά, μπήκαν, όμορφα είναι λέει η Δέσποινα, ησυχία. Έγειρε πάνω του, ο καπνός από τα τσιγάρα κρατούσε ακόμη στα μαλλιά του, μαύρα, πυκνά, σ’αγαπάω κι είναι όλα ψεύτικα, ένα χαμόγελο έβρεξε τα χείλη της, τα δάχτυλά της στην πλάτη του, στο κορμί, τα πόδια της του τώρα πια ανάμεσα στα δικά της να τυλίγονται, αξεχώριστα, η βροχή έξω κάλυπτε τους αναστεναγμούς τους.
Της το είχαν πει, απέξω απέξω, στη «Ζέμπρα», ήταν ολοφάνερο, κανείς δεν περίμενε απ’αυτόν να την αγαπάει, τουναντίον μάλιστα, ήθελε να παίξει μαζί της, είχανε παραδείγματα με τις άλλες, κάθε μέρα με διαφορετική στη μηχανή, να ανεβοκατεβαίνουν τη λεωφόρο. Δεν τους πίστεψε, οι διακοπές στην Πάρο προχωρούσαν, τα βράδια δεν έβγαιναν έξω, κάπνιζαν τσιγάρο ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, με τα μάτια καρφωμένα στον κόσμο με τα κοντομάνικα ανοιχτά πουκάμισα που περνούσε, μονάχα για περιοδικά και εφημερίδα κατέβαινε η Δέσποινα. Όταν ξάπλωναν, ήθελε να του πει τα όνειρά της, να κουβεντιάσει μαζί του, ήθελε να τον παντρευτεί, θα πήγαιναν αν ήθελε να ζήσουν στην Καλαμάτα, έχεις πάει στην Καλαμάτα; Μιλούσε σιγά, τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι. Τώρα ήταν μοναχικός, απόμακρος, γιατί; Μήπως έπαψε να την αγαπά, δεν μπορώ να τον αγαπήσω όπως οι άλλες, σκεπτόταν. Γυρνούσε προς το μέρος του, τον χάιδευε, της είπε να τον αφήσει, ήταν κουρασμένος, ήθελε να κοιμηθεί, γύρισε την πλάτη της στο πλάι και το δάκρυ κύλισε καυτό στο μαξιλάρι. Το άλλο πρωί, εκείνη ήταν στο μπάνιο, πρέπει να φύγουμε της είπε, με πήραν τηλέφωνο από τη δουλειά μου, δεν υπήρχαν περιθώρια για αντιδράσεις, χωρίσανε ψυχρά, ούτε τη φίλησε πεταχτά όπως το συνήθιζε, θα της τηλεφωνήσει αύριο, χάθηκε πέρα στο δρόμο. Τα επόμενα βράδια με το φεγγάρι να λούζει τα μαλλιά τους, απόμεναν μονάχες αυτή και η Στέλλα καθισμένες στο πεζούλι. Πιο πέρα τα γιασεμιά τις έλουζαν με το άρωμά τους, ριγούσαν από τον αέρα που σηκώθηκε. Κουβέντα στην κουβέντα, περνούσε η ώρα, ο Δημήτρης δεν ερχόταν , ένοιωθε αδύναμος ψυχολογικά, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος, να επανεξετάσει ορισμένα πράγματα που αυτός θεωρούσε θεμελιώδη , για να προχωρήσει δίχως πισωγυρίσματα και αναβολές. Η Δέσποινα πεταγόταν ξαφνικά απάνω, έχω αργήσει φώναζε τρομαγμένη , κι έφευγε. Ακούγονταν τα τσόκαρα στο στενό, μέχρι που έφτανε σπίτι της.
Περνούσαν οι μέρες, ο Γιώργος τριγύριζε στην ερημιά της πλατείας, στους δρόμους που είχαν περπατήσει μαζί, να τον ποτίζει η μοναξιά και ένα αβέβαιο μέλλον. Προχθές είδε ξανά τη φωτογραφία της. Ξαπλωμένη στην άμμο, με μαγιώ, βρεγμένα κολλημένα μαλλιά. Μια θολή φωτογραφία ή ένα θολό πρόσωπο, φαίνεται η στρογγυλάδα του προσώπου της, έντονη, χαρακτηριστική, κι έχει ανασηκωμένο το αριστερό της πόδι. Τραβηγμένη από το Γιάννη, είχαν πάει μαζί για μπάνιο στη Ν.Μάκρη, μαζί η Ελένη και ο Γιώργος. Η παρέα τους δέθηκε στενά, όλοι μαζί σινεμά, βόλτα ακόμα και στο «Μαγεμένο Αυλό», θα πάω την Ελένη στο σπίτι, έλεγε ο Γιάννης, αυτοί συνεχίζανε, έφταναν σπίτι την καληνύχτιζε, στο κρεβάτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σ’αγαπάω, της είπε ένα απόγευμα, ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Υμηττό, ακουμπούσαν οι χλωμές αχτίνες του στην άκρη του μπαλκονιού, κουρασμένες από το ημερήσιο ταξίδι τους, παίζοντας με τα φύλλα του γιασεμιού, ο Γιάννης δεν μασούσε τα λόγια του, με τρελαίνουν τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, το κορμί σου, αποφάσισε εδώ και τώρα, την προκάλεσε. Η Ελένη έγειρε στην αγκαλιά του, η αποδοχή ήταν ολοφάνερη.Παλιά κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο, ξάπλωνε και περίμενε, τι, ούτε αυτή γνώριζε. Τον γνώρισε σε μια ταινία του Τσάπλιν, ο Γιάννης στεκόταν όρθιος, αργοπορημένος, έτοιμος πάντα να φύγει, η Ελένη ετοιμαζόταν για εξετάσεις, της κρατούσαν συντροφιά ο Γιώργος και η Δέσποινα τις ελεύθερες ώρες, της εμπιστοσύνης παιδί ο Γιωργάκης, παντού περιζήτητος συνομιλητής. Ο Γιάννης ζούσε εργένης, ο πατέρας του πολιτικός πρόσφυγας, το σπίτι του στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, είχε δική του δουλειά, στρωμένη, τάχε πατήσει τα τριανταπέντε, εκείνη μόνο είκοσι. Τα απογεύματα έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι, μέτριος στο ανάστημα, εύσωμος, καστανός. Με τον Γιώργο δεν μιλούσανε πολύ, τον γνώριζε λίγο καιρό. Τον κάλεσε ένα βράδυ, ήρθε η Ελένη με την Δέσποινα, με το ουίσκυ είχαν αιγινήτικα που του άρεσαν, δέθηκαν. Την Ελένη την συνάντησε την άλλη μέρα στα γραφεία, περίμενε να τον καλέσουν, τον χαιρέτησε πρώτη. Περίμενε άπρακτος, μέσα οι υπεύθυνοι καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, άλλαζαν ψιθυριστά τις γνώμες τους, τον κοίταζαν από απόσταση. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, μύριζε σκουπίδι και κλεισούρα. Όταν αποφάσισαν να του μιλήσουν, έλα Γιάννη πέρασε, χαιρέτησε την Ελένη, θα τα πουν στην πλατεία, πάτησε χάμω το τσιγάρο και μπήκε.
Τώρα που άλλαξε όψη η πλατεία, θυμούνται όλοι τον κόσμο που μάζευε τα βράδια. Υπάρχουν ακόμη οι λεμονιές, εκεί καθόντανε οι άντρες με καλό καιρό, φιλικό, έπιναν και συζητούσαν. Τα πρωινά συχνάζανε κάτι γέροι Μικρασιάτες, μετά άρχισαν να πηγαίνουν κι εκείνοι. Τώρα χάθηκαν, λες κι έφυγαν σ’ένα βράδυ. Το μαγαζί στη γωνία είχε λίγο απ’όλα, αναψυκτικά, μπύρα, ούζο με ποικιλία μεζέδων, κονιάκ χύμα για το χειμώνα. Τώρα βουβάθηκε, πήραν τα τραπέζια και τις καρέκλες, έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε μόνο η ανάμνηση του μπαρμπα-Γιάννη, τα μεσημέρια τους μάζευε, η διήγησή του κυλούσε αυτάρεσκα, τότε να δεις δύσκολο να οργανωθείς, όχι σαν τώρα, την «Αυγή» την αγόραζες πέντε στενά παρακάτω, όλοι οι περιπτεράδες χαφιέδες ήτανε, τουλάχιστον να μην γνωρίζουν την οικογένεια σου, τα παιδιά σου, κι αν είχες θάρρος να τη διαβάσεις στο καφενείο, να πεις κι εμείς εδώ είμαστε δεν χαθήκαμε, έπεφταν πάνω σου οι χασικλήδες, άντε να ξεμπερδέψεις. Εμένα που με βλέπεις ήμουνα από τους πρώτους που χαιρέτησα τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας στη φυλακή, στην Κέρκυρα ήμουνα, όταν γύρισα το εξήντα, να εδώ παρακάτω ήταν τα γραφεία της ΕΔΑ, αυτοί που υπέγραψαν και μετά έφυγαν από το κόμμα, το εξήντα οκτώ, οι αναθεωρητές, πρόσεχε μην τα πάρεις στραβά αυτά που σου λέω, ήρθε και με βρήκε ο Τσεμπελέκος, είχε υπογράψει, δυο χρόνια έμεινε μέσα, άρχισε την κριτική, είμαστε κόμμα της εργατικής τάξης , του λέω, έχουμε ευθύνες απέναντί της, πρέπει να ιεραρχούμε τους στόχους μας, δεν μιλούσα προσωπικά, στη δικτατορία άνοιξε μαγαζί, κουζίνες, πλυντήρια ,τέτοια, κανείς δεν τον ενόχλησε. Να προσέχετε τις παρέες σας, είμαι χρόνια στο κίνημα, σας μιλάει η πείρα. Εντάξει μπάρμπα-Γιάννη, κι εμείς στο ίδιο κόμμα πιστεύουμε, τα γνωρίζουμε, τα διαβάσαμε. Στην κατοχή στην ΟΠΛΑ, μέχρι και τρομοκράτη με είπανε, τους είπα ότι σημασία έχει η εθνική ανεξαρτησία, είναι το πρώτο πράγμα, κοντεύαμε ν’αρπαχτούμε, ευτυχώς ήρθε η Δωδέκατη Ολομέλεια και ξεκαθαρίσαμε από τα καθάρματα. Μύριζε ούζο, τα δόντια του αραιά και κίτρινα, αργούσε κι η Δέσποινα, μα τι είχε γίνει;
Το απόγευμα ο Γιώργος πήγε σπίτι της, δεν ήταν εκεί, ανέβα δεν θ’αργήσει, είπε η μητέρα της , να την περιμένεις. Ανέβηκε επάνω στο δωμάτιό της, κάθε που πήγαινε, εκεί καθόντουσαν. Αυτή τη φορά δεν ήθελε καφέ, του έφερε ούζο, η σκάλα έτριζε, απέναντι τα σπίτια, οι πόρτες ξύλινες, κλειστές, τα έβλεπε όλα από το παράθυρο. Αργούσε, η φωτογραφία της στο γραφείο αντικρυστά, καθισμένη σ’ένα παγκάκι, πουκαμίσα κόκκινη, ριγέ, παντελόνι τζην, κοίταζε πέρα μακριά στο δρόμο, κοίταζε κι αυτός μαζί της. Λένε πως είναι όμορφη με το κόκκινο φόρεμα που κολούσε πάνω της, το λευκό δέρμα, το μηλάτο πρόσωπο, η κρεατοελιά στο αριστερό της μάγουλο, το παιγνιδιάρικο βλέμμα της. Η Δέσποινα γύρισε με μάτια κόκκινα. Τα έβαλε με τον πατέρα της που δεν την άφηνε να τον βλέπει, πρέπει να τον παντρευτεί, να είναι πάντα δίπλα του, την έχει ανάγκη, δεν το βλέπουνε, εθελοτυφλούνε; Να πέρασα πάλι από τον Δημήτρη, άρχισε πάλι τα ίδια, καταλαβαίνεις, τον βρήκε μούσκεμα στον ιδρώτα, ξαπλωμένο. Αν και το είχε καταλάβει της κόπηκαν τα πόδια, τον έπιασε από το χέρι τρυφερά, έλυσε τα μαλλιά της, απόμεινε να τον κοιτάζει στα μάτια. Η κουρασμένη της όψη στον καθρέφτη, το χρώμα της χλωμό, μια ρυτίδα αχνοφέγγιζε στο μέτωπό της. Ένοιωθε να μεγαλώνει, έσφιγγε τα χείλη της, τον έκανε να μελαγχολεί. Ήταν ανώφελο να υπερασπιστεί μια υπόθεση που είχε χαθεί πριν ακόμη αρχίσει, πρέπει να πηγαίνω, θα σε πάρω τηλέφωνο, ψιθύρισε, αφήνοντας το βλέμμα του να πέσει στα δάχτυλά της. Δεν ξέκοψε από το σπίτι, οι δικοί της του είπανε να έρχεται όποτε θέλει. Ήθελε να βρίσκεται μακριά από οικογενειακές υποθέσεις, η παρουσία του ήταν διακριτική, ήταν όμως λιγάκι ντροπαλός. Στεναχωρήθηκαν που έφυγε, κάτι μάντευαν, καλό παιδί, ξεχνιόταν η κόρη τους.
Ο ήλιος βασίλευε απέναντι στον ματωμένο ουρανό, όταν γύρισε σπίτι. Φορούσε μπλουζάκι αθλητικό, τρυπητό, ένοιωθε άκεφος, μελαγχολικός. Όταν έφτασε, ο πατέρας του θα πήγαινε να πιεί καμμιά μπύρα με το Μιχάλη. Είχε παρέες, δεν υποστήριζαν το ίδια κόμμα, οι περισσότεροι είχαν φαλακρίνει, μιλούσαν για μάρκες αυτοκινήτων, για καλές ταβέρνες, στου «Θωμά» είχε την καλύτερη ρετσίνα, απίθανη, τους έφερνε κι ο Στάθης φασολάκια από το σπίτι, ζητούσε όμως άλλο αέρα, τους βαρέθηκε, κόλλησε στη διπλανή ΕΒΓΑ. Περίμεναν κάποιον να του πουν για την ακρίβεια, τους μισθούς, ν’ακουμπήσουν τους καημούς τους, στο υπουργείο δούλευε, ανώτατος υπάλληλος, σεβαστό πρόσωπο, εκείνος ήξερε. Γρήγορα τους παράτησε κι αυτούς, τελευταία δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι, πήγαινε από το Μιχάλη, τα λέγανε. Κατέβασε προγούλι, φορούσε σπορ ρούχα , τώρα με τις ζέστες ακόμη και μπλούζα κολεγίου φορούσε τα δροσερά βράδια, Lacoste. Το αντίθετο του πατέρα της, σκεφτόταν την ώρα που έμπαινε στο μπάνιο. Ο πατέρας της δούλευε σε δικηγορικό γραφείο, γύριζε κουρασμένος, όταν έμπαινε κλεινόταν στο δωμάτιο, η Δέσποινα δεν άντεχε το βλέμμα του. . Καλοντυμένος πάντα, γυαλισμένα παπούτσια, καφέ, έσερνε λιγάκι το αριστερό του πόδι. Δεν έβγαινε από το σπίτι ,έμενε έρημος, δίχως παρέα. Του άρεσε ν’αρχίζει πρώτος την κουβέντα, φοβόταν πως αν άνοιγε κάποιος άλλος το στόμα του, θα έλεγε κάτι καλό για την κόρη του και τον Δημήτρη. Φυσικά ούτε και τη γυναίκα του άκουγε, όλη τη ζωή τής μάθαινε το σωστό, είχε δικό του θεό. Ήθελε να τον παινεύουν για τη στάση του, αναγκαζόταν κι ο Γιώργος να συμφωνεί μαζί του, κι ας μην το ήθελε. Όταν καμιά φορά ανέβαινε στα γραφεία της νεολαίας, γιατί όλα κι όλα, προοδευτικός ήτανε, ο Γιώργος ήταν ο πρώτος που έτρεχε να του μιλήσει. Κι όταν δέχτηκε την υποψηφιότητα δημοτικού συμβούλου, ο Γιώργος έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, για να εκλεγεί, ενίσχυε την υπόληψή του υποψηφίου, χρησιμοποιούσε τη νεανικότητά του, κι ας ήξερε. Το έβρισκε άτιμο, μα έπρεπε να κάνει το καθήκον του. Τα συζητούσαν με την Δέσποινα ένα μεσημέρι, είχαν πάει εκδρομή με τον πολιτιστικό σύλλογο. Γύρω τους τα βουνά, το ποτάμι στερεμένο κάτω στα πόδια τους, τα σώματά τους ακουμπούσαν ανεπαισθήτως.
Όσο κι αν της ήταν δυσάρεστο το είχε αποφασίσει. Ένοιωθε το χαμόγελό της να σβήνει, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, δεν θα κλάψω μπροστά του, απαράβατος όρος στον εαυτό της, η λαχτάρα που την έκανε να δώσει μια «τελική λύση» άρχιζε να την εγκαταλείπει. Όταν τον είδε, ο Γιώργος, στεκόταν όρθιος μιλώντας με τον μπάρμαν, το Μιχάλη το «φορτιστή», έτσι τον φώναζαν, ένα νεαρό με καστανά μάτια και πλούσια μαλλιά, στηρίζοντας το πόδι του στο σκαμπό και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Θα έπρεπε να τον είχε προετοιμάσει, μήπως δεν το έδειχνε τώρα τελευταία, πήγε με τον Πασχάλη στο «ΑΚΡΟΑΜΑ», δεν επέμενε να πάει μαζί της. Όλα της τα σχέδια, τα προετοιμασμένα λόγια, ένοιωθε να διαλύονται. Πρέπει να σταματήσουν να βλέπονται.. Στα μάτια του η λάμψη είχε σβήσει, δεν τελειώνει τίποτα, πρέπει να συνεχίσεις, κόμπιαζε, γειά σου. Η Δέσποινα βγήκε στο δρόμο, πάντα είχε κάποιον δίπλα της, άρχισε να τρέμει. Ανάσαινε πιο ελεύθερα τώρα, η υγρασία τής τρύπαγε το σώμα, ήταν αναπόφευκτο, αν και μοιραίο, γι’αυτόν έπρεπε να γίνει, σκόπευε να καταστραφεί όπως της άρεσε. Βάδιζε στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε τοίχους υγρούς, σκασμένους, σημαδεμένους από τις ελπίδες μιας γενιάς. Έκανε προσπάθεια να κυριαρχήσει στον εαυτό της, πιο κάτω ήταν το σπίτι της. Αν διάβαζε «Αρλεκιν» θα ήταν μια καρδιά ραγισμένη, τα βήματά της ασταθή, έφτασε σπίτι. Η μάνα της πήγε κάτι να της πει, πως έχουν μείνει οι δουλειές πίσω, να βοηθήσει να καθαρίσουν τη βιβλιοθήκη και μετά φεύγει. Χάθηκε αμίλητη στο δωμάτιό της.
Ήταν εδώ μπροστά της, ζητούσε τη βοήθειά της, ζούσε με την ενοχή του σε μια πόλη άδεια, εχθρική. Η Δέσποινα περπατούσε αργά πλάι του, με την εικόνα της προσποιητής αδιαφορίας στο πρόσωπό της, κανείς δεν ήταν τόσο μόνος όσο αυτός, τα λόγια του φτερούγισαν απελπισμένα, εσύ είσαι το καταφύγιό μου. Δεν ήταν έτσι πάντα τα πράγματα, γιατί δεν γυρίζει κοντά του, θα μπορούσε, έστω ψεύτικη, έτσι για να μην τρέμει τα βράδια.Η βροχή ψιθύριζε το όνομά της, η ώρα περνούσε, φοβόταν ότι δεν θα τη βρει, πήγε σ’όλα τα γνωστά στέκια, τα περισσότερα ήταν κλειστά, από κάθε περίπτερο τηλεφωνούσε, έχει βγει και το έκλειναν, κατάλαβαν ότι ήταν ο Δημήτρης, σκέφτονταν καινούργιους μπελάδες, προσπαθούσε ν’αλλάξει τη φωνή του, τελικά νευρίασαν μαζί του, δεν το σήκωναν. Κάτι υποψιάστηκε, έτρεξε να την συναντήσει. Καβάλησε τη μηχανή, έφτασε έξω από το σπίτι. Η Δέσποινα άκουγε τα τηλεφωνήματα και βούρκωνε. Με το που άκουσε τη μηχανή έτρεξε να τον συναντήσει. 'Εκλεισε την πόρτα δυνατά, η φωνή τού πατέρα της παρακλητική, τι θα έλεγε η γειτονιά αν τον άκουγε να φωνάζει.Ξημέρωνε, ήταν όμορφος στον πρωινό ουρανό, πέρα ανατολικά, ξαπλωμένο νωχελικά το βουνό. Έκρυψε το πρόσωπό του στον ώμο της, ζητούσε μια λύση, μια όμορφη στιγμή μαζί της, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια, μπορούσε όμως να πετύχει, στα πράγματα υπάρχει πάντα η πιθανότητα. Ολόκληρο το είναι του στην κραυγή του, την κοίταζε νικήτρια στο πεδίο της μάχης, κουφάρια σπαρμένα οι εγωισμοί του. Αναγνώριζε κάτι από την συντριβή της ήττας, λες και υπήρχε νικητής, κι οι δυο τους βούλιαζαν στην ανασφάλεια, σ’ένα μέλλον απρόθυμο να τους δεχθεί. Όμως ένοιωθε την ανάγκη να συντηρήσει την αυταπάτη, να πει πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, πως το παρελθόν είναι παρελθόν και έτσι πρέπει να παραμείνει, μετανιώνει γιατί θέλει ν’αλλάξει τη ζωή του, το μέλλον του. Ήθελε να ξεγελαστεί πως δεν υπάρχει κίνδυνος να τον απειλεί, περίμενε την τελεσίδικη απόφασή της, τουλάχιστον προκαλούσε το ενδιαφέρον της, την συγκινούσε, έστω μια αόριστη υπόσχεση. Τα μάτια της ήταν τώρα πιο θαμπά κι απόμακρα, το πρωινό λεωφορείο ανέβαινε ασθμαίνοντας, στις στάσεις τα νυσταγμένα πρόσωπα των εργατών, με τη γεύση του καφέ στο στόμα, το χάδι αφημένο στο δέρμα. Προτιμούσε να σβήνει τη θλίψη του στη μοναξιά που του προσφέρουν οι καθημερινές σχέσεις, ο απρόσκλητος επισκέπτης μιας ασφαλισμένης ζωής. Είχε την ανάγκη να τον αγαπήσουν, έστω για την ανευθυνότητα του, η καταστροφή του είχε ένα στοιχείο θριάμβου, γι’αυτό έπινε, θέλω να ξορκίσω την ενοχή μου, προσπάθησε να με καταλάβεις. Ένιωθε απρόθυμη να συμμετάσχει, νόμιζε πως ταξίδευε, η άμυνά της άχρηστη, τον αγαπούσε με τον τρόπο που νόμιζε ότι τον βοηθούσε, ανυποψίαστη για την αδυναμία της να αντισταθεί .
Τις δυσκολίες με τον Δημήτρη τις αντιμετώπιζε συναισθηματικά. Ήξερε ότι ο Δημήτρης έτσι όπως εμφανιζόταν δεν ήταν ο πραγματικός, να παραμένει αδρανής, να δέχεται τη ζωή χωρίς αντιστάσεις, μοιραία έφτανε στην απογοήτευση. Αυτό προσπαθούσε να εξηγήσει σ’όλους και πρώτα απ’όλα στον ίδιο της τον ευατό. Αυτήν την πίστη ήταν αδύνατο να την περάσει στο παγιδευμένο μυαλό του πατέρα της, κυρίως. Άξιζε όμως να προσπαθεί γιατί η αποτυχία δεν την φόβιζε, αντίθετα τη γιγάντωνε. Μια ακόμα παρτίδα χαμένη αλλά αποκλειστικά φτιαγμένη με δικούς της όρους. Ξέρεις, προσπαθεί πολύ, έχει πιάσει δουλειά, οδηγός στη «ΔΕΛΤΑ», έπρεπε να αρραβωνιαστούνε, άφησε πια τους εγωισμούς, πατέρα, δώσε μια ευκαιρία, η ζωή δεν είναι ισολογισμοί και ισοζύγια, θέλει ρίσκο, αγάπη και ανατροπές. Τα μάτια της ήταν υγρά, τον κοίταζε μέσα στα μάτια που ποτέ δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν όταν του μιλούσε, σαν να ήταν αυτός ένοχος, εντάξει, δεν είχε αντίρρηση, ας προσπαθήσουν ακόμα μια φορά, δική της η επιλογή, ελπίζω η μάνα σου να μην έχει αντίρρηση, άλλωστε μια ζωή με το μέρος σου ήταν, σιγά μη μου κρυβόταν.Ο Δημήτρης ερχόταν και την έπαιρνε , επίσημα πλέον από το σπίτι με τη βέσπα τώρα πια, του χάιδευε τα μαλλιά, έπιναν ούζο με χταπόδι στην παραλία, μαζί κι ο αδελφός της με την γυναίκα του.Σκορπίσανε οι παλιοί φίλοι, ο καθένας με την δική του ανάμνηση, είναι που μεγαλώσαμε, του έλεγε ένα βράδυ που την συνάντησε τυχαία στην Υμηττού, νοιώθω να βουλιάζω στην μετριότητα, αυτό είναι οι υποχρεώσεις. Ο Γιώργος άκουγε αφηρημένος, ένοιωθε ακόμη την ανάγκη να τον οδηγεί, προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος, ο καιρός γιαυτόν ήταν μια ανασύνταξη, ο καθένας για την προσωπική του δικαίωση. Όλα του προκαλούσαν αποστροφή, είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο ρόλος του, τον είχε αποδεχθεί, το είχε ακούσει πολλές φορές από το στόμα της, από τη φωνή της την αγάπησε, κι από κείνα τα χείλη που είχαν σκάσει. Ονειρευόταν τη γεύση τους, δεν υπήρχε δίλημμα, είχε δώσει τη δική του ερμηνεία, την έβλεπε σαν κάτι απαραβίαστο. Τον άλλο μήνα είναι ο γάμος μου, θα ρθεις, ναι θρησκευτικό, το ήθελε ο πατέρας μου.
Σπύρος Ντουμάνης ή Φούντας
Πέτρα-πέτρα το κτίσαμε, με τις υπερωρίες του Γιάννη, δούλεψα κι εγώ, τρία χρόνια σε βιοτεχνία, τα λεφτά δεν τα πήρα όλα, κήρυξε πτώχευση, μέχρι τα δικαστήρια φτάσαμε, εγώ ξέρω τι τράβηξα, έχω και το στήθος μου, με φάρμακα κρατιέμαι, για τίποτα δεν νοιάζεται, να κοιτάξει γύρω της, όλες οι φίλες της παντρευτήκανε, αποκατασταθήκανε παιδί μου, να η Δήμητρα πηγαίνει για το δεύτερο, μαζεύει όλους τους φίλους της εδώ μέσα, κι όλο συζητάνε. Θα μείνει στο ράφι, μάνα της είμαι και πονάω, έμπλεξε με τούτον τον αλήτη, όλη μέρα με τη μηχανή, ποιά γυναίκα θα γυρίσει να τον κοιτάξει, θα γίνει μητέρα των παιδιών του, αν δεν τον πάρει θα μείνει γεροντοκόρη, λέει, τον αγαπάει, φταίω εγώ που δεν τους άκουσα και δεν την έστειλα στο χωριό, στη θεία της, μικρή είναι θα στρώσει, μου λέγαν, δεν μπορώ πια να την υποφέρω, ποιά σοβαρή κοπέλα φέρεται έτσι, κλεισμένη στο δωμάτιο της, δεν μιλάει σε κανένα, όταν της τα λέω κατεβάζει το κεφάλι και κλείνεται στο δωμάτιο, από πείσμα, κι αυτός ο άντρας μου, μιλιά δεν βγάζει, λες και δεν είναι πατέρας της, ακόμη κι ο θειός της, γιατρός στο επάγγελμα, από κείνη εξαρτάται η ζωή της, λέει, δεν ξέρω που θα πάει αυτή η κατάσταση, δεν ξέρω. Γύριζε αλλού τη ματιά της, γινότανε γλυκιά, θα την φωνάξω να κατέβει.
Ο Γιώργος είχε αρχίσει να γίνεται άνθρωπος του σπιτιού. Του άνοιγε η μάνα της, ο πατέρας της σκυμμένος στο γραφείο, συμπλήρωνε κάτι χαρτιά. Σήκωνε το κεφάλι, τον χαιρετούσε, πως πάνε οι σπουδές, ρωτούσε, τελειώνω ένα δυο μαθήματα και μετά φαντάρος, κυρ Γιάννη. Η μητέρα της ερχόταν με τον καφέ, ήξερε πως τον έπινε.Η Δέσποινα κατέβαινε τη στενή σιδερένια σκάλα, δυσκολευόσουνα να την κατέβεις, νοιώθω όμορφα μαζί του, έλεγε στη Στέλλα, οι άλλοι την κούραζαν με την ουδετερότητά τους, η ζωή μαζί του ήταν ένα σημείο επαφής με την γαλήνη.Το σπίτι είχε ένα μικρό κήπο με τριανταφυλλιές, βασιλικό σε δυο γλάστρες ακουμπισμένες στον ξεφτισμένο τοίχο. Απέναντι τ’άλλα σπίτια έφτιαχναν μια κοινόχρηστη αυλή, μια κούνια κάτω από τη μουριά, βαλμένη στην άκρη. Τα πρωινά άκουγες τα ραδιόφωνα να παίζουν δυνατά, σκαρφάλωναν τον μαντρότοιχο τα παιδιά κι άρχιζαν το παιχνίδι. Βγαίναν οι γυναίκες, να πάτε σπίτι σας να παίξετε, φεύγανε μα αργότερα ξαναγύριζαν, τα χάζευε η Δέσποινα με τις ώρες. Ερχόταν η μάνα της να την δει, μην έπαθε τίποτα, μάνα είναι βλέπεις, κατέβαιναν μαζί στην κουζίνα, έπιανε η Δέσποινα μηχανικά τα πιάτα κι άρχιζε να τα πλένει.Η ιδέα να της τηλεφωνήσει ήταν της Στέλλας, εσένα θα σου μιλήσει, σε ξέρει καλύτερα, πως να το πω, σε εμπιστεύεται. Η σχέση της Δέσποινας με το Γιώργο ήταν φιλική, δηλαδή από τη «νεολαία» τη γνώριζε, στις συνελεύσεις μαζί, και καμμιά φορά στο ταβερνάκι του κυρ-Ηλία τα σαββατοκύριακα. Ήξερε πως η μάνα της δεν την έδινε στο τηλέφωνο, μετά από αυτά που έγιναν. Περιέργως το σήκωσε η ίδια , συναντήθηκαν την άλλη μέρα, βραδάκι, στα "αγαλματάκια". Φάγανε παγωτό, παρφέ σοκολάτα, με τη συζήτηση, εκείνη δεν πολυμιλούσε, χωρίς να το σκεφτεί της έπιασε το χέρι, μη στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά, θα βρίσκομαι κοντά σου. Ένοιωθε αμήχανα, του χαμογελούσε συγκαταβατικά. Όταν την άφησε σπίτι, να περνάς όποτε θέλεις, εμένα δεν με ενοχλείς, του είπε..
Όλο τον καιρό που γίνονταν οι τσακωμοί, ο Γιώργος ήταν το στήριγμά της. Η Δέσποινα είχε αλλάξει το στυλ στα μαλλιά της, περμανάντ, ζητούσε μια αλλαγή έστω πρόσκαιρη, μύριζαν όμορφα, δεν έφευγε από δίπλα της. Τον πρώτο καιρό την έβλεπε όταν είχαν συγκέντρωση, κάθε Παρασκευή απόγευμα. Η Δέσποινα δεν δούλευε, καθόταν σπίτι και διάβαζε, θα έδινε Νομική, κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο, τα δάχτυλά της κοντά και χοντρά. Αργούσε συνήθως , κι άρχιζαν τα παράπονα, μόνο εσύ καθυστερείς, μόλις καλμάριζαν τα νεύρα , αρχίζανε. Εκείνη τη νύχτα χιόνισε, είχαν ανηφορίσει για να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση για τον Βάρναλη στο δημοτικό σχολείο. Γυρίζοντας, τ’ αυτοκίνητα σχεδόν πατινάριζαν στο δρόμο, ξέκοψαν από τους άλλους, εκείνοι μπροστά, τραγούδια και φωνές, πίσω αυτοί κουβεντιάζοντας. Παραπατάνε, αγκαλιάζονται, γελάνε. Όταν γύρισε σπίτι δεν τον έπιανε ύπνος.Είχε δεθεί με μια σχέση που δεν του είχε επιβληθεί, αθόρυβα δίχως να αντιληφθεί τη σημασία της. Η Δέσποινα του προκαλούσε μια έλξη μαγευτική, πλανιόταν απόμακρη, ταυτόχρονα προσιτή, ένοιωθε την ανάγκη να αγγίξει το δέρμα της, που έκρυβε έναν κόσμο οργισμένο, γεμάτο όνειρα και επιθυμίες, έτοιμο να δεχθεί προσφορές ευγνωμοσύνης , δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Αναρωτιόταν γιατί τα έκανε όλα αυτά. Σε μια θάλασσα νόμιζε ότι πλανιόταν, μητρική, δίχως στεριά. Δεν υπήρχε μυστήριο, ούτε τα ερευνητικά βλέμματα των φίλων, καθώς έβγαινε μαζί της, δεν ήξερε για που, τον πείραζαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να είναι απόμακρος ή να χαμογελά με την προσπάθεια των φίλων του να αποκρυπτογραφήσουν την μεταλλαγή του. Τύχαινε να ανοίγει η πόρτα, έβλεπε αυτά τα παιδιά να χορεύουν στους διαστρεβλωμένους ήχους των DEEP PURPLE , τη Δέσποινα στα πρώτα καθίσματα, παρασυρμένη στο ρυθμό της μουσικής, τον ρωτούσαν γιατί δεν έμπαινε μέσα, ήθελε μονάχα να πάρει αέρα, τον έτσουζαν τα μάτια του από τον καπνό των τσιγάρων, αυτό ήταν μόνο, κι έπιανε τις σκέψεις από την αρχή.
Όταν μαθεύτηκε ότι έκαναν παρέα με το Γιώργο, ο Δημήτρης έψαξε να την βρει. Την συνάντησε βράδυ, καλοκαίρι ήτανε, στην πλατεία. Μια νύχτα αστραφτερή, μύριζε κρέας και μπύρα. Οι δρόμοι γεμάτοι κόσμο, φωτισμένοι, τα μπαλκόνια ξέχειλα από λουλούδια, άσπρες βιολέτες και γεράνια. Ανοιχτά τα παράθυρα, έβλεπες τα σαλόνια άδεια, σκοτεινά. Την τράβηξε πάνω του, την κοίταξε στα μάτια, λες και την έβλεπε πρώτη φορά. Τράβηξε τα χέρια του από το πρόσωπό της φοβισμένα. Η Δέσποινα ένοιωθε τρομαγμένη, έτρεξε μέσα στους δρόμους, έφτασε στο σπίτι του.Από τότε που άνοιξε το μαγαζί κι αποφάσισε να νοικοκυρευτεί δεν βγαίνει συχνά, η δουλειά καταλαβαίνεις , τον κούραζε, έλεγε να σταματήσει. Τον άκουγε ήρεμα, αδιάφορα, σαν τότε, Πέτρου και Παύλου, στο ξενοδοχείο πίσω από το λιμάνι, μ’ένα φεγγάρι ταξιδιάρικο να φιλάει τα καστανά μαλλιά της, στεφανωμένα στο υγρό μαξιλάρι, με την ανάσα των περαστικών στα δέρμα της. Ο πατέρας του, ναι συνέχιζε να πίνει, σαν παντρεύτηκα τη Γεωργία, τον θυμόταν να της λέει, μ’ εκείνη τη φωνή που ψεύδιζε από το κρασί, και τα αμυγδαλωτά μπλε μάτια του να παιγνιδίζουνε, διατηρώντας ακόμη τη λάμψη τους, άρχισαν ν’έρχονται τόνα πίσω από τ’άλλο τα παιδιά, το νησί δεν τους χώραγε. Έχεις πάει, τη ρωτούσε, όμορφο νησί, μια θάλασσα κλειστή, αντικριστά το χωριό, κατηφορίζει την πλαγιά, λευκό, γλάρος μ’ απλωμένα φτερά, το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία ψηλά στο βουνό, προστάτης, καντήλι φυσικό να φωτίζει τις απλές και καθημερινές φροντίδες .Μια βαθιά ρυτίδα του αυλάκωνε το μέτωπο, οριζόντια, σαν να το έκοβε στη μέση, σημάδι πελαγίσιο, δάκρυζε. Γρήγορα άδειασε, συνέχισε τη διήγησή του, οι άνθρωποι φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, κατατρεγμένοι, έψαχναν αλλοτινό καταφύγιο, έφυγαν πέρα μακριά στην Αθήνα οι περισσότεροι. Μικρό το μεροκάματο στα καίκια, μεγάλες οι ανάγκες, προοπτική δεν υπήρχε. Μας απόδιωξε κι εμάς ο τόπος και ήρθαμε εδώ πέρα. Πέσαμε με τα μούτρα στη δουλειά. Εγώ στο εργοστάσιο, η γυναίκα μου στο πλεκτήριο, ο Δημητράκης στο σχολειό. Δύσκολα στην αρχή, στο μυαλό μου συνέχεια στο νησί. Ξέρεις, το μαριδόδυχτο και το σουπιόδιχτο δουλεύονται Σαρακοστή.Τ’ απλάδια, συνέχιζε παρασυρμένος την διήγησή του, δίχως να νοιάζεται ποιος ήταν ο αποδέκτης των λόγων του, με το φεγγάρι. Ο ψαράς πρέπει να ξέρει που είναι η πέτρα, και που η τραγάνα για αστακό, μπαρμπούνια. Τα δίχτυα τ’αγοράζαμε έτοιμα. Περνούσαμε στο πάνω μέρος, στο καλαμέτο ο φελλός, στο κάτω το μολύβι.Τα μπαρμπουνόδιχτα έχουν τρεις στρώσεις. Από τις δυο εξωτερικές βάζουμε μανό και στο κέντρο το δίχτυ. Αγοράζουμε πανιά και τα κρεμάμε στον τοίχο. Βάζουμε στο μέσα μέρος το δίχτυ κι από μέσα το μανό. Αφού στήσουμε το δίχτυ κόβουμε το σκοινάκι, το καλαμέτο, περνάμε το φελλό. Αρχίζουμε να τ’αρματώνουμε, κάνουμε καμάρια στις άκρες με το μοδέλο. Αφού τελειώσει ο φελλός, το μπατάρουμε και γίνεται η ίδια δουλειά με το μολύβι.Τώρα που πέρασα στη σύνταξη, σκέφτομαι να γυρίσω πίσω, στο φαρδύ του πρόσωπο κόμπιαζε ο ιδρώτας, έχω λίγα λεφτά στην τράπεζα, τ’άλλα τα φυλάω για τη Μαρία μου, το στερνοπούλι μου, εκτός το Γιάννη και την Αλεξούλα που πέθαναν μικρά. Παράτησε το σχολείο, δεν τα πάει καλά με τα γράμματα, βοηθάει προς το παρόν στο σπίτι, έγινε ο καημός του Πέτρου, ένα παιδί μελαχρινό, το σπίτι τους απέναντι, φτωχός βέβαια , χρυσοχόος, στο μεροκάματο, ναι η μάνα της τα συνηθισμένα, για το καλό του παιδιού της μιλούσε, έτσι της έλεγε, να βρει ένα καλό παλληκάρι, μορφωμένο, ντρεπόταν που του μιλούσε έτσι, εμμέσως κακολογούσε το γυιό του, ήξερε πόσο τον αγαπούσε. Έπρεπε να πηγαίνει, τον χαιρετούσε με μάτια κόκκινα. Ο πατέρας της την περίμενε στην εξώπορτα, καπνίζοντας.
Είχε μπει για καλά το καλοκαίρι. Απόγευμα, ένας ήσυχος δρόμος, περνούσε με τη μηχανή ο Δημήτρης από τη μια άκρη μέχρι την άλλη, μαρσάροντας, κουραζόταν, φώναζαν οι γείτονες, είχαν ανοίξει τα παράθυρα για δροσιά, καθόταν σ’ένα καφενείο λίγο παρακάτω, δυο τρεις καρέκλες είχε μόνο κάτω από την τέντα, πράσινη, ξεβαμμένη. Κοίταζε από μακριά το ανοιχτό παράθυρο, η κουρτίνα έκρυβε το δωμάτιο που τόσο γνώριζε, έβαζε κι εκείνη το ράδιο δυνατά, έψαχνε , έβρισκε τραγούδια παραπονιάρικα, ούτε κι ή ίδια γνώριζε, για αυτήν ή για τον Δημήτρη. Η κουρτίνα τραβιόταν, πρόβαλε η Δέσποινα, χλωμή με την κίτρινη ρόμπα, κοίταζε τον δρόμο δεξιά-αριστερά, τον έβλεπε, έσπρωχνε την κουρτίνα με θόρυβο, σκίαζε το δωμάτιο. Τον Δημήτρη τον έπιανε πανικός, του φαίνονταν όλα ανόητα, έκανε και ζέστη, καβαλούσε τη μηχανή, κι ανηφόριζε για το σπίτι. Η Δέσποινα χαμήλωνε το ραδιόφωνο, λαχταρισμένη, τον άκουγε που έφευγε. Περίμενε ώσπου ο θόρυβος της μηχανής χανόταν, κατέβαινε, φώναζε το Χρήστο, ξάδελφός της ήτανε, τα λέγανε και ξεχνιότανε.
Έφυγε για διακοπές το δεκαπενταύγουστο με τον Δημήτρη στην Πάρο. Είπε στη μητέρα της ότι θα πάει με τη Στέλλα, της είχε εμπιστοσύνη, τον πατέρα της ούτε καν τον χαιρέτησε, την άφησε. Τα μεσημέρια ζέστη πολλή, ένας ήλιος φωτεινός, άσπρος, πύρωνε τους δρόμους, πλακοστρωμένους, στεγνούς, τριγυρνούσαν στην παραλία. Η Δέσποινα μ’ένα μωβ μαγιό, εκείνος με άσπρο σορτς, γυμνός από πάνω, ηλιοκαμένος. Μετρούσαν τα βήματά τους σιωπηλά, βουτούσαν κάπου κάπου τα πόδια τους στη θάλασσα για δροσιά.Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε διακοπές με τον Δημήτρη. Πέρσι έφυγε μαζί του, κόντευε να βγει το φθινόπωρο, είχε δoθεί σιωπηλή άδεια στη Δέσποινα από τη μητέρα της, εν γνώσει της με ποιον θα πήγαινε, σ'ένα χωριό στην Πελοπόννησο, κοντά στην πατρίδα της την Καλαμάτα.Οι πλαγιές πράσινες, τα δέντρα τους χαιρετούσαν, γερμένα στους μισοχαλασμένους δρόμους, το θρόισμά τούς συντρόφευε νοσταλγικά, ένα τραγούδι μαγευτικό, ξένοιαστο. Στα ψηλώματα κατέβαζε ο ουρανός μαυρίλα, το δειλινό μουντό, γκρίζο, ο Δημήτρης μ’ένα βλέμμα σκληρό, απλανές, άκαμπτος πάνω στη βαριά μηχανή, πίσω η Δέσποινα γερμένη πάνω του. Χωριά απλωμένα, άσπρες πινελιές, φωτισμένα από χλωμά φώτα που τρεμόσβηναν, μακρινά. Μόλις φάνηκαν τα πρώτα σπίτια το σκοτάδι είχε πέσει πριν την ώρα του.Η Δέσποινα κρατήθηκε πάνω του και κατέβηκε. Μπήκαν στο πρώτο καφενείο που βρήκαν. Ήταν γεμάτο, με δυσκολία βρήκαν καρέκλες άδειες. Οι πελάτες σταμάτησαν τις ομιλίες, το χαρτί και το τάβλι, και τους κοιτούσαν ερευνητικά.Ο Δημήτρης έβγαλε το μπουφάν του, χαμογέλασε αόριστα, βολεύτηκαν σ’ένα τραπεζάκι τραβηγμένο στην άκρη. Ο Δημήτρης άρχισε να εξετάζει προσεχτικά γύρω του τους κιτρινισμένους τοίχους με τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες, τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των ομοτράπεζων, τα απορημένα βλέμματα που εξακολουθούσαν να αναζητούν, ενδόμυχα, μια εξήγηση για την απρόσκλητη παρουσία τους. Παράγγειλαν νες με γάλα, το σπίτι του κυρίου Γρηγορίου είναι εδώ κοντά, ρώτησε τον καφετζή, ο γυιός του ο Μάκης τους είχε δώσει τα κλειδιά, οι γέροι μου δεν πηγαίνουν τώρα τελευταία, τόχουμε σχεδόν εγκαταλείψει, καθείστε όσες μέρες θέλετε, τους είχε πει.Το τελευταίο πίσω από την εκκλησία, δίπλα από το μαγαζί της κυρά Πίτσας, το φουρνάρικο, ρωτήστε παρακάτω, θα σας πούνε.Φτάσανε, τι ιδέα κι αυτή να έρθουμε εδώ, βούλιαζαν τα πόδια τους στο χώμα, δεν μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, άλλα τους έλεγε ο Μάκης, βρήκαν επιτέλους την πόρτα, σκοτεινιά, μπήκαν, όμορφα είναι λέει η Δέσποινα, ησυχία. Έγειρε πάνω του, ο καπνός από τα τσιγάρα κρατούσε ακόμη στα μαλλιά του, μαύρα, πυκνά, σ’αγαπάω κι είναι όλα ψεύτικα, ένα χαμόγελο έβρεξε τα χείλη της, τα δάχτυλά της στην πλάτη του, στο κορμί, τα πόδια της του τώρα πια ανάμεσα στα δικά της να τυλίγονται, αξεχώριστα, η βροχή έξω κάλυπτε τους αναστεναγμούς τους.
Της το είχαν πει, απέξω απέξω, στη «Ζέμπρα», ήταν ολοφάνερο, κανείς δεν περίμενε απ’αυτόν να την αγαπάει, τουναντίον μάλιστα, ήθελε να παίξει μαζί της, είχανε παραδείγματα με τις άλλες, κάθε μέρα με διαφορετική στη μηχανή, να ανεβοκατεβαίνουν τη λεωφόρο. Δεν τους πίστεψε, οι διακοπές στην Πάρο προχωρούσαν, τα βράδια δεν έβγαιναν έξω, κάπνιζαν τσιγάρο ξαπλωμένοι στις πολυθρόνες, με τα μάτια καρφωμένα στον κόσμο με τα κοντομάνικα ανοιχτά πουκάμισα που περνούσε, μονάχα για περιοδικά και εφημερίδα κατέβαινε η Δέσποινα. Όταν ξάπλωναν, ήθελε να του πει τα όνειρά της, να κουβεντιάσει μαζί του, ήθελε να τον παντρευτεί, θα πήγαιναν αν ήθελε να ζήσουν στην Καλαμάτα, έχεις πάει στην Καλαμάτα; Μιλούσε σιγά, τα μάτια της καρφωμένα στο ταβάνι. Τώρα ήταν μοναχικός, απόμακρος, γιατί; Μήπως έπαψε να την αγαπά, δεν μπορώ να τον αγαπήσω όπως οι άλλες, σκεπτόταν. Γυρνούσε προς το μέρος του, τον χάιδευε, της είπε να τον αφήσει, ήταν κουρασμένος, ήθελε να κοιμηθεί, γύρισε την πλάτη της στο πλάι και το δάκρυ κύλισε καυτό στο μαξιλάρι. Το άλλο πρωί, εκείνη ήταν στο μπάνιο, πρέπει να φύγουμε της είπε, με πήραν τηλέφωνο από τη δουλειά μου, δεν υπήρχαν περιθώρια για αντιδράσεις, χωρίσανε ψυχρά, ούτε τη φίλησε πεταχτά όπως το συνήθιζε, θα της τηλεφωνήσει αύριο, χάθηκε πέρα στο δρόμο. Τα επόμενα βράδια με το φεγγάρι να λούζει τα μαλλιά τους, απόμεναν μονάχες αυτή και η Στέλλα καθισμένες στο πεζούλι. Πιο πέρα τα γιασεμιά τις έλουζαν με το άρωμά τους, ριγούσαν από τον αέρα που σηκώθηκε. Κουβέντα στην κουβέντα, περνούσε η ώρα, ο Δημήτρης δεν ερχόταν , ένοιωθε αδύναμος ψυχολογικά, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος, να επανεξετάσει ορισμένα πράγματα που αυτός θεωρούσε θεμελιώδη , για να προχωρήσει δίχως πισωγυρίσματα και αναβολές. Η Δέσποινα πεταγόταν ξαφνικά απάνω, έχω αργήσει φώναζε τρομαγμένη , κι έφευγε. Ακούγονταν τα τσόκαρα στο στενό, μέχρι που έφτανε σπίτι της.
Περνούσαν οι μέρες, ο Γιώργος τριγύριζε στην ερημιά της πλατείας, στους δρόμους που είχαν περπατήσει μαζί, να τον ποτίζει η μοναξιά και ένα αβέβαιο μέλλον. Προχθές είδε ξανά τη φωτογραφία της. Ξαπλωμένη στην άμμο, με μαγιώ, βρεγμένα κολλημένα μαλλιά. Μια θολή φωτογραφία ή ένα θολό πρόσωπο, φαίνεται η στρογγυλάδα του προσώπου της, έντονη, χαρακτηριστική, κι έχει ανασηκωμένο το αριστερό της πόδι. Τραβηγμένη από το Γιάννη, είχαν πάει μαζί για μπάνιο στη Ν.Μάκρη, μαζί η Ελένη και ο Γιώργος. Η παρέα τους δέθηκε στενά, όλοι μαζί σινεμά, βόλτα ακόμα και στο «Μαγεμένο Αυλό», θα πάω την Ελένη στο σπίτι, έλεγε ο Γιάννης, αυτοί συνεχίζανε, έφταναν σπίτι την καληνύχτιζε, στο κρεβάτι δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σ’αγαπάω, της είπε ένα απόγευμα, ο ήλιος έγερνε πίσω από τον Υμηττό, ακουμπούσαν οι χλωμές αχτίνες του στην άκρη του μπαλκονιού, κουρασμένες από το ημερήσιο ταξίδι τους, παίζοντας με τα φύλλα του γιασεμιού, ο Γιάννης δεν μασούσε τα λόγια του, με τρελαίνουν τα μάτια σου, τα μαλλιά σου, το κορμί σου, αποφάσισε εδώ και τώρα, την προκάλεσε. Η Ελένη έγειρε στην αγκαλιά του, η αποδοχή ήταν ολοφάνερη.Παλιά κάθε απόγευμα έβαζε το ραδιόφωνο, ξάπλωνε και περίμενε, τι, ούτε αυτή γνώριζε. Τον γνώρισε σε μια ταινία του Τσάπλιν, ο Γιάννης στεκόταν όρθιος, αργοπορημένος, έτοιμος πάντα να φύγει, η Ελένη ετοιμαζόταν για εξετάσεις, της κρατούσαν συντροφιά ο Γιώργος και η Δέσποινα τις ελεύθερες ώρες, της εμπιστοσύνης παιδί ο Γιωργάκης, παντού περιζήτητος συνομιλητής. Ο Γιάννης ζούσε εργένης, ο πατέρας του πολιτικός πρόσφυγας, το σπίτι του στην πίσω πλευρά της εκκλησίας, είχε δική του δουλειά, στρωμένη, τάχε πατήσει τα τριανταπέντε, εκείνη μόνο είκοσι. Τα απογεύματα έπινε τον καφέ του στο μπαλκόνι, μέτριος στο ανάστημα, εύσωμος, καστανός. Με τον Γιώργο δεν μιλούσανε πολύ, τον γνώριζε λίγο καιρό. Τον κάλεσε ένα βράδυ, ήρθε η Ελένη με την Δέσποινα, με το ουίσκυ είχαν αιγινήτικα που του άρεσαν, δέθηκαν. Την Ελένη την συνάντησε την άλλη μέρα στα γραφεία, περίμενε να τον καλέσουν, τον χαιρέτησε πρώτη. Περίμενε άπρακτος, μέσα οι υπεύθυνοι καθισμένοι γύρω από ένα γραφείο, άλλαζαν ψιθυριστά τις γνώμες τους, τον κοίταζαν από απόσταση. Δεν τολμούσε να πλησιάσει, μύριζε σκουπίδι και κλεισούρα. Όταν αποφάσισαν να του μιλήσουν, έλα Γιάννη πέρασε, χαιρέτησε την Ελένη, θα τα πουν στην πλατεία, πάτησε χάμω το τσιγάρο και μπήκε.
Τώρα που άλλαξε όψη η πλατεία, θυμούνται όλοι τον κόσμο που μάζευε τα βράδια. Υπάρχουν ακόμη οι λεμονιές, εκεί καθόντανε οι άντρες με καλό καιρό, φιλικό, έπιναν και συζητούσαν. Τα πρωινά συχνάζανε κάτι γέροι Μικρασιάτες, μετά άρχισαν να πηγαίνουν κι εκείνοι. Τώρα χάθηκαν, λες κι έφυγαν σ’ένα βράδυ. Το μαγαζί στη γωνία είχε λίγο απ’όλα, αναψυκτικά, μπύρα, ούζο με ποικιλία μεζέδων, κονιάκ χύμα για το χειμώνα. Τώρα βουβάθηκε, πήραν τα τραπέζια και τις καρέκλες, έφυγαν κι αυτοί. Έμεινε μόνο η ανάμνηση του μπαρμπα-Γιάννη, τα μεσημέρια τους μάζευε, η διήγησή του κυλούσε αυτάρεσκα, τότε να δεις δύσκολο να οργανωθείς, όχι σαν τώρα, την «Αυγή» την αγόραζες πέντε στενά παρακάτω, όλοι οι περιπτεράδες χαφιέδες ήτανε, τουλάχιστον να μην γνωρίζουν την οικογένεια σου, τα παιδιά σου, κι αν είχες θάρρος να τη διαβάσεις στο καφενείο, να πεις κι εμείς εδώ είμαστε δεν χαθήκαμε, έπεφταν πάνω σου οι χασικλήδες, άντε να ξεμπερδέψεις. Εμένα που με βλέπεις ήμουνα από τους πρώτους που χαιρέτησα τις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας στη φυλακή, στην Κέρκυρα ήμουνα, όταν γύρισα το εξήντα, να εδώ παρακάτω ήταν τα γραφεία της ΕΔΑ, αυτοί που υπέγραψαν και μετά έφυγαν από το κόμμα, το εξήντα οκτώ, οι αναθεωρητές, πρόσεχε μην τα πάρεις στραβά αυτά που σου λέω, ήρθε και με βρήκε ο Τσεμπελέκος, είχε υπογράψει, δυο χρόνια έμεινε μέσα, άρχισε την κριτική, είμαστε κόμμα της εργατικής τάξης , του λέω, έχουμε ευθύνες απέναντί της, πρέπει να ιεραρχούμε τους στόχους μας, δεν μιλούσα προσωπικά, στη δικτατορία άνοιξε μαγαζί, κουζίνες, πλυντήρια ,τέτοια, κανείς δεν τον ενόχλησε. Να προσέχετε τις παρέες σας, είμαι χρόνια στο κίνημα, σας μιλάει η πείρα. Εντάξει μπάρμπα-Γιάννη, κι εμείς στο ίδιο κόμμα πιστεύουμε, τα γνωρίζουμε, τα διαβάσαμε. Στην κατοχή στην ΟΠΛΑ, μέχρι και τρομοκράτη με είπανε, τους είπα ότι σημασία έχει η εθνική ανεξαρτησία, είναι το πρώτο πράγμα, κοντεύαμε ν’αρπαχτούμε, ευτυχώς ήρθε η Δωδέκατη Ολομέλεια και ξεκαθαρίσαμε από τα καθάρματα. Μύριζε ούζο, τα δόντια του αραιά και κίτρινα, αργούσε κι η Δέσποινα, μα τι είχε γίνει;
Το απόγευμα ο Γιώργος πήγε σπίτι της, δεν ήταν εκεί, ανέβα δεν θ’αργήσει, είπε η μητέρα της , να την περιμένεις. Ανέβηκε επάνω στο δωμάτιό της, κάθε που πήγαινε, εκεί καθόντουσαν. Αυτή τη φορά δεν ήθελε καφέ, του έφερε ούζο, η σκάλα έτριζε, απέναντι τα σπίτια, οι πόρτες ξύλινες, κλειστές, τα έβλεπε όλα από το παράθυρο. Αργούσε, η φωτογραφία της στο γραφείο αντικρυστά, καθισμένη σ’ένα παγκάκι, πουκαμίσα κόκκινη, ριγέ, παντελόνι τζην, κοίταζε πέρα μακριά στο δρόμο, κοίταζε κι αυτός μαζί της. Λένε πως είναι όμορφη με το κόκκινο φόρεμα που κολούσε πάνω της, το λευκό δέρμα, το μηλάτο πρόσωπο, η κρεατοελιά στο αριστερό της μάγουλο, το παιγνιδιάρικο βλέμμα της. Η Δέσποινα γύρισε με μάτια κόκκινα. Τα έβαλε με τον πατέρα της που δεν την άφηνε να τον βλέπει, πρέπει να τον παντρευτεί, να είναι πάντα δίπλα του, την έχει ανάγκη, δεν το βλέπουνε, εθελοτυφλούνε; Να πέρασα πάλι από τον Δημήτρη, άρχισε πάλι τα ίδια, καταλαβαίνεις, τον βρήκε μούσκεμα στον ιδρώτα, ξαπλωμένο. Αν και το είχε καταλάβει της κόπηκαν τα πόδια, τον έπιασε από το χέρι τρυφερά, έλυσε τα μαλλιά της, απόμεινε να τον κοιτάζει στα μάτια. Η κουρασμένη της όψη στον καθρέφτη, το χρώμα της χλωμό, μια ρυτίδα αχνοφέγγιζε στο μέτωπό της. Ένοιωθε να μεγαλώνει, έσφιγγε τα χείλη της, τον έκανε να μελαγχολεί. Ήταν ανώφελο να υπερασπιστεί μια υπόθεση που είχε χαθεί πριν ακόμη αρχίσει, πρέπει να πηγαίνω, θα σε πάρω τηλέφωνο, ψιθύρισε, αφήνοντας το βλέμμα του να πέσει στα δάχτυλά της. Δεν ξέκοψε από το σπίτι, οι δικοί της του είπανε να έρχεται όποτε θέλει. Ήθελε να βρίσκεται μακριά από οικογενειακές υποθέσεις, η παρουσία του ήταν διακριτική, ήταν όμως λιγάκι ντροπαλός. Στεναχωρήθηκαν που έφυγε, κάτι μάντευαν, καλό παιδί, ξεχνιόταν η κόρη τους.
Ο ήλιος βασίλευε απέναντι στον ματωμένο ουρανό, όταν γύρισε σπίτι. Φορούσε μπλουζάκι αθλητικό, τρυπητό, ένοιωθε άκεφος, μελαγχολικός. Όταν έφτασε, ο πατέρας του θα πήγαινε να πιεί καμμιά μπύρα με το Μιχάλη. Είχε παρέες, δεν υποστήριζαν το ίδια κόμμα, οι περισσότεροι είχαν φαλακρίνει, μιλούσαν για μάρκες αυτοκινήτων, για καλές ταβέρνες, στου «Θωμά» είχε την καλύτερη ρετσίνα, απίθανη, τους έφερνε κι ο Στάθης φασολάκια από το σπίτι, ζητούσε όμως άλλο αέρα, τους βαρέθηκε, κόλλησε στη διπλανή ΕΒΓΑ. Περίμεναν κάποιον να του πουν για την ακρίβεια, τους μισθούς, ν’ακουμπήσουν τους καημούς τους, στο υπουργείο δούλευε, ανώτατος υπάλληλος, σεβαστό πρόσωπο, εκείνος ήξερε. Γρήγορα τους παράτησε κι αυτούς, τελευταία δεν έβγαινε συχνά από το σπίτι, πήγαινε από το Μιχάλη, τα λέγανε. Κατέβασε προγούλι, φορούσε σπορ ρούχα , τώρα με τις ζέστες ακόμη και μπλούζα κολεγίου φορούσε τα δροσερά βράδια, Lacoste. Το αντίθετο του πατέρα της, σκεφτόταν την ώρα που έμπαινε στο μπάνιο. Ο πατέρας της δούλευε σε δικηγορικό γραφείο, γύριζε κουρασμένος, όταν έμπαινε κλεινόταν στο δωμάτιο, η Δέσποινα δεν άντεχε το βλέμμα του. . Καλοντυμένος πάντα, γυαλισμένα παπούτσια, καφέ, έσερνε λιγάκι το αριστερό του πόδι. Δεν έβγαινε από το σπίτι ,έμενε έρημος, δίχως παρέα. Του άρεσε ν’αρχίζει πρώτος την κουβέντα, φοβόταν πως αν άνοιγε κάποιος άλλος το στόμα του, θα έλεγε κάτι καλό για την κόρη του και τον Δημήτρη. Φυσικά ούτε και τη γυναίκα του άκουγε, όλη τη ζωή τής μάθαινε το σωστό, είχε δικό του θεό. Ήθελε να τον παινεύουν για τη στάση του, αναγκαζόταν κι ο Γιώργος να συμφωνεί μαζί του, κι ας μην το ήθελε. Όταν καμιά φορά ανέβαινε στα γραφεία της νεολαίας, γιατί όλα κι όλα, προοδευτικός ήτανε, ο Γιώργος ήταν ο πρώτος που έτρεχε να του μιλήσει. Κι όταν δέχτηκε την υποψηφιότητα δημοτικού συμβούλου, ο Γιώργος έτρεχε από σπίτι σε σπίτι, για να εκλεγεί, ενίσχυε την υπόληψή του υποψηφίου, χρησιμοποιούσε τη νεανικότητά του, κι ας ήξερε. Το έβρισκε άτιμο, μα έπρεπε να κάνει το καθήκον του. Τα συζητούσαν με την Δέσποινα ένα μεσημέρι, είχαν πάει εκδρομή με τον πολιτιστικό σύλλογο. Γύρω τους τα βουνά, το ποτάμι στερεμένο κάτω στα πόδια τους, τα σώματά τους ακουμπούσαν ανεπαισθήτως.
Όσο κι αν της ήταν δυσάρεστο το είχε αποφασίσει. Ένοιωθε το χαμόγελό της να σβήνει, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, δεν θα κλάψω μπροστά του, απαράβατος όρος στον εαυτό της, η λαχτάρα που την έκανε να δώσει μια «τελική λύση» άρχιζε να την εγκαταλείπει. Όταν τον είδε, ο Γιώργος, στεκόταν όρθιος μιλώντας με τον μπάρμαν, το Μιχάλη το «φορτιστή», έτσι τον φώναζαν, ένα νεαρό με καστανά μάτια και πλούσια μαλλιά, στηρίζοντας το πόδι του στο σκαμπό και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Θα έπρεπε να τον είχε προετοιμάσει, μήπως δεν το έδειχνε τώρα τελευταία, πήγε με τον Πασχάλη στο «ΑΚΡΟΑΜΑ», δεν επέμενε να πάει μαζί της. Όλα της τα σχέδια, τα προετοιμασμένα λόγια, ένοιωθε να διαλύονται. Πρέπει να σταματήσουν να βλέπονται.. Στα μάτια του η λάμψη είχε σβήσει, δεν τελειώνει τίποτα, πρέπει να συνεχίσεις, κόμπιαζε, γειά σου. Η Δέσποινα βγήκε στο δρόμο, πάντα είχε κάποιον δίπλα της, άρχισε να τρέμει. Ανάσαινε πιο ελεύθερα τώρα, η υγρασία τής τρύπαγε το σώμα, ήταν αναπόφευκτο, αν και μοιραίο, γι’αυτόν έπρεπε να γίνει, σκόπευε να καταστραφεί όπως της άρεσε. Βάδιζε στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε τοίχους υγρούς, σκασμένους, σημαδεμένους από τις ελπίδες μιας γενιάς. Έκανε προσπάθεια να κυριαρχήσει στον εαυτό της, πιο κάτω ήταν το σπίτι της. Αν διάβαζε «Αρλεκιν» θα ήταν μια καρδιά ραγισμένη, τα βήματά της ασταθή, έφτασε σπίτι. Η μάνα της πήγε κάτι να της πει, πως έχουν μείνει οι δουλειές πίσω, να βοηθήσει να καθαρίσουν τη βιβλιοθήκη και μετά φεύγει. Χάθηκε αμίλητη στο δωμάτιό της.
Ήταν εδώ μπροστά της, ζητούσε τη βοήθειά της, ζούσε με την ενοχή του σε μια πόλη άδεια, εχθρική. Η Δέσποινα περπατούσε αργά πλάι του, με την εικόνα της προσποιητής αδιαφορίας στο πρόσωπό της, κανείς δεν ήταν τόσο μόνος όσο αυτός, τα λόγια του φτερούγισαν απελπισμένα, εσύ είσαι το καταφύγιό μου. Δεν ήταν έτσι πάντα τα πράγματα, γιατί δεν γυρίζει κοντά του, θα μπορούσε, έστω ψεύτικη, έτσι για να μην τρέμει τα βράδια.Η βροχή ψιθύριζε το όνομά της, η ώρα περνούσε, φοβόταν ότι δεν θα τη βρει, πήγε σ’όλα τα γνωστά στέκια, τα περισσότερα ήταν κλειστά, από κάθε περίπτερο τηλεφωνούσε, έχει βγει και το έκλειναν, κατάλαβαν ότι ήταν ο Δημήτρης, σκέφτονταν καινούργιους μπελάδες, προσπαθούσε ν’αλλάξει τη φωνή του, τελικά νευρίασαν μαζί του, δεν το σήκωναν. Κάτι υποψιάστηκε, έτρεξε να την συναντήσει. Καβάλησε τη μηχανή, έφτασε έξω από το σπίτι. Η Δέσποινα άκουγε τα τηλεφωνήματα και βούρκωνε. Με το που άκουσε τη μηχανή έτρεξε να τον συναντήσει. 'Εκλεισε την πόρτα δυνατά, η φωνή τού πατέρα της παρακλητική, τι θα έλεγε η γειτονιά αν τον άκουγε να φωνάζει.Ξημέρωνε, ήταν όμορφος στον πρωινό ουρανό, πέρα ανατολικά, ξαπλωμένο νωχελικά το βουνό. Έκρυψε το πρόσωπό του στον ώμο της, ζητούσε μια λύση, μια όμορφη στιγμή μαζί της, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια, μπορούσε όμως να πετύχει, στα πράγματα υπάρχει πάντα η πιθανότητα. Ολόκληρο το είναι του στην κραυγή του, την κοίταζε νικήτρια στο πεδίο της μάχης, κουφάρια σπαρμένα οι εγωισμοί του. Αναγνώριζε κάτι από την συντριβή της ήττας, λες και υπήρχε νικητής, κι οι δυο τους βούλιαζαν στην ανασφάλεια, σ’ένα μέλλον απρόθυμο να τους δεχθεί. Όμως ένοιωθε την ανάγκη να συντηρήσει την αυταπάτη, να πει πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, πως το παρελθόν είναι παρελθόν και έτσι πρέπει να παραμείνει, μετανιώνει γιατί θέλει ν’αλλάξει τη ζωή του, το μέλλον του. Ήθελε να ξεγελαστεί πως δεν υπάρχει κίνδυνος να τον απειλεί, περίμενε την τελεσίδικη απόφασή της, τουλάχιστον προκαλούσε το ενδιαφέρον της, την συγκινούσε, έστω μια αόριστη υπόσχεση. Τα μάτια της ήταν τώρα πιο θαμπά κι απόμακρα, το πρωινό λεωφορείο ανέβαινε ασθμαίνοντας, στις στάσεις τα νυσταγμένα πρόσωπα των εργατών, με τη γεύση του καφέ στο στόμα, το χάδι αφημένο στο δέρμα. Προτιμούσε να σβήνει τη θλίψη του στη μοναξιά που του προσφέρουν οι καθημερινές σχέσεις, ο απρόσκλητος επισκέπτης μιας ασφαλισμένης ζωής. Είχε την ανάγκη να τον αγαπήσουν, έστω για την ανευθυνότητα του, η καταστροφή του είχε ένα στοιχείο θριάμβου, γι’αυτό έπινε, θέλω να ξορκίσω την ενοχή μου, προσπάθησε να με καταλάβεις. Ένιωθε απρόθυμη να συμμετάσχει, νόμιζε πως ταξίδευε, η άμυνά της άχρηστη, τον αγαπούσε με τον τρόπο που νόμιζε ότι τον βοηθούσε, ανυποψίαστη για την αδυναμία της να αντισταθεί .
Τις δυσκολίες με τον Δημήτρη τις αντιμετώπιζε συναισθηματικά. Ήξερε ότι ο Δημήτρης έτσι όπως εμφανιζόταν δεν ήταν ο πραγματικός, να παραμένει αδρανής, να δέχεται τη ζωή χωρίς αντιστάσεις, μοιραία έφτανε στην απογοήτευση. Αυτό προσπαθούσε να εξηγήσει σ’όλους και πρώτα απ’όλα στον ίδιο της τον ευατό. Αυτήν την πίστη ήταν αδύνατο να την περάσει στο παγιδευμένο μυαλό του πατέρα της, κυρίως. Άξιζε όμως να προσπαθεί γιατί η αποτυχία δεν την φόβιζε, αντίθετα τη γιγάντωνε. Μια ακόμα παρτίδα χαμένη αλλά αποκλειστικά φτιαγμένη με δικούς της όρους. Ξέρεις, προσπαθεί πολύ, έχει πιάσει δουλειά, οδηγός στη «ΔΕΛΤΑ», έπρεπε να αρραβωνιαστούνε, άφησε πια τους εγωισμούς, πατέρα, δώσε μια ευκαιρία, η ζωή δεν είναι ισολογισμοί και ισοζύγια, θέλει ρίσκο, αγάπη και ανατροπές. Τα μάτια της ήταν υγρά, τον κοίταζε μέσα στα μάτια που ποτέ δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν όταν του μιλούσε, σαν να ήταν αυτός ένοχος, εντάξει, δεν είχε αντίρρηση, ας προσπαθήσουν ακόμα μια φορά, δική της η επιλογή, ελπίζω η μάνα σου να μην έχει αντίρρηση, άλλωστε μια ζωή με το μέρος σου ήταν, σιγά μη μου κρυβόταν.Ο Δημήτρης ερχόταν και την έπαιρνε , επίσημα πλέον από το σπίτι με τη βέσπα τώρα πια, του χάιδευε τα μαλλιά, έπιναν ούζο με χταπόδι στην παραλία, μαζί κι ο αδελφός της με την γυναίκα του.Σκορπίσανε οι παλιοί φίλοι, ο καθένας με την δική του ανάμνηση, είναι που μεγαλώσαμε, του έλεγε ένα βράδυ που την συνάντησε τυχαία στην Υμηττού, νοιώθω να βουλιάζω στην μετριότητα, αυτό είναι οι υποχρεώσεις. Ο Γιώργος άκουγε αφηρημένος, ένοιωθε ακόμη την ανάγκη να τον οδηγεί, προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος, ο καιρός γιαυτόν ήταν μια ανασύνταξη, ο καθένας για την προσωπική του δικαίωση. Όλα του προκαλούσαν αποστροφή, είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο ρόλος του, τον είχε αποδεχθεί, το είχε ακούσει πολλές φορές από το στόμα της, από τη φωνή της την αγάπησε, κι από κείνα τα χείλη που είχαν σκάσει. Ονειρευόταν τη γεύση τους, δεν υπήρχε δίλημμα, είχε δώσει τη δική του ερμηνεία, την έβλεπε σαν κάτι απαραβίαστο. Τον άλλο μήνα είναι ο γάμος μου, θα ρθεις, ναι θρησκευτικό, το ήθελε ο πατέρας μου.
Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 07, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ(ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΕΛΟΣ!)
Τις δυσκολίες με τον Δημήτρη τις αντιμετώπιζε συναισθηματικά. Ήξερε ότι ο Δημήτρης έτσι όπως εμφανιζόταν δεν ήταν ο πραγματικός, να παραμένει αδρανής, να δέχεται τη ζωή χωρίς αντιστάσεις, μοιραία έφτανε στην απογοήτευση. Αυτό προσπαθούσε να εξηγήσει σ’όλους και πρώτα απ’όλα στον ίδιο της τον ευατό. Αυτήν την πίστη ήταν αδύνατο να την περάσει στο παγιδευμένο μυαλό του πατέρα της, κυρίως. Άξιζε όμως να προσπαθεί γιατί η αποτυχία δεν την φόβιζε, αντίθετα τη γιγάντωνε. Μια ακόμα παρτίδα χαμένη αλλά αποκλειστικά φτιαγμένη με δικούς της όρους. Ξέρεις, προσπαθεί πολύ, έχει πιάσει δουλειά, οδηγός στη «ΔΕΛΤΑ», έπρεπε να αρραβωνιαστούνε, άφησε πια τους εγωισμούς, πατέρα, δώσε μια ευκαιρία, η ζωή δεν είναι ισολογισμοί και ισοζύγια, θέλει ρίσκο, αγάπη και ανατροπές. Τα μάτια της ήταν υγρά, τον κοίταζε μέσα στα μάτια που ποτέ δεν μπορούσαν να σταθεροποιηθούν όταν του μιλούσε, σαν να ήταν αυτός ένοχος, εντάξει, δεν είχε αντίρρηση, ας προσπαθήσουν ακόμα μια φορά, δική της η επιλογή, ελπίζω η μάνα σου να μην έχει αντίρρηση, άλλωστε μια ζωή με το μέρος σου ήταν, σιγά μη μου κρυβόταν.
Ο Δημήτρης ερχόταν και την έπαιρνε , επίσημα πλέον από το σπίτι με τη βέσπα τώρα πια, του χάιδευε τα μαλλιά, έπιναν ούζο με χταπόδι στην παραλία, μαζί κι ο αδελφός της με την γυναίκα του.
Σκορπίσανε οι παλιοί φίλοι, ο καθένας με την δική του ανάμνηση, είναι που μεγαλώσαμε, του έλεγε ένα βράδυ που την συνάντησε τυχαία στην Υμηττού, νοιώθω να βουλιάζω στην μετριότητα, αυτό είναι οι υποχρεώσεις. Ο Γιώργος άκουγε αφηρημένος, ένοιωθε ακόμη την ανάγκη να τον οδηγεί, προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος, ο καιρός γιαυτόν ήταν μια ανασύνταξη, ο καθένας για την προσωπική του δικαίωση. Όλα του προκαλούσαν αποστροφή, είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο ρόλος του, τον είχε αποδεχθεί, το είχε ακούσει πολλές φορές από το στόμα της, από τη φωνή της την αγάπησε, κι από κείνα τα χείλη που είχαν σκάσει. Ονειρευόταν τη γεύση τους, δεν υπήρχε δίλημμα, είχε δώσει τη δική του ερμηνεία, την έβλεπε σαν κάτι απαραβίαστο. Τον άλλο μήνα είναι ο γάμος μου, θα ρθεις, ναι θρησκευτικό, το ήθελε ο πατέρας μου.
Ο Δημήτρης ερχόταν και την έπαιρνε , επίσημα πλέον από το σπίτι με τη βέσπα τώρα πια, του χάιδευε τα μαλλιά, έπιναν ούζο με χταπόδι στην παραλία, μαζί κι ο αδελφός της με την γυναίκα του.
Σκορπίσανε οι παλιοί φίλοι, ο καθένας με την δική του ανάμνηση, είναι που μεγαλώσαμε, του έλεγε ένα βράδυ που την συνάντησε τυχαία στην Υμηττού, νοιώθω να βουλιάζω στην μετριότητα, αυτό είναι οι υποχρεώσεις. Ο Γιώργος άκουγε αφηρημένος, ένοιωθε ακόμη την ανάγκη να τον οδηγεί, προσπαθούσε να φαίνεται ευχάριστος, ο καιρός γιαυτόν ήταν μια ανασύνταξη, ο καθένας για την προσωπική του δικαίωση. Όλα του προκαλούσαν αποστροφή, είχε αποφασίσει να βολευτεί μέσα στη μνήμη, μονάχος, όπως τον καιρό που όταν ήταν παιδί έβγαινε στη βροχή, σήκωνε το κεφάλι και βρεχόταν στο πρόσωπο. Αυτός ήταν ο ρόλος του, τον είχε αποδεχθεί, το είχε ακούσει πολλές φορές από το στόμα της, από τη φωνή της την αγάπησε, κι από κείνα τα χείλη που είχαν σκάσει. Ονειρευόταν τη γεύση τους, δεν υπήρχε δίλημμα, είχε δώσει τη δική του ερμηνεία, την έβλεπε σαν κάτι απαραβίαστο. Τον άλλο μήνα είναι ο γάμος μου, θα ρθεις, ναι θρησκευτικό, το ήθελε ο πατέρας μου.
Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 04, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ
Ήταν εδώ μπροστά της, ζητούσε τη βοήθειά της, ζούσε με την ενοχή του σε μια πόλη άδεια, εχθρική. Η Δέσποινα περπατούσε αργά πλάι του, με την εικόνα της προσποιητής αδιαφορίας στο πρόσωπό της, κανείς δεν ήταν τόσο μόνος όσο αυτός, τα λόγια του φτερούγισαν απελπισμένα, εσύ είσαι το καταφύγιό μου. Δεν ήταν έτσι πάντα τα πράγματα, γιατί δεν γυρίζει κοντά του, θα μπορούσε, έστω ψεύτικη, έτσι για να μην τρέμει τα βράδια.
Η βροχή ψιθύριζε το όνομά της, η ώρα περνούσε, φοβόταν ότι δεν θα τη βρει, πήγε σ’όλα τα γνωστά στέκια, τα περισσότερα ήταν κλειστά, από κάθε περίπτερο τηλεφωνούσε, έχει βγει και το έκλειναν, κατάλαβαν ότι ήταν ο Δημήτρης, σκέφτονταν καινούργιους μπελάδες, προσπαθούσε ν’αλλάξει τη φωνή του, τελικά νευρίασαν μαζί του, δεν το σήκωναν. Κάτι υποψιάστηκε, έτρεξε να την συναντήσει. Καβάλησε τη μηχανή, έφτασε έξω από το σπίτι. Η Δέσποινα άκουγε τα τηλεφωνήματα και βούρκωνε. Με το που άκουσε τη μηχανή έτρεξε να τον συναντήσει. 'Εκλεισε την πόρτα δυνατά, η φωνή τού πατέρα της παρακλητική, τι θα έλεγε η γειτονιά αν τον άκουγε να φωνάζει.
Ξημέρωνε, ήταν όμορφος στον πρωινό ουρανό, πέρα ανατολικά, ξαπλωμένο νωχελικά το βουνό. Έκρυψε το πρόσωπό του στον ώμο της, ζητούσε μια λύση, μια όμορφη στιγμή μαζί της, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια, μπορούσε όμως να πετύχει, στα πράγματα υπάρχει πάντα η πιθανότητα. Ολόκληρο το είναι του στην κραυγή του, την κοίταζε νικήτρια στο πεδίο της μάχης, κουφάρια σπαρμένα οι εγωισμοί του. Αναγνώριζε κάτι από την συντριβή της ήττας, λες και υπήρχε νικητής, κι οι δυο τους βούλιαζαν στην ανασφάλεια, σ’ένα μέλλον απρόθυμο να τους δεχθεί. Όμως ένοιωθε την ανάγκη να συντηρήσει την αυταπάτη, να πει πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, πως το παρελθόν είναι παρελθόν και έτσι πρέπει να παραμείνει, μετανιώνει γιατί θέλει ν’αλλάξει τη ζωή του, το μέλλον του. Ήθελε να ξεγελαστεί πως δεν υπάρχει κίνδυνος να τον απειλεί, περίμενε την τελεσίδικη απόφασή της, τουλάχιστον προκαλούσε το ενδιαφέρον της, την συγκινούσε, έστω μια αόριστη υπόσχεση. Τα μάτια της ήταν τώρα πιο θαμπά κι απόμακρα, το πρωινό λεωφορείο ανέβαινε ασθμαίνοντας, στις στάσεις τα νυσταγμένα πρόσωπα των εργατών, με τη γεύση του καφέ στο στόμα, το χάδι αφημένο στο δέρμα. Προτιμούσε να σβήνει τη θλίψη του στη μοναξιά που του προσφέρουν οι καθημερινές σχέσεις, ο απρόσκλητος επισκέπτης μιας ασφαλισμένης ζωής. Είχε την ανάγκη να τον αγαπήσουν, έστω για την ανευθυνότητα του, η καταστροφή του είχε ένα στοιχείο θριάμβου, γι’αυτό έπινε, θέλω να ξορκίσω την ενοχή μου, προσπάθησε να με καταλάβεις. Ένιωθε απρόθυμη να συμμετάσχει, νόμιζε πως ταξίδευε, η άμυνά της άχρηστη, τον αγαπούσε με τον τρόπο που νόμιζε ότι τον βοηθούσε, ανυποψίαστη για την αδυναμία της να αντισταθεί .
Η βροχή ψιθύριζε το όνομά της, η ώρα περνούσε, φοβόταν ότι δεν θα τη βρει, πήγε σ’όλα τα γνωστά στέκια, τα περισσότερα ήταν κλειστά, από κάθε περίπτερο τηλεφωνούσε, έχει βγει και το έκλειναν, κατάλαβαν ότι ήταν ο Δημήτρης, σκέφτονταν καινούργιους μπελάδες, προσπαθούσε ν’αλλάξει τη φωνή του, τελικά νευρίασαν μαζί του, δεν το σήκωναν. Κάτι υποψιάστηκε, έτρεξε να την συναντήσει. Καβάλησε τη μηχανή, έφτασε έξω από το σπίτι. Η Δέσποινα άκουγε τα τηλεφωνήματα και βούρκωνε. Με το που άκουσε τη μηχανή έτρεξε να τον συναντήσει. 'Εκλεισε την πόρτα δυνατά, η φωνή τού πατέρα της παρακλητική, τι θα έλεγε η γειτονιά αν τον άκουγε να φωνάζει.
Ξημέρωνε, ήταν όμορφος στον πρωινό ουρανό, πέρα ανατολικά, ξαπλωμένο νωχελικά το βουνό. Έκρυψε το πρόσωπό του στον ώμο της, ζητούσε μια λύση, μια όμορφη στιγμή μαζί της, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα, ήταν μια απεγνωσμένη προσπάθεια, μπορούσε όμως να πετύχει, στα πράγματα υπάρχει πάντα η πιθανότητα. Ολόκληρο το είναι του στην κραυγή του, την κοίταζε νικήτρια στο πεδίο της μάχης, κουφάρια σπαρμένα οι εγωισμοί του. Αναγνώριζε κάτι από την συντριβή της ήττας, λες και υπήρχε νικητής, κι οι δυο τους βούλιαζαν στην ανασφάλεια, σ’ένα μέλλον απρόθυμο να τους δεχθεί. Όμως ένοιωθε την ανάγκη να συντηρήσει την αυταπάτη, να πει πως όλα αυτά είναι ένας εφιάλτης, πως το παρελθόν είναι παρελθόν και έτσι πρέπει να παραμείνει, μετανιώνει γιατί θέλει ν’αλλάξει τη ζωή του, το μέλλον του. Ήθελε να ξεγελαστεί πως δεν υπάρχει κίνδυνος να τον απειλεί, περίμενε την τελεσίδικη απόφασή της, τουλάχιστον προκαλούσε το ενδιαφέρον της, την συγκινούσε, έστω μια αόριστη υπόσχεση. Τα μάτια της ήταν τώρα πιο θαμπά κι απόμακρα, το πρωινό λεωφορείο ανέβαινε ασθμαίνοντας, στις στάσεις τα νυσταγμένα πρόσωπα των εργατών, με τη γεύση του καφέ στο στόμα, το χάδι αφημένο στο δέρμα. Προτιμούσε να σβήνει τη θλίψη του στη μοναξιά που του προσφέρουν οι καθημερινές σχέσεις, ο απρόσκλητος επισκέπτης μιας ασφαλισμένης ζωής. Είχε την ανάγκη να τον αγαπήσουν, έστω για την ανευθυνότητα του, η καταστροφή του είχε ένα στοιχείο θριάμβου, γι’αυτό έπινε, θέλω να ξορκίσω την ενοχή μου, προσπάθησε να με καταλάβεις. Ένιωθε απρόθυμη να συμμετάσχει, νόμιζε πως ταξίδευε, η άμυνά της άχρηστη, τον αγαπούσε με τον τρόπο που νόμιζε ότι τον βοηθούσε, ανυποψίαστη για την αδυναμία της να αντισταθεί .
Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 02, 2009
Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ
Όσο κι αν της ήταν δυσάρεστο το είχε αποφασίσει. Ένοιωθε το χαμόγελό της να σβήνει, προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, δεν θα κλάψω μπροστά του, απαράβατος όρος στον εαυτό της, η λαχτάρα που την έκανε να δώσει μια «τελική λύση» άρχιζε να την εγκαταλείπει. Όταν τον είδε, ο Γιώργος, στεκόταν όρθιος μιλώντας με τον μπάρμαν, το Μιχάλη το «φορτιστή», έτσι τον φώναζαν, ένα νεαρό με καστανά μάτια και πλούσια μαλλιά, στηρίζοντας το πόδι του στο σκαμπό και την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο. Θα έπρεπε να τον είχε προετοιμάσει, μήπως δεν το έδειχνε τώρα τελευταία, πήγε με τον Πασχάλη στο «ΑΚΡΟΑΜΑ», δεν επέμενε να πάει μαζί της. Όλα της τα σχέδια, τα προετοιμασμένα λόγια, ένοιωθε να διαλύονται. Πρέπει να σταματήσουν να βλέπονται.. Στα μάτια του η λάμψη είχε σβήσει, δεν τελειώνει τίποτα, πρέπει να συνεχίσεις, κόμπιαζε, γειά σου. Η Δέσποινα βγήκε στο δρόμο, πάντα είχε κάποιον δίπλα της, άρχισε να τρέμει. Ανάσαινε πιο ελεύθερα τώρα, η υγρασία τής τρύπαγε το σώμα, ήταν αναπόφευκτο, αν και μοιραίο, γι’αυτόν έπρεπε να γίνει, σκόπευε να καταστραφεί όπως της άρεσε. Βάδιζε στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα σε τοίχους υγρούς, σκασμένους, σημαδεμένους από τις ελπίδες μιας γενιάς. Έκανε προσπάθεια να κυριαρχήσει στον εαυτό της, πιο κάτω ήταν το σπίτι της. Αν διάβαζε «Αρλεκιν» θα ήταν μια καρδιά ραγισμένη, τα βήματά της ασταθή, έφτασε σπίτι. Η μάνα της πήγε κάτι να της πει, πως έχουν μείνει οι δουλειές πίσω, να βοηθήσει να καθαρίσουν τη βιβλιοθήκη και μετά φεύγει. Χάθηκε αμίλητη στο δωμάτιό της.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)