Αναρωτιόμουν το τελευταίο διάστημα, τι λέω, τα τελευταία περίπου δύο - τρία χρόνια, που οφείλεται αυτή η αιφνίδια όρεξή μου για φαγητό. Εγώ, σκεφτόμουν, που πάντα ήμουν λιτοδίαιτος, επιλεκτικός στα φαγητά μου, πως στο καλό αυτή η αλλαγή; Να φτάσω δηλαδή στο σημείο, από το αθώο πείραγμα της κόρης μου, μπαμπά πότε θα γεννηθεί το μωράκι, ρωτούσε, στην εύστοχη, ελπίζω, απάντηση που έδωσα στον διευθυντή του ξενοδοχείου που εργάζομαι, όταν με ρώτησε, με περιπαικτική διάθεση, πιστεύω, για το μέγεθος της κοιλιάς μου, ότι στόχος μου είναι το βάρος του Κραουνάκη, μην πω του Πάγκαλου που τον έχω στην μπούκα, για να αποφύγω τον σκόπελο, γι’αυτόν εννοείται, της επιμήκυνσης της συζήτησης, που θα κατέληγε αν συνεχιζόταν φυσικά σε θρίαμβο μου, και δεν ήθελα να δω την σκιά της απογοήτευσης να σκεπάζει, σαν τσαχπινιάρικο σύννεφο που παίζει με τον ήλιο , το ροδαλό πρόσωπο του γεραλέου αλλά κραταιού όπως φαινόταν διευθυντή, μέχρι τις φρενοβλαβικές εκλάψεις του μάγειρα όταν φωνάζει με μακρόσυρτη φωνή που με αφοπλίζει, όταν μπαίνω στην κουζίνα για φαγητό, γιατί εκείνη την ώρα το στόμα του είναι μπουκομένο με την τηγανισμένη γλώσσα παγκάσιους, πάλι θα φας Σπύρο...!, φωνάζει επαναλαμβάνω, αφήνοντας το όμικρον να κυλάει στον ουρανίσκο του μαζί με την καημένη την γλωσσίτσα. Βέβαια ήθελα να δώσω ένα σκληρό και τελειωτικό μάθημα σ’όλους τους αυτόκλητουςσχολιαστές της προσωπικής μου εμφάνισης αλλά τελικά το ανέβαλα , όπως και τόσα άλλα στη ζωή μου, γι’αυτό πληρώνω αυτά που πληρώνω τώρα. Τι να του λεγα δηλαδή, ότι τα Zoloft ήταν η αιτία που είχα αρχίσει να αποκτώ βάρος, να τον στείλω δηλαδή; Είχα καταλήξει σ’αυτό το συμπέρασμα με την ερασιτεχνική διάγνωση που είχα βγάλει, μετά από τόσους προβληματισμούς, ερωτήματα και στοχασμούς.
Είχα καταλήξει δηλαδή και είχα αποδεχτεί την παρουσία μου στον μάταιο τούτο κόσμο, συμβιβασμένος με το σαρκίο που μου ‘λαχε, όταν διαβάζοντας την εγκυκλοπαιδικό έργο του Φλωμπέρ «Μπουβάρ και Πεκυσέ», έφτασα στο σημείο όπου οι δυο παντογνώστες, όπως νομίζουν, και προσπαθεί να τους βοηθήσει σ’αυτήν την ατέρμονη αναζήτηση και ο Φλωμπέρ, για να γελάει, ή να θλίβεται άραγε, από την ματαιοδοξία της διαρκούς απόκτησης γνώσης από τους ανθρώπους, αναζητούν στην κασίδα την δική τους και των άλλων συγχωριανών τους, τη λύση για τα προβλήματα που τους απασχολούσαν. Αντιγράφω για όσους δεν το γνωρίζουν ή το έχουν ξεχάσει μέσα σ’αυτό τον ποταμό των πληροφοριών και φυσικά των προσωπικών αναγκών. Εδώ πριν ξεκινήσω την αντιγραφή θα αναφέρω ότι ήταν αδύνατον να εφαρμόσω αυτό που αναφέρεται στο ίδιο βιβλίο, ότι δηλαδή ο Σανκτόριους ξόδεψε μισόν αιώνα να ζυγίζει την τροφή του μαζί μ’όλα τ’απεκκρίματα, και ζυγιζόταν κι ο ίδιος, μη παίρνοντας ανάπαυλα παρά για να γράψει τους υπολογισμούς του, γιατί θα με παίρναν με τις λεμονόπουπες. Επανέρχομαι λοιπόν και αντιγράφω: “ Έπειτα μετάφεραν την εξέτασή τους στον Μαρσέλ. Το πιο μεγάλο του ελάττωμα, που δεν αγνοούσαν άλλωστε, ήταν η υπερβολική όρεξη. Ωστόσο, ο Μπουβάρ κι ο Πεκυσέ τρόμαξαν όταν βρήκαν, πάνω απ’το αυτί, στο ύψος του ματιού, το εξόγκωμα το σχετικό με τη θρέψη. Με τα χρόνια, ο υπηρέτης τους θα γινόταν σαν εκείνη τη γυναίκα της Σαλπετριέρ που έτρωγε καθημερινά οχτώ λίβρες ψωμί, κατέβασε μια φορά δεκατέσσερις σούπες και μιαν άλλη εξήντα κούπες καφέ. Δεν μπορούσαν ν’ανταποκριθούν σε τέτοια έξοδα.” Κι λογικό άλλωστε, συμπληρώνω εγώ.
Ως όχι εντελώς καραφλός έτρεξα στον μπαρμπέρη μου και στήθηκα μισή ώρα πριν ανοίξει το μαγαζί , περιμένοντας τον κατά φαντασίαν λυτρωτή μου, δίχως ο απέριττος επαγγελματίας να φαντάζεται τι συνέβαινε εκείνη την ώρα στην κρεμασμένη μέχρι το στήθος γκλάβα μου, γιατί η αγωνία μου είχε κορυφωθεί. Εάν έβρισκα κι εγώ κάποιο εξόγκωμα στο κεφάλι μου, στο ύψος του ματιού, αφού το χρονικό διάστημα που η αφόρητη όρεξή που με καταδυνάστευε ήταν αρκετά μακρύ, άρα σκέψεις για κάτι κακό έπρεπε να αποκλειστούν, είχα μπροστά μου, καλύτερα πάνω στο κεφάλι μου, μια άλλη εκδοχή και μάλιστα επιστημονική, για την επίλυση του φαινομένου. Προσπαθούσα λοιπόν να διακρίνω κάποιο σημάδι την ώρα που με κούρευε, αλλά μάταιος κόπος , γιατί ο μπαρμπέρης μού είχε βγάλει τα γυαλιά , για να δουλεύει καλύτερα το ψαλίδι στις δύσκολες περιοχές, και ώς γνωστόν με 5,5 βαθμούς μυωπίας είναι αδύνατο να διακρίνεις σ’ένα καθρέφτη που είναι τοποθετημένος σε απόσταση 1,5 μέτρπυ, λεπτομέρειες του κεφαλιού σου, αλλά ούτε να διακρίνεις πως βάδιζε το κούρεμα, γι’ αυτό κι εγώ πάντοτε όταν τελείωνε ο μπαρμπέρης, όταν με ρωτούσε πως σου φαίνονται, δίχως να μου δώσει να φορέσω τα γυαλιά μου, γιατί ίσως προέβλεπε ότι θα χρειαζόταν κανένα μερεμετάκι, του απαντούσα πάντα, τέλεια-τέλεια,δις, και ξεμπέρδευα.
Δεν ξέρω ή μάλλον ξέρω τι κατάληξη είχαν οι μάταιες προσπάθειες των αγαπητών μου Μπουβάρ και Πεκυσέ, αλλά η συγκεκριμένη προσπάθεια μέσα στις τόσες άλλες αποτυχημένες, τουλάχιστον για μένα είχε ευτυχή κατάληξη. Η έγγραφη διάγνωσή τους, καλύτερα να πω βοήθειά τους , μπορεί στον Μαρσέλ να απέτυχε, αλλά εμένα με βοήθησε να αποτινάξω τις βεβαιότητές μου ή τις αποκυρυγμένες αμφιβολίες μου, και να χρησιμοποιήσω τα αποτελέσματα της έρευνάς τους, σε οποιονδήποτε μου επέβαλε στον μέλλον το τοξοβόλο ερώτημα: Πως επάχυνες έτσι, ρε παιδί μου, τι κοιλιά είναι αυτή που έκανες;
Κοντεύεις να γίνεις τροφαντός!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου