Τρίτη, Δεκεμβρίου 30, 2008

ΒΡΑΒΕΙΟ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ 2008


Τα πρόσωπα του μυθιστορήματος:
Θωμάς Ταρακός, συγγραφέας, ακαδημαικός, Υπουργός Παιδείας.
¨Εργα του:
«Ρυθμοί της Πολιτείας», αντίτυπα 38
«Το λυκόφως της προδοσίας», μυθιστόρημα
«Αιτός της Αετοράχης», μυθιστόρημα
«Τέχνη και Πολιτισμός», δοκίμιο
«Το μάτι της ψυχής», θεατρικό
«Βοναπάρτης», θεατρικό δράμα
«Οι μάρτυρες», αντιμιλιταριστικό μυθιστόρημα
«Σταυρός και νίκη», πατριωτικό μυθιστόρημα
“Τιμή»

Λιλή Καλαφάτη, σύζυγος του Θωμά Ταρακού

Χρίστος Κατής, φίλος του συγγραφέα

Δημητρίου, μέσα δεξιά του Πανατικού, ήρωας του μυθιστορήματος «Το λυκόφως της προδοσίας»

Τζοβάνι Παβάνι, προπονητής της Ιταλικής ομάδας «Ακουαρέλα»

Ρένος Καλμέκης, φίλος της Λιλής

Νίκος Τουβλάς, δημοσιογράφος του «Αθλητικού Τύπου»

Νικήτας Λαμάς, συγγραφέας

Γρηγορίου, εκδότης

Άλκης Αλκής ή Παντελής Καλαμπόκης, έγκυρος κριτικός θεάτρου, αποτυχημένος θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός

Ντίνος Νταλής, κοσμικογράφος
Έργο του «Τα μεσάνυχτα θα βγει το φεγγάρι», ψυχολογικό μυθιστόρημα με πλατωνικοσεξουαλική βάση

Μαξιμιλιανός Χουρμάς, πρύτανης των Ελλήνων κριτικών

Φωκίων Καβάς, κριτικός


Μπέμπης Χαλκάς, ποιητής
Έργο του «Μεγάλη Νεοελληνική Ανθολογία»

Κατράς, συγγραφέας
¨Εργο του «Έρωτας και φόνος»

Νίκος Νικής, κριτικός

Κουτλής, δημοσιογράφος-ποιητής
Έργο του «Πίνδος», ποίημα 40 στίχων, βραβείο Ακαδημίας Αθηνών

Μανόλης Κανάς, διάσημος στοχαστής
Έργο του «Η σκέψη μου»

Μαίρη Ταγιάνου, φίλη της Λιλής Καλαφάτη

Ψευδός, συνθέτης
¨Εργο του « Αγωνία του Ιπποδρόμου»

Χάρη Μπεκ, συνθέτης της σουίτας «Γαλοπούλα για τα Χριστούγεννα»

Καλμουλχής, μουσικοκριτικός

Ιωάννου, σκηνοθέτης κινηματογράφου
Έργο του «Η κατάρα του παππού»

Μάριος Φαρδής, κινηματογραφικός κριτικός

Ψαράς, λαικός ζωγράφος
Σημαντικότερο έργο του « Προσωπογραφία για το ληστή Καταραχιά»

Ρένα Βαλαντίδου, φιλότεχνος

Δημήτρης Σπαρτάς, συγγραφέας- Ακαδημαικός
¨Εργα του «Τα ρόδα της σιωπής»
«Το χτύπημα της μοίρας»

Μικές Αθανασίας, ακαδημαικός
Έργο του «Ο Κίτσος και η Παγώνα», έμμετρο δραματικό αριστούργημα


Υ.Γ Κάθε αντιστοιχία των προσώπων του μυθιστορήματος με πρόσωπα υπαρκτά είναι συμπτωματική.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 26, 2008

ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ

Σαμπεθάι Καμπιλῆς
Δημήτρης Χατζῆς (1913-81)


Ἀπὸ τὴν συλλογὴ διηγημάτων Τὸ τέλος τῆς μικρῆς μας πόλης (1963).

Στὴ μικρή μας πόλη εἴχαμε κάπου τέσσερις χιλιάδες Ἑβραίους - περισσότερους, ὄχι λιγότερους. Εἶταν ὅλοι τους μαζεμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ Συναγωγή τους - τὸ Συναγώι, ποὺ τὸ λέγανε καὶ κεῖνοι καὶ μεῖς, μέσα στὸ παλιὸ Κάστρο τῆς πόλης καὶ σὲ μερικοὺς δρόμους, ὁλόγυρά του. Οἱ χριστιανοί, ποὺ καθόντανε μέσα στὸ Κάστρο καὶ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὁβραίικους δρόμους ὁλόγυρα, εἶχα στὴν ὀξώπορτά τους ἕνα σταυρὸ ζωγραφισμένο μ᾿ ἀσβέστη. Εἶταν ὅμως λιγοστοί, πολὺ λιγοστοί, τόσο πολύ, ποὺ σ᾿ αὐτοὺς τοὺς δρόμους εἶτανε συνήθειο παλιὸ νὰ βγαίνει τὴν Παρασκευὴ τὸ βράδυ ἄνθρωπος τῆς Συναγωγῆς, μόλις ἔπεφτε ὁ ἥλιος καὶ τελαλοῦσε δυνατά:
- Ὥ...ω...ρα γιὰ Σαμπά!... Ὥ...ρ...ααα γιὰ Σαχρί!... Τελαλοῦσε πὼς ἔπεσε ὁ ἥλιος κι ἄρχισε Σάββατο καὶ κανένας τους νὰ μὴ πιάνει φωτιὰ μὲς στὰ σπίτια τους ὡς τ᾿ ἄλλο τὸ βράδυ. Παναπεῖ δηλαδὴ πὼς εἶταν πέρα γιὰ πέρα ὁβραίικοι δρόμοι. Εἶταν ὁ δικός τους μαχαλᾶς - τὰ ὁβραίικα.
Ταπεινοί, τόσο ταπεινοὶ σὰν νά ῾τανε φοβισμένοι καὶ φουκαρᾶδες εἶταν οἱ πλιότεροι - οἱ πιὸ φουκαρᾶδες μέσα στὴν πόλη μας εἶταν αὐτοί. Ἀλήθεια πὼς κ᾿ οἱ δρόμοι τους μέσα στὸ Κάστρο εἶταν ἀπ᾿ τοὺς πιὸ βρώμικους καὶ τὰ παιδιά τους ἀπ᾿ τὰ πιὸ ἀρρωστιάρικα - ὅλο σπυριά. Κάνανε τὸ χαμάλη, τὸ λοῦστρο, τὸ μεροκαματιάρη - τέτοιες δουλειές. Καὶ δουλεῦαν καὶ τὰ παιδιά τους ἀπὸ μικρά, μαζί τους ἢ κάναν θελήματα κ᾿ οἱ γυναῖκες τους ξενοδούλευαν, πλένανε, σφουγγαρίζανε στὰ ξένα τὰ σπίτια, ἀκόμα καὶ στὰ πορνεῖα τῆς πόλης - τόσο μικρὴ καὶ τέσσερα - πέντε τὰ εἶχε - αὐτὲς καθαρίζανε, τόσο εἶτανε φτωχές. Ἐργάτες ὡστόσο νὰ πᾶνε, νὰ μάθουνε τέχνες, ῥαφτᾶδες νὰ ποῦμε, μαραγκοί, σιδερᾶδες - τέτοια πράγματα - κανένας δὲν πήγαινε. Δὲν θέλανε, λέγαν, νὰ σκλαβωθοῦν μὲ τὸ μεροκάματο καὶ τὴν τέχνη. Μερικοὶ τενεχτσῆδες - δηλαδὴ τενεκετζῆδες - τσαγκαρᾶδες - καὶ καλύτερα νὰ πῶς μερεμετιτζῆδες τῶν παπουτσιῶν - κ᾿ ἕνας - δυὸ χασάπηδες, ποὺ δὲν πούλαγαν ποτὲς γουρουνίσιο κρέας, εἶχαν κάτι μικρομάγαζα. Μὰ στὰ ὁβραίικα μέσα κι αὐτοὶ - δὲν πηγαίνανε παραπέρα.
Εἶταν ὕστερα οἱ γυρολόγοι τοῦ δρόμου, πραματευτᾶδες δηλαδή, μεταπράτες καὶ παλιατζῆδες, τὸ δικό τους τὸ ὁβραίικο εἶδος, τὸ πάππου πρὸς πάππου. Δὲν εἶτανε καὶ πολλοὶ μὰ γιομίζαν ὅλη τὴν πόλη μὲ τὴ μεγάλη φασαρία ποὺ κάνανε. Γυρνοῦσαν τοὺς μαχαλᾶδες ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ μὲ μιὰ τάβλα κρεμασμένη μπροστὰ στὴν κοιλιά τους ἢ μιὰ μεγάλη σακούλα στὴν πλάτη, κᾶνε σέρνοντας τὸ μικρὸ καροτσάκι τους καὶ φωνάζαν ἀκούραστα - τελαλούσανε τὴν πραμάτεια τους μ᾿ ἕνα τρόπο ξεχωριστὸ καὶ δικό τους, κάπως σὰν τραγουδιστά, σὰ νὰ σέρνανε τὴ φωνή τους στὸ τέλος τῶν λέξεων - καθὼς συνήθαγαν ὅλοι τους.
- Οὑβριέ, τὸν φώναζαν οἱ γυναῖκες στοὺς μαχαλᾶδες, σκύβοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο - ἀκόμα κι ἂν τό᾿ ξεραν τ᾿ ὄνομά του.
Αὐτὸς ἄκουγε, δὲν κακοκαρδιζόταν ποὺ τὸν φώναζε Ὁβραῖο, ἀκουμποῦσε τὴν πραμάτεια στὸ πεζούλι τῆς πόρτας ἢ πάνω στὸ δρόμο, ἔπαιρνε μίαν ἀνάσα καὶ τὴν περίμενε νὰ κατέβει γιὰ ν᾿ ἀρχίσουν ἐκεῖ παζάρεμα ἀτέλειωτο γιὰ ἕνα μασούρι κλωστὴ ἢ μία πήχη λάστιχο γιὰ βρακοζώνα ποὺ τὸ χρησιμοποιοῦσαν καὶ γιὰ καλτσοδέτα.
Τὰ παιδιὰ καμιὰ φορὰ τρέχαν πίσωθέ του καὶ φωνάζανε τραγουδιστὰ καὶ τὸν κοροϊδεῦαν:
Σπίρτα, ῥάμματα, βιλόνια,τ᾿ Οὑβριοῦ τὰ παντελόνια.
Αὐτὸς δὲν κακοκαρδιζότανε μὲ τὰ παιδιὰ καὶ τραβοῦσε τὸν ἀνήφορο, σκύβοντας τὸ κεφάλι του πάνω στὴν πανάκριβη πραμάτειά του, ποὺ τὴν ἀβγάτιζε μέρα μὲ τὴν ἡμέρα, μὲς στὸ λιοπύρι καὶ τὴ βροχή, τὴν καταφρόνια καὶ τὸν περίγελο, ὅσο νὰ τὸν ἀξιώσει ὁ Θεὸς ν᾿ ἀνοίξει κι αὐτὸς τὸ δικό του τὸ μαγαζὶ στὸ παζάρι μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους.
Στὸ παζάρι τῆς πόλης θά ῾τανε καμιὰ ἑκατοπενηνταριὰ - διακόσιοι Ἑβραῖοι μὲ μαγαζιὰ - τόσοι ἀπ᾿ τὶς τέσσερις χιλιάδες. Ἄλλοι μὲ μικρὰ μαγαζιὰ καὶ καμπόσοι μὲ βαρβᾶτα ἐμπόρια - ὅσο βαρβᾶτα μπορούσανε νά ῾ναι τὰ ἐμπόρια σὲ μιὰ πόλη ποὺ τὴν ἔτρωγε τὸ σαράκι, εἶδος γεροντοχτικιό. Πουλούσανε πανικά, γυαλικά, σιδερικά, τέτοια ἐμπόρια, εἶδος ἕτοιμο, ἀπ᾿ ἔξω φερμένο, ὄχι στάρια, τροφίματα, ἐγχώρια εἴδη - τέτοια πράματα δὲν εἶχε κανένας τους. Τὰ μαγαζιά τους εἶταν ἀνακατωμένα μὲ τῶν χριστιανῶν, δὲν εἶχαν παράξενο τίποτα, γένια ἢ στὸ ντύσιμο, ὅπως ἀλλοῦ, καὶ τὴ φωνή τους ἀκόμα πασκίζαν αὐτοὶ καὶ τὴ σουλουπώνανε νὰ μὴ σέρνεται - ξεχωρίζαν ὡστόσο κι αὐτοὶ μὲ τὸ πρῶτο πὼς εἶταν Ἑβραῖοι.
Τέλος - εἶτανε καὶ κάτι λιγοστοί, πολὺ λιγοστοί, σπουδαγμένοι, ἕνας - δυὸ γιατροί, φαρμακοποιοί, ἕνας - δυὸ δικηγόροι καὶ κάτι δάσκαλοι τῶν ξένων γλωσσῶν, ὄχι ἄλλες ἐπιστῆμες, μηχανικοί, γεωπόνοι, νὰ ποῦμε τεχνικοὶ γενικά, ποὺ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν πόλη δὲν εἶταν πολλοὶ - δὲν τοὺς σήκωνε ὁ τόπος.
Αὐτοὶ πού ῾χανε τοὺς παρᾶδες ζούσανε βέβαια καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους - σὲ καλύτερα σπίτια, εἶχαν καὶ δοῦλες - Ὁβριὲς - κ᾿ εἴχανε φκιάξει ἔξω ἀπ᾿ τὸ Κάστρο ἕνα - δυὸ ὁβραίικους δρόμους, πού ῾ταν κι ἀπὸ τοὺς καλύτερους τῆς πόλης. Αὐτοὶ τὸ βράδυ ἀνεβαίνανε καὶ στὰ καφενεῖα στὴν πλατεία τῆς πόλης, εἶχαν νταραβέρια μὲ καλοὺς νοικοκυραίους καὶ καθόντανε μαζί τους καὶ παίζανε τάβλι. Ὅποιος ἔχανε πλήρωνε καὶ γιὰ τοὺς δυό τους.
Πλούσιοι καὶ φτωχοὶ εἶταν ὅλοι τους μαζεμένοι γύρω ἀπ᾿ τὴ Συναγωγή τους, εἶταν ὅλοι θρῆσκοι, κανένας δὲν ἔπιανε φωτιὰ τὸ Σάββατο καὶ κανένας δὲν δούλευε τὸ Σάββατο. Πλούσιοι καὶ φτωχοί, εἶταν ὅλοι τους ταχτικοὶ στὴ ζωή τους, παντρευόνταν ἀπὸ μικροὶ κ᾿ εἶχαν ὅλοι τους ἕνα δεύτερο ροῦχο, καλύτερο, γιὰ νὰ τὸ φορᾶνε τὸ Σάββατο, νὰ πᾶνε τὸ πρωὶ στὴ Συναγωγή τους καὶ νὰ βγοῦνε τ᾿ ἀπόγευμα νὰ κάνουν περίπατο. Οἰκογενειακῶς. Ὅσοι μπορούσανε καθόντανε καὶ στὸ καφενεῖο, πάλι οἰκογενειακῶς. Πίνανε καφὲ ἢ μία γκαζόζα, οἱ γυναῖκες τους τρώγανε μία βανίλια καὶ τὰ παιδιὰ μοιραζόντανε τὸ λουκούμι ποὺ κοβόταν στὰ δυὸ - δὲν ντρεπόνταν ποὺ τοὺς κοιτοῦσαν ἀπ᾿ τὰ γύρω τραπέζια. Τὴν Κυριακὴ τ᾿ ἀπόγευμα ξαναβγαίνανε περίπατο, πάλι οἰκογενειακῶς ἢ πηγαίνανε στὸ καφενεῖο καὶ χασμουριόνταν ὥσπου νὰ περάσει κι αὐτὴ - μιὰ μέρα ἀκόμα χαμένη.
Τέτοια ταπεινή, φρόνιμη καὶ συμμαζεμένη εἶταν ἡ ζωὴ ὁλονῶν τους.
Κι ὡστόσο μέσα στὴν πόλη λέγανε γι᾿ αὐτοὺς πολλὰ καὶ διάφορα πράγματα. Τοὺς φορτῶναν ἕνα σωρὸ κουσούρια, κακίες κι ἀδυναμίες, ποὺ τάχα ἐμεῖς δὲν τὶς εἴχαμε - καὶ πρῶτα-πρῶτα γιὰ τοὺς παρᾶδες ποὺ τοὺς μαζώνανε δεκάρα-δεκάρα καὶ ποὺ τάχα ἐμεῖς τοὺς σκορπούσαμε. Γενικὰ τοὺς παρασταίνανε σὰν ἀνθρώπους παρακατιανούς, ράτσα τιποτένια καὶ βρώμικια. Τοὺς λέγανε παλιόβριους καὶ τσιφούτηδες. Οἱ μεγάλοι δὲν τοὺς τὸ φωνάζαν μπροστά τους, μὰ σὰν τύχαινε Ἑβραῖος νὰ βρεθεῖ μία φορὰ ἔξω ἀπ᾿ τὸ παζάρι καὶ τὰ ὁβραίικα, στοὺς μακρινοὺς μαχαλᾶδες τῆς πόλης καὶ τὸν γνωρίζανε τὰ παιδιά, τρέχανε πίσω του καὶ τοῦ φωνάζαν τραγουδιστά!
Οὑβριέ, παλιόβριε,ποῦ ῾ν᾿ ἡ κότα πὄκλεψες...
Ἀνοησίες δηλαδὴ τῶν παιδιῶν καὶ τῶν μεγάλων ποὺ τὰ βγάζαν αὐτά, γιατὶ οἱ Ἑβραῖοι πού ῾χαμε μεῖς στὴ δική μας τὴν πόλη δὲν κλέβαν καὶ προπαντὸς δὲν κλέβανε κότες. Μὰ ἂν ὅλοι τὸ πίστευαν πὼς οἱ Ἑβραῖοι κάνουνε τόσα καὶ τόσα, δὲν πειράζει φυσικὰ νὰ φωνάξει καὶ τὸ μαξούμι - τὸ παιδάκι δηλαδὴ - πὼς κλέβαν καὶ κότες. Δὲν εἶτανε μάλιστα καὶ παράξενο πὼς στὸ τέλος τό ῾χανε καὶ οἱ ἴδιοι πιστέψει πὼς κάπως ἔτσι πρέπει νά ῾ταν τὰ πράματα, ἀφοῦ κι ἀναμεταξύ τους ἀκόμα μποροῦσαν νὰ βρίζονται ἢ νὰ χαϊδεύονται φωνάζοντας ὁ ἕνας στὸν ἄλλον παλιόβριο.
Λέγαν ἀκόμα γι᾿ αὐτοὺς καὶ πολλὲς μικρὲς ἱστορίες ποὺ τὶς εἶχαν ἀκούσει μονάχα, μὰ τὶς παράσταιναν ὅλοι σὰ νά ῾ταν ἀλήθεια καὶ νά ῾χανε γίνει στὴ δική μας πόλη ἀπὸ δικούς μας Ὁβραίους. Καὶ εἶταν ἔτσι καλοφκιαγμένες, νόστιμα κι ὀμορφούτσικα ταιριασμένες, ποὺ δὲν εἶταν παράξενο πάλι νὰ τὶς ἀκούσει κανένας κι ἀπὸ τοὺς Ὁβραίους τοὺς ἴδιους νὰ τὶς λένε καὶ νὰ γελοῦνε - τὶς βρίσκανε δηλαδὴ κι αὐτοὶ ταιριασμένες.
Οἱ μανάδες λέγανε κι αὐτὲς στὰ παιδιά τους νὰ μὴν ἀργοῦνε τὸ βράδυ νὰ γυρίσουνε σπίτι, γιατί ἔξω ἀπ᾿ τὰ τζίνια - τὰ φαντάσματα ποὺ βγαίνουν ἅμα πέσει τὸ σκοτάδι - εἶναι κι Ὁβραῖοι ποὺ πιάνουνε τὰ μικρὰ τὰ παιδιὰ καὶ τὰ βάνουνε στὰ βελόνια κι ἀπὸ τὸ αἷμα τους φκιάχνουνε τὰ ματσόθ - τ᾿ ἄζυμα δηλαδή. Πάλι ἀνοησίες φυσικὰ γιατὶ παιδὶ κανένα δὲ χάθηκε ποτὲς ἀπ᾿ ἀφορμὴ τοὺς Ὁβραίους. Καὶ τὸ ξέρουν ὅλοι. Καὶ τὸ Πάσχα, τὴν Πρωτοχρονιὰ καὶ τὰ Καλύβια, τὴ γιορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας - αὐτὲς τὶς τρεῖς μεγάλες γιορτές τους, οἱ γειτόνοι τους οἱ χριστιανοί, κι ἄλλοι τους γνώριμοι μέσα στὴν πόλη, τὰ δεχόνταν ἀπ᾿ αὐτοὺς τ᾿ ἄζυμα ποὺ τοὺς στέλνανε, δηλαδὴ τὰ ματσόθ. Καὶ δὲν φοβόντανε πὼς εἶναι ζυμωμένα μὲ τὸ αἷμα. Καὶ τοὺς στέλνανε καὶ κεῖνοι στὸ δικό μας τὸ Πάσχα κουλούρια καὶ πορτοκάλια στὸ μαντίλι - πασχαλιὲς ποὺ τὰ λέγανε - μονάχα τὰ κόκκινα αὐγὰ δὲν τοὺς στέλνανε.
Εἶταν δηλαδὴ τὰ πράματα μπερδεμένα λίγο μὲ τοὺς Ἑβραίους. Ὅσο καὶ νὰ τοὺς καταφρονοῦσαν, εἶχαν ὅλοι τους μέσα στὴν πόλη κάθε λογῆς καλὰ νταραβέρια μαζί τους, καὶ ψωνίζαν ἀπ᾿ αὐτοὺς καὶ δανείζονταν, οἱ πλούσιοι συνεταιριζόνταν στὰ ἐμπόρια κ᾿ οἱ φτωχοὶ τραβοῦσαν τὰ ἴδια μὲ τὴ φτώχεια καὶ μὲ τὰ βάσανα. Καὶ μ᾿ ὅσα κακὰ κι ἂν τοὺς φόρτωναν, κανένας ποτὲ δὲν ἀκούστηκε νὰ πειράξει Ἑβραῖο μόνο καὶ μόνο γιατὶ εἶταν Ὁβριός, ποτὲς μήτε τὴ Μεγάλη τὴν Πέμπτη - ὄχι, δὲν τοὺς πειράζαμε ἐμεῖς.
Δὲν εἶχαν τίποτα νὰ φοβηθοῦν ἀπὸ μᾶς. Κι ὡστόσο, παραλῆδες ἢ ζητιάνοι, σπουδαγμένοι ἢ δουλευτᾶδες, ἀπὸ κεῖ, ἀπὸ τὰ ὁβραίικα τὰ δικά τους, κανένας δὲν ξέκοβε, δὲν πήγαινε παραπέρα, δὲν χώριζε ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
- Ἐδῶ εἶναι ἡ κλώσσα, τοὺς ἔλεγε ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς.
Καὶ τὸ᾿ βρισκαν ὅλοι σωστὸ καὶ σοφό με τὴν κλώσσα του - ποῦ νὰ πᾶς καὶ νὰ χάνεσαι μέσα στοὺς ξένους; Καὶ κανένας δὲν ἔφευγε ἀπὸ τὴν κλώσσα. Μήτε γιὰ ὅρκο δὲν εἶταν Ἑβραῖος ποὺ νὰ κάθεται σ᾿ ἄλλον μαχαλᾶ μέσα στὴν πόλη.
Γρήγορα-γρήγορα τρέχαν τὸ βράδυ νὰ μαζωχτοῦνε γύρω στὴν κλώσσα τους - σὰ νὰ ξύπναγε μέσα τοὺς ἕνας φόβος παλιός. Μόλις ἔπεφτε τὸ σκοτάδι ὁ μαχαλᾶς τους ἐρημωνόταν κι ὁ ἴσκιος τοῦ Κάστρου ἁπλωνόταν πάνω του, κάθιζε πάνω του. Ἀμπαρῶναν τὶς πόρτες, κλεινόντανε μέσα καὶ κάναν πολλὰ παιδιὰ σὰν τοὺς χωριάτες. Μερικοὶ μέσα στὴν πόλη θέλανε νὰ λένε πὼς οἱ Ὁβριὲς μὲ τὰ παχιά τους τὰ χείλια εἶτανε γρήγορες στὸν ἔρωτα σὰν τὶς περιστέρες κ᾿ εὔκολες στὴν γέννα σὰν τὶς κουνέλες - καὶ γι᾿ αὐτὸ τὰ πολλὰ τὰ παιδιά τους.
Τὶς ἄγριες χειμωνιάτικες νύχτες ὁ δυτικὸς ἄνεμος ἐρχόταν ἀπὸ τὴ λίμνη ποὺ βρίσκεται δίπλα στὴν πόλη καὶ ξεσποῦσε στὸν ὁβραίικο μαχαλᾶ βουίζοντας μέσα στὰ σκοτεινὰ χαγιάτια καὶ τὶς σαραβαλιασμένες στέγες, γιομάτος ὄνειρα ταραγμένα. Τὶς ἥμερες νύχτες, μέσα στὴν ἡσυχία, ἀκουγόνταν οἱ καλαμιὲς ποὺ τραβούσανε σ᾿ ἀτελείωτο μάκρος τὸ πνιγμένο τους ἀργοσάλεμα, κάτι σὰ θρῆνος γιὰ μία χαμένη ζωή. Κι ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς ἄνοιξης ὡς τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ, ὁ ὕπνος τοῦ μαχαλᾶ λικνιζότανε μέσα στὴν ἀτέλειωτη συναυλία τῶν βατράχων ποὺ δίπλα στὸ μαχαλᾶ διαλαλοῦσαν ἀπὸ τὴ λίμνη τὸ χορτασμὸ καὶ τοὺς ἔρωτές τους πάνω στὴν πράσινη, βρώμικη λάσπη τῆς ὄχτης.
Ἡ ἑβραίικη κοινότητα σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη πρέπει νά ῾ταν καμωμένη ἀπὸ χρόνια πολὺ παλιά. Γι᾿ αὐτὸ τὰ ὁβραίικα εἶτανε μέσα στὸ Κάστρο της. Καὶ γι᾿ αὐτὸ κ᾿ ἡ Συναγωγή της εἶχε ἀρχιραβίνο κι ὄχι ραβίνο. Καὶ λέγανε κιόλας πὼς εἶταν Μητρόπολη τῆς Συναγωγῆς τῆς Νέας Ὑόρκης ἢ τοῦ Σικάγου - δὲν τὰ θυμᾶμαι τώρα καλά.
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ἔλεγε σχετικὰ πὼς αὐτοὶ δὲν εἶταν Ἰσπανοεβραῖοι σὰν τῆς Θεσσαλονίκης, μὰ βρισκόνταν ἐκεῖ ἀπὸ τοὺς πρώτους διωγμοὺς τῶν Ῥωμαίων κ᾿ ἔφτασαν γραμμὴ ἀπὸ τὴν Παλαιστίνη καὶ στάθηκαν ἐκεῖ καὶ κονέψαν καὶ δὲν τὸ κούνησαν ὕστερα. Δηλαδὴ κάπου δυὸ χιλιάδες χρόνια βρισκόνταν ἐκεῖ - αὐτὸ ἔλεγε.
Διαβασμένος κανένας θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ παρατηρήσει πὼς ὁ Ἑβραῖος περιηγητὴς Βενιαμὶν ὁ Τουδέλας, ποὺ γύρισε ὅλη τὴν Ἑλλάδα στὰ μέσα τοῦ δωδέκατου αἰώνα καὶ πῆγε σ᾿ ὅλες τὶς ὁβραίικες Συναγωγὲς καὶ τὶς ἀναφέρει μία πρὸς μία, δὲν γράφει τίποτα γιὰ Ὁβραίους σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη μήτε κἂν τὴν ἀναφέρει. Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς εἶχε ἀμέσως ν᾿ ἀντιπροβάλει τὰ ἀναγκαῖα ἐπιχειρήματα καὶ νὰ τὸν κολλήσει στὸν τοῖχο.
Ἔλεγε δηλαδὴ πὼς ὁ ἄλλος περιηγητὴς τοῦ ἴδιου καιροῦ, ὁ Ἄραβας Ἐδρισή, γράφει πὼς ἡ πόλη αὐτή, ἡ δική μας, εἶναι καμωμένη πάνω σὲ νερά. Αὐτὸ βέβαια δὲν εἶναι καὶ καμιὰ σπουδαία ἀνακάλυψη αὐτουνοῦ τοῦ Ἐδρισή, ἀφοῦ δίπλα στὴν πόλη βρίσκεται ἡ λίμνη. Ἔλα ὅμως ποὺ τὸ ἴδιο γράφουνε καὶ τὰ πανάρχαια χαρτιὰ τῶν Ὁβραίων τῆς πόλης αὐτῆς, πὼς εἶναι «γκιώδ» - κάπως ἔτσι, πάλι δὲν θυμᾶμαι καλὰ - δηλαδὴ πόλη πάνω σὲ νερά. Καὶ πὼς αὐτὸ λογαριαζότανε πάρα πολὺ ἀπὸ τοὺς Ὁβραίους τοῦ παλιοῦ καιροῦ, νὰ τοῦ γράφουνε δηλαδὴ σὲ τί μέρος τὸ φκιάξανε τὸ καινούργιο τὸ Συναγώι τους. Καὶ πῶς τέλος αὐτὸ θὰ μποροῦσε κανένας νὰ τὸ βρεῖ νὰ ταιριάζει μία χαρὰ καὶ μὲ τοῦ Προκόπιου ὅσο γράφει γιὰ τὴν Εὔροια στὸ βιβλίο του γιὰ τὰ χτίσματα τοῦ Ἰουστινιανοῦ - «ὕδασι κατακορῆς»... Ἄρα «γκιὼδ» ἴσον Εὔροια καὶ Εὔροια, ἡ δική μας ἡ πόλη. Ὅπερ ἔδει δεῖξαι.
Ὅλο αὐτὸ εἶταν ἕνα ζήτημα ποὺ δὲν φαίνεται νὰ τοὺς σκότιζε καὶ πολὺ τοὺς ξυπόλητους Ἑβραίους τῆς πόλης μας καὶ τὶς Ὁβραῖες ποὺ ξενοδούλευαν γιὰ ἕνα κομμάτι ψωμί. Μήτε τοὺς βοηθοῦσε σὲ τίποτα, νὰ τὸ ξέρουνε δηλαδὴ ἂν εἴχανε φτάσει κεῖ πέρα κυνηγημένοι ἀπὸ τοὺς Ῥωμαίους στὴν Παλαιστίνη ἢ τὴν Ἱερὴ Ἐξέταση στὴν Ἱσπανία. Παραδεχόνταν ὡστόσο κι αὐτοὶ πὼς γιὰ νὰ κάθεται ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ὁ δικός τους καὶ νὰ χάνει τὸν καιρό του μὲ χαζοπράματα τέτοια παναπεῖ πὼς δὲν θά ῾τανε χαζοπράματα καὶ θά ῾χε βέβαια κάποιο χρήσιμο λόγο - γι᾿ αὐτὸν τὸν ἴδιο - κι ἂν εἶτανε γι᾿ αὐτόν, εἶτανε σίγουρα καὶ γι᾿ αὐτούς, γιὰ ὅλους τους. Λέγανε μάλιστα πὼς εἶχε καθίσει κ᾿ εἶχε γράψει κ᾿ ἕνα σημείωμα γιὰ τὸ ζήτημα αὐτὸ καὶ τό ῾δωσε κάποτε στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ἀθήνας, στὰ μεγάλα κεφάλια. Καὶ τοὺς ἔγραψε στὸ σημείωμα, πὼς γιὰ νὰ βρίσκονται ἐκεῖ - σίγουρα πράματα κι ἂς μὴν τὸ γράφει αὐτὸς ὁ Τουδέλας - δυὸ χιλιάδες χρόνια οἱ Ὁβραῖοι παναπεῖ πὼς κι ἡ πόλη καὶ τὸ Κάστρο της βρισκόταν ἀπὸ τότες, δυὸ χιλιάδες χρόνια. Καί, φῶς φανάρι, λοιπόν, ἀποκλείεται νὰ χτιστῆκαν ἀπὸ βαρβάρους ποὺ κατέβηκαν ὑστερότερα, ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς πατήσανε ποτὲς τὸ ποδάρι τους στὴν Ἑλλάδα οἱ βάρβαροι. Καὶ τὸ δεχτήκανε, λέγανε, μὲ τιμὴ καὶ χαρὰ οἱ σοφοὶ τῆς Ἀθήνας τὸ σημείωμα αὐτὸ γιὰ νὰ τὸ χρησιμοποιήσουν αὐτοὶ ἐπιστημονικῶς - ὅπως εἶναι ἡ δουλειά τους - ἀφοῦ ἔτσι ὄμορφα-ὄμορφα, μαζί με τὴν παλαιότητα τῆς ἰσραηλιτικῆς κοινότητας σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη - ζήτημα ὄχι καὶ τόσο σπουδαῖο - ἀποδειχνόταν κι ἀπὸ τὸ Σαμπεθάι Καμπιλῆ ἡ αἰωνιότητα τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς - ζήτημα σπουδαιότατο, καθὼς ξέρουμε ὅλοι μας. Καὶ προπαντός, ἡ συνέχεια τῶν πολιτισμῶν της.
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς δὲν εἶχε καμιὰ ἐπίσημη ἰδιότητα. Δὲν εἶταν χαχάμης στὸ Συναγώι οὔτε σύμβουλος στὴν Κοινότητα τῶν Ἑβραίων οὔτε ἐπίτροπος σὲ λεφτὰ οὔτε τίποτα. Δὲν ἀνακατευόταν σὲ τίποτα, δὲν πήγαινε πουθενά, οὔτε στὸ νομάρχη γιὰ ζήτημα τῆς κοινότητας οὔτε στοὺς βουλευτὲς γιὰ ρουσφέτια οὔτε στὸ δήμαρχο γιὰ παράπονα οὔτε σὲ κανένα. Μιὰ φορὰ τὸ χρόνο μονάχα, μαζὶ μὲ τὸν πρόεδρο τῆς Ἰσραηλιτικῆς Κοινότητος καὶ τὸν ῥαβίνο τῆς Συναγωγῆς ἔμπαινε σ᾿ ἕνα ἁμάξι ἀνοιχτὸ καὶ πηγαίνανε τὸ Πάσχα στὸ Μητροπολίτη μας νὰ τοῦ εὐχηθοῦνε τὰ χρόνια πολλά. Ἄλλη μιὰ φορὰ τὸ χρόνο, στὴ γιορτὴ τοῦ Μπαϊραμιοῦ, ἔτσι πάλι μὲ τοὺς ἄλλους δυό, πήγαινε καὶ στὸ Μουφτῆ.
Αὐτὸς ὁ Μουφτῆς δὲν ἐκπροσωποῦσε κανέναν πιά, μήτε στὴν πόλη μήτε στὴν περιοχὴ - δὲν ὑπῆρξε πελατεία. Εἶταν ἕνας γέρος ἄνθρωπος ποὺ βαρέθηκε νὰ φύγει στὴν Τουρκιὰ τοῦ Κεμὰλ μὲ τὴν ἀνταλλαγὴ τῶν πληθυσμῶν. Παρακάλεσε καὶ πλήρωσε, Τούρκους καὶ Ρωμιούς, καὶ τὰ κατάφερε νὰ βγάλει ψεύτικα χαρτιὰ πὼς εἶταν ἀλβανικῆς καταγωγῆς καὶ τέλος τὸ γλίτωσε τὸ ξερίζωμα ποὺ ξεσήκωσε τότε θρῆνο στοὺς τούρκικους μαχαλᾶδες.
Ἕνα χτηματάκι εἶχε ὅλο κι ὅλο καὶ μ᾿ αὐτὸ ψευτοζοῦσε. Εἶχε καὶ δυὸ κοριτσάκια ποὺ μεγάλωσαν καὶ δὲν ἤξερε μὲ ποιόνε νὰ τὰ παντρέψει κι ἀρχίσαν καὶ κεῖνα - τί νὰ κάνουν τὰ ἔρημα; - καὶ τὰ παίζανε μὲ κάτι μόρτες Ῥωμιούς. Καὶ θέλανε νὰ λένε μέσα στὴν πόλη πὼς αὐτοὶ τὰ τρόμαζαν τὴ νύχτα καὶ ξεφώνιζαν ἔτσι ξαφνικὰ τὰ τρία παγώνια ποὺ φύλαγε στὴν αὐλή του ὁ Μουφτὴς - οἱ μόρτες πηδοῦσαν τὸν τοῖχο.
Αὐτὸς πέρναγε τὰ τελευταῖα χρόνια της ζωῆς του στοὺς παλιοὺς καφενέδες τῆς πόλης καὶ καθότανε δίπλα στοὺς ταβλαδόρους κι ὅλο κούναγε τὸ κεφάλι του ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ. Μερικοὶ λέγανε πὼς συλλογιζόταν τὸ μεγάλο τούρκικο ντοβλέτι ποὺ χάθηκε - ὅμως εἶχε πιὰ ξεκαρφωθεῖ πίσω στὸ λαιμό του καὶ γι᾿ αὐτὸ τὸ κούναγε.
Ὅπως καὶ νὰ πεῖς, εἶταν μιὰ φορὰ κι αὐτὸς θρησκευτικὸς ἀρχηγός. Ἄλλες δέκα θρησκεῖες νά ῾χαν ἀρχηγοὺς μέσα στὴν πόλη - κι ἂς εἶταν καὶ τέτοιους, δίχως πελατεία - σ᾿ ὅλους τους θὰ πήγαινε ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς μιὰ φορὰ τὸ χρόνο στὴ μεγάλη γιορτή τους νὰ τοὺς ξαναπεῖ μὲ ταπεινοσύνη τὸ ἴδιο:
- Ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Καὶ μὲ τὸ φόβο του ζοῦμε.
Εἶταν δηλαδὴ ἕνας ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Ἤξερε νὰ διαβάζει ὁβραίικα, μελετοῦσε στὰ σοβαρὰ τὴ γραφὴ καὶ πλιότερο τὸ Ταλμοὺτ καὶ βοηθοῦσε τὸ ραβίνο τῆς Συναγωγῆς νὰ κρατιέται πιστὰ ἡ θρησκευτικὴ τάξη ποὺ τὴν ἤξερε στὴν ἐντέλεια. Τὸ Λευιτικὸν εἶτανε τ᾿ ἀγαπημένο του βιβλίο καὶ τό ῾ξερε ἀπόξω καὶ στὴν ἑλληνική του μετάφραση.
Κοντούτσικος, στρογγυλούτσικος, φόραγε πάντα ἕνα στενὸ μαῦρο κουστούμι τὸ καλοκαίρι κ᾿ ἕνα τὸ ἴδιο στενό, μαῦρο πάλι, παλτὸ τὸ χειμώνα, μὲ τρία κουμπιά, στιβάλια μὲ κουμπιὰ καὶ μία γκρίζα ρεπούμπλικα, φίνο μπορσαλίνο, ὅμως τόσο ἄσχημα πατημένη στὸ στρογγυλό του κεφάλι ποὺ θαρροῦσες πὼς τώρα θὰ πέσει.
Ἴδιο σὰν αὐτὸν εἶταν καὶ τὸ μαγαζί του - ἡ ἄκρα ταπεινοσύνη. Εἶτανε σ᾿ ἕνα δρομάκι τῆς ἀγορᾶς μὲ μιὰ πόρτα θολωτή, χαμηλή, ἔπρεπε νὰ σκύψεις γιὰ νὰ μπεῖς. Μέσα - φάτσα, εἶταν ἕνα τραπεζάκι μὲ τὴ σκουριασμένη κόπια πάνου καὶ δίπλα, στ᾿ ἀριστερά, μιὰ μιρκὴ κάσα γιὰ τὰ λεφτά. Στὰ ράφια εἶτανε μονάχα κάτι λίγα τόπια πανί - δεύτερο πράμα, γιὰ τοὺς χωριάτες καὶ γιὰ τὴ φτώχεια, χασὲ - χομαῒ ποὺ τὸ λέγανε - ντρίλι, ρετσίνα, τέτοια πράματα.
Γιὰ νὰ ψωνίσει κανένας μιὰ πήχη πράμα εἶχε καταντήσει σιγὰ-σιγὰ καὶ δὲν πατοῦσε κεῖ μέσα, ὄξω κι ἂν ἐρχότανε γιὰ πρώτη φορὰ στὸ παζάρι τῆς πόλης. Μὰ καὶ πάλι δὲν θὰ ξεγελιότανε νὰ μπεῖ σ᾿ ἕνα τέτοιο παλιομάγαζο. Ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ παζαριοῦ θὰ τὸν εἴχανε τραβήξει στὰ δικά τους μαγαζιὰ οἱ ἐμπόροι ποὺ στεκόνταν στὴν πόρτα - Ὁβραῖοι καὶ Ῥωμιοὶ - καὶ φωνάζανε, κἂν ἐκεῖνοι κἂν οἱ παραγιοί τους, καὶ τραβοῦσαν τοὺς χωριάτες ἀπὸ τὸ μανίκι - νὰ μπεῖς, νὰ ἰδεῖς καὶ νὰ μὴν ἀγοράσεις...
Μέσα στὸ μαγαζὶ τὸ δικό του ὁ μικρότερος ἀδερφός του ὁ Σιέμος καὶ τὰ δυὸ τὰ παιδιά του, ὅταν δὲν εἶχαν δουλειὰ δὲν καθόντανε - δὲν τοὺς ἄφηνε αὐτὸς νὰ καθίσουν οὔτε βγαίναν στὴν πόρτα - δὲν ἤθελε αὐτὸς νὰ βγαίνουν στὴν πόρτα. Ἀκουμπούσανε βαρύθυμοι στοὺς ἄδειους μπάγκους, χασμουριότανε κρυφὰ καὶ μουρμουρίζανε σιγὰ-σιγὰ μὴν τοὺς ἀκούσει. Αὐτὸς καθότανε σκυμμένος σὲ κεῖνο τὸ τραπέζι, ὅλο θά ῾γραφε κάτι, κάτι λογάριαζε, ἀπὸ τὸ πρωὶ ὡς τὸ βράδυ ποὺ κλειοῦσαν καὶ τοὺς ἔπαιρνε καὶ φεύγαν κ᾿ οἱ τέσσερις, γραμμὴ γιὰ τὸ σπίτι, αὐτὸς μπροστὰ μὲ τὸ Σιέμο, τὰ παιδιὰ παραπίσω.
Τέτοιο, λοιπόν, εἶτανε καὶ τὸ μαγαζί του - μιὰ τρύπα. Κι αὐτὸς ζοῦσε κεῖ μέσα χωρὶς καμιὰ ἀπὸ τὶς χαρὲς πὄχουν οἱ ἀνθρῶποι, χωρὶς φῶς καὶ χωρὶς στολίδι κανένα, μὲ ψωμὶ καὶ νερὸ μονάχα - καθὼς λέγανε.
- Ἄφησέ μας κ᾿ ἐμᾶς νὰ κάνουμε κάτι, μουρμούριζε κάποτε ὁ Σιέμος ... Μήτε σκλάβοι... Τί κάνουμε ἐμεῖς ἐδῶ μέσα;
Αὐτὸς σήκωνε τὰ μάτια του καὶ τοὺς κοίταζε καὶ τοὺς τρεῖς.
- Μαθαίνετε νὰ τυραννιέστε... Αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο... Πῶς ἀλλιῶς θὰ τὸ κρατήσετε τὸ μαγαζί;
Ὁ Σιέμος κατέβαζε τότες τὸ κεφάλι του καὶ τὸ κατεβάζανε καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Σαμπεθάι. Ἀλήθεια πῶς θὰ τὸ κρατούσανε; Ὁ κόσμος ὅλος τό ῾ξερε μέσα στὴν πόλη πὼς αὐτὸ τὸ μαγαζὶ εἶτανε τὸ μεγαλύτερο στὸ παζάρι μας. Πίσω ἀπὸ κεῖνο τὸ τραπέζι ποὺ καθόταν ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ἄνοιγε μία πορτούλα κ᾿ ἔμπαινες ἀπὸ κεῖ σ᾿ ἕνα πράμα σκοτεινὸ καὶ μακρύ, ποὺ δὲν εἶταν μήτε μαγαζὶ μήτε κι ἀποθήκη - εἶταν καὶ τὰ δυό. Πάνω σὲ μπάγκους καὶ σὲ κάσες μεγάλες, πνιγμένο στὴ ναφθαλίνη, στοιβαζόταν ἐκεῖ τ᾿ ἄνθος τῆς πραμάτειας, ἀπὸ τσόχα, καμπαρντίνα καὶ φανέλα ἐγγλέζικη ὡς τοὺς χασέδες καὶ τὰ λινὰ καὶ τὰ κάμποτα κι οὔτε πρόφταινε νὰ σταθεῖ. Πάνω ἀπὸ ἑκατὸ μαγαζιὰ σ᾿ ὅλη τὴν περιοχὴ ἀπ᾿ τὸν Καμπιλῆ θέλανε νὰ πάρουν κι ὄχι ἀπ᾿ ἄλλον. Ἡ ἀποθήκη ἄνοιγε πίσω, μὲ μιὰ πόρτα σιδερένια σ᾿ ἕνα στενὸ τοῦ ὁβραίικου μαχαλᾶ. Ἀπὸ ῾κεῖ ἔμπαινε κ᾿ ἔβγαινε τὸ ἐμπόρευμα, χωρὶς μπούγιο καὶ φασαρία, σὰ νὰ γινόταν λαθρεμπόριο. Καὶ παρᾶς, μετρητά, λιανοπούλι στὴν κάσα, τίποτα - δούλευε συναλλαγματικὴ μὲ τὴν τράπεζα.
Ἂν κανένας ἀπὸ τοὺς καλοὺς-καλοὺς νοικοκυραίους τῆς πόλης ἤθελε μία προίκα ὁλάκερη γιὰ τὴν θυγατέρα του, ὅλα τὰ πανικά, τό ῾ξερε κι αὐτὸς πὼς μονάχα στὸ Σαμπεθάι Καμπιλῆ μποροῦσε νὰ πάει. Ἂν κανένας ἄλλος εὐυπόληπτος συμπολίτης εἶχε τὸ μεράκι γιὰ ἕνα ἐγγλέζικο «τίγκερ» - ξιουράφι, λέγανε, γιὰ ἑκατὸ χρόνια - καὶ νά ῾ναι καὶ παλιακότερο κάπως, γκαραντὶ δηλαδή, ὄχι πράματα ψεύτικα τοῦ παρόντος καιροῦ, τὸ᾿ ξερὲ κι αὐτὸς πὼς μονάχα τὸ Σαμπαθέι Καμπιλῆ θὰ μποροῦσε νὰ παρακαλέσει γιὰ νὰ γράψει στὴν Ἀγγλία. Ἀκόμα κι ἂν ὁ νομάρχης, ὁ δήμαρχος ἢ ἄλλος κανένας ἀπὸ τοὺς μεγάλους, νὰ ποῦμε, τῆς πόλης, χρειαζόταν ἕνα φίνο κασμίρι γιὰ τὴ ζακέτα ποὺ θὰ φοροῦσε στὴ δοξολογία τῆς Εἰκοστῆς Πέμπτης Μαρτίου, ἢ ἄλλη καμία, ἐπίσης σπουδαία, ἀνάγκη, πάλι σὲ κεῖνον θὰ πήγαινε. Θά ῾σκυβε τὸ κεφάλι γιὰ νὰ περάσει τὴ θολωτὴ πόρτα τοῦ μαγαζιοῦ καὶ θὰ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὸ βάλει μέσα στὴν πρώτη του παραγγελιὰ στὴν Ἀγγλία.
Ὁ Σαμπαθάι Καμπιλῆς σημείωνε ἡμέρα-ἡμέρα τὴν παραγγελιά. Μήτε βαριόταν μήτε ξιπαζόταν ποὺ τὸν παρακαλοῦσαν οἱ μεγάλοι, μόνο μουρμούριζε σὰ νὰ μίλαγε μονάχος του:
- Δὲν μᾶς λογαριάζουν, ἀγαπητέ μου κύριε... Τί νὰ λογαριάσουν ἀπὸ μᾶς, τόσο-τόσο μικρούς;...
Εἶναι σίγουρο ὡστόσο πὼς ἔγραφε πάντα κ᾿ ἡ παραγγελιὰ ἐρχόταν στὴν ὥρα της καὶ παραδινότανε μαζί με τὰ χαρτιά της, τὴν τιμή, τὰ ἐμβαστικά, τελωνεῖο, ὅλα. Καὶ μαζί, τὸ δικό του τὸ κέρδος, τιποτένιο μὰ γραμμένο πάντα κι αὐτὸ - τέτοια πράγματα ταχτικότατα.
- Ἀγαπητέ μου κύριε... Δὲ μοῦ χρωστᾶτε καμιὰ εὐχαριστία, ἔλεγε σ᾿ ὅλους. Ὅπως βλέπετε τό ῾καμα γιὰ νὰ κερδίσω κ᾿ ἐγὼ κατιτίς.
Ὄχι. Αὐτὸς δὲν ἤθελε νὰ γελάσει κανέναν. Δὲν εἶχε ἀνάγκη νὰ τοὺς πουλήσει εὐγένειες, δὲν καταδεχότανε νὰ καλοπιάσει κανέναν ἀπ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἰσχυροὺς τῆς ἡμέρας κι ἀπὸ τοὺς ἄλλους ποὺ τὸ κουτάλι τους ἔπαιρνε κάποτε μιὰ στάλα νερὸ καὶ σφιγγόντανε νὰ φανοῦν μεγαλύτεροι - ἔρχονται καὶ παρέρχονται, ξαναπέφτανε. Πίσω ἀπὸ κεῖνο τὸ δικό του τὸ τραπεζάκι εἶταν κάτι παραπάνω ἀπὸ μία δύναμη. Εἶτανε μιὰ ἐξουσία. Τὸ πῶς αὐτὸς τὸν ἔβγαζε τὸν πρόεδρο τῆς Ἰσραηλιτικῆς Κοινότητας, καὶ τὸ ῥαβίνο τῆς Συναγωγῆς αὐτὸς τὸν διόριζε, δὲν εἶτανε ἴσως σπουδαῖο. Μὰ ὁ καθένας μποροῦσε νὰ ξέρει - καὶ καλὰ θά ῾κανε νὰ τὸ ξέρει - πὼς τοὺς ὁβραίικους ψήφους αὐτὸς τοὺς κανόνιζε κάθε φορά, σ᾿ ὅλες τὶς ἐκλογές, πόσοι πάνω-κάτω θὰ ψηφίσουν Βενιζέλο, πόσοι τοὺς βασιλικούς. Ἐκεῖνοι μάλιστα ποὺ ξέραν τὰ πράματα λέγανε πὼς αὐτὸς ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς εἶταν ἀπὸ τοὺς πολὺ λιγοστοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας - ἄλλη μόνιμη ἐξουσία - τοῦ μιλοῦσε λόγια παστρικά. Καὶ πὼς κι ὁ Σεβασμιώτατος ὁ Μητροπολίτης μας εἶτανε πάλι ἀπὸ τοὺς πολὺ λιγοστοὺς ἀνθρώπους ποὺ ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς δὲν τοῦ κρυβότανε. Οἱ δυό τους εἶταν ἑνωμένοι μὲ τὸ φόβο ἑνὸς Θεοῦ. Καὶ ἡ Κοινότητα τῶν Ὁβραίων εἶταν ἕνα ἀπὸ τὰ κύρια στηρίγματα τῆς φατρίας τοῦ Μητροπολίτη, στὰ δημοτικὰ ζητήματα, στὶς ἐκλογές, σὲ ὅλα, ὅπως ἀπὸ τ᾿ ἄλλο μέρος ὁ Μητροπολίτης εἶταν ἕνα ἀπὸ τὰ κλειδιὰ τοῦ Σαμπεθάι Καμπιλῆ γιὰ νὰ συμμαζεύονται πίσω στὴν ὁβραίικη κλώσσα τους τὰ κλωσσόπουλα ποὺ θὰ θέλαν νὰ ξεμακρύνουν.
Εἶταν δηλαδὴ ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ἕνα σοβαρό, ὑπεύθυνο καὶ σίγουρο πρόσωπο μέσα στὴν ἱεραρχία τῆς πατροπαράδοτης τάξης σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη. Καὶ μόνιμο.
Πολλὰ χρόνια πρέπει νὰ πέρασαν ἔτσι, πάρα πολλά. Μπορεῖ νά ῾τανε στ᾿ ἀλήθεια καὶ τὰ δυὸ χιλιάδες χρόνια τοῦ Σαμπεθάι Καμπιλῆ, μπορεῖ νά ῾ταν κι ἀκόμα παλιότερα, πρὶν ἀκόμα ξεκινήσουν νὰ ῾ρθοῦνε σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη. Οἱ πλάκες τοῦ Μωυσῆ κρατούσανε πάντα τὴν παλιά τους γραφή. Κ᾿ ἡ ὁβραίικη φτωχολογιὰ τὶς κουβαλοῦσε στὴν πλάτη της, λιμασμένη, καταφρονεμένη, ἀπ᾿ αὐτὲς καρτερώντας τὴ σωτηρία.
Ὅπου κάποτε, πᾶνε τώρα τριάντα χρόνια, ἀκούστηκε καὶ στὴν μικρὴ πολιτεία ἡ φωνὴ ἑνὸς καινούργιου προφήτη. Δὲν ὑπάρχει, ἔλεγε αὐτός, κανένας ἄλλος τρόπος γιὰ τοὺς Ὁβραίους νὰ γλυτώσουν, νὰ σταματήσει ἡ χαμένη τυράννια τους κ᾿ ἡ ντροπή τους, παρὰ νὰ τὶς σπάσουνε μιὰ καὶ καλὴ τὶς πλάκες τοῦ Μωυσῆ. Οἱ φτωχοὶ μὲ τοὺς φτωχοὺς κ᾿ οἱ ἀρχόντοι μὲ τοὺς ἀρχόντους, ὅπως εἶτανε κιόλας αὐτοὶ καὶ πρῶτος-πρῶτος ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς. Αὐτὸς τοὺς φοβερίζει τοὺς Ὁβραίους πλιότερο ἀπ᾿ ὅλους τους χριστιανούς. Κ᾿ ἡ σωτηρία ποὺ τοὺς τάζει εἶναι οἱ ἁλυσίδες ποὺ τοὺς δένουν.
Φανερό, λοιπόν, πῶς αὐτὸς ὁ καινούργιος προφήτης εἶταν ὁ πρῶτος Ὁβραῖος κομουνιστὴς τῆς πόλης αὐτῆς. Σὰν ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς φόραγε κι αὐτὸς μιὰ γκρίζα ρεπούμπλικα ἄχαρα τσαλαπατημένη στὸ κεφάλι του πού ῾τανε κι αὐτουνοῦ στρογγυλὸ καὶ τὰ ροῦχα του εἶτανε τὸ ἴδιο σὰν τοῦ Σαμπεθάι Καμπιλῆ κακοβαλμένα στὸ κορμί του - μόνο πού, τ᾿ ἀντίθετο ἀπ᾿ αὐτόν, εἶταν πάντα ξεκούμπωτος, παλτό, σακάκι, γιλέκο, καμιὰ φορὰ καὶ τὰ κουμπιὰ τοῦ παντελονιοῦ του.
Εἶταν ὀρφανὸς ἀπὸ πατέρα κ᾿ ἡ μάνα του τὸν εἶχε ἀναστήσει ξενοδουλεύοντας καὶ τὸν καμάρωνε ὕστερα πὄγινε καθηγητὴς τῶν γαλλικῶν σ᾿ ἕνα τέτοιο σκολειὸ σὰν τῆς «Ἀλλιὰνς Φρανσαίζ», ποὺ τὸ κράταγε στὰ χέρια της ἡ Κοινότητα τῶν Ὁβραίων. Τὸν καμάρωνε ἀκόμα πού ῾ταν ἔτσι ταπεινὸς καὶ γλυκὸς κ᾿ οἱ Ὁβραῖοι τὸν κοιτοῦσαν στὰ μάτια καὶ τὴν τιμοῦσε κι αὐτήν, ὅπως τιμοῦν οἱ φτωχοὶ τὶς μανάδες τους.
Ὧρες καὶ παράωρες τριγυρνοῦσε κάθε μέρα στὸν ὁβραίικο μαχαλᾶ. Χωρὶς καθόλου νὰ γνοιάζεται πὼς εἶταν καθηγητὴς σ᾿ ἕνα τέτοιο σκολειὸ σὰν τῆς «Ἀλλιὰνς Φρανσαίζ», καθόταν στὰ πεζοδρόμια καὶ στὰ πεζούλια καὶ μιλοῦσε μὲ τὶς Ὁβριὲς καὶ μὲ τοὺς χαμάληδες. Πήγαινε μαζί τους στὰ καπηλειά τους, ἐκεῖ μέσα στὰ ὁβραίικα, κι ἂν δὲν ἔπινε κι αὐτός, ἔτρωγε ὡστόσο μαζί τους, μὲ τὰ δυό του τὰ χέρια τὴν ὁβραίικη λαχαναρμιὰ καὶ τρέχανε τὰ ζουμιὰ στὸ παλτό του. Γέννημα δηλαδὴ καὶ θρέμμα δικό τους, ὁλόφτυστο.
Λίγο-λίγο μὲ δισταγμὸ καὶ μὲ φόβο οἱ Ὁβραῖοι ἀρχίσανε καὶ μαζευόντανε γύρω του κι ἀκούγανε ξαφνιασμένοι ποὺ τοὺς ἐξήγαγε τὴ Γραφὴ μ᾿ ἕναν τρόπο δικό του, καινούργιον κι ἀνασαίνανε τ᾿ ὄνειρό του. Μιὰ καινούργια μικρὴ Συναγωγὴ ἄρχισε σιγὰ-σιγὰ καὶ γινότανε στὸ μαγαζὶ τοῦ Χαῒμ Ἐζρᾶ.
Ὁ Χαῒμ Ἐζρὰ εἶταν ἕνας κοιλαρᾶς, ἀγράμματος μανάβης. Περηφανευόταν πὼς αὐτὸς τὰ πρωτόβγαζε στὸ μαγαζί του κάθε χρόνο, πρὶν ἀπ᾿ ὅλους τους μανάβηδες τῆς πόλης, τὰ πρωτόβουλα πράσα - τέτοιος ἀγαθὸς καὶ φιλήσυχος ἄνθρωπος εἶταν. Ἀπὸ τὸν πατέρα του εἶχε πάρει τὸ συνήθειο κι ὅ,τι νὰ τοῦ ῾λεγαν ἔλεγε σ᾿ ὅλους «σωστά, χαγιασέμ» - σωστὰ μὰ τὴν πίστη μου. Οἱ πελάτες τοῦ μαγαζιοῦ κ᾿ οἱ περαστικοὶ τὸν πειράζανε - «σωστά, χαγιασέμ», τοῦ φωνάζαν. «Σωστά, χαγιασέμ», τοὺς ἀποκρινόταν κι αὐτὸς καὶ γελοῦσε. Ὥσπου κάποτε ποὺ τὸν εἴχανε πάει στὸ δικαστήριο μάρτυρα τά ῾κανε θάλασσα μ᾿ αὐτὸ τὸ καταραμένο τὸ «σωστὰ χαγιασέμ» καὶ τὸν σκυλόβρισε κι ὁ πρόεδρος ἀπὸ πάνω καὶ τὸν τάραξαν κι οἱ δικηγόροι ἀπὸ ῾δῶ κι ἀπὸ κεῖ κι ὁ κόσμος ὅλος μέσα στὴν αἴθουσα ξεκαρδιζόταν στὰ γέλια - ἔγινε θέατρο καὶ πικράθηκε τότες κι ὁ Σαμπαθέι Καμπιλῆς. Ἀπὸ τότες τό ῾χε κόψει. Μ᾿ ἀπὸ τότες τόνε μάθαν ὅλοι καὶ τὸν φώναζαν ὅλοι ὁ Χαῒμ ὁ σωστὰ χαγιασέμ, σάμπως νά ῾τανε τ᾿ ὄνομά του. Αὐτὸς δὲν ἔλεγε τίποτα πιά, μήτε γέλαγε. Πικραινόταν κάθε φορὰ καὶ ντρεπότανε στὴν ἀρχή - ὕστερα τὸ συνήθισε, συνήθισε πὼς ἕνας Ὁβραῖος μπορεῖ νὰ ντρέπεται σ᾿ ὅλη του τὴ ζωὴ χωρὶς νὰ χαλάσει τὸ μαγαζί του ἢ νὰ γίνεται τίποτες ἄλλο κακό.
Τώρα ὅλη του τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀγάπη τὴν εἶχε δοσμένη σ᾿ αὐτὸν τὸν καινούργιο προφήτη τους, ποὺ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὴν ντροπὴ τῶν Ὁβραίων, γιὰ τὸ Χριστὸ ποὺ σταυρῶσαν οἱ Καμπιλῆδες, γιὰ τὶς ἁλυσίδες τῶν φτωχῶν, γιὰ μία σωτηρία ποὺ δὲν τὴν γράφει τὸ Τορρὰ - καθὼς ἔλεγε. Κάθε φορὰ ποὺ ξεμπλέκανε τέλος στὸ μαγαζί του, καὶ ξεκινοῦσε καὶ κεῖνος νὰ φύγει, τὸν σταματοῦσε στὴν πόρτα καὶ τὸν κοιτοῦσε στὰ μάτια:
- Γιοσέφ... Γλύκα καὶ λύπη εἶταν στὴν φωνή του. Φαινότανε κιόλας νὰ ντρέπεται λίγο γι᾿ αὐτὰ τὰ καμώματα.
- Τί εἶναι πάλι, τὸν ρώταγε ὁ ἄλλος καὶ γέλαγε.
Ἤθελε νὰ τοῦ δώσει δυὸ-τρία ἀχλάδια ἢ μῆλα, μιὰ σακούλα σταφύλια, κι ἂν δὲν εἶταν ὁ καιρὸς γιὰ τὰ φροῦτα ἕνα μάτσο πράσα, ἕνα καλοδιαλεγμένο λάχανο - κουμπρουλάχανο ποὺ τὸ λέγανε.
- Πάρ᾿ τό, μωρὲ Γιοσέφ... Τί ἄλλο μπορῶ νὰ σοῦ δώσω;
- Καὶ χωρὶς λεφτά; - γελοῦσε αὐτός.
- Χωρίς.
- Δίνουν κι Ὁβραῖοι, μωρὲ Χαΐμ, χωρὶς παρᾶδες;
- Δὲν ξέρω, Γιοσέφ... Δὲν ξέρω. Πολὺ μᾶς ἀνακάτεψες ἐσύ... Πάρ᾿ το τώρα, γιὰ τὴν Ὁβριά. Θέλω νὰ σ᾿ τὸ δώσω.
Ἅμα δὲν εἶτανε μαζί τους, τὸ ξέρανε, θά ῾τανε σπίτι. Καθότανε σταυροπόδι κατάχαμα, μ᾿ ἕνα τραπέζι χαμηλὸ μπροστὰ στὰ γόνατα, διάβαζε κ᾿ ἔγραφε καὶ ποιήματα. Ἡ μάνα του καθότανε τότες στὴν ὀξώπορτα.
- Τί κάνει ὁ Γιοσέφ, τὴ ρωτοῦσαν οἱ Ὁβραῖοι ποὺ πέρναγαν.
- Μέσα εἶναι... Διαβάζει... Τὸ᾿ λέγε σὰ νά ῾ταν κανένα μυστήριο κι ὅσο μποροῦσε σιγότερα μὴ τοῦ ταράξει τὴν ἡσυχία. Καὶ στεκόταν ἐκεῖ, φύλακας ἄγγελος δίχως σπαθί, χάιδευε μόνο τὰ κοκαλιάρικα χέρια της ποὺ γδάρθηκαν ξενοδουλεύοντας.
Κάποτε κεῖνος ἀκουγόταν ἀπὸ μέσα:
- Ὁβριά... Ποῦ εἶσαι μωρ᾿ Ὁβριά;
- Ὄρσε, φώναξε αὐτή, μ᾿ ἀπὸ τὴν πόρτα δὲν ἔφευγε - ἤξερε.
Ἔβγαινε τότες αὐτός, τρίβοντας τὰ μάτια του, πήγαινε δίπλα της, καθότανε στὸ κατώφλι, περνοῦσε τὸ χέρι του στὸν ὦμο της ποῦ ῾χε καμπουριάσει κι ὁ ὁβραίικος βρώμικος δρόμος γιόμιζε ὀμορφιὰ κι ἀγάπη.
- Ἀλήθεια, Γιοσέφ, ποὺ θὰ γίνεις μεγάλος ἄνθρωπος;
- Ποιός σοῦ τά ῾πε μωρὴ μάνα, τέτοια μπάνταλα; - κουταμάρες δηλαδή.
- Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς... Ὁλοένα μοῦ τό ῾λεγε ὅταν εἴσουν μικρός...
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς!...
Αὐτὸς τὸν εἶχε ξεδιαλέξει μέσα στὰ ὁβραίικα, αὐτὸς τὸν ἔμαθε νὰ διαβάζει ὁβραίικα. Ἀπὸ τότες πού ῾τανε μικρὸς ἀκόμα, τὸν ἔπαιρνε τὰ χειμωνιάτικα βράδια στὸ σπίτι καὶ καθόνταν κατάχαμα καὶ διαβάζαν οἱ δυό τους. Μὲ τὴν καλοκαιριά του παιδὶ περνοῦσε ἀπ᾿ τὸ μαγαζί του κι ἅμα κλείνανε πηγαῖναν μαζὶ στὸν ἐρημικὸ δρόμο πίσω ἀπ᾿ τὸ Κάστρο, στὴν ἄκρα τῆς λίμνης, καὶ πάλι μιλοῦσαν γιὰ τὸ Ταλμούτ.
- Βλέπεις, λοιπόν, τὸν ρώταγε κάποτε ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς καὶ τὸν κοιτοῦσε στὰ μάτια.
- Ναὶ ραβί, ἔλεγε τὸ παιδὶ - ραβὶ τὸν ἔλεγε, δάσκαλο. Ὄμορφο εἶναι.
Ὅσο μεγάλωνε, τόσο πιὸ πολὺ ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς χαιρότανε μέσα του, κρυφά, μυστικά, τὴν ἐξυπνάδα του, τὴν ἀγάπη του γιὰ τὴ Γραφὴ καὶ τὴ στέρεα γνώση ποὺ κέρδιζε μέρα τὴ μέρα. Κρυφά, μυστικά, δὲν ἤθελε νὰ φανερωθεῖ σὲ κανέναν, βοήθησε καὶ τὴ μάνα του καὶ τὸν σπούδασε.
Κάποτε μέσα στὸ μαγαζί του, καθὼς εἶτανε σκυμμένος στὸ τραπέζι του καὶ λογάριαζε, ἀνασήκωνε τὰ μάτια του καὶ κοιτοῦσε τὸν ἀδελφό του τὸ Σιέμο καὶ τὰ δυὸ τὰ παιδιὰ τὰ δικά του. Σάπια κορμιά, κλούβια κεφάλια, ἠλίθιοι, τοῦ φαρμάκωναν τὴ ζωή. Μήτε τὸ μαγαζὶ δὲ μποροῦσαν αὐτοὶ νὰ κρατήσουν ἅμα κλειοῦσε τὰ μάτια του... Ἔκανε ἔτσι μιὰ φορὰ καὶ κοίταζε τὸ ρολόι του. Σὲ μιά, σὲ δυὸ ὧρες αὐτὸς θά ῾ταν ἐδῶ... Χαρὰ μυστικὴ γιόμιζε τὴν καρδιά του, τὸ φῶς καὶ τὸ στόλισμα ποὺ δὲν βλέπαν οἱ ἄλλοι. Γι᾿ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπον, ποὺ τὸν ἀνάστησε μοναχός του, μὲ τὰ δικά του τὰ χέρια, ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, ποὺ τοῦ τὸν ἔστειλε ὁ Κύριος γιὰ νὰ τοῦ δώσει μία μέρα τὰ κλειδιὰ τῆς Κοινότητας, νὰ τραβήξει στὸ αἰώνιο, τ᾿ ἀκατάλυτο μάκρος του ὁ νόμος τοῦ Μωυσῆ, ἐδῶ σ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη ἢ ἀλλοῦ - καὶ κάποτε τέλος «Ἐκεῖ», ἐκεῖ ποὺ πρέπει, γρήγορα ἢ ἀργά, ὅπως εἶταν τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου... Κλείνει τὰ μάτια του κι ὀνειρεύεται τότες. Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ὀνειρεύεται. Ἔχει κι ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τ᾿ ὄνειρό του. Ἡ καρδιά του χτυπάει ζεστὰ γιὰ ἕναν ἄνθρωπο - αὐτὸ δὲν εἶναι ἡ ἀγάπη ποὺ λένε;
Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς εἶταν ὁ Γιοσὲφ Ἐλιγιά, ποιητὴς καὶ ταλμουδιστής. Εἶχε ἀρχίσει τότε καὶ δημοσίευε κάπου-κάπου μικρὲς θαυμαστὲς ἐργασίες γιὰ ζητήματα τῆς Γραφῆς καὶ μοναδικὲς μεταφράσεις ἀπὸ τὰ κείμενα. Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τοῦ παρατήρησε στὴν ἀρχὴ γιὰ μερικὰ σημεῖα στὴ μετάφραση ἀπὸ τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων, λαθεμένα κατὰ τὴ δική του τὴ γνώμη.
- Καὶ τί πειράζει; Γέλασε ὁ Γιοσέφ. Μήτε ἐγὼ μήτε σὺ μήτε κανένας δὲ μποροῦμε ν᾿ ἀλλάξουμε τὰ κείμενα. Μόνο τὰ ξηγᾶμε, ἄλλος ἔτσι, ἄλλος ἀλλιῶς.
- Αὐτὸ Γιοσέφ, δὲν εἶναι κείμενο γιὰ νὰ τὸ ξηγᾶμε - εἶπε αὐτὸς κ᾿ εἶταν πολὺ λυπημένος. Εἶναι ὁ νόμος.
- Εἶταν, γέλασε πάλι καλόκαρδα ὁ Γιοσέφ. Τώρα εἶναι δῶ καὶ γιὰ μᾶς ὁ ῥωμαίικος νόμος. Δὲ μᾶς φτάνει αὐτός;
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς κατάλαβε. Ἔσκυψε τὸ κεφάλι του καὶ δὲ μίλησε ἄλλο. Σιγὰ-σιγὰ ξεμακραῖναν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, δὲ βλεπόντανε ταχτικά, ὁ Γιοσὲφ δὲν περνοῦσε ἀπ᾿ τὸ μαγαζί του.
- Γιοσέφ, τοῦ ῾πε μιὰ μέρα ποὺ βρεθῆκαν στὸ δρόμο. Ὁ ῥαβίνος πολὺ στενοχωριέται μ᾿ αὐτὰ ποὺ κάθεσαι καὶ λές.
- Αὐτὸς εἶναι κουφός, πῶς μπορεῖ νὰ ξέρει τί λέω; - γέλασε πάλι ὁ Γιοσέφ.
Τότες ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς εἶδε πῶς ἔπρεπε πιὰ νὰ δώσει ἕνα τέλος. Σηκώθηκε ἕνα μεσημέρι, ἄφησε τὸ μαγαζί του καὶ κίνησε νὰ τὸν βρεῖ. Δὲν ἤθελε νὰ μιλήσουν ἐκεῖ, μπροστὰ σ᾿ ὅλους τοὺς ἠλίθιους. Πῆγε καὶ τὸν ηὖρε σπίτι του. Καθίσανε κατάχαμα καὶ τὸ μικρό, χαμηλὸ τραπεζάκι εἶταν ἀνάμεσά τους ὅπως τὸν παλιὸ τὸν καιρό. Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς εἶταν πολὺ λυπημένος. Ὁ Γιοσὲφ Ἐλιγιὰ δὲ γελοῦσε. Καθόταν ἔτσι καὶ σώπαιναν.
- Γιοσέφ, εἶπε τέλος ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς. Θέλω νὰ φύγεις.
- Τὸ ξέρω, εἶπε ἥμερα ὁ ἄλλος.
- Ὄχι, ὄχι... Δὲν ξέρεις τίποτα ἐσύ... Νὰ χαχανίζεις μονάχα... Θέλω νὰ πῶ, πὼς ἐγώ... Νὰ λοιπόν, ἐγὼ σὲ παρακαλῶ νὰ φύγεις.
- Καταλαβαίνω, ῥαβὶ - τὸν ξανάπε δάσκαλο. Μὰ δὲ θὰ φύγω.
- Καταλαβαίνεις; Τίποτα δὲν καταλαβαίνεις ἐσύ. Θὰ σὲ διώξουν οἱ Ῥωμιοί.
- Τὰ βλέπεις ποὺ λέγαμε κάποτε γιὰ τὸ νόμο; Μποροῦν στ᾿ ἀλήθεια νὰ μὲ κυνηγήσουν καὶ νὰ μὲ διώξουν αὐτοί.
- Γι᾿ αὐτὸ τὸ θέλω κι ἐγὼ νὰ φύγεις μονάχος σου. Θὰ βρεῖς ἀλλοῦ μιὰ δουλειά, στὴν Ἀθήνα, στὴ Σαλονίκη... Θὰ σοῦ στείλω ὕστερα ἐγὼ καὶ τὴ μάνα... Ὡς τὰ τότες, καταλαβαίνεις... ἐγὼ ὅ,τι χρειάζεται... Ὅλα... Ὕστερα κᾶνε ὅ,τι θέλεις.
- Ξέρω. Μὰ δὲ θὰ φύγω.
- Γιοσέφ... Κοίταξέ με μία φορά - τί τὰ κατεβάζεις τὰ μάτια; Πῶς μπορῶ νὰ σὲ κυνηγήσω, νὰ σὲ διώξω;... Νὰ σὲ χτυπήσω ἐγώ;... Γιατί τὸ θέλεις αὐτό;
- Ἔχω ἕνα χρέος ἐδῶ... Αὐτὸ εἶναι ὅλο. Τ᾿ ἄλλα...
- Ὅλοι ἔχουμε ἕνα χρέος, πρέπει να᾿ χοῦμε. Κ᾿ εἶναι δικό μου τὸ χρέος ἐδῶ νὰ μὴ σκορπίσουν αὐτοὶ - ποῦ θέλεις νὰ πᾶνε;... Μὰ εἶναι κάτι καὶ τ᾿ ἄλλα ποὺ δὲν θέλεις τότε, Γιοσέφ, τὸ χρέος πονεῖ... Πονάει ὅταν πρέπει... ὡς τὸ τέλος.
- Αὐτὸ σωστὸ - ὡς τὸ τέλος. Ἐσύ μοῦ τό ῾μαθες... Γι᾿ αὐτὸ σοῦ λέω δὲ φεύγω.
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς κατάλαβε πὼς εἶχαν τελειώσει. Σηκώθηκε ἀργὰ καὶ βαριὰ ἀκουμπώντας τὶς παλάμες του στὰ γόνατα. Σηκώθηκε κι ὁ Γιοσὲφ μὰ δὲν πῆγε μαζί του. Κοντὰ στὴν πόρτα ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ἔριξε τὴ ρεπούμπλικα στὸ κεφάλι του καὶ στάθηκε μία στιγμὴ κοιτώντας τὸ πάτωμα.
- Οἱ Ῥωμιοὶ θὰ γελάσουν, εἶπε σὲ λίγο, πού ῾σκαψα μοναχός μου τὸ λάκκο μου...
- Ἐσὺ ποτὲ δὲ σκοτίστηκες τί λέγαν τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Ἄσ᾿ τους νὰ λένε.
- Κ᾿ οἱ Ὁβραῖοι θὰ ποῦν, βγάλαμε κ᾿ ἐμεῖς ἕναν ἄνθρωπο, μᾶς τὸν ξέκανε ὁ Καμπιλῆς.
- Αὐτὸ ποὺ κάνω ἐγὼ θ᾿ ἀπομείνει... Κανένας δὲ μπορεῖ νὰ τὸ ξεκάνει.
- Ὄχι, ὄχι... Τίποτα πιὰ δὲν καταλαβαίνεις ἐσύ... Ἄλλο θέλω νὰ πῶ. Ἐσύ, ἐσὺ Γιοσέφ... πιστεύεις ἐσύ, πὼς ἦρθα ἐδῶ νὰ σὲ φοβερίσω, νὰ σ᾿ ἀγοράσω; Αὐτὸ θέλω νὰ μοῦ πεῖς.
Τὸν κοίταξε μὲ τὴν ἡμεράδα του χυμένη σ᾿ ὅλο τὸ πρόσωπό του. Τοῦ χαμογέλασε σὰ νά ῾θελε νὰ τοῦ δώσει κουράγιο.
- Τί σοῦ χρειάζονται ἐσένα, Σαμπεθάι Καμπιλῆ, τέτοια λόγια;... Ῥαβί, τί μᾶς χρειάζονται ἐμᾶς τέτοια λόγια;
Σήκωσε τὰ μάτια του κι ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς καὶ τὸν κοίταξε, τὸν ἀγκάλιασε μὲ τὰ μάτια του - τελευταία φορά.
- Ὁ Θεὸς τῶν πατέρων μας ἂς εἶναι μαζί σου, εἶπε ἥσυχα καὶ λυπημένα. Κι ἂς σὲ φωτίσει.
- Καλὸ νύχτωμα, εἶπε ὁ ἄλλος φιλικά - εἶταν ἡ εὐχὴ κι ὁ χαιρετισμὸς ποὺ συνήθιζαν οἱ Ἑβραῖοι τ᾿ ἀπόγευμα.
Μὲ σίγουρο χέρι ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ξερίζωσε τ᾿ ἄγριο φύτρο. Δὲν εἶταν καὶ δύσκολο. Ὁ Γιοσὲφ διώχτηκε σὲ λίγο ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ τῆς «Ἀλλιὰνς Φρανσαίζ». Οἱ πόρτες τοῦ κλείστηκαν ὅλες, στὴν ἀρχὴ οἱ ὁβραίικες, ὕστερα κι ὅλες οἱ ἄλλες. Κάτι λίγα μαθήματα ποὺ τ᾿ ἀπόμειναν κοπῆκαν καὶ κεῖνα - τὰ παιδιὰ ἀρρωστήσανε ξαφνικὰ ἢ τὰ οἰκονομικὰ τῶν γονέων ἔτυχε πάνω στὴν ὥρα καὶ στένεψαν, δὲ μπορούσανε πιὰ νὰ πληρώσουν. Ζώστηκε ὁλοῦθες ἀπὸ τὴ φτώχεια, κυνηγήθηκε μὲ κεῖνον τὸν τρόπο ποὺ ξέρουν στὴν ἐπαρχία νὰ κυνηγοῦνε - διώχτηκε. Καὶ λίγο πιὸ ὕστερα πέθανε, πολὺ νέος ἀκόμα, κάπου μακριὰ ἐκεῖ στὴ Μακεδονία. Ἡ μικρὴ Ἱερουσαλὴμ γιὰ μία ἀκόμα φορὰ τὸν ἀπέκτεινε τὸν προφήτη της. Ἡ παρασυναγωγὴ στὸ μανάβικο τοῦ Χαῒμ Ἐζρᾶ σκόρπισε.
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ἀναρωτήθηκε τότες μὴν εἶχε μαζὶ ξεριζώσει καὶ τὴν καρδιὰ τὴ δική του. Τὸ ζύγισε, τὸ ξαναζύγισε, τὸ λογάριασε ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές. Καὶ μία χαρὰ πρωτοφανέρωτη τὸν πλημμύρισε. Ἡ καρδιά του εἶχε βαφτιστεῖ καὶ μὲ τὴ θυσία στὴν ἀγάπη τοῦ Κυρίου του. Τὴν ἔνιωθε ἀμοίραστη, δυναμωμένη καὶ φτερωμένη. Τίποτα ἄλλο δὲν εἶτανε μέσα - μήτε πόνος γιὰ τὸν Γιοσὲφ μήτε λύπη γιὰ τὰ παλιά, μήτε δισταγμὸς - τίποτα.
Ἤξερε ὡστόσο πὼς τὰ μουρμουρίσματα δὲν σταματούσανε στὰ ὁβραίικα καὶ μέσα σ᾿ ὅλη τὴν πόλη μ᾿ αὐτὴ τὴν ὑπόθεση τοῦ Γιοσέφ. Εἶταν μιὰ εὐκαιρία γιὰ ὅλους ὅσοι θέλανε νὰ χτυπήσουν τὸν Σαμπεθάι Καμπιλῆ καὶ πίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Μητροπολίτη. Τέτοιες εὐκαιρίες στὴν πόλη μας δὲν τὶς ἀφήνανε νὰ χαθοῦνε. Βγήκανε, λοιπόν, καὶ λέγανε πὼς ὁ Γιοσὲφ δὲν ἔκανε τίποτα δίχως νὰ ρωτήσει τὸν Καμπιλῆ, ὅλα μαζὶ τὰ κάνανε, μπορεῖ καὶ νά ῾τανε καὶ σχέδιο τῆς «Σιών», καὶ μονάχα τὴν τελευταία στιγμή, ὅταν ἡ ἑλληνικὴ ἀστυνομία πῆρε τὰ μέτρα της, τότε μονάχα ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τὸν ξεπούλησε τὸν ἄνθρωπο τὸ δικό του - μὲ δυὸ λόγια, ρίχναν ὅλο τὸ βάρος ἀπάνω του. Ἄλλοι, πάλι, μουρμουρίζανε πῶς ὁ Γιοσὲφ Ἐλιγιὰ δὲν εἶταν κομμουνιστής, τίποτα κακὸ δὲν ἔκανε κ᾿ ἡ ἑλληνικὴ ἀστυνομία δὲν τὸν πείραξε κι οὔτε κ᾿ εἶχε σκοπὸ νὰ τὸν πειράξει ποτὲς ἕναν τέτοιο ἄνθρωπο, μὰ ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς θέλησε νὰ τὸν ξεφορτωθεῖ γιατὶ φοβήθηκε γιὰ τὴ δική του θέση καὶ τὸν ἐξόντωσε τὸν καημένον - δουλειὲς τοῦ Μητροπολίτη. Ἄλλοι κοίταζαν τὸ πράμα βαθύτερα καὶ στὸ πρόσωπο τοῦ Σαμπεθάι Καμπιλῆ βλέπαν τὴν ἀπονιὰ τῶν Ὁβραίων πού ῾χανε σταυρώσει καὶ τὸ Χριστό - αὐτοὶ δὲν γίνονται ἀνθρῶποι, μόνο ἐμεῖς τοὺς ἀφήνουμε καὶ καζαντίζουν καὶ τοὺς ἔχουμε ἀνοιχτὲς ὅλες τὶς πόρτες...
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς ἔσκυψε καὶ ξανάκουσε τὴν καρδιὰ τὴ δική του. Φτεροκοποῦσε πάντα. Καὶ μαζὶ μὲ τὴ χαρὰ τὴν πρωτοφανέρωτη ἔνιωθε τώρα πόσο βαθιὰ τὸν καταφρονοῦσε ὄλον αὐτὸν τὸν ὄχλο - τῶν Ὁβραίων καὶ τῶν Ῥωμιῶν - μὲ τὶς τιποτένιες φροντίδες, τὶς χαρές του τὶς ψεύτικες, μὲ τὴν καρδιὰ τὴν ἀδύνατη, ποὺ δὲν κόταγε νὰ σηκώσει κεφάλι, μόνο μουρμούριζε μουλωχτά.
Τότε μαθεύτηκε πὼς τὸ Σάββατο βγῆκε στὸ Συναγώι μπροστὰ στοὺς Ὁβραίους καὶ τοὺς εἶχε μιλήσει. Δὲν εἶταν ἀλήθεια πὼς τοὺς μίλησε. Πῆγε δίπλα στὸ ραβίνο καὶ στάθηκε ταπεινός με τὸ κεφάλι σκυμμένο καὶ τὸν περίμενε νὰ τελειώσει. Καὶ πῆρε κατόπι καὶ τοὺς διάβασε κι αὐτὸς ἀπὸ τὴ Γένεση ἐκεῖνο τὸ μέρος, τὸ εἴκοσι δυό, ποὺ γράφει γιὰ τὴ θυσία τοῦ Ἀβραάμ. Τοὺς τὸ διάβασε ὁβραίικα καὶ τοὺς τό ῾πε κ᾿ ἑλληνικὰ νὰ τ᾿ ἀκούσουν ὅλοι τους. Τίποτα ἄλλο δὲν εἶπε, δὲν ἔδωσε καμιὰν ἐξήγηση γι᾿ αὐτὴν τὴν ἐμφάνισή του. Καὶ μόνο σὰν τέλειωσε σήκωσε τὰ μάτια του στὰ «χαραφόθ» - δηλαδὴ κατὰ πάνω - κι ὅπως ὁ Ἀβραὰμ εἶταν ἕτοιμος νὰ θυσιάσει τὸ γιὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς ἂς μένουμε πιστοὶ πάντα στ᾿ ὄνομά του - τόσο μόνο τοὺς εἶπε.
- Ἀμέν, ἀκούστηκε μέσα στὸ Συναγώι μιὰ πνιγμένη βουή, σὰν τὸ βούισμα ἀπ᾿ τὶς καλαμιὲς ποὺ λυγᾶνε στὸν ἄνεμο. Ἡ κλώσσα τῆς Συναγωγῆς εἶχε τινάξει τὰ φτερά της καὶ τὰ ξανάκλεισε βαριὰ πάνω στὰ τρομαγμένα κλωσσόπουλα. Ἡ καταχνιὰ τῆς προαιώνιας τάξης ξαναπλώθηκε στὰ ὁβραίικα. Μποροῦσαν νὰ τὸ μάθουν κ᾿ οἱ «ἄλλοι». Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς εἶχε τελειώσει πιὰ μ᾿ ἄλλους.
Ἕνα μικρὸ ράγισμα φανερώθηκε σὲ λίγο. Ἡ πατροπαράδοτη τάξη φάνηκε πὼς ἄρχισε νὰ σαλεύεται καὶ στὴν κοινότητα τῶν Ὁβραίων, ὅπως εἶτανε πιὰ σαλεμένη γιὰ πάντα καὶ σ᾿ ὅλη τὴν πόλη. Ἄρχισαν δηλαδὴ μερικοὶ ἀπὸ τὴν ὁβραίικη φτωχολογιὰ καὶ πηγαῖναν ἐργάτες, δουλεύαν μαζί με Ρωμιούς, μαθαίνανε τέχνες, παναπεῖ πὼς δουλεύανε καὶ τὸ Σάββατο. Δὲν εἶτανε καὶ πολλοί, ἔφταναν ὡστόσο γιὰ νὰ φαίνεται τὸ πρῶτο ράγισμα. Οἱ ἄλλοι τοὺς κοίταζαν ξαφνιασμένοι, περιμένανε τὸν κεραυνὸ ποὺ θὰ πέσει στὰ κεφάλια τους, τοὺς εἶδαν ὕστερα ποὺ δὲν ἔπαθαν τίποτα - γίνανε πλιότεροι. Καὶ μερικὰ μαγαζιὰ ἀρχίσαν καὶ κεῖνα δειλὰ-δειλὰ κι ἀνοίγανε λίγο τὸ Σάββατο, νὰ μὴ χάνουνε τοὺς χωριάτες ποὺ κατέβαιναν νὰ ψωνίσουν.
- Δὲν ἀκοῦνε... Δὲν ἀκοῦνε, εἶπε μελαγχολικὰ ὁ ῥαβίνος κ᾿ ἔξυσε τὸ γένι του μὲ τὸ μεγάλο του δάχτυλο. Τὸν τελευταῖο καιρὸ εἶχε ὁλότελα κουφαθεῖ κι ὅλο μίλαγε μοναχός του κι ὅλο κούναγε τὸ κεφάλι του πάνω καὶ κάτω. Κόντευε κι αὐτὸ νὰ ξεκαρφωθεῖ πίσω στὸ σβέρκο - σὰν τοῦ Μουφτῆ.
Κι ὁ πρόεδρος τῆς Κοινότητας τοὺς εἶχε φωνάξει.
- Δὲν ἀκοῦνε τίποτε. Ὁ ῥωμαίικος ὁ νόμος δὲν ὁρίζει νὰ μὴ δουλεύουμε Σάββατο κ᾿ ἡ Κοινότητα δὲ μᾶς τὸ πληρώνει νὰ καθόμαστε δυὸ φορὲς τὴ βδομάδα - κάτι τέτοια τοῦ λέγανε κ᾿ εἶτανε κ᾿ αὐτὸς πολὺ λυπημένος.
Ὁ ῥωμαίικος ὁ νόμος;... Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς δὲν εἶπε τίποτα. Ἄφησε τὸ πράμα καὶ κύλησε λίγο καιρὸ μονάχο του. Καὶ ξαφνικὰ πῆρε μία μέρα ἕνα μάστορα καὶ δυὸ-τρεῖς ἐργάτες καὶ τοὺς ἔφερε στὸ μαγαζί του. Τοὺς ἔβαλε καὶ γκρεμίσαν τὴν πορτούλα. Τὰ παιδιά του κι ὁ Σιέμος κοιταζόντανε, κοιτάζαν καὶ δὲν πιστεύαν τὰ μάτια τους. Αὐτὸς στεκόταν ἐκεῖ μὲ τὰ πόδια ἀνοιχτὰ καὶ τὰ χείλια σφιγμένα. Τοὺς κοιτοῦσε ποὺ γκρεμίζαν αὐτὴ τὴν πόρτα, γκρεμίσαν ὅλον τὸν τοῖχο. Ἕνας κόσμος παλιὸς γκρεμιζόταν γιὰ πάντα, ἔφευγε πίσω. Καὶ ξεπρόβαλε τώρα ὁ θησαυρὸς τῆς δικῆς του πραμάτειας - νὰ τὸν βλέπουν ὅλοι.
Τράβηξε λίγο παραμέσα τὸ τραπέζι καὶ ξανακάθισε σάμπως νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτα. Κι ὁλότελα ξαφνικά, ἔτσι ξαφνικὰ ὅπως εἶχε γκρεμίσει τὸν τοῖχο, ξανοίχτηκε μέσα στὴν ἀγορὰ - πιστώσεις, ἐμπορεύματα, συνεταιρισμούς. Τὰ ὁβραίικα μαγαζιὰ βρεθήκανε ὅλα δεμένα μὲ τὸ δικό του - συμβόλαια, συνεταιρισμοί, πιστώσεις, συμφέροντα καὶ κέρδη. Κανένα δὲν ξανάνοιξε Σάββατο. Γύρω στοὺς ἐμπόρους βολοδέρνανε κ᾿ οἱ μικρότεροι - μεσίτες, μεταπράτες, μικρέμποροι καὶ πραματευτᾶδες, οἱ γυρολόγοι. Παρακάτω δένανε κι αὐτοὶ τὴν ὁβραίικη φτωχολογιὰ μὲ τὰ χίλια σκοινιά - παρᾶδες, ἀνάγκες, συγγένειες, ἐλπίδες. Ὁ ἴσκιος τοῦ μαγαζιοῦ του τοὺς σκέπασε ὅλους. Συναγώι, Κοινότητα καὶ τὸ μαγαζὶ τὸ δικό του εἶταν τώρα ἕνα καὶ τὰ τρία - ὁ νόμος τοῦ Ἀβραάμ, ὁ φόβος καὶ τὸ χρῆμα - ἡ κλώσσα. Τίποτα πιὰ δὲν μπορεῖ νὰ σαλέψει μέσα στὰ ὁβραίικα δίχως τὴ θέληση τὴ δική του.
Ἡ μάνα τοῦ Γιοσέφ, αὐτὴ μονάχα εἶχε ἀπομείνει κεῖ πέρα, ἔξω ἀπ᾿ τὴ θέληση τὴ δική του, ἔξω ἀπὸ κάθε νόμον ὁβραίικο ἢ ῥωμαίικον. Μισοζωντανὴ-μισοπεθαμένη, μισογνωστικὴ καὶ μισόζουρλη, τριγύριζε ἀπὸ δρόμο σὲ δρόμο κι ἀπὸ πόρτα σὲ πόρτα καὶ ρωτοῦσε τοὺς Ὁβραίους γιὰ τὸν Γιοσὲφ ἂν ἐμάθανε τίποτα - αὐτὴ δὲν ἤξερε καὶ τὸν περίμενε ἀκόμα. Κ᾿ οἱ Ὁβραῖοι σκύβανε τὸ κεφάλι τους, δὲν ξέρανε τί νὰ τῆς ποῦνε, μερικοὶ τρέχανε νὰ κρυφτοῦν, δὲ θέλαν νὰ πέσουν ἀπάνω της. Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τό ῾ξερε κι αὐτό, πὼς ὁ Χαῒμ Ἐζρὰ τῆς μάζωνε πάντα κάτι λίγα λεφτὰ στὸ μαγαζί του καὶ πήγαινε καὶ τῆς τά ῾δινε. Νὰ τοῦ τό ῾κοβε - χειρότερα. Ἔπεσε στὰ γόνατα καὶ παρακάλεσε ταπεινὰ τὸ Θεό του νὰ τὴ σηκώσει μίαν ὥρα ἀρχύτερα νὰ τελειώσει καὶ τὸ δικό της τὸ βάσανο.
Ὁ Θεὸς ἄκουσε τὴ φωνή του - ἡ γριὰ πέθανε κι αὐτὴ πολὺ γρήγορα. Καὶ μόνο τότε ποὺ δὲν ἔμεινε τίποτα πιά, τότε μονάχα τὴν ἔνιωσε τὴ λύπη ποὺ τόσον καιρὸ τοῦ ῾τρωγε τὴν καρδιά. Τὴν ἔνιωσε καὶ φοβήθηκε. Φοβήθηκε γιὰ τὸ ῥάγισμα, πὼς δὲν εἶταν ὄξω, στὴν Κοινότητα, μὲ τοὺς λίγους φουκαρᾶδες ποὺ θέλανε νὰ δουλέψουνε Σάββατο καὶ δὲν ξανακότησαν, μὲ τοὺς πέντε-δέκα ἐμποράκους ποὺ θέλαν ν᾿ ἀνοίξουν τὸ Σάββατο καὶ δὲν ξανανοίξανε. Πὼς ἡ πίστη ἡ δική του δὲν εἶταν ἀμόλευτη σὰν καὶ πρῶτα, ἀφοῦ λογάριαζε τὴν καρδιά του ἂν χαιρόταν ἢ πόναγε καὶ σκεφτότανε κι αὐτὸς σὰν τοὺς ἄλλους καὶ τοῦτο καὶ κεῖνο καὶ τὴ γριὰ καὶ τὸ θάνατο - αὐτὸ φοβήθηκε. Καὶ βιάστηκε νὰ ξεπλύνει τὴν προδοσία καὶ τὴν ἁμαρτία του.
Ἔτσι τ᾿ ἀποφάσισε τότε καὶ γίνηκε πρόεδρος τῆς Κοινότητας. Ἄρχισε καὶ πήγαινε ταχτικὰ στὸ νομάρχη καὶ τὸ δήμαρχο, εἶχε γράμματα μὲ τοὺς βουλευτὲς τοῦ νομοῦ, μπῆκε στὸ συμβούλιο τοῦ Ἐμπορικοῦ Συλλόγου καὶ τοῦ Ἐπιμελητηρίου, ἔβαλε τὸ Σιέμο στὸ Δημοτικὸ Συμβούλιο τῆς πόλης. Κάπου-κάπου ἔδινε καὶ μικρὰ ἀνώνυμα ἀρθρίδια στὴν τοπικὴ ἐφημερίδα γιὰ τὰ ζητήματα τῆς Κοινότητας τῶν Ὁβραίων καὶ γιὰ ζητήματα γενικότερα.
- Χαίρομαι πάρα πολὺ ποὺ ἡ ἰσραηλιτική μας Κοινότητα ἀρχίζει νὰ γίνεται κοινωνικὸς παράγων τόσο δραστήριος, ἔλεγε ὁ ἐκδότης της καὶ τσέπωνε τὸ φάκελο μὲ τὸ παραδάκι.
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς σήκωνε τὰ μάτια καὶ κοίταζε αὐτὸ τὸ μοῦτρο ποὺ χαιρότανε γιὰ τὴν ἰσραηλιτική μας Κοινότητα. Ἂν ντρεπόταν ἐκείνη τὴ στιγμὴ γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἂν λυπόταν γιὰ τὸν παλιὸ τὸν καιρό, θά ῾χε πάλι τύψεις τὸ βράδυ.
Τώρα φόραγε κι αὐτὸς μιὰ ρεπούμπλικα στὸ κεφάλι του κανονικὰ πατημένη, ἔβαλε τὸ παλτὸ μὲ κουμπιὰ σταυρωτὰ κι ἀπὸ τὴν ἄνοιξη καὶ πέρα ὡς τὸ τέλος τοῦ καλοκαιριοῦ ντυνότανε μ᾿ ἀνοιχτότερα ροῦχα. Ὁ παλιὸς ὁ καιρὸς τῆς ταπεινοσύνης ποὺ χρειαζότανε τότες κ᾿ ἔφτανε καὶ περίσσευε, φαινότανε πιὰ μακριά, σὰ νά ῾τανε μονάχα ἕνα βιβλίο μέσα στὴ Βίβλο, δίπλα στὸ Λευιτικό, σὰ νά ῾χε πεθάνει μαζὶ μὲ τὸ Μουφτῆ ποὺ κούναγε τὸ κεφάλι του, μὲ τὸ Γιοσὲφ ποὺ δὲν ἤξερε νὰ κουμπώσει τὰ κουμπιὰ τοῦ παντελονιοῦ του...
Ἡ ὁμίχλη εἶχε πέσει βαριὰ - ἔτσι γινότανε καμιὰ φορὰ τὸ χειμώνα σ᾿ αὐτὴ τὴν πόλη. Ὥρα περασμένη ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς κατέβαινε κατὰ τὸν ὁβραίικο μαχαλᾶ μὲ τὰ χέρια σφιγμένα μέσα στὶς τσέπες τοῦ παλτοῦ του. Εἶταν λυπημένος πάλι κι οὔτε τὸ κατάλαβε πὼς πέρασε τὴν παλιὰ πόρτα τοῦ Κάστρου καὶ βρισκότανε πιὰ μέσα στὰ ὁβραίικα. Ψυχὴ πουθενά. Κάπου κάπου σὲ κανένα παράθυρο φῶς. Εἶτανε μπροστὰ στὴν πόρτα τοῦ Χαῒμ Ἐζρά.
- Χαΐμ, ἒ Χαΐμ, φώναξε δυνατά. Τὸν φώναξε πρῶτα κ᾿ ὕστερα μόνο ἀναρωτήθηκε τί τὸν ἤθελε. Τίποτα δὲν τὸν ἤθελε, μετάνιωσε, ντράπηκε, κίνησε νὰ φύγει. Τὸ παράθυρο ἄνοιξε - δὲ μποροῦσε πιὰ νὰ φύγει. Ὁ Χαῒμ Ἐζρὰ ἔσκυψε ἀπὸ πάνω μὲ τὰ νυχτικά του:
- Τί εἶναι; Καμιὰ φωτιὰ πάλι;
- Ὄχι, ἐγὼ εἶμαι... Ὁ Σαμπεθάι.
- Καμπιλῆς;
- Ναί, ἐγώ.
- Καὶ τί;
- Μέρες εἶχα νὰ σὲ δῶ...
- Θέλεις τίποτα;
- Ὄχι... Πέρναγα, εἶδα τὸ φῶς... Εἶπα, δὲν ἔπεσες ἀκόμα, ἔτσι μοῦ ῾ρθε νὰ σὲ φωνάξω.
Σώπασαν. Ὁ Χαῒμ Ἐζρὰ ἀπὸ πάνου δὲν τὸν ἔβλεπε καλὰ μέσα στὸ σκοτάδι.
- Τώρα γυρίζεις, ῥώτησε γιὰ νὰ πεῖ κάτι κι αὐτός.
- Τώρα, ναί... Δύσκολα, Χαΐμ, ὅλο δυσκολότερα.
- Σωστὰ χαγιασέμ, τοῦ ξέφυγε κ᾿ ὕστερα ἀπὸ τόσον καιρὸ τὸ ξανάπε.
Καληνυχτίστηκαν, ὁ Χαῒμ Ἐζρὰ ἔκλεισε τὸ παράθυρο.
- Σωστὰ χαγιασέμ, τὸ ξανάπε μόνος του μέσα στὸ δωμάτιο καὶ στάθηκε κι ἄκουσε τὴ φωνή του. Τοῦ φάνηκε πολὺ ταιριαστὸ γιὰ τὴν περίσταση, γιὰ κάθε περίσταση, πολὺ ὡραῖο καὶ πολὺ ἀστεῖο. Κ᾿ ἔχει καὶ νόημα... νόημα βαθὺ - γιατί τὸ σταμάτησε; Αὔριο κιόλας τὸ ξαναρχίζει - σωστά, σωστὰ χαγιασέμ, δύσκολα, ὅλο δυσκολότερα, κύριέ μου...
Ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς πῆγε λίγο παρακάτω καὶ στάθηκε. Ὁ δρόμος εἶταν ἔρημος, ἡσυχία βαθιὰ τὸν ἔζωνε, δὲν ἀκουγότανε τίποτα, τίποτα. Τίποτα ἐδῶ δὲν σαλεύει δίχως τὴ δική του τὴ θέληση. Κι ὡστόσο μέσα στὴν ἀντάρα ὅλα φαίνονται νὰ γλιστροῦνε - ὅλα γλιστροῦνε καὶ φεύγουν καὶ πέφτουν, ὅλα, κάθε μέρα - νά το, λοιπόν, ἡ καρδιά του γλιστράει:
- Γιοσέφ... Καρδιά μου Γιοσέφ... Γιατί; Γιατί ἐσύ;... Κύριε... Γιατί διάλεξες αὐτὸν νὰ μὲ δοκιμάσεις;
Ἀκούμπησε στὸ στύλο, ἔβγαλε τὸ καπέλο του καὶ σκούπισε τὸ κεφάλι του ποὺ τό ῾λουζε ὁ ἱδρώτας. Μέσα στὸ σκοτάδι εἶδε τότες τὴν ἄγρια μορφὴ τοῦ θεοῦ του, μέσα στὴν ἐρημία τοῦ ὁβραίικου μαχαλᾶ ξανάκουσε τὴ φωνή του...
Νὰ ξυπνάει τὸν κόσμο γιὰ ν᾿ ἀκούσει, λέει, μιὰ ὁβραίικη φωνὴ μέσα στὴ νύχτα!... Καὶ τί σοῦ χρειάζονται ἐσένα, Σαμπεθάι Καμπιλῆ, τέτοια λόγια;
Ἡ προδοσιὰ κ᾿ ἡ ἁμαρτία του τὸν πλακώσαν ἐκεῖ μ᾿ ὅλο τὸ βάρος τῆς νύχτας. Κ᾿ ἐκεῖ, τὸ ὁρκίστηκε τότες μιὰ φορὰ καὶ γιὰ πάντα νὰ μὴν τὴν ἀφήσει ποτὲς ἀπ᾿ τὰ χέρια του τὴν κοινότητα τοῦ Κυρίου του...
Τ᾿ ἄλλα ποὺ γίναν ὕστερα θά ῾πρεπε νά ῾ναι ὁ ἐπίλογος τοῦ χρονικοῦ μιᾶς ἰσραηλιτικῆς Κοινότητας στὴν Ἑλλάδα. Ποτὲς δὲν εἶταν ὁ σκοπός μου νὰ τὸ γράψω ἐγὼ ἕνα τέτοιο χρονικό - καὶ δὲν νομίζω πὼς εἶναι δουλειά μου. Ἐγὼ γιὰ τὸν Καμπιλῆ τὸν δικό μου ἤθελα νὰ πῶ, ποὺ γέρασα κι ἀκόμα δὲν τὰ κατάφερα νὰ τὸ ξέρω τί ἀγάπησα καὶ τί μίσησα ἀπὸ τὴν πίστη του. Τὰ εἶπα - ὅπως μποροῦσα.
Μὰ ἡ ζωὴ τούτη τὴ φορὰ θέλησε νὰ κλείσει ἡ ἴδια τὸ διήγημα, δίνοντας αὐτὴ - σπάνιο πράγμα - τὴν ἀναγκαία λύση. Ἀρκεῖ, λοιπόν, ν᾿ ἀναφέρω χρονογραφικὰ πὼς ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τὸν κράτησε στ᾿ ἀλήθεια τὸν ὅρκο πού ῾δωσε στὸ Θεό του ἐκείνη τὴ νύχτα καὶ δὲν τὴν ἄφησε ἀπ᾿ τὰ χέρια του τὴν Κοινότητα τῶν Ἑβραίων ὡς τὴν τελευταία στιγμὴ - ὡς τὸ Θάνατο, τὸ δικό του καὶ τὸ δικό της.
Ὅταν ἀκούστηκαν οἱ Γερμανοὶ καὶ κατέβαιναν στὴν Ἑλλάδα, ἄρχισε καὶ στὴ μικρὴ Κοινότητα τῶν Ἑβραίων αὐτῆς τῆς πόλης ὁ μεγάλος τρόμος. Ὅλοι ξεπουλοῦσαν, ἄλλοι φκιάχνανε λίρες, ὅλοι φώναζαν νὰ σκορπίσουν καὶ νὰ κρυφτοῦνε μέσα στοὺς Ῥωμιούς. Ἡ κοινότητα τρανταζόταν ὁλόκληρη, ἀκόμα λίγο καὶ θ᾿ ἄρχιζε τὸ σωτήριο σκόρπισμα.
Δεμένους μὲ τὰ χίλια σκοινιά του, δίβουλους καὶ τρομαγμένους, ὁ Σαμπεθάι Καμπιλῆς τοὺς κράτησε κεῖ, μὲ χίλιους τρόπους, μὲ μηχανὲς κ᾿ ἐλπίδες καὶ μὲ φοβερίσματα, νὰ μὴ σκορπίσουν μονάχα, νὰ μὴν τοῦ φύγουν. Καὶ τοὺς προφτάσαν, ἐκεῖ. Καὶ τοὺς πῆραν ὅλους: καὶ τὸν κουφὸ τὸ χαχάμη καὶ τὶς γριὲς καὶ τοὺς γέρους καὶ κείνους ποὺ θέλανε νὰ δουλέψουνε τὸ Σάββατο καὶ τοὺς ἄλλους ὅλους ποὺ δὲν πιάνανε τὴ φωτιὰ καὶ τὰ μικρὰ τὰ παιδιά τους μὲ τὰ σπυριὰ καὶ τοῦ Σαμπεθάι Καμπιλῆ τὰ παιδιὰ καὶ τὸ Σιέμο καὶ τὸν ἴδιον τὸν Σαμπεθάι Καμπιλῆ. Καὶ χαθῆκαν ὅλοι - τέσσερις χιλιάδες ψυχές, ἔξω ἀπὸ κείνους τοὺς λιγοστούς, μετρημένους στὰ δάχτυλα - ποὺ δὲν θέλησαν ν᾿ ἀκούσουν τὸν Σαμπεθάι Καμπιλῆ καὶ τὰ σπάσανε τὰ σκοινιά του καὶ φύγανε, κρύφτηκαν μὲς στοὺς Ῥωμιοὺς ἢ πήγανε στὸ βουνὸ ποὺ τοὺς φώναζαν οἱ ἐαμίτες.
Μέσα σὲ λίγες ὧρες ἡ Κοινότητα τῶν Ἑβραίων βούλιαξε ἀκέρια. Μὲ τὴ Συναγωγή της, τὰ μαγαζιά της, τοὺς παρᾶδες τοὺς μαζωμένους πεντάρα-πεντάρα. Δὲν ἔμεινε τίποτα. Ἡ μικρή μας πόλη μὲ πιασμένη τὴν ἀνάσα ἄκουσε τὸ σπαραγμὸ καὶ τὸ θρῆνο ποὺ ὑψώθηκε ἀπ᾿ τὰ ὁβραίικα. Εἶταν ὁ ὕστατος θρίαμβος τοῦ Σαμπεθάι Καμπιλῆ.



Η αντιγραφή του διηγήματος έγινε από εδώ

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 22, 2008

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 19, 2008

ΒΡΕ ΤΙ ΚΟΥΦΑΛΑ! ΑΥΤΟΣ Ο ΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ


EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· "Tό μ' ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
πού το'βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Eίναι δυό μήνες σήμερον, που'λαχα σ' κάποια δάση,
εις τη μεράν της Έγριπος, κ' εβγήκα' να με φάσι
άγρια θεριά, κ' εμάλωσα, κ' εσκότωσα από κείνα, 885
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα'.
Mε κίντυνον εγλίτωκα, κι όση ώραν επολέμου',
να λυτρωθώ από λόγου τως δεν τ' όλπιζα ποτέ μου.
315Mα εβούηθησε το Pιζικόν, τ' Άστρη μ' ελυπηθήκαν,
κ' εσκότωσα, κ' εζύγωξα, κι αλάβωτο μ' αφήκαν. 890

"Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ' ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ' εδροσίστηκα, κ' επέρασέ μου η δίψα, 895
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα'.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που'σαν κοντά στη βρύση,
ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει. 900
Bρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που'λαμπε σαν τον Ήλιο,
κ' εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά'χε τα μαλλιά, κ' εις τα σοθέματά του,
μ' όλον οπού'τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Kαι δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα, 905
και το σπαθί και τ' άρματα, όλα του ματωμένα.

"Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· "Aδέρφι, γειά σου·
ίντά'χεις κι απονέκρωσες; πού 'ναι η λαβωματιά σου;"
Tα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ' αναντρανίζει,
κ' εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του 'γγίζει. 910
Mε το δακτύλι δυό φορές ήδειχνε να γνωρίσω,
πως είναι εκεί η λαβωματιά, να δω να του βουηθήσω.
Tο στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Oλίγο κι ουδέ τίβοτσι τον είχε δαγκαμένον, 915
μα'θελεν έχει το θεριό δόντι φαρμακεμένον,
κ' επήρεν του τη δύναμιν, και την πνοήν του εχάσε,
και το φαρμάκι επέρασε, και μέσα τον επιάσε.
316Kι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
Ήκλαψα κ' ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη. 920
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ' επόνουν,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.
Eψυχομάχειε, κ' ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
κ' εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου' να γιατρέψω.
Eις τούτα τα βαρέματα, που'το να ξεψυχήσει, 925
μου'δειχνε πως εκεί κοντά θέλει να μου μιλήσει.

"Σιμώνω, και φιλώ τον-ε, θωρώ κι αναδακρυώνει,
το στόμα με το στόμα μου περ'λαμπαστά σιμώνει.
K' ήπασκε κι αντρειεύγετον ο-για να μου μιλήσει,
μα το φαρμάκι τση πληγής δε θέ' να τον αφήσει. 930
Δείχνει μου το δακτύλι του, που'χε το Δακτυλίδι,
κ' εγνώρισα πως χάρισμα σα φίλος μού το δίδει.
Mα δεν το βάστουν στην καρδιάν, να θέ' να του το βγάλω,
μα μετά κείνον ήθελα στο μνήμα να τον βάλω.
Λέγω του, να'χει απομονή, να το φορεί στη χέρα, 935
και να μηδέν πρικαίνεται εις ό,τι τ' Άστρη εφέρα'.

"Ως μου'κουσε, εμαζώχτηκε, κ' ήδειξε να μανίσει,
και να μακρύνω αποδεκεί δε θέλει να μ' αφήσει.
Ήκλαιγε κι ανεστέναζε με κουρασά μεγάλη,
ήπασκε κ' εδικίμαζεν εκείνος να το βγάλει. 940
Σαν είδε πως δεν ημπορεί, μου ξαναδείχνει πάλι,
κ' επιάσε το δακτύλι μου, που'θελε να το βάλει.
Bγάνω το με τα κλάηματα απ' τ' αργυρό δακτύλι,
και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ' αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει, 945
κ' επιάσα το απ' το χέρι του κ' εγώ το Δακτυλίδι.
Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ' αφτιά μου ακούσα',
κ' είπασιν-ε τα χείλη του· "Eχάσα σε, Aρετούσα".
317Άλλα δυό λόγια εμίλησεν, εις όρκον οπού εμόσα',
μα δεν τα ξεκαθάρισα, κ' εμπέρδαινέ του η γλώσσα. 950
Eτούτον είπε μοναχάς, κ' ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.
Tούτα τα χέρια οπού θωρείς, λάκκο ζιμιό του εσκάψαν,
τούτα τον εσηκώσασι, και τούτα τον εθάψαν."

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2008

ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΟ

Η επέμβαση υπήρξε επιτυχής. Το περιστέρι με τα σκούρα χρώματα, αρχικά τρομαγμένο , τσιμπούσε τώρα την τροφή του, καθησυχασμένο από την παρουσία μου. Ένα πρωινό με τον απαραίτητο κίτρινο ουρανό, τη λάσπη στους δρόμους, την απεικόνηση από τα όνειρα των γειτόνων ανερχόμενη στο φως της ημέρας. Η απαγορευτική περίοδος κατανάλωσης καφέ είχε παρέλθει, τουλάχιστον κατά μία ολόκληρη ώρα. Απολάμβανα τη γεύση του μόνος, μια συνήθεια που τιμούσα ιδιαίτερα, αφήνοντας μισάνοιχτη την εξώπορτα , να ανανεωθεί ο αέρας στο δωμάτιο από την χθεσινή εγχείρηση. Ο φόβος μήπως το περιστέρι ,που τώρα πια τίναζε το κεφάλι του ικανοποιημένο από τη χορταστική τροφή, ξεφύγει στον χλωροφοριασμένο αέρα, ήταν μηδαμινός. Η πείρα μού έλεγε ότι το πέταγμα για την ανθοφορία του φθαρτού τοπίου, γινόταν μετά από καθορισμένο χρονικό διάστημα.
Η πρόταση για την ολοκληρωτική στροφή μου ήταν του παιδικού μου φίλου Ν. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις για την ορθότητα και, κατά συνέπεια την συνέχεια των επεμβάσεων, αν και υπήρξε κοινώς αποδεκτή από το σύνολο του ιατρικού κόσμου, προσέκρουε στον κοινωνικό στιγματισμό του ασθενούς. Το σχέδιο ήταν του γιατρού Π., όπως το συνέλαβε μετά από τη μελέτη ενός άρθρου, σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, και κάτω βεβαίως από το βάρος παράδοσης αιώνων, κατά τη διάρκεια των οποίων, οι απόψεις των επιστημόνων για την λειτουργία του εγκεφάλου, είχαν παγιδεύσει κι εμάς, ανεξάρτητα από την δυναμική της πρωτοτυπίας μας. Είχε πραγματοποιηθεί στην Καλιφόρνια μεταμόσχευση ουρανού , σ’ έναν ασθενή με έντονα τα συμπτώματα απειθαρχίας στις σιωπηλές διαδρομές του ανέμου. Με την επέμβαση προσδοκούσαν να επιβεβαιώσουν, τη ξεχασμένη και εξορισμένη αντίληψη περί ψυχικών λειτουργιών, σ’ένα παιγνίδι αναπολήσεων, όμοιο με φλόγα, που τρεμοσβήνει στο βάθος μιας φλέβας από δέρμα προγόνων, υποστηρίζοντας, οι ευδαίμονες, ότι τα κέντρα ελέγχου συμπεριφοράς βρίσκονταν στο ευπαθές σημείο της καρδιάς, κι όχι στα πολύπλοκα κι ανεξιχνίαστα κέντρα του εγκεφάλου. Ο Ν. εμπιστευόμενος τις έγκυρες επιστημονικές δημοσιεύσεις, προσκόμισε σε μετάφραση τις εντυπώσεις του ασθενούς, όπως τις κατέγραψε ο επιστημονικός συνεργάτης του «NEW SCIENTIST”, σε αποκλειστική συνέντευξη μαζί του.
Ο ασθενής μετά την επέμβαση, ισχυριζόταν, καταρχήν, ότι οι μυικές του δυνάμεις είχαν αποκατασταθεί, γρηγορότερα από ότι προβλεπόταν. Οι κτύποι της καρδιάς του ήταν φτερουγίσματα από αχόρταγα πουλιά που τρυπάνε τα σωθικά του γαλάζιου, δίνοντας την αίσθηση της φυλακής, σ’ένα σώμα που γνωρίζει μόνο από μυστικές φωνές και δώρα. Η επιτυχία της επέμβασης, βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση, με την ικανότητα να γίνεται το σώμα του ησυχαστήριο κεραυνών, να στέκονται πάνω του οι ματιές μας και να προφητεύουν.
-Αν ρωτάτε για πιθανότητες , που να γνωρίζω εγώ από στάχτες, τους απάντησε.
Η περιγραφή της καταστάσεως του ασθενούς υπήρξε σαφής, και η επιτυχία της επεμβάσεως πρόκληση, και άκρως ενδιαφέρουσα. Άλλωστε η περίπτωση του περιστεριού, που θεωρούσε το σώμα μου κήπο με άνθη και χώματα, ξαφνιασμένο από το φως του στήθους, και τα νερά των ονείρων μου, υπήρξε μοναδική και ελπίζω μη επαναλαμβανόμενη. Οι λέξεις, ένα φως από μικροσκοπικές κηλίδες, μια κινούμενη άμμος από χρώματα, παγίδευαν όσους έρχονταν σ’επαφή μαζί μου. Έφευγαν με διακριτικότητα, οφείλω να ομολογήσω, γλιστρώντας αθόρυβα ως τον καθρέφτη του δάσους, κι εκεί χάνονταν. Το βάδισμα ξένο με τη βαρύτητα του σώματος, γινόταν εικόνα σπαθιών που σχίζουν το είδωλο του φεγγαριού. Μονάχα τις στιγμές του έρωτα, το δάκρυ γινόταν τα μπλε της μάτια.
Ο παρορμητισμός του Ν είχε μεταφερθεί στον ανήσυχα νωχελικό μου χαρακτήρα. Αναζητούσα βέβαια μια διέξοδο, ανατροπή θα ήταν καλύτερα να τ’ ονομάσω, των επιβεβλημένων στόχων, κι ο αινιγματικός δρόμος του μύθου με προκαλούσε. Ας γινόμουν λοιπόν ένα σύννεφο, συνοδός των ναυαγών, όταν απεγνωσμένα προσπαθούν να κρατηθούν από τη ματιά της πανσελήνου, που φωτίζει ειρωνικά μα τόσο μαγικά τα παραληρούντα κορμιά, ήδη μισοφαγωμένα από την κλεψύδρα του θανάτου. Η βροχή που θα μεταφέρω, έστω και ισχνή, θα ξεπλύνει τα ίχνη της δολοφονίας, που βουλιάζει στη λάσπη των πασίγνωστων βημάτων μου. Όταν το σκοτάδι γίνει πηγάδι, θα μπορώ να δω τον ορίζοντα του προσώπου μου, στο φυσικό του μέγεθος. Και το γαλάζιο, φόρεμα σ’ένα σώμα, που δεν γνωρίζει παρά μόνο την επαιτεία της μέρας, για να κλείσει και να μην υπάρχει.
Μα γιατί αργεί; Οι λεπτομέρειες που με βασανίζουν είναι η έκκληση της προσμονής. Ένας δρόμος στρωμένος επεισόδια που ξελογιάζουν το ένστικτο. Η κατάληξη από την επίσκεψη ενός τραπεζίτη, που πασχίζει να φτύσει τα ψίχουλα της διήγησης από το παράθυρο. Περιμένω ανυπόμονος τις πληροφορίες της σοφίας του, έτοιμος να θυσιαστώ στην ομορφιά, όπως την αντιλαμβάνεται μια ψυχή πιασμένη στα δίχτυα των αισθήσεων, κλεισμένη εδώ και χρόνια σε μια ανομολόγητη ανάγκη, ν’ανθίσει στην αγκαλιά της μια μεθυσμένη από το άρωμα της σάρκας άνοιξη. Μήπως είναι το παραλήρημα κυμάτων, που χάθηκαν σε αόρατα μα τόσο ευδιάκριτα ακρογιάλια, καθρεφτισμένα στην κίνηση ενός ζευγαριού, καθώς σκύβει ν’αδειάσει τους παλμούς του στη θρυμματισμένη γέννηση;
Ο γνώριμος ήχος από το σύρσιμο των ποδιών του ακούστηκε μέχρι εδώ. Επιτέλους. Ανασηκώθηκα και κοίταξα ησυχασμένος προς την πόρτα. Ο χώρος πλημμύρισε από το φως μιας άλλης εποχής. Γέμισε με φτερά από ξεχασμένα όνειρα, σώματα αγκαλιασμένα, με μια λογική που την αποστρέφονται τα νύχια της αθωότητας, μια πανδαισία από θανάτους μεταμορφώσεων. Ξαφνιασμένος καθώς ήμουν, προσπάθησα να διακρίνω τη μορφή του. Πάντα φορούσε ανοιχτά χρώματα, σ’έντονη αντίθεση με το μελαχρινό του δέρμα. Φαίνεται ότι το διασκέδαζε, γιατί σε μια παρατήρησή μου για το παράδοξο της εκλογής του, με έκφραση αποδοκιμασίας για την αδιακρισία μου, μ’επανέφερε στην τρέχουσα επικυρωμένη πραγματικότητα. Αυτό που είχα ανάγκη να διακρίνω τώρα, να δώσω διέξοδο στην έκπληξή μου, παραξενεμένος από την απρόοπτη εξέλιξη, ήταν κάτι απτό, υπαρκτό, που δεν ήταν άλλο από την αναμονή μιας ανθρώπινης παρουσίας.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Ένα ρεύμα αέρα παρέσυρε όλα από την οπτική μου, ώστε βρέθηκα ανέτοιμος και μόνος σ’ένα ποτισμένο μίσχο, που σιγά-σιγά έκλεινε, χαμένος σ’ένα θαύμα ανυπαρξίας.
Πάντα λοιπόν θα μας γνέφει, η θέα μιας πέτρας που πέφτει στη γαληνεμένη λίμνη του νου, ο τόπος όπου τα βλέφαρα ησυχάζουν, σ’έναν ύπνο φερμένο από τους λύκους.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 12, 2008

ΑΠΟΚΡΥΠΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Υπάρχουν κάποιοι που ούτε να μελαγχολήσουμε, να πικραθούμε, να συγκινηθούμε, να λυπηθούμε, να οργιστούμε μας αφήνουν.
Όλα στο βωμό της ονοματοθεσίας.

Κυριακή, Δεκεμβρίου 07, 2008

ΠΕΝΘΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Όταν ένα 16χρονο παιδί πέφτει νεκρό από τις σφαίρες αστυνομικού, πρέπει, τουλάχιστον, να πάψουμε να μιλάμε και να γράφουμε. Η θέση μας είναι στους δρόμους.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 04, 2008

ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΑΝΩ ΣΤΟ ΠΑΠΙ


Αφού δεν μπορούμε να φλερτάρουμε με τη μνήμη, φλερτάρουμε με τη θέα της.

Κυριακή, Νοεμβρίου 30, 2008

Πέμπτη, Νοεμβρίου 27, 2008

ΗΜΕΡΗΣΙΑ ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ


Σήμερα συνάντησα:
Ένα γυαλί κρεμασμένο στα σύννεφα
Ένα άτεκνο πουλί
Την είσοδο έναστρου όστρακου
Το κουβεντολόι των χρωμάτων

Αιφνιδιάστηκα από το ορατό

Κυριακή, Νοεμβρίου 23, 2008

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΕΡΑΤΗΣ

"Όλο μου το δράμα(το καλλιτεχνικό δράμα μου) είναι να κάνω ενδιαφέρον ότι μ'ενδιαφέρει"

Σημείωση από το ημερολόγιό μου 01/08/1995

Τρίτη, Νοεμβρίου 18, 2008

18 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1922

Όταν χάραζε το Σάββατο στις 18 Νοεμβρίου 1922 είχε ακόμη τις αισθήσεις του. Στις έξη ζήτησε γάλα, προσθέτοντας μ’ένα χαμόγελο: «Όπως πάντα, για να σου κάνω το χατήρι». Στις δέκα έστειλε τον Οντιλόν στο Ριτζ για μια παγωμένη μπύρα. «Όπως όλα κι αυτή θα φτάσει όταν είναι πολύ αργά», είπε. Ανέπνεε με μεγάλη δυσκολία Το πρόσωπό του λευκό και κάτιχνο, η μαύρη του γενειάδα είχε ξαναμεγαλώσει. Και τα μάτια του, με μια υπέροχη ένταση, φάνταζαν να ατενίζουν αόρατα πράγματα. «Άφησέ με, θέλω να μείνω μόνος μου», μουρμούρισε. Η Σελέστ στάθηκε δίπλα του στην εσωτερική πόρτα, κρυμμένη από την μπλε σατέν κουρτίνα του κρεββατιού, αλλά εκείνος ένιωθε την παρουσία της. «Γιατί περιμένεις, Σελέστ;». «Φοβάμαι ν’αφήσω τον κύριο». «Μην λες ψέματα, Σελέστ, το ξέρεις πως εκείνη έχει έρθει». Ο Προυστ είχε στυλώσει τα μάτια του στην άλλη πόρτα, εκείνη από την οποία έμπαιναν οι επισκέπτες, από την οποία, ένας τελευταίος επισκέπτης μόλις είχε μπει. « Είναι μεγάλη, πολύ μεγάλη», αναφώνησε, «είναι πολύ μεγάλη, πολύ σκοτεινή! Είναι ντυμένη στα ολόμαυρα, είναι άσχημη, με τρομάζει». «Δεν πρέπει να φοβάστε, εγώ είμαι εδώ, θα την κάνω να φύγει». «Όχι, μην την αγγίζεις, Σελέστ». Κανένας δεν πρέπει να την αγγίξει! Είναι ανελέητη, κάθε στιγμή που περνάει γίνεται όλο και πιο φοβερή!» Είχε φτάσει η ώρα και με το παραπάνω να φωνάξουν τους γιατρούς.
Ο Ρομπέρ Προυστ έσπευσε από τον νοσοκομείο του, τον ακολούθησε ο γιατρός Μπιζ, η μεγάλη πομπή των νοσοκόμων με τις βεντούζες τους ασκούς οξυγόνου, τις σύριγγες και ο Οντιλόν με την μπίρα. Με θυμωμένα μάτια ο Προυστ αγνόησε τους εισβολείς και μουρμούρισε: «Σ’ευχαριστώ, αγαπητέ μου Οντιλόν, που μου έφερες την μπίρα». Υποβλήθηκε σιωπηλά σε μια ένεση από τον γιατρό Μπιζ, ενώ ο Ρομπέρ του κρατούσε σφικτά το χέρι. Αλλά μόλις η Σελέστ σήκωσε τα σκεπάσματα ένιωσε τα δάχτυλά του να της σφίγγουν τον καρπό, μέχρι που έγινε κατακόκκινος από το αίμα, και άκουσε τη φωνή του να ψιθυρίζει: « Αχ Σελέστ, γιατί τους άφησες;» Οι γιατροί εκτέλεσαν το άχρηστο τελετουργικό τους μάταια. Οι βεντούζες που προορίζονταν να τραβήξουν το σπασμένο απόστημα και να τονώσουν την αδύναμη καρδιά του δεν έπιαναν πάνω στο σχεδόν νεκρό δέρμα του. Στις τρεις το απόγευμα ο Ρομπέρ ανασήκωσε απαλά τον αδελφό του στα μαξιλάρια: « Σ’ενοχλώ, αγόρι μου», είπε. «Φοβάμαι πως σε πονάω». «Αχ,, ναι, Ρομπέρ μου», αποκρίθηκε ο Μαρσέλ, τα τελευταία του λόγια, πριν χάσει τις αισθήσεις του. Λίγο αργότερα όμως ακούστηκε να λέει: « Μητέρα». Η Μαυροφόρα Γυναίκα, που εξεγέρθηκε πριν πέντε χρόνια από την απαράδεκτη προσφορά του μυθιστορήματος του και την κάθοδό του στην τελική άβυσσο των Σόδομων, είχε έρθει και είχε φύγει. Ο Μαρσέλ είχει συγχωρέσει τον Ρομπέρ, που με τη γέννησή του τον είχε πραγματικά πληγώσει. Καί τώρα υπήρχε μόνο η νεαρή μητέρα, αποκαταστημένη όπως ήταν πριν αρχίσει να χάνεται ο χρόνος, πριν ακόμη φανεί πως αρνείται να του δώσει την αγάπη της. Ο Προυστ πέθανε στις πέντε κα μισή, ήρεμος και ασάλευτος, με τα μάτια ακόμη ασάλευτα.


GEORGE PAINTER "MARCEL PROUST"

Διαβάζω την αρχή της «Φυλακισμένης» εδώ

Σάββατο, Νοεμβρίου 15, 2008

ΤΑ ΓΥΑΛΙΑ


Όταν έρχεται η ώρα να αγοράσω καινούργια γυαλιά μυωπίας, κάθε δύο δυόμιση χρόνια, όσα δηλαδή ορίζει το ασφαλιστικό μου ταμείο, χρόνος απαραίτητος για να την ανανέωση της αισθητικής πλευράς των ασφαλισμένων, όπως εγώ, μπαίνω σ’ένα κύκλο που σε διαφορετική περίπτωση θα τον απόφευγα σαν το διαβολο το λιβάνι.
Σοφά ερμηνεύοντας τις επιστημονικές γνωματεύσεις των επιστημονικών συνεργατών του, το ασφαλιστικό ταμείο αποφαίνεται ότι η αύξηση των βαθμών μυωπίας εντός δύο χρόνων είναι υποφερτή, με τους ήδη υπάρχοντες φακούς, άσχετα άν οι ασθενείς, κυρίως νεαρής ηλικίας, δεν είναι ικανοί να διακρίνουν τους υπότιτλους του αγαπημένου τους «Matrix reload III”. Παρότι οι διοπτροφόροι έφηβοι σουφρώνουν το πρόσωπο στενεύοντας τα μάτια σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να αντιληφθούν τι συμβαίνει στην ταινία, παρουσιάζοντας εκτός την κωμική πλευρά τους και την οικονομική δυσπραγία των οικογενειών τους, που καθώς φαίνεται δεν είναι σε θέση να βελτιώσουν την θέση του βλασταριού τους, η αναλγησία των υπευθύνων παραμένει σταθερή εδώ και χρόνια, Η ανάγκη αντικατάστασης γυαλιών
με αναγκάζει λοιπόν, προς όφελός μου, από μια άποψη, να υποστώ τον κύκλο της ταλαιπωρίας, που θα διαρκεί όσο ο Πανάγαθος Θεός, κρίνει απαραίτητη την παρουσία μου στο μάταιο αυτόν κόσμο.
Οπλίζομαι λοιπόν με καρτερικότητα και διπλή δόση revitalose, γιατί το αποτέλεσμα για να είναι ικανοποιητικό πρέπει να είναι και δύσκολο. Να κλείσω ραντεβού με τον οφθαλμίατρο, να πάω δέκα λεπτά νωρίτερα μη τυχόν και με προλάβει άλλος, να αργήσει να έρθει ο γιατρός, περίπου μισή ώρα λόγω ασυννενοησίας καθώς λέει, εγώ συμφωνώ, ποιος τα βάζει σήμερα με τους γιατρούς. Να σηκωθώ πρωί και στις οχτώ να βρίσκομαι στο ΤΑΞΥ για να σφραγίσουν τη γνωμάτευση του γιατρού, και να ελέγξουν ότι το προβλεπόμενο διάστημα της αιχμαλωσίας και καταδίκης στην αναίσχυντη απόφασή τους το έχω τηρήσει με ευλάβεια, δίχως να παρεκκλίνω στο ελάχιστο απο το χρονικό σχεδιασμό. Να πάω στον οπτικό. Εδώ υπεισέρχεται το υπαρξιακό μου άγχος. Τι γυαλιά θα διαλέξω. Εννοώ πως αυτό το μηχανικό επίτευγμα θα αλλάξει το μέρος εκείνο που για κακή μου τύχη εκτίθεται σε κοινή θέα, και μια ακατανόητη θεική εντολή πρόβλεψε να είναι και το πιο ακατάλληλο από το σώμα μου. Έχοντας προσπαθήσει να βελτιώσω την παρουσία του με τρόπους εκ των έσω, αφήνοντας κατά καιρούς μούσι, μουστάκι, η τελευταία ελπίδα μου είναι κάτι που προέρχεται απέξω και έχει σχεδιαστεί ώστε να προβάλει την προσωπικότητα κάθε προνομιούχου και να κρύβει, ελπίζω, τις ατέλειες κάθε κακότυχου.
Όταν λοιπόν βρεθώ στο κατάστημα οπτικών, όλη η απαισιοδοξία μου βγαίνει στην επιφάνεια. Πρέπει να διαλέξω το χρώμα, το μέγεθος του σκελετού, να αποφύγω την επαγγελματική συγκατάβαση της πωλήτριας, που ότι προβάρω το βρίσκει κατάλληλο για το πρόσωπό μου. Παρεπιπτόντως το πρόσωπό μου είναι μακρύ, με βουλιαγμένα μάγουλα, το μέτωπο έχει αποκαλυφθεί υπέρ του δέοντος από μια μεγαλοπρεπή καράφλα, που η επιμονή της κομμώτριας να κόβει τις αδυνατισμένες τρίχες μου τόσο κοντά, αναδεικνύει το συγκεκριμένο ελάττωμά μου. Προβάροντας το σκελετό αποκαλύπτεται από τόσο κοντά το πρόσωπό μου. Επειδή η μυωπία έχει ανέλθει αισίως στους πέντε βαθμούς, πρέπει να πλησιάσω σε απόσταση αναπνοής τον καθρέφτη, για να ελέγξω το προιόν, που θα με συντροφεύει αδιαλλείπτως τουλάχιστον δύο χρόνια. Τότε αποκαλύπτονται σε πλήρη μεγέθυνση τα στίγματα του προσώπου, τα σακουλιασμένα μάτια, τα βλέφαρα που αρχίζουν να γέρνουν υπερβολικά, και δεν υπάρχει τρόπος να τροποποιηθούν. Είμαι αντιμέτωπος με τον ευατό μου, δίχως τον παραμορφωτικό φακό των οικογενιακών φωτογραφιών, του βίντεο των γιορτών, των ανύπαρκτων κολακευτικών σχολίων. Η επαγγελματική ευσυνειδησία της πωλήτριας κορυφώνεται με τη φράση «αυτά ταιριάζουν στο πρόσωπό σας». Τριγύρω οι πελάτες απασχολημένοι με τη δική τους φιλαρέσκεια, ελπίζω να μην δίνουν σημασία στα λεγόμενά της. Επιμένω αλλάζοντας αρκετά ζευγάρια ,που θα αντιπροσωπεύουν τη ματαιοδοξία μου. Στο μυαλό μου διαρκώς τα λόγια της γυναίκας μου «πρόσεξε μην πάρεις περίπου τα ίδια με αυτά που φοράς» με επιτακτικό ύφος που δεν σηκώνει κουβέντα. Βρίσκομαι σε αδιέξοδο, το οποίο προσπαθώ να ξεπεράσω με χιούμορ, φτάνοντας στο αυτονόητο. Ότι η μεταλλαγή δεν μπορεί να γίνει με ημίμετρα και πρέπει να αποδεχθώ το πεπρωμένο. Όλες οι προσπάθειες είναι καταδικασμένες. Παραγγέλνω λοιπόν τα γυαλιά με τον ασημί σκελετό που φωτίζει το πρόσωπό που, το λεπτό ακριβό γυαλί που σβήνει τους κύκλους της ισχυρής μυωπίας, τετράγωνα που σπάνε τη μακρύτητα του προσώπου μου, και αφήνω την κρίση για τους άλλους. Η εντολή τους εξετελέσθη, μπορούν τώρα πια να χαίρονται για δυο χρόνια το δημιούργημά τους.

Τρίτη, Νοεμβρίου 11, 2008

CHILD IN TIME

Το συγκεκριμένο θρυλικό τραγούδι το ανάφερε ο Κώστας το πρωί στο γραφείο. Μου ζήτησε να του το κατεβάσω, ώστε με το youtube downloader, να το μετατρέψω σε mp3, ώστε να μπορεί να το ακούει παντού, όταν το χρειάζεται.
Αφιερωμένο σ'όλους εκείνους, που μου έμαθαν τους Deep Purple, πριν τριάντα και βάλε χρόνια: στο Μανώλη(κιθαρίστα του συγκροτήματος "Quasars") που τώρα δουλεύει στο δήμο, και κοντεύει να πάρει σύνταξη, στη μνήμη του Σαράντη(ντράμερ του ίδιου συγκροτήματος), που χάθηκε στην πορεία των χρόνων,τον Τσιτούρα που διαρκώς έχανε το ρυθμό του μπάσου, τον "Dylan" με την σπουδαία φωνή, που λυτρώθηκε κι αυτός. Σε όλους εκείνους που πρόλαβαν την γοητεία του Rock.

Κυριακή, Νοεμβρίου 09, 2008

Δευτέρα, Νοεμβρίου 03, 2008

ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ



Πάντα ήθελα να είμαι πλούσιος. Όπως ο κάθε άνθρωπος δηλαδή. Τουλάχιστον να έχω την οικονομική ευχέρεια ώστε οι ανάγκες μου, όχι τίποτα παράλογες, αλλά οι καθημερινές, επιβαρημένες βέβαια από τον καταναλωτισμό που κυριαρχεί και δεν μπορείς να τον αποφύγεις, αν δεν θέλεις να βρεθείς απομονωμένος με τις γνωστές συνέπειες, να ικανοποιούνται, δίχως το διαρκές ψυχοφθόρο άγχος που με καταβάλλει. Βέβαια δεν ακολούθησα τις παραινέσεις της μητέρας μου, και την σιωπηλή συγκατάθεση του πατέρα μου. Να είμαι δηλαδή επιμελής, καλός μαθητής, για να γίνω λαμπρός επιστήμονας. Ότι λένε όλοι οι γονείς στα παιδιά τους. Γιατρός, πολιτικός μηχανικός, δικηγόρος έστω. Που μυαλό τότε να τους ακούσω. Σκεφτόμουν πότε θα παίξω ποδόσφαιρο, θα πάω στην πλατεία να χαζέψω, να μιλήσω, να γκομενίσω, να περιπλανηθώ σε άλλες γειτονιές.
Πέρασαν τα χρόνια, το τραίνο της ευκαιρίας πέρασε, και όταν το μυαλό μέστωσε, όλα είχαν χαθεί. Έγινα λοιπόν ένας υπάλληλος που ακούει το ξυπνητήρι και δεν δυσανασχετεί, δεν αντιλαμβάνεται ότι ο ήχος της κάρτας, κάθε μέρα στις οχτώ, είναι καρφί στην καρδιά των ονείρων του, που περιμένει κάθε αρχή του μήνα να εισπράξει τον μισθό του, ελπίζοντας σε αύξηση, ανάλογα την αποτελεσματικότητα της εργασίας και την επιβεβαίωσή της από τον εργοδότη του. Ο συνδικαλισμός, αυταπατώμαι, έχει πεθάνει, αφήνοντας έτσι ήσυχη τη συνείδησή μου ,φορτωμένη ιδεολογία και ευαισθησία που με παρηγορεί.
Ένας συνηθισμένος άνθρωπος, βιοπαλαιστής, που λένε, που προσπαθεί να ταξινομήσει τις ανάγκες του, να δώσει προτεραιότητες, να αναβάλλει επιθυμίες, να ορίσει τον ρεαλισμό με τους δικούς του όρους. Όλη αυτή η προσπάθεια , το άγχος, η αγωνία, μεταφέρεται, όπως είναι φυσικό, στις καθημερινές σχέσεις με τη γυναίκα μου, τους φίλους, όσοι απόμειναν, δίνοντας το στίγμα μου. Έχουν να κάνουν με τη μεμψιμοιρία μου, αλλά όσα γνωρίζει ο νοικοκύρης , δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος.
Αποφάσισα να το ρίξω στην τύχη. Τώρα που οι υποχρεώσεις με καταβάλλουν, τα έξοδα τρέχουν, ο διαφημιζόμενος τζόγος που καθημερινά με βομβαρδίζει από τηλεοράσεως, βρήκε το στόχο του. Αρχίζουν οι ατάκες των διαφημίσεων να βρίσκουν κατάλληλο έδαφος και σε μένα. Το περιεχόμενό τους άρχισε να μορφοποιείται, να αποκτά νόημα στη συνείδησή μου . Το 71% του τζίρου του Λαικού Λαχείου στους παίκτες μαθαίνω, και δεν έχω λόγο να το αμφισβητώ, ένας εκ των οποίων ευελπιστώ ότι θα είμαι κι εγώ. Άρχισα να νοιώθω κολλημένος με τη μπάλα, άρα κολλημένος με τα κέρδη. Όλα αυτά μου δίνουν έναν αέρα προσμονής, ότι θα ξεφύγω επιτέλους από τη μίζερη και αβάσταχτη ζωή μου. Συνηγορεί και η έρευνα που διάβασα στο «Βήμα» ότι το 72,7% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι παίζει τυχερά παιγνίδια. Κάτι θα ξέρουν αυτοί ,λέω, και κυρίως οι γυναίκες που έχουν προικισμένο αισθητήριο όσον αφορά το μέλλον τους, δείχνοντας προτίμηση στα λαχεία και το Τζόκερ. Βέβαια το έβλεπα δίπλα μου στη δουλειά, στην παρέα , όπου οι συνάδελφοι, ομοιοπαθείς κι αυτοί σαν κι εμένα, ποντάριζαν στην ‘Αλμποργκ, αλλά θεωρούσα ότι ήταν συγκυριακό φαινόμενο, που συμπτωματικά ανθούσε γύρω μου. Με ικανοποιούσε με μια δόση αυταρέσκειας, ότι δεν είμαι μόνο εγώ στη δυσβάσταχτη θέση, υπάρχουν κι άλλοι απελπισμένοι. Yπήρχε μια κοινή μοίρα με τους άλλους. Η αιτία του κυνισμού μου, άσχετα αν τον προβάλλω ηθελημένα ή αθέλητα, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από την ανασφάλεια που προσπαθώ να εξορίσω με διάφορα τρικ. Μια τονωτική, μη πω λυτρωτική, και γίνω υπερβολικός, επίδραση στο αδιέξοδό μου.
Δεν είμαι κανένας τολμηρός να αποτινάξει την εσωστρέφειά του, οπαδός της πρώτης γραμμής, και όσα οι άλλοι γνωρίζουν για μένα είναι όσα εγώ ήθελα να γνωρίζουν. Ένα παιγνίδι που με γοήτευε γιατί στηριζόταν στην άποψη ότι ο άνθρωπος μαθαίνει μόνο αυτά που ταιριάζουν στην «κοσμοθεωρία» του. Γιατί ο καθένας έχει την «κοσμοθεωρία» του, ανεξάρτητα αν μπορεί να την εκθέσει στην ολότητά της ή να εμφανίζει ψήγματά της. Το δίλημμα ήταν δυνατό. Να εξαντλήσω τις ζωογόνες δυνάμεις μου και τις οικονομίες μου, να επανετάξω τα όνειρά μου, για να αλλάξω τη θέση μου, να προκαλέσω τη μοίρα μου. Ή μήπως αυτή η ελπίδα ερχόταν σε αντίθεση με ιδανικά που τουλάχιστον γι αυτά ήμουν απόλυτος ότι δεν θα καταπατήσω. Να συμβιβαστώ με την ευτελή πραγματικότητα, και δίχως να το καταλάβω γίνω κι εγώ σαν όλους τους άλλους, που τόσο πολύ αποστρεφόμουν; Κι αν μετανιώσω, το γνωρίζω, δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής.
Οργάνωνα την αυτοάμυνά μου απέναντι στη συνείδησή μου, επιμένοντας ενδόμυχα στην ορθότητα της επιλογής μου, μην κλονιστώ και εγκαταλείψω τις ιδέες που με οριοθετούν, άσχετα αν είχα νικηθεί από τον επαίσχυντο ωφελιμισμό που τόσο κατέκρινα και απεχθανόμουν. Η έπαρση που με χαρακτήριζε, η σαρκαστική μου διάθεσή που εκδηλωνόταν όταν το έδαφος ήταν πρόσφορο από πλευράς άγνοιας ή ανεκτικότητας, για τις αφελείς, όπως τις χαρακτήριζα, αυτές εκδηλώσεις, παραχωρούσε τη θέση της στην ελπίδα και τον συμβιβασμό.
Η ενασχόλησή μου με την τύχη ή για να το πω πιο ακαδημαικά , η βελτίωση της οικονομικής μου κατάστασης με μη άμεσους παραγωγικούς τρόπους, φοβόμουν ότι ήταν μια έκφανση παρακμής που με τόσο βδελυγμία απέρριπτα. Η πραγματικότητα πάντα με υπερέβαινε αλλά μήπως αυτή δεν ήταν η φύση της; Όλη η καθημερινή προσπάθεια μου ήταν ο εξορκισμός της επί ματαίω.
Έχεις πλάκα να παίζεις Joker, έλεγε το διαφημιστικό σποτ. Μετά τα πρώτα διασκεδαστικά εφευρήματα, που διαρκώς αποτύγχαναν στον στόχο τους, η διασκέδαση παραχώρησε τη θέση της στον εκνευρισμό και το άγχος. Έπρεπε να ενδώσω, να προσαρμοστώ και να αναζητήσω την τύχη μου στα μικρά κέρδη, που δεν με ικανοποιούσαν , αλλά αν πραγματοποιούνταν θα ήταν ένα καλό συμπλήρωμα στον πενιχρό μισθό μου. Ευθυγραμμισμένα όνειρα με τη ζωή μου. Το «στοίχημα» που στην αρχή μου φαινόταν ακατανόητο, απαιτούσε πληροφορίες, που δίδονταν αφειδώς σε εφημερίδες που εκδίδονταν αποκλειστικά για αυτόν τον σκοπό και ήταν φυσικά ενημερωμένες και εξειδικευμένες σε σχέση με τις καθημερινές πολιτικές εφημερίδες και το αθλητικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Ήμουν υποχρεωμένος να μάθω τη θέση της Έμπολι στον βαθμολογικό πίνακα, τις επιτυχίες εκτός έδρας της Σιένα, την προιστορία των αγώνων μεταξύ Αλβέρκα –Γκιμαράες. Μια ψυχοφθόρος διαδικασία που με εξαντλούσε, προσδιόριζε τις προτεραιότητες μου, με αποτέλεσμα να αισθάνομαι απομονωμένος από τον κοινωνικό χώρο.
Επισκεπτόμουν το πρακτορείο του Σπανού, καθόμουν στο τραπεζάκι με την τηλεόραση αναμμένη απέναντί μου, με σκοπό να κρυφοκλέψω σκόρπιες κουβέντες από τους έμπειρους παίκτες που με άνεση και οικειότητα συναθροίζονταν στο μικρό πρακτορείο. Η εμπειρία και οι γνώσεις τους όπως αποκαλύπτονταν από τις συζητήσεις τους, είχαν μια δόση κρυψίνοιας. Δεν ήθελαν να αποκαλύψουν τα μυστικά τους, κρατούσαν τους άσσους στο μανίκι τους, έτοιμοι να τους χρησιμοποιήσουν για δικό τους όφελος. Εδώ συναντούσα τον περίφημο Καλαμπόκα, με αρκετά κέρδη στο ενεργητικό του, το τσιγάρο κρεμασμένο στα χείλη , να συμπληρώνει το δελτίο με αυτοπεποίθηση. Δεν τον γνώριζα, άλλωστε είμαι επιφυλακτικός σε καινούργιες σχέσεις, ειδικά αν αυτές συμβαίνουν σε τέτοια μέρη. Η παρουσία του μετέδιδε μια σιγουριά, μια αύρα επιτυχίας σε όλους τους παρευρισκόμενους. Ήταν η έμπνευσή μου, ατυχής όμως όπως αποδείχτηκε από τα αποτελέσματα των προγνωστικών μου.
Η αποτυχία ήταν ολοσχερής αλλά δεν αφήνω τον πανικό να με καταβάλλει. Επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις της γυναίκας μου, δεν σου έλεγα εγώ, θα πει με ένα αλαζονικό ύφος, φυσώντας τον καπνό στα μούτρα μου, μόνο σε μένα κάνεις παρατηρήσεις, τη ζωούλα σου σκέφτεσαι. Έχω πάψει να απαντώ επί ματαίω και αφήνω να νικηθώ άνευ αγώνος. Δεν είναι αυτά για μένα, παραδέχτηκα, όχι φυσικά ενώπιόν της, για ένα εγωισμό ζούμε, εσύ είσαι για τα μικρά, τα ουσιώδη, την τακτοποιημένη ζωή, δεν χρειάζεσαι ανατροπές, δεν αντέχεις το βάρος των προκλήσεων. Σε συντρίβουν οι αλλαγές, είσαι ένας μικροαστός που οι κανόνες που θέτεις είναι ο Γολγοθάς σου. Παρηγοριέμαι βέβαια με τη σκέψη ότι μάρτυρες σήμερα απουσιάζουν, κι έτσι ο ρόλος μου ουσιαστικά βρίσκεται σε αχρηστία.



Τετάρτη, Οκτωβρίου 29, 2008

ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ

AΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ KΡΗΤΗΣ

Θέλου' να μπούνε σ' ορδινιά, γιατί άλλοι δεν έλειπα',
όντε γρικούν από μακρά σα βούκινο κ' εκτύπα.
Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο.
Mαύρο φαρί, μαύρ' άρματα, και μαύρο το κοντάρι, 585
μαύρη ήτονε κ' η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός, κ' εις τ' άρματα τεχνίτης,
κ' εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
95Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην
όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην. 590

§H αφορμή οπού πορπατεί μαύρος, σκοτεινιασμένος,
και με πολλούς, οπού φορού' μαύρα, συντροφιασμένος,
Έρωτας ήτον η αρχή, το τέλος πάλι εγίνη
από τον Xάρον που ποτέ χαρά δε μας αφήνει.
Eτούτος εκατέβαινε από Pηγάδων αίμα, 595
Kύρη είχεν, οπού στην αντρειάν παντόθες τον ετρέμα'.
Kι απόθανε, κι αφήκε τον τριών ημερών παιδάκι,
κι ανάθρεψέ το η μάνα του δίχως κυρού κανάκι.
Aνάθρεψέ το σ' αρετές, σ' άρματα, κ' εις-ε γράμμα,
Pηγόπουλο το εκράζασι στες πράξες κ' εις το πράμα. 600
Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ' ήρεσέ του.
Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην, 605
μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
Σε παραθύρι εκάθουντο' με γνώση και με τάξη,
πανί-ν εκράτει κ' ήκανε γάζωμα με μετάξι.
Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι. 610

Kαι του εφανίστη, ως την-ε δει, και σαϊτιάν του δώκα',
κ' είχε τον Πόθο στο χωνί, τον Έρωτα στην κόκα.
Πάραυτα η γνώμη του ήλλαξε, και τη βουλήν την πρώτη
ήριξε, κ' εσκλαβώθηκεν η τρυφερή του νιότη.
Δεν είχ' εκείνον τον καιρό ουδέ κύρην, ουδέ μάνα, 615
αμ' ήτον ολομόναχος, γιατί κ' οι δυό αποθάνα'.
Δεν ήτον ποιός να του μιλεί και να τον-ε διατάσσει,
να του αλαφρώσει ο λογισμός, κι ο πόνος να περάσει·
96μα ολημερνίς κι οληνυκτίς αναπαημό δεν έχει,
κ' εκείνην, οπού αγάπησε, με προθυμιά ξετρέχει· 620
και μ' όλο που στην αρχοντιάν και πλούτη δεν του μοιάζει―
ο Πόθος τούτο δε θωρεί, η Aγάπη δε λογιάζει
(σ' έτοιες δουλειές, ο Έρωτας κατέχει και σπουδάζει,
γίνεται προυκανάδοχος, και γλήγορα τα σάζει)―
αγαπηθήκασι κ' οι δυό, κι ο είς τον άλλο θέλει, 625
κ' ετούτα κάνει τα συχνιά το πίβουλο κοπέλι.
Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.
Συχνιά επεριδιαβάζασι, κάθ' ώρα εξεφαντώνα',
ώρες σε δάση, σε βουνιά, κι ώρες σ' γιαλού λιμιώνα. 630
Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ' ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια, 635
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.
Kι απ' όλους κείνους, που'σανε εκεί κατοικημένοι,
μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ' ήβλεπε το κουράδι,
συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ' αυτόν το νιόν ομάδι. 640
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
κι ως του'χε λάχει να το δει, δεν τ' άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.
Ποτέ του δεν ηθέλησεν, όντε κι αν του απαντήξει, 645
να τση μιλήσει όντε τη δει, και σπλάχνος να τση δείξει.

§Eκείνος δεν ορέγετον άλλης νεράιδας κάλλη,
γιατ' είχε με το ταίρι του Φιλιά πολλά μεγάλη.
97M' ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει! 650
Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,
τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν' αγαπά άλλην κόρη
το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.
K' εις αφορμήν την ήριχτεν εκείνο τό λογιάζει, 655
εμπήκε σε πολλή ζηλειά, γιατί το πράμα μοιάζει.
Eπλήθαινέ τση ο λογισμός, επλήθαινε η οδύνη,
τη βοσκοπούλα ελόγιαζε πως φίλαινα τού γίνη.
K' εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει. 660

§Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
επήγε και τ' ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.
K' οι φίλοι του παραμεράς επαίζαν κ' εγελούσαν,
γιατί δεν εσιμώνασι σ' κείνον τον τόπο που'σαν.
Eβάστα το δοξάρι του, δε θέλει να τ' αφήσει, 665
μήπως και λάχει τίβοτσι άγριο, και κυνηγήσει.
Eκούμπησ' ο Xαρίδημος σ' ένα δεντρό αποκάτω,
τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο·
ήβαλε κ' εις το πλάγι του γεμάτο το δοξάρι,
σ' τούτην την τέχνη άλλος κιανείς δεν είχεν έτοια χάρη. 670
O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
και το μουρμούρι του νερού, σ' γλυκότη τον εβάναν,
κ' ύπνος τον αποκοίμισε. K' η λυγερή τής φάνη
πως είν' καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, 675
η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
Λέγει· "Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
98Nα'μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
κι ως σηκωθεί, να δω από 'κεί, σημάδι να γνωρίσω." 680
Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.

§K' εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη 685
πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
κ' εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
το ταίρι του αναζήτησε, στ' άρματα επαραδόθη. 690
Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
μα ελόγιαζε πως να'τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, 695
ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα',
λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να'τονε σ' εκείνα,
και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
(Ώφου κακόν οπού'καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) 700
Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
K' ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, 705
κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
Kαι φαίνετ' εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
(Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
99Eγρίκησε απ' το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη. 710

K' εγλάκησε με τη χαράν, κ' εμπαίνει μες στα δάση,
και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
για το κυνήγι, οπού'καμε, Θάνατο θέ' να πάρει.
Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. 715
Eίχε πνοήν, κ' εμίλησε, κ' είπεν του κι αποθαίνει,
κ' επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν' αγαπά περίσσα.
Kι ως το'πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα'.

§Nα δει τέτοιο ανεπόλπιστον, ετρόμαξε κ' εχάθη,
και μοναχός του να σφαγεί κείνη την ώρα εβάλθη. 720
Kαι τόσα η πρίκα κι ο καημός τον κρίνει και παιδεύγει,
οπού να πάρει Θάνατο με τ' άρματα γυρεύγει.
Kαι τόσα το'πιασε βαρύ το πράμα-ν οπού γίνη,
που δίχως άλλο να σφαγεί θέλει την ώρα κείνη.
Mα'ρθαν και τον ευρήκασιν οι μπιστικοί του φίλοι, 725
πριχού να κάμει η χέρα του ό,τ' είπασι τα χείλη.
Kι ως είδαν το ανεπόλπιστον, εκλάψα', ελυπηθήκα',
κι αρχίσα' να παρηγορούν του φίλου τως την πρίκα,
και ξόμπλια μυριαρίφνητα, πολλά'μορφα του λέσι,
καταδικάζουσίν τον-ε να βλέπεται μη φταίσει, 730
μηδέ θελήσει να σφαγεί, μη βουληθεί έτοιο πράμα,
μ' ας δείξει στ' ανεπόλπιστον, ωσάν και κι άλλοι εκάμα'.
Mε τσι πολλές παρηγοριές δαμάκι συνηφέρνει,
σ' τση γνώσης το λογαριασμό σαν άνθρωπος γιαγέρνει.
K' ήβαλε μες στο λογισμό να ζει να τση δουλεύγει, 735
και με τα δώρα της αντρειάς να την-ε κανισκεύγει.
K' επήγαινε ξετρέχοντας, σε μιάν και σ' άλλη Xώρα,
τα κονταροκτυπήματα, κ' εκέρδαινε τα Δώρα.
100K' εκείνα οπού του δίδασι, πλέρωμα της αντρειάς του,
επήγαινε κ' εκρέμνα τα στο μνήμα τση Kεράς του. 740
Kαι μετ' αυτά τα κέρδητα ωσά θεράπιο βρίσκει,
κ' ήπαιρνε ωσάν παρηγοριάν, παίρνοντας το κανίσκι.
Kι ως ήκουσε κ' εγίνετο στη Xώραν την Aθήνα
τέτοιο κονταροκτύπημα, η όρεξη τον εκίνα,
να πάγει μαύρος, σκοτεινός, να κονταροκτυπήσει 745
για την Kεράν του, οπού'χασε, κι όλπιζε να νικήσει.
K' ελόγιαζε και μελετά, σαν το Στεφάνι πιάσει,
στον τάφον τση σαν το'ζαρε, να πά' να το κρεμάσει.
Ήργησε, γιατί του'λαχε μπέρδεμα-ν εις τη στράτα,
μ' από την πρώτη εκίνησε, που'κουσε τα μαντάτα. 750

§Xαρίδημος εκράζετο, αντρειάν και χάριν έχει,
και πάντα εκεί που πολεμά, στράφτει, βροντά, και βρέχει.
Σπίθες σιδέρω', αίμα κορμιών εβγάνει, όπου μαλώσει,
και βροντισμούς και ταραχές η δύναμή του η τόση.
Eίχε κι αυτός στην κεφαλήν ένα Kερί σβημένο, 755
τον άνεμον ανάδια του ήδειχνε φουσκωμένο.
Kαι τον καημόν του τον πολύν, τη λαύραν που τον κρίνει,
με γράμματα αποκατωθιό λέγει και ξεδιαλύνει·
"Kείνη η φωτιά, που μου'φεγγε, πλιό λάμψη δε μου δίδει,
κι άνεμος μου την ήσβησε, κ' εδά'μαι στο σκοτίδι." 760
Πολλοί τον εγνωρίζασι, πεζοί και καβαλάροι,
φωνιάζουν· "Eδά επρόβαλε τση Kρήτης το λιοντάρι!
Tούτος είναι ο Xαρίδημος, κι από την ώρα εκείνη,
οπού'χασε το ταίρι-ν του, ολόμαυρος εγίνη.
Kι α' ζήσει χρόνους εκατό, πλιό του δε θέ' ν' αλλάξει, 765
'πειδή κ' η Mοίρα του ήθελε, έτσι να τον πειράξει."
"Ερωτόκριτος" Μέρος δεύτερον
"Σπουδαστήριο Νέου Ελληνισμού"
Επεξεργασία Γ.Π.Σαββίδη