Παρασκευή, Οκτωβρίου 17, 2008

ΣΤΙΓΜΕΣ (ΑΠΑΝΤΑ) Έκδοση "Φίλοι της μνήμης"

Έμαθα να κάνω ποδήλατο στου Νίκου. Δικό μου δεν είχα, ούτε σκεφτόμουν ότι ποτέ θα αποκτήσω. Αργότερα, η κυρά Λίτσα πρότεινε στη μάνα μου, να πάρω της κόρης της, που είχε πια μεγαλώσει, σωστή κοπέλα. Ορισμένες στιγμές μεγαλοθυμίας του Νίκου τις εκμεταλλευόμουν, ζητώντας επιπλέον να κρατά το ποδήλατό του από πίσω για να ισορροπώ . Σιγά-σιγά έμαθα κι όταν αισθάνθηκα ασφαλής αποφάσισα να απομακρυνθώ από κοντά του. Η δυσκολία ήταν στα φρένα. Δυσκολευόμουν να σταματήσω γιατί έπρεπε να κοντράρεις τα πετάλια, σε αντίθετη ροπή από την κατεύθυνση που οδηγούσες. Όταν βρέθηκα σε έναν δρόμο κατηφορικό αποτυγχάνοντας να σταματήσω, πέφτοντας εκτός τις γραντζουνιές και τους μώλωπες έσκισα και το παντελόνι μου. Σε αυτή την κατάσταση με είδε η Ματούλα, στενή φίλη της μητέρας μου, που άνοιξε τα παραθυρόφυλλα του σπιτιού της παραξενεμένη από το γδούπο της πτώσης μου. Φοβήθηκα μήπως με μαρτυρήσει στην μητέρα μου.


*******
Υπήρχε μια έντονη φημολογία ότι ο Μπούρας, συμμαθητής μου, μέτριος μαθητής, μπορούσε, μετά από εξάσκηση, να φτάνει τον πούτσο του με το στόμα . Προσπάθησα κι εγώ αλλά δεν τα κατάφερα.

*******

Πήγαινα για μπάνιο στη Βάρκιζα με την κυρία Φωφώ και τις κόρες της. Με κρατούσε κάτω από την κοιλιά, και εγώ ασφαλής κολυμπούσα τινάζοντας χέρια και πόδια με μανία. Παίρνοντας θάρρος μετά από καιρό της ζήτησα να με αφήσει μόνο μου. Τώωωωωρα! Απάντησε χαμογελώντας, αφήνοντας το βαρύ της σώμα στον αφρό της θάλασσας.

********

Μια μέρα, παίζοντας, άρπαξα μια χούφτα χώμα και την πέταξα στη μούρη του Φιούδα. Εκείνος κλαίγοντας έτρεξε σπίτι του. Μετά από λίγο έρχεται σπίτι μας η μάνα του έξαλλη. Ο γυιός σου τύφλωσε το γυιο μου! φώναζε. Θα τον κλείσω φυλακή!

********

Την εβδομάδα των Παθών πήγαινα κάθε μέρα στην εκκλησία. Εκεί συναντούσα τους φίλους μου, στο προαύλιο. Καθισμένοι στο παγκάκι, με μια έξαψη δυσανάλογη με το πνεύμα των ημερών, καταστρώναμε τα σχέδια μας. Μετά ξεφεύγοντας από το βλοσυρό βλέμμα του νεωκόρου, και μιας γριούλας που κούτσαινε ελαφρά γέρνοντας μπροστά, ανεβαίναμε στο γυναικονίτη, ένα μέρος απαγορευμένο, γεμάτο μυστήριο και άβατο. Από εκεί ρίχνοντας ματιές στα κορίτσια που δεν μπορούσαμε να συναντήσουμε αλλού, ανεβαίναμε στο καμπαναριό και καπνίζαμε, ικανοποιημένοι από την ανταπόδοση των βλεμμάτων μας, έχοντας στα πόδια μας μια Αθήνα που μας χαιρετούσε με τη σιωπή της.

*******

Την είδα καθώς παρακολουθούσε την ταινία. Το γαλαζωπό φως της οθόνης φώτιζε τα γλυκά μαύρα μάτια της. Ήταν απορροφημένη από την εξέλιξη του έργου, στεκόταν σχεδόν ακίνητη στην καρέκλα της, σαν μια συστολή να διαπερνούσε το σώμα της. Το πρόσωπό της φαινόταν αδιάφορο, αλλά τα πόδια της, εκείνα τα αδύνατα ποδαράκια με το ευλογημένο χνουδάκι, κάρφωναν σφιγμένα το χαλίκι, λες και μόνα αυτά εισέπρατταν τη δράση που εξελισσόταν στην οθόνη.

********

Πήγαμε να τρυγήσουμε στην Κόρινθο, φιλοξενούμενοι από την Ελένη και τον Στέλιο, φίλους των γονιών μου. Βοήθησα κι εγώ. Στο γυρισμό βρήκαμε ένα μποστάνι με πεπόνια. Έκανε ζέστη. Ο ήλιος χαμήλωνε βάφοντας τον Κορινθιακό. Φορούσα φανέλα δίχως μανίκια. Μου άρεσε που δίπλα μου βάδιζε η Κική. Να κλέψουμε κανα πεπόνι, αλλά που θα το κρύψουμε, πρότεινε η Ελένη. Μην στεναχωριέστε, είπα. Άρπαξα ένα και τόχωσα κάτω από την μπλούζα μου.
*******
Ορισμένες μέρες πήγαινα για μπάνιο με τον πατέρα μου. Ένα μεσημέρι γύρισε από τη δουλειά τη συνηθισμένη του ώρα, εγώ περίμενα ήδη έτοιμος, έφαγε και πήραμε το λεωφορείο για τη Γλυφάδα. Μόλις φτάσαμε άρχιζα να βγάζω τα ρούχα μου με λαχτάρα. Ο πατέρας μου φαινόταν πιο βιαστικός. Είχε το τσιγάρο στο στόμα, προσπαθώντας να βγάλει με επιδέξιες κινήσεις τη μπλούζα του. Μόλις την έβγαλε, την είχε κάψει με την κάφτρα του τσιγάρου του. –Τώρα πως το λένε στη μάνα σου, με ρώτησε, σαν να ζητούσε τη γνώμη μου.

*******

Μεσημέρι έξω από το 4ο δημοτικό σχολείο Καισαριανής. Περιμένω τον αδελφό μου να σχολάσει. Οι συμμαθητές του κατεβαίνουν από το κτίριο, ο αδελφός μου δεν φαίνεται πουθενά. Βλέπω τον Στέλιο και τον ρωτάω. Είναι τιμωρία, μου λέει, θα κατέβει αργότερα. Η αίσθηση της τιμωρίας σ’ένα αποκλειστικά δικό μου άτομο, από κάποιον που δεν γνωρίζω, μου προκαλεί αναστάτωση, μελαγχολία, αλλά και επιθετικότητα.
********

Ανεβασμένος πάνω σε μια μαρμάρινη πέτρα, αρκετά ογκώδη, μαζί με άλλα παιδιά, πηδάμε, ορίζοντας ως νικητή εκείνον που θα φτάσει πιο μακριά. Το παιγνίδι έχει ανάψει, ώσπου πηδώντας βρίσκω πεταμένο κάτω ένα πενηντάρικο. Το αρπάζω, ξεχνώ το παιγνίδι, τρέχω προς το σπίτι μου φωνάζοντας. «Ένα πενηνταράκι, ένα πενηνταράκι», . Η τύχη ή η οικονομική ένδεια υπερίσχυσε του παιγνιδιού;
********
Μεσημέρι ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου πιπιλίζω ένα πενηνταράκι. Σε μια στιγμή απροσεξίας γλιστράει στο στόμα μου και το καταπίνω. Μετά από τις απαραίτητες επιπλήξεις η μητέρα μου με αναγκάζει να αφοδεύσω, με την ελπίδα ότι θα το αποβάλλω. Μου φέρνει ένα γκιογκιό και την στιγμή της προσπάθειας, για να με ενθαρρύνει μου λέει ότι αν τα καταφέρω τα λεφτά είναι δικά μου να αγοράσω ότι θέλω. Μετά από έντονη, καταναγκαστική προσπάθεια καταφέρνω να το βγάλω, το βρίσκουμε ανάμεσα στα κόπρανα, το πλένουμε και τρέχω στον κύριο Ιωσήφ να αγοράσω ένα ζαχαροκάλαμο.

*********
Παίζω με τον Διονύση χαρτάκια. Εκείνα με τα πρόσωπα ποδοσφαιριστών ,και τα απαραίτητα ποδοσφαιρικά στοιχεία. Είναι μεγαλύτερός μου πέντα περίπου χρόνια. Αν και είμαι καλός στον «κότσο» ότι θα παίξω με κάποιον μεγαλύτερό μου μού προκαλεί δέος. Κερδίζω χρησιμοποιώντας τον δικό μου. Ο Διονύσης δυσανασχετεί γιατί θεωρεί την ηλικία του προσόν για την επιβολή της τύχης. Αφού δεν κατορθώνει να το επιβεβαιώσει στην πορεία του παιγνιδιού, μου δίνει το δικό του «κότσο» θεωρώντας ότι ο δικός μου έχει ένα ειδικό τρόπο ριξίματος που μόνο εγώ γνωρίζω. Αρχίζει να νυχτώνει και ο Διονύσης ποντάρει περισσότερα χαρτάκια ελπίζοντας να με γονατίσει με αυτόν τον τρόπο. Συνεχίζω να κερδίζω ώσπου η τελική νίκη έρχεται όταν φεύγει άδειος. Πηγαίνω σπίτι και το ανακοινώνω ενώ οι τσέπες μου ξεχειλίζουν από το κέρδος. Ο αδελφός μου που είναι συνομήλικος με τον Διονύση, την άλλη μέρα μεταφέρει το κατόρθωμά μου σε όλους τους φίλους του. Είναι η περηφάνεια για τον αδελφό του ή ο ανταγωνισμός του με τον Διονύση που τον οδηγεί;
**********

Το καλοκαίρι συνήθιζα να επισκέπτομαι καθημερινά τη νονά μου. Έμενε κοντά στο σπίτι μας σέ ένα σπίτι με αυλή, κληματαριά και πολλά λουλούδια. Κάθε φορά που πήγαινα μου έδινε λεφτά για παγωτό. Μια μέρα το ξέχασε; Δεν είχε λεφτά; Δεν μου έδωσε. Έκανα δεκαοχτώ χρόνια να την ξαναδώ.

*********

Ήμουν καλός μαθητής. Το αποδεικνύει ότι εγώ κουβαλούσα τα ψώνια του δασκάλου μου στο σπίτι του.

**********

Ο θείος μου ο Κυριάκος, αδελφός της μάνας μου, ερχόταν στο σπίτι μας μόνο όταν έλειπε ο πατέρας μου. Έτρωγε βιαστικά, κάπνιζε το τσιγάρο του με βαθιές και νευρικές κινήσεις, και έφευγε πάντα με δυο μήλα βαλμένα στις τσέπες του σακακιού του.


********

Ο Μπεμπίνης έκλεισε το ραντεβού. Η Ρένα με τον Πάσσαρη θα συναντιόντουσαν στο σπίτι της. Η μάνα της δούλευε και ο χώρος ήταν κατάλληλος. Ο Πάσσαρης ειδοποιημένος από εμάς ήρθε λίγο καθυστερημένος. Μετά την αρχική αμηχανία άρχισε να φιλάει τη Ρένα άγαρμπα, αδέξια. Εμείς αποσυρθήκαμε και κρυφτήκαμε στη γωνιά της αυλής βλέποντας τις νεανικές ερωτικές διαχύσεις. Είμασταν χαρούμενοι και αυτό φαινόταν στα πρόσωπά μας που έλαμπαν. Είχαμε βρεθεί μάρτυρες σε κάτι απαγορευμένο και μάλιστα οργανωμένο από εμάς. Σε ανταπόδοση η Ρένα μας άφησε να χαιδεύουμε τα μπούτια της ενώ εκείνη έβλεπε τη «Σίσυ» στον κινηματογράφο «Αιολία».

**********

Στον κινηματογράφο «Αιολία» προσπαθούσαμε με κάθε τρόπο να δούμε την ταινία δωρεάν. Που επτάμιση δραχμές για εισιτήριο. Ανεβασμένοι στον χαμηλό μαντρότοιχο που σχημάτιζε ο πίσω χώρος από το «Χάραμα», κατορθώναμε να βλέπουμε από πλάγια και δεξιά την μισή οθόνη. Τα πρόσωπα των ηθοποιών τα βλέπαμε ολόκληρα. Οι πιο ριψοκίνδυνοι ανέβαιναν στον τοίχο από τσιμεντόλιθο που μάντρωνε τον κινηματογράφο από την πλευρά του σκοπευτηρίου. Είχαν σκάψει τον τσιμεντόλιθο για να τον χρησιμοποιούν για στήριγμα του ενός ποδιού και με το άλλο ισορροπούσαν το σώμα τους, ακουμπώντας στα κυπαρίσσια, δίνοντας μικρές ωθήσεις στο σώμα τους. Καθισμένοι στην γεμάτη με γυαλιά από σπασμένα μπουκάλια μάντρα , ακόμη και στα κλαδιά των δένδρων, συνομιλούσαν μεταξύ τους, μιλώντας δυνατά, κάνοντας κρίσεις για τους ηθοποιούς, τη δράση, την εξέλιξη της υπόθεσης, ακόμα και καζούρα αν η ταινία δεν ήταν του γούστου τους. Ένα βράδυ όταν έφτασαν τα χέρια του Χαρδαλούπα στην κορυφή του τοίχου, κάηκαν από το τσιγάρο του ιδιοκτήτη που περίμενε να φανούν τα δάχτυλα του πρώτου λαθροθεατή. Ο γδούπος από το πέσιμο ακούστηκε μέχρι του νόμιμους θεατές. Την άλλη μέρα τον είδα να προσπαθεί και πάλι να ανέβει τον τοίχο.

***********

Ο Γιάννης ο μπακάλης, είχε ένα μικρό υπόγειο μαγαζί στην οδό Σολομωνίδου. Στον δρόμο αυτόν μαζευόμασταν και παίζαμε ποδόσφαιρο. Το πάθος ήταν μεγάλο, η ένταση κυριαρχούσε. Εκείνος που έδινε τον ρυθμό ήταν ο Γιάννης, που άφηνε τις πελάτισσες να περιμένουν, μέχρι να ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική του προσπάθεια. Εκείνες περίμεναν υπομονετικά, με τα άδεια διχτάκια κρεμασμένα στα χέρια.
**********
Μετά τον τους ποδοσφαιρικούς αγώνες που έβλεπα στην τηλεόραση, έβγαινα βιαστικός να παίξω στην αλάνα ποδόσφαιρο. Εκεί θα επαναλάμβανα αυτά που είδα δίνοντας τη δική μου εκδοχή. Ένοιωθα ανάλαφρος, ευδιάθετος, σαν να πετούσα. Ο Πεπίτο όμως με καθήλωνε στο έδαφος.
***********

Πηγαίναμε με το πούλμαν στην Πάτρα. Έπαιζε ο «Εθνικός Αστέρας» με την ομώνυμη ποδοσφαιρική ομάδα. Στην διαδρομή ο κυρ Γιάννης μας αφηγήθηκε μια ιστορία για τον Κολοκοτρώνη. Φαίνεται εμπνεύστηκε από τον τόπο που επισκεπτόμασταν. Παρακολουθούσαμε μαγεμένοι, ούτε καταλάβαμε πως πέρασαν τρεις ώρες. Κερδίσαμε 1-0 και η χαρά μου ήταν διπλή.
***********

Η κηδεία του παππού μου γινόταν την Κυριακή. Παρά τις αντιρρήσεις της μητέρας μου έμεινα στο σπίτι μόνος . Ήπια κονιάκ, έβαλα το ράδιο δυνατά, βγήκα στο μπαλκόνι και άναψα τσιγάρο. Απολάμβανα την ελευθερία μου.

***********

Αποφασίσαμε να παίξουμε τους γιατρούς. Για ασθενής προσφέρθηκε η Βούλα. Την ξαπλώσαμε σ’ένα σιδερένιο κρεβάτι στην αυλή. Την σκεπάσαμε με μια ελαφριά κουβέρτα και βάλαμε τα κεφάλια μας από κάτω. Η εγχείρηση απαιτούσε τομή που δεν αργήσαμε να τη βρούμε. Το μουνί της Βούλας. Μετά από πολύωρη επέμβαση όπου τα δάχτυλά μας άγγιζαν, χάιδευαν, μάλαζαν την πολυφίλητη τομή μεταφέραμε την ασθενή στο δωμάτιό της. Ένοιωσα μια πρωτόγνωρη γλύκα να ποτίζει το σώμα μου, κι από 'κείνη τη στιγμή περίμενα πότε θα έκανα την επόμενη επέμβαση.

********

Μας άρεσε να πηγαίνουμε στις κηδείες. Μπαίναμε στο ταξί μετά την λειτουργία, μαζί με τους συγγενείς του νεκρού, και απολαμβάναμε καθισμένοι αναπαυτικά την διαδρομή, πέντε χιλιομέτρων, πήγαινε έλα. Όταν φτάναμε στο νεκροταφείο, ουδείς λόγος για την τελετή της ταφής. Ανοίγαμε την πόρτα του οστεοφυλάκιου και με έκπληξη, γεμάτοι περιέργεια διαβάζαμε την ημερομηνία θανάτου, που αναγραφόταν πάνω στο κασελάκι της ανακομιδής. Όσο πιο παλιά ήταν, τόσο πιο σίγουροι αισθανόμασταν.
*********
Ο Ηλίας, ένα χρόνο μεγαλύτερός μου, πέθανε. Η "κότα", δεν το λένε "κότα" το παιδί, Δημήτρη τονε λένε, φώναζε από το κουζινάκι η μάνα του, στο σχολείο καυχιόταν ότι ο ξάδελφός του είναι άρρωστος. Στην κηδεία του κόσμος πολύς, θλίψη. Η Ρένα έκλαιγε δίπλα μου. Ήθελα να ήμουν στη θέση του.

6 σχόλια:

ναυτίλος είπε...

Εξαιρετικές "στιγμές" ...

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@ναυτίλος
Ευχαριστώ για την κρίση σας. Είναι μνήμες που τις κουβαλούσα χρόνια. Στιγμές που μας δένουν με τη ζωή. Τώρα πια, που τις μοιράστηκα με μερικούς ανθρώπους, παύουν να είναι μνήμες. Γίνονται, ας πούμε, αναμνήσεις.
Την καλησπέρα μου

Φαίδρα Φις είπε...

με συγκίνησε πολύ η ιστορία-μνήμη με το πενηνταράκι,αυτή της "Αιολίας" και η τελευταία της κηδείας.
δεν ξέρω γιατί,αλλά πίσω από τις γραφές σας,έχω πάντα στο μυαλό μου, ότι κρύβονται διαφόρων ειδών υπαινιγμοί και συμβολισμοί και στην προσπάθειά μου να σας αποκρυπτογραφήσω ίσως χάνω το προφανές και το κατάδηλο,
εννοώ τον συναισθηματισμό σας που θαυμάζω,
τελικά,όλα είναι απλά,αρκεί να τα θυμάσαι κι έτσι ξεδιαλύνονται
όλες οι περιπλοκότητες και παρακινδυνευμένοι συνειρμοί,
μέσα από αυτές τις μικρές σας ιστορίες-θυμήθηκα και το τραγούδι "προσωπικές οπτασίες"-
η αλήθεια φαίνεται και μάλλον είναι αδιαίρετη,
δεν έχω κανένα τεκμήριο γι'αυτό που υποστηρίζω και το παραδέχομαι,
υποκειμενική τελείως και η αίσθηση και η παραπάνω εκτίμηση,
όμως, ένιωσα πολύ όμορφα διαβάζοντας αυτή την ανάρτηση,
και χωρίς να παλεύω για περαιτέρω ερμηνείες,
άλλες φορές,όταν με καταλαμβάνει αυτό το άγχος,η ενότητα διασπάται και οδηγούμαι σε σύγχυση.

σας ευχαριστώ πολύ
για το όμορφο πρωινό
καλημέρα
σας φιλώ

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@φαίδρα φις
Χαίρομαι που μοιράζομε στιγμές που με σημάδεψαν, δεν θα το πιστέψετε αλλά έτσι είναι, με φίλους έστω και από μακριά. Ξέρετε, πάντα στις φιλίες μας, στις σχέσεις μας, ξεφεύγουν οι λεπτομέρειες. Έτσι νομίζουμε ότι θα "συγκλίνουμε" με τον άλλον, μιλώντας περισσότερο γενικά, για να βρούμε το κοινό κέντρο. Αλλά έλα ντε που είμαστε οι λεπτομέρειες μας; Γιαυτό, όταν βρεθούμε μόνοι, πάλι σ'αυτό γυρίζουμε:στις μνήμες μας, που μας καθορίζουν. Αλλά η μνήμη δεν μπορεί να γίνει κτήμα, μέσα από τις προσωπικές σχέσεις. Γίνεται κτήμα μέσα από τη γραφή, γιατί επανακαθορίζει τον αναγνώστη. Του δίνει τη δυνατότητα να στραφεί στον ευατό του. Να κοιτάξει μέσα του, δηλαδή το παρελθόν του.
Αυτά τα λίγα προς το παρόν, και ελπίζω να επανέλθω κάποτε, όταν θα ρίξετε τον σπόρο για συζήτηση.
Σας χαιρετώ και ευχαριστώ.

Ανώνυμος είπε...

Αυτό που έκανε ο Μπούρας εσύ μπορείς να το κάνεις;

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

κ.Κουμπούρα
Εκτός από κουμπούρας είστε και τυφλός!
"Κουμπούρα μου τα κουμπούρια σου(εξηγώ:κουμπούρια εδώ σημαίνει βυζιά σου), τέτοιος κουμπούρας που είστε, με το συμπάθειο που να το ξέρετε, με τι τα χεις γιομάτα;"