Δευτέρα, Αυγούστου 10, 2009

Μ'ΕΝΑ ΑΡΛΕΚΙΝ ΞΕΧΝΙΕΜΑΙ

Έφυγε για διακοπές το δεκαπενταύγουστο με τον Δημήτρη στην Πάρο. Είπε στη μητέρα της ότι θα πάει με τη Στέλλα, της είχε εμπιστοσύνη, τον πατέρα της ούτε καν τον χαιρέτησε, την άφησε. Τα μεσημέρια ζέστη πολλή, ένας ήλιος φωτεινός, άσπρος, πύρωνε τους δρόμους, πλακοστρωμένους, στεγνούς, τριγυρνούσαν στην παραλία. Η Δέσποινα μ’ένα μωβ μαγιό, εκείνος με άσπρο σορτς, γυμνός από πάνω, ηλιοκαμένος. Μετρούσαν τα βήματά τους σιωπηλά, βουτούσαν κάπου κάπου τα πόδια τους στη θάλασσα για δροσιά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που έκανε διακοπές με τον Δημήτρη. Πέρσι έφυγε μαζί του, κόντευε να βγει το φθινόπωρο, είχε δoθεί σιωπηλή άδεια στη Δέσποινα από τη μητέρα της, εν γνώσει της με ποιον θα πήγαινε, σ'ένα χωριό στην Πελοπόννησο, κοντά στην πατρίδα της την Καλαμάτα.Οι πλαγιές πράσινες, τα δέντρα τους χαιρετούσαν, γερμένα στους μισοχαλασμένους δρόμους, το θρόισμά τούς συντρόφευε νοσταλγικά, ένα τραγούδι μαγευτικό, ξένοιαστο. Στα ψηλώματα κατέβαζε ο ουρανός μαυρίλα, το δειλινό μουντό, γκρίζο, ο Δημήτρης μ’ένα βλέμμα σκληρό, απλανές, άκαμπτος πάνω στη βαριά μηχανή, πίσω η Δέσποινα γερμένη πάνω του. Χωριά απλωμένα, άσπρες πινελιές, φωτισμένα από χλωμά φώτα που τρεμόσβηναν, μακρινά. Μόλις φάνηκαν τα πρώτα σπίτια το σκοτάδι είχε πέσει πριν την ώρα του.Η Δέσποινα κρατήθηκε πάνω του και κατέβηκε. Μπήκαν στο πρώτο καφενείο που βρήκαν. Ήταν γεμάτο, με δυσκολία βρήκαν καρέκλες άδειες. Οι πελάτες σταμάτησαν τις ομιλίες, το χαρτί και το τάβλι, και τους κοιτούσαν ερευνητικά.Ο Δημήτρης έβγαλε το μπουφάν του, χαμογέλασε αόριστα, βολεύτηκαν σ’ένα τραπεζάκι τραβηγμένο στην άκρη. Ο Δημήτρης άρχισε να εξετάζει προσεχτικά γύρω του τους κιτρινισμένους τοίχους με τις πολυκαιρισμένες φωτογραφίες, τα ρυτιδωμένα πρόσωπα των ομοτράπεζων, τα απορημένα βλέμματα που εξακολουθούσαν να αναζητούν, ενδόμυχα, μια εξήγηση για την απρόσκλητη παρουσία τους. Παράγγειλαν νες με γάλα, το σπίτι του κυρίου Γρηγορίου είναι εδώ κοντά, ρώτησε τον καφετζή, ο γυιός του ο Μάκης τους είχε δώσει τα κλειδιά, οι γέροι μου δεν πηγαίνουν τώρα τελευταία, τόχουμε σχεδόν εγκαταλείψει, καθείστε όσες μέρες θέλετε, τους είχε πει.
Το τελευταίο πίσω από την εκκλησία, δίπλα από το μαγαζί της κυρά Πίτσας, το φουρνάρικο, ρωτήστε παρακάτω, θα σας πούνε.Φτάσανε, τι ιδέα κι αυτή να έρθουμε εδώ, βούλιαζαν τα πόδια τους στο χώμα, δεν μπορεί να είναι αυτό το σπίτι, άλλα τους έλεγε ο Μάκης, βρήκαν επιτέλους την πόρτα, σκοτεινιά, μπήκαν, όμορφα είναι λέει η Δέσποινα, ησυχία. Έγειρε πάνω του, ο καπνός από τα τσιγάρα κρατούσε ακόμη στα μαλλιά του, μαύρα, πυκνά, σ’αγαπάω κι είναι όλα ψεύτικα, ένα χαμόγελο έβρεξε τα χείλη της, τα δάχτυλά της στην πλάτη του, στο κορμί, τα πόδια της του τώρα πια ανάμεσα στα δικά της να τυλίγονται, αξεχώριστα, η βροχή έξω κάλυπτε τους αναστεναγμούς τους.

9 σχόλια:

meril είπε...

Kαλημέρα
Κοντεύει να μεσάσει ο Αύγουστος κι εμείς εδώ ανάμεσα στις λέξεις

(μια δροσιά είπες να φέρεις και μόνο ολοκάυτωμα που δεν έγινε...)

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@Αγαπητή meril
Μην μου πείτε ότι φταίω τώρα εγώ!

Pellegrina είπε...

Συγνώμη, αλλά με όλο το σεβασμό στη συγγραφική σας δεινότητα, να ρωτήσω κάτι;
Γιατί η όλη ιστορία διαπνέεται από τόση κακομοιρίλα;
(Τι έχουν τα έρμα;;)

Για να γίνω σαφής: ζουν έναν ερωτα, έτσι δεν είναι; Αυτή η κακομοιριά (μη μου πείτε ότι δεν την έχει) τι υπονοεί;
Ότι ο ερωτας είναι "χωρίς νόημα"; είναι "μάταιος"; είναι "καταδικασμένος";
Ειναι ¨"φτωχός";
Γιατί, σε ποια περίπτωση δεν θα ήταν; Αν παντρέυονταν κι έκαναν παιδάκια; ΑΝ έλεγε το ναι η μαμά; αν αντί για κίτρινη ρόμπα (έλεος!)εκέινη φορούσε καυτά σορτς; Τι;;

(αν τα εννοείτε αυτά, τότε όντως είναι άρλεκιν.

Αλλά, φυσικά, ΔΕΝ είναι.

Τι εχόυν λοιπόν; για΄τι είναι σαν τα φρέσκα παιδάκια που σέρνουν κουρασμένα τα βήματα;(και μας σπάνε τα νεύρα;)

Φυσικά, είναι λογοτεχνικές επιδράσεις, όλης της ελληνικής λογοτεχνικής κακομοιριάς. Που μάλλον υπονοούσε, μια φορά κι έναν καιρό, ότι ο ε΄ρωτας δνε μπορέι να είναι χαρά, όσο πχ ο θείος βίσκεται πχ στη Μακρόνησο.
(αλλά γιατί; η συλλογική ενοχή είναι χαρακτηριστικό των θρησκειών και των ολοκληρωτισμών, κι εμείς μέσα;)

¨Ομως αυτό που σας ρωτάω -και σας ρωτάω σοβαρά- είναι: ταυτίζεστε με αυτήν την κακομοιριά, ή απλώς τη μιμείστε ως λογοτεχνικό παιχνίδι;(στα οποία οκέι, είστε άφθαστος;;)

meril είπε...

Εσάς (μα τι πληθυντικός κι αυτός!)
ουδέ την πρόθεση δε σας καταλογίζω. Η νεότης ...κύριε μου ...

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

Αγαπητή Pellegrina
Καλώς ορίσατε στα χωρικά μας ύδατα. Ελπίζω οι διακοπές στην Αμοργό να μην τελείωσαν κιόλας.
Το μόνο που σας παρακαλώ να επανορθώσετε στο σχόλιό σας είναι η φράση "σεβασμός". Ειδικά για έναν άνθρωπο που κάνει το παν για να μην τον σέβονται. Τότε το παιγνίδι έχει χαθεί. Και στη ζωή και στο χαρτί.

ΥΓ Όσον αφορά το τελευταίο ερώτημά σας δεν μπορώ να σας απαντήσω, δυστυχώς, διότι έχετε ήδη αποφανθεί για το περιεχόμενο του πονήματος.
Σας εύχομαι ένα ευχάριστο βραδάκι

Pellegrina είπε...

Ουδόλως αποφάνθηκα. Όταν θα αποφανθώ θα χαρείς! Αλλά αυτό(αμέσως)μετά τις διακοπές, που φυσικά δεν τελείωσαν!
Διαφωνώ για το σεβασμό, πάντως.

Επίσης (βραδάκι!)

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@pellegrina
Από τώρα χαίρομαι που θα χαρώ.

Pellegrina είπε...

..όμως, ήταν αυτονόητο!

(θα επρεπε...)

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@pellegrina
Μερικές φορές τα αυτονόητα είναι τα πιο δυσκολονόητα!
Καληνύχτα.