"Πάρτε χαρτοπετσέτες να σκουπίσετε τα γυαλάκια σας", μου είπε. "Βρέχει έξω".Δίνοντάς μου τα ρέστα, τράβηξε το χέρι της, πριν προλάβω ν'αγγίξω το χαλάκι της ζωής της, σαν μια πεταλούδα που πάει να κρυφτεί στις αντιλήψεις μιας σκιάς.
Αγάπησα τον Προυστ έφηβος. Τον αγάπησα, όχι διαβάζοντας το έργο του, αδύνατον άλλωστε σ’ αυτή την ηλικία, αλλά ακούγοντας γι’αυτόν σε bars του Κολωνακίου, χάρις στην πρόσβαση που είχα, ελέω του αείμνηστου, μέγα ζωγράφου Δημήτρη Κακκουλίδη. Αδελφικός φίλος μου ήταν και παραμένει ο Νίκος, ένας από τους γιους του Δημήτρη , ο άλλος είναι ο Γιώργος , σπουδαίος και γνωστός στη λογοτεχνική πιάτσα ποιητής. Ο Νίκος , λοιπόν, ήταν η πρόσβασή μου σ’αυτούς τους μυθικούς τότε χώρους, τότε, τώρα δεν ξέρω και δεν μ’ενδιαφέρει άλλωστε, αξιόλογος ζωγράφος, που προσπαθώ να τον πείσω να μου επιτρέψει να φωτογραφίσω ωρισμένους πίνακες του, για να τους αναρτήσω στο μπλογκ μου. Έχω γράψει ένα κειμενάκι για τη ζωγραφική του και θέλω να το προβάλω μαζί με τους πίνακές του, για να μη μιλώ στον αέρα. Ξεφεύγω και επανέρχομαι στο λόγο που μ’έκανε να γράψω αυτές τις γραμμές. Έγινε λοιπόν ο Προυστ μυθικό πρόσωπο για μένα, όπως σε πολλούς, υποθέτω από μας.
Αποφασίσαμε να παίξουμε τους γιατρούς. Για ασθενής προσφέρθηκε η Βούλα. Την ξαπλώσαμε σ’ένα σιδερένιο κρεβάτι στην αυλή. Την σκεπάσαμε με μια ελαφριά κουβέρτα και βάλαμε τα κεφάλια μας από κάτω. Η εγχείρηση απαιτούσε τομή που δεν αργήσαμε να τη βρούμε. Το μουνί της Βούλας. Μετά από πολύωρη επέμβαση όπου τα δάχτυλά μας άγγιζαν, χάιδευαν, μάλαζαν την πολυφίλητη τομή μεταφέραμε την ασθενή στο δωμάτιό της. Ένοιωσα μια πρωτόγνωρη γλύκα να ποτίζει το σώμα μου, κι από 'κείνη τη στιγμή περίμενα πότε θα έκανα την επόμενη επέμβαση.