Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15, 2008

ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΟ

Η επέμβαση υπήρξε επιτυχής. Το περιστέρι με τα σκούρα χρώματα, αρχικά τρομαγμένο , τσιμπούσε τώρα την τροφή του, καθησυχασμένο από την παρουσία μου. Ένα πρωινό με τον απαραίτητο κίτρινο ουρανό, τη λάσπη στους δρόμους, την απεικόνηση από τα όνειρα των γειτόνων ανερχόμενη στο φως της ημέρας. Η απαγορευτική περίοδος κατανάλωσης καφέ είχε παρέλθει, τουλάχιστον κατά μία ολόκληρη ώρα. Απολάμβανα τη γεύση του μόνος, μια συνήθεια που τιμούσα ιδιαίτερα, αφήνοντας μισάνοιχτη την εξώπορτα , να ανανεωθεί ο αέρας στο δωμάτιο από την χθεσινή εγχείρηση. Ο φόβος μήπως το περιστέρι ,που τώρα πια τίναζε το κεφάλι του ικανοποιημένο από τη χορταστική τροφή, ξεφύγει στον χλωροφοριασμένο αέρα, ήταν μηδαμινός. Η πείρα μού έλεγε ότι το πέταγμα για την ανθοφορία του φθαρτού τοπίου, γινόταν μετά από καθορισμένο χρονικό διάστημα.
Η πρόταση για την ολοκληρωτική στροφή μου ήταν του παιδικού μου φίλου Ν. Οι μέχρι τώρα ενδείξεις για την ορθότητα και, κατά συνέπεια την συνέχεια των επεμβάσεων, αν και υπήρξε κοινώς αποδεκτή από το σύνολο του ιατρικού κόσμου, προσέκρουε στον κοινωνικό στιγματισμό του ασθενούς. Το σχέδιο ήταν του γιατρού Π., όπως το συνέλαβε μετά από τη μελέτη ενός άρθρου, σε έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, και κάτω βεβαίως από το βάρος παράδοσης αιώνων, κατά τη διάρκεια των οποίων, οι απόψεις των επιστημόνων για την λειτουργία του εγκεφάλου, είχαν παγιδεύσει κι εμάς, ανεξάρτητα από την δυναμική της πρωτοτυπίας μας. Είχε πραγματοποιηθεί στην Καλιφόρνια μεταμόσχευση ουρανού , σ’ έναν ασθενή με έντονα τα συμπτώματα απειθαρχίας στις σιωπηλές διαδρομές του ανέμου. Με την επέμβαση προσδοκούσαν να επιβεβαιώσουν, τη ξεχασμένη και εξορισμένη αντίληψη περί ψυχικών λειτουργιών, σ’ένα παιγνίδι αναπολήσεων, όμοιο με φλόγα, που τρεμοσβήνει στο βάθος μιας φλέβας από δέρμα προγόνων, υποστηρίζοντας, οι ευδαίμονες, ότι τα κέντρα ελέγχου συμπεριφοράς βρίσκονταν στο ευπαθές σημείο της καρδιάς, κι όχι στα πολύπλοκα κι ανεξιχνίαστα κέντρα του εγκεφάλου. Ο Ν. εμπιστευόμενος τις έγκυρες επιστημονικές δημοσιεύσεις, προσκόμισε σε μετάφραση τις εντυπώσεις του ασθενούς, όπως τις κατέγραψε ο επιστημονικός συνεργάτης του «NEW SCIENTIST”, σε αποκλειστική συνέντευξη μαζί του.
Ο ασθενής μετά την επέμβαση, ισχυριζόταν, καταρχήν, ότι οι μυικές του δυνάμεις είχαν αποκατασταθεί, γρηγορότερα από ότι προβλεπόταν. Οι κτύποι της καρδιάς του ήταν φτερουγίσματα από αχόρταγα πουλιά που τρυπάνε τα σωθικά του γαλάζιου, δίνοντας την αίσθηση της φυλακής, σ’ένα σώμα που γνωρίζει μόνο από μυστικές φωνές και δώρα. Η επιτυχία της επέμβασης, βρισκόταν σε άμεση συνάρτηση, με την ικανότητα να γίνεται το σώμα του ησυχαστήριο κεραυνών, να στέκονται πάνω του οι ματιές μας και να προφητεύουν.
-Αν ρωτάτε για πιθανότητες , που να γνωρίζω εγώ από στάχτες, τους απάντησε.
Η περιγραφή της καταστάσεως του ασθενούς υπήρξε σαφής, και η επιτυχία της επεμβάσεως πρόκληση, και άκρως ενδιαφέρουσα. Άλλωστε η περίπτωση του περιστεριού, που θεωρούσε το σώμα μου κήπο με άνθη και χώματα, ξαφνιασμένο από το φως του στήθους, και τα νερά των ονείρων μου, υπήρξε μοναδική και ελπίζω μη επαναλαμβανόμενη. Οι λέξεις, ένα φως από μικροσκοπικές κηλίδες, μια κινούμενη άμμος από χρώματα, παγίδευαν όσους έρχονταν σ’επαφή μαζί μου. Έφευγαν με διακριτικότητα, οφείλω να ομολογήσω, γλιστρώντας αθόρυβα ως τον καθρέφτη του δάσους, κι εκεί χάνονταν. Το βάδισμα ξένο με τη βαρύτητα του σώματος, γινόταν εικόνα σπαθιών που σχίζουν το είδωλο του φεγγαριού. Μονάχα τις στιγμές του έρωτα, το δάκρυ γινόταν τα μπλε της μάτια.
Ο παρορμητισμός του Ν είχε μεταφερθεί στον ανήσυχα νωχελικό μου χαρακτήρα. Αναζητούσα βέβαια μια διέξοδο, ανατροπή θα ήταν καλύτερα να τ’ ονομάσω, των επιβεβλημένων στόχων, κι ο αινιγματικός δρόμος του μύθου με προκαλούσε. Ας γινόμουν λοιπόν ένα σύννεφο, συνοδός των ναυαγών, όταν απεγνωσμένα προσπαθούν να κρατηθούν από τη ματιά της πανσελήνου, που φωτίζει ειρωνικά μα τόσο μαγικά τα παραληρούντα κορμιά, ήδη μισοφαγωμένα από την κλεψύδρα του θανάτου. Η βροχή που θα μεταφέρω, έστω και ισχνή, θα ξεπλύνει τα ίχνη της δολοφονίας, που βουλιάζει στη λάσπη των πασίγνωστων βημάτων μου. Όταν το σκοτάδι γίνει πηγάδι, θα μπορώ να δω τον ορίζοντα του προσώπου μου, στο φυσικό του μέγεθος. Και το γαλάζιο, φόρεμα σ’ένα σώμα, που δεν γνωρίζει παρά μόνο την επαιτεία της μέρας, για να κλείσει και να μην υπάρχει.
Μα γιατί αργεί; Οι λεπτομέρειες που με βασανίζουν είναι η έκκληση της προσμονής. Ένας δρόμος στρωμένος επεισόδια που ξελογιάζουν το ένστικτο. Η κατάληξη από την επίσκεψη ενός τραπεζίτη, που πασχίζει να φτύσει τα ψίχουλα της διήγησης από το παράθυρο. Περιμένω ανυπόμονος τις πληροφορίες της σοφίας του, έτοιμος να θυσιαστώ στην ομορφιά, όπως την αντιλαμβάνεται μια ψυχή πιασμένη στα δίχτυα των αισθήσεων, κλεισμένη εδώ και χρόνια σε μια ανομολόγητη ανάγκη, ν’ανθίσει στην αγκαλιά της μια μεθυσμένη από το άρωμα της σάρκας άνοιξη. Μήπως είναι το παραλήρημα κυμάτων, που χάθηκαν σε αόρατα μα τόσο ευδιάκριτα ακρογιάλια, καθρεφτισμένα στην κίνηση ενός ζευγαριού, καθώς σκύβει ν’αδειάσει τους παλμούς του στη θρυμματισμένη γέννηση;
Ο γνώριμος ήχος από το σύρσιμο των ποδιών του ακούστηκε μέχρι εδώ. Επιτέλους. Ανασηκώθηκα και κοίταξα ησυχασμένος προς την πόρτα. Ο χώρος πλημμύρισε από το φως μιας άλλης εποχής. Γέμισε με φτερά από ξεχασμένα όνειρα, σώματα αγκαλιασμένα, με μια λογική που την αποστρέφονται τα νύχια της αθωότητας, μια πανδαισία από θανάτους μεταμορφώσεων. Ξαφνιασμένος καθώς ήμουν, προσπάθησα να διακρίνω τη μορφή του. Πάντα φορούσε ανοιχτά χρώματα, σ’έντονη αντίθεση με το μελαχρινό του δέρμα. Φαίνεται ότι το διασκέδαζε, γιατί σε μια παρατήρησή μου για το παράδοξο της εκλογής του, με έκφραση αποδοκιμασίας για την αδιακρισία μου, μ’επανέφερε στην τρέχουσα επικυρωμένη πραγματικότητα. Αυτό που είχα ανάγκη να διακρίνω τώρα, να δώσω διέξοδο στην έκπληξή μου, παραξενεμένος από την απρόοπτη εξέλιξη, ήταν κάτι απτό, υπαρκτό, που δεν ήταν άλλο από την αναμονή μιας ανθρώπινης παρουσίας.
Τίποτα από αυτά δεν συνέβη. Ένα ρεύμα αέρα παρέσυρε όλα από την οπτική μου, ώστε βρέθηκα ανέτοιμος και μόνος σ’ένα ποτισμένο μίσχο, που σιγά-σιγά έκλεινε, χαμένος σ’ένα θαύμα ανυπαρξίας.
Πάντα λοιπόν θα μας γνέφει, η θέα μιας πέτρας που πέφτει στη γαληνεμένη λίμνη του νου, ο τόπος όπου τα βλέφαρα ησυχάζουν, σ’έναν ύπνο φερμένο από τους λύκους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: