Ένας γαλήνιος παπαγάλος φωλιάζει στο κεφάλι μου τις κρύες μέρες του χειμώνα. Κάθε στιγμή διακρίνω τις φτερούγες του να κρέμονται στα μάτια μου, αισθάνομαι τον κτύπο της καρδιάς του όταν ανοίγω το στόμα μου, και το γυμνό κεφάλι του να προβάλει πότε στο αριστερό και πότε στο δεξί αυτί μου.
Όταν νυχτώνει αρχίζει να παίζει με το μυαλό μου, χαιδεύει νοσταλγικά τις φλέβες μου, κυλάει την ανηφοριά γελώντας, πετάει ανατολικά χρονομετρώντας το πέταγμά του, και κάπου κάπου με προσκαλεί στο παιγνίδι του.
Όταν πια ησυχάζει αίμα κυλά από τα μάτια μου.
Το καλοκαίρι, άάά! το καλοκαίρι τι ωραία όταν ανάβει φωτιά και καίει τις φτερούγες του!
Όταν νυχτώνει αρχίζει να παίζει με το μυαλό μου, χαιδεύει νοσταλγικά τις φλέβες μου, κυλάει την ανηφοριά γελώντας, πετάει ανατολικά χρονομετρώντας το πέταγμά του, και κάπου κάπου με προσκαλεί στο παιγνίδι του.
Όταν πια ησυχάζει αίμα κυλά από τα μάτια μου.
Το καλοκαίρι, άάά! το καλοκαίρι τι ωραία όταν ανάβει φωτιά και καίει τις φτερούγες του!