Δεν έκανε κάτι επικίνδυνο
Ήταν εντελώς ακίνδυνο
Κάθε δεύτερο δίμηνο
Ξάπλωνε σε κρεβάτι δίκλινο
Κι έπαιζε με έναν κύλινδρο
Δεν έκανε κάτι επικίνδυνο
Ήταν εντελώς ακίνδυνο
Κάθε δεύτερο δίμηνο
Ξάπλωνε σε κρεβάτι δίκλινο
Κι έπαιζε με έναν κύλινδρο
Το καλοκαίρι του 1976 είχαν έρθει να δώσουν μια συναυλία στο Λυκαβηττό οι Έμερσον, Λέικ και Πάλμερ. Το επόμενο βράδυ, μετά τη συναυλία, με κάλεσαν από την ρεσεψιόν του ξενοδοχείου όπου διέμεναν να τους πάω στην ταβέρνα του Κολλημένου στην Καισαριανή. Έφτασα στο ξενοδοχείο γύρω στις οκτώ. Στο ταξί επιβιβάστηκαν μόνο ο Έμερσον και ο Πάλμερ και κάθισαν στο πίσω κάθισμα. Κατά τη διάρκεια της κούρσας ήταν κι οι δυο αμίλητοι. Όταν βρεθήκαμε στις αρχές της Φορμίωνος, στο ύψος του κινηματογράφου «Πτι Παλαί», άρχισαν να λογομαχούν ξαφνικά, χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε. Από αγγλικά ήμουν στο επίπεδο του Lower κι έτσι δεν μπορούσα να σταυρώσω λέξη από αυτά που λέγανε, ώστε να καταλάβω ποιος ήταν ο λόγος αυτές της διένεξης. Σε λίγο η ένταση ανέβηκε, σταμάτησαν τα λόγια και επιδόθηκαν στην πράξη. Άρχισαν να τσιμπούν ο ένας τον άλλον. Πρώτος ξεκίνησε ο Πάλμερ, απ’ό,τι είδα από το καθρεφτάκι, και ο Έμερσον ανταπέδωσε. Οι τσιμπιές επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το σώμα, το επεισόδιο στο οποίο στην αρχή δεν έδωσα σημασία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε αναγκάστηκα να τους χαλιναγωγήσω, λέγοντας με σκληρό ύφος και φωνή αυστηρή, απαιτητική «Stop, please». Όμως δεν εισακούστηκα, η μάχη συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Αγανακτισμένος από την ανυπακοή τους, αναγκάστηκα να τους πω, σε άθλια αγγλικά, αλλά με άψογες χειρονομίες, ότι αν συνεχίσουν θα τους κατεβάσω κάτω. Συνέχισαν να αλληλοτσιμπιώνται και έτσι πραγματοποίησα την απειλή μου. Δεν πρόβαλαν καμία αντίρρηση αναγνωρίζοντας την παραβατικότητά τους. Τους αφησα στην έβδομη στάση του αστικού λεωφορείου «Ακαδημία-Ανάληψη». Δεν ξέρω τι αποφάσισαν να κάνουν, αλλά απομακρυνόμενος τους είδα συμφιλιωμένους να καπνίζουν, κοιτάζοντας τον δρόμο, για κάποιο άλλο ταξί ίσως.
ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗ
1) Ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι ένας αλάνθαστος δοκιμαστής των θερμίδων του χρόνου.
2) ) Μπορεί να διακρίνει εύκολα, πίσω απ’ τα φυλλώματα του χρόνου, τη γεύση ακόμα του ανέμελου.
3) Προσπαθεί να θυμηθεί, σύμφωνα με τις οδηγίες χρήσης της μνήμης, επαναφέροντας αποσπάσματα ήχων, ριπές αρωμάτων, θρύμματα φωνών και τη συνηγορική αφή μέσα από αποξηραμένα αγγίγματα
4) Υπηρετεί την επίμονη θητεία της μοναξιάς, ασκείται κάθε μέρα στη μη λήθη και αποστηθίζει την παραδοχή του τετελεσμένου.
5) Από φωνές, τριξίματα μοναξιάς, σιωπές, κληρονομεί την θερμοκρασία των διαδοχικών μεταμορφώσεων, τη σύνοψη των ηλικιών, τους έρωτες, την πλήξη, τα πένθη και τις οδύνες, διατηρώντας το αρνητικό του σώματός του μέσα από τις πολλαπλές ακτινογραφίες του χρόνου
6) Αυτοβιογραφείται μέσα από στέρεα αντικείμενα και ρευστούς ήχους, που εξωραΐζονται και παίρνουν τη βλοσυρή ακινησία του ανεπίστρεπτου
7) Τα διηγήματα του Γιάννη Ευσταθιάδη δεν δηλώνουν τίποτα, δεν υπονοούν τίποτα, αδιαίρετα και απροσπέλαστα δεν παραπέμπουν πουθενά, δεν συμβολίζουν το παραμικρό· γεμίζουν απλώς ένα κενό στην καθημερινή περιήγηση του βλέμματος.
8)Έτσι είναι η μνήμη: σταγονομετρική, άχρωμη και αποξηραμένη.
Ένα ξερό λουλούδι σε φάκελο.
9) Ο Γιάννης Ευσταθιάδης είναι ένας βουλιμικός της αναδρομής που μπορεί να φτάσει κάποτε μέχρι το ψευδαισθητικό καρβέλι του Γιάννη Αγιάννη και να συναντήσει, ως ύστατη φαντασίωση, τον θαλερό Ουγκό, συνοφρυωμένο, με την πένα υγρή πάνω από το πορώδες χαρτί.
10) Προπονεί τη μνήμη του με επίμονες αναδρομές, πιστεύοντας ότι η αμνησία, ίσως να σημαίνει και αμνηστία.
11) Γράφει από μια παρωχημένη αίσθηση καθήκοντος προς τον μικρόκοσμό του, επιθυμώντας κατά βάθος να είναι μεταρρυθμιστής της κοινόχρηστης ερημίας που τον κυκλώνει.
12) Έχει την ψευδαίσθηση πως αποτυπώνει τον κόσμο (στον βαθμό που χρησιμοποιεί το σώμα σαν πειραματόζωο) και αποκωδικοποιεί τα συναισθήματά του, καταγράφει εντυπώσεις, έχοντας τη βεβαιότητα πως αυτές έπονται της γραφής-άρα αυθαιρετεί-, κι όταν καταθέτει μνήμες, θλίβεται γιατί τις παραδίδει στην τελεσιδικία της μελάνης.
13) Αυτά που γράφει ο Γιάννης Ευσταθιάδης δεν είναι μόνο μνήμη, αλλά και ονειροπόληση της επιθυμίας. Μέσα από τα κείμενα αντλεί τη διαρκή νεότητα του μη τετελεσμένου.
Αν η ζωή του είναι μια σειρά σβησμένα στιλό, προσπαθεί να ατενίσει τη φλόγα των αχρησιμοποίητων που δεν έγραψαν ακόμη.
14) Ξέρετε τι είμαι; ρωτάει. Ευμετάβλητος και δια βίου συνηρημένος-το «αω» της λύπης γίνεται «ω» της χαράς-, μικρογραφημένος στις ηλικίες, υψίκομος κατά στιγμές, ευθυτενής στη μελαγχολία, λεπτοφυής στη μοναξιά
15) Είναι ένας ερμηνευτής του λεξιλογίου των συναισθημάτων.
Το ομολογεί ως κύριος Πασκάλ.
16) Αισθάνεται πως βρίσκεται διαρκώς στο κέντρο ενός αόρατου στούντιο που τεχνητά αποψύχει τις αναμνήσεις και τεχνητά θερμαίνει τη συσκευασία των συνθετικών υλικών των ονείρων του.
17) Αισθάνεται ένοχος μνήμης, άτομο με ειδικές ανάγκες λησμονιάς, θέλει να ξεχάσει και να ξεχαστεί, θέλει να βαδίσει μόνος σε σιωπηλούς νεκρότοπους.
Θέλει όλος ο κόσμος να γίνει ένα δωμάτιο με τέσσερις τοίχους, ένα λευκό κελί που να τον προστατεύει από την ακτινοβολία της ανάμνησης, που να τον κάνει να περπατήσει στη λευκή ρυμοτομία του τίποτα. Θέλει ένα δωμάτιο παντού.
18) Ομολογεί ότι δεν κατάφερε η ευσπλαχνία της γραφής να τον διασώσει. Τα αισθήματά του παραμένουν ατελή. Δειλιάζει μέσα στην επηρμένη μετριοφροσύνη του. Θα τολμήσει, ρωτά, ιδανικός αυτόχειρας, να πεθάνει μ'αυτές τις λέξεις;.
19) Αναπολεί τη χαμένη ικανότητα να πλάθει ιστορίες · την ευκολία να στήνει μύθους και, το κυριότερο, να γεννά ήρωες. Ομολογεί ότι δεν ξέρει αν έμαθε ποτέ να φτιάχνει χαρακτήρες, τουλάχιστον να μπορεί να τους προσδώσει ψυχή και οντότητα
Ξέρει, όμως, να δημιουργεί εφέ. Έχει την ικανότητα να επινοεί. Να εφευρίσκει. Μπορεί να προχωρεί με τεχνάσματα που εντυπωσιάζουν. Κάτι σαν φακίρης των λέξεων. Σαν Παγκανίνι των συναισθημάτων. Ξέρει την τέχνη της κλιμάκωσης – αλίμονο!-του πάθους.
20) Άραγε στην υπεριώδη συννεφιά του χρόνου που διέρρευσε να βρήκε στη ζωή του δείκτη προστασίας ο Γιάννης Ευσταθιάδης; Το δραστικό αντίδοτο για την γκρίζα σαν τέφρα βροχή της μοναξιάς, την αφήγηση για τις εσωστρεφείς καταιγίδες ή μάλλον τις λιτές εξομολογήσεις που απλώνει με κινήσεις πανικού κατά των δακρύων, ώστε όταν η σταγόνα κυλά να μην απορροφάται από το δέρμα, αλλά από ένα παχύ στρώμα σιωπής;
21) Μία επιλεκτική μνήμη εξαφανίζει διακριτικά, με φαιά αχλύ, πρόσωπα, συμβάντα, στιχομυθίες, πόλεις και τοπία, και συντηρεί μόνο το γαλάζιο άπλετο φως των ματιών σου, τις εκτάσεις του δέρματός σου και τα χιλιόμετρα που επάνω του έχω διανύσει, το σάλιο σου που ευλαβικά έχω μεταλάβει.
Με αυτά τα λόγια επιλέγει να απευθυνθεί στο απόν ερωτικό αντικείμενο του πόθου του, ο αυτουργός μοναξιάς Γιάννης Ευσταθιάδης, καταδικασμένος σε ποινή στείρας αναδρομής.
22) Θέλει να θυμάται αλλά μην νοσταλγεί. Αγαπά τη μνήμη αλλά μισεί τη νοσταλγία. Εγκλωβισμένος σε μια ιδιότυπη απομόνωση, επιθυμεί κάποια χρονοκτόνο απασχόληση που να τον ανακουφίζει.
23) Ξέρει να θυμάται. Γνωρίζει άριστα όλους τους μηχανισμούς της αναδρομής, την τεχνική να γυρίζει πίσω στον χρόνο, σαν ανάποδο γύρισμα ταινίας, να επαναφέρει εικόνες, να ανασυνθέτει χώρους, και να ξανακούει φωνές, να μηρυκάζει διαλόγους και επιφωνήματα.
24) Μικροσκοπεί τον χρόνο.
Ασυναισθήτως, ονειρεύεται μια ράφτρα μνήμη που θα φέρει επιτέλους την κλωστή.
25) Μεθοδικά ανακαλεί τις παλιές εικόνες, και με στρατιωτική πειθαρχία ανασκαλεύει τις αναμνήσεις του. Ζητά απ' τους παλιούς του έρωτες να κάνουν ένα βήμα μπροστά, διατάζει τα θλιβερά συμβάντα να εξαφανιστούν. Ανασυνθέτει την θαλπωρή των χώρων, την ιδιαιτερότητα των ενδυμάτων, ανακαλύπτει το συμβολισμό των αντικειμένων. Κερματίζει τις εικόνες σε εποχές και καιρικές συνθήκες. Ακριβοδίκαια κατανέμει το φως του ήλιου και τη θλιμμένη όψη της σελήνης σε μνήμες. Κάνει τα χρόνια και τις μέρες ώρες και στιγμές. Μα πιο πολύ, ταξινομεί φωνές.
26) Θέλει μια μνήμη χωρίς τεχνητά βοηθήματα, χωρίς εικονική υποστήριξη, χωρίς τεκμήρια. Θέλει μια μνήμη σαν δύσκολη άσκηση αναδρομής με κλειστά μάτια.
27) Καταθέτει την όσφρηση παρελθόντων ετών, την επικράτεια τετελεσμένων ερώτων, και εκλιπαρεί για περισσότερες λέξεις.
Αντιλαμβάνεται βέβαια ότι είναι ψευδαίσθηση πως με τις λέξεις θα καλύψει το αυτάρεσκο κενό, αλλά επιμένει.Ευτυχώς.
28) Έχει επιλέξει την ενικότητα της σιωπής, τη μη αντήχηση των άδειων δωματίων, την έσχατη περισυλλογή της λήθης. Χρειάζεται μόνο έναν μονόλογο μοναξιάς.
Αν βέβαια συμφωνούμε να επικοινωνήσουμε αβοήτως μαζί του, με μια τρυφερή αγλωσσία, τότε ναι, θα μας καλέσει αμέσως.
Μετά τον ήχο της απόγνωσής του μπορούμε να αφήσουμε το μήνυμα μας στον αυτόματο τηλεφωνητή του.
29) Αναζητεί την ορθή σύνταξη των συναισθημάτων, τον ενικό της μοναξιάς, τον δυϊκό του έρωτα, τον πληθυντικό της θλίψης. Πετά σαν αστροναύτης του νοήματος και προσπαθεί ακόμα να ανακαλύψει πώς γράφεται ένα φιλί.Ζητά χρόνο να του δώσουμε. Από τη μεριά μου έχει απεριόριστο.
30) Ο Γιάννης Ευσταθιάδης αρνείται να γίνει η μνήμη εύκολη υπόθεση.
Ανέβηκε στο facebook σαν σήμερα το 2024
Φαινόταν να βρίσκεται σε κινητική αναταραχή καθισμένος στην πολυθρόνα του, μια δερμάτινη καφέ, με έντονα τα σημάδια της πολυχρησίας.
Τα μάτια του έκαναν μεγάλη προσπάθεια να εστιάσουν στο πρόσωπό μου.
-Καθίστε παρακαλώ, μου λέει και δείχνει μια καρέκλα ξύλινη, ντυμένη με βυσσινί ύφασμα, κάτω από ένα πεύκο.
-Τι ονειρεύεστε περισσότερο, ήταν η πρώτη του ερώτηση.
-Συνήθως αλσύλια, πάρκα, δάση, κήπους, πουλιά, του απαντώ.
Κάθε φορά που βλέπω, έστω εξ αποστάσεως, μέσω φωτογραφιών, καινούργια δουλειά του Νίκου Κακουλίδη, μεταφέρομαι σε ένα κόσμο όπου η πρόσληψή του ως επινοημένη πραγματικότητα γίνεται τρόπος επανεκκίνησης της νοηματικής επεξεργασίας ώστε η μεταφορά τού βλέμματος σε μορφές και τόπους ανοίκειους να λειτουργεί ως οπτική κάθαρση στον πληθωρισμό εικόνων που εισβάλλουν από παντού .
Ο καμβάς λοιπόν που ο Κακουλίδης στήνει τον κόσμο του για να συνομιλήσει μαζί μας, στον πυρήνα της οπτικής μας αντίληψης μας, είναι η αισθητική του πρόταση για την απελευθέρωση του βλέμματος από την υποβολή της εικονοποιημένης πραγματικότητας που κυριαρχεί στην σύγχρονη εποχή. Αυτής της αναπαραστατικής Εδέμ που μας χειραγωγεί και μας ευδαιμονεί ταυτόχρονα, προτείνοντας μια εσωτερική μεταστροφή που θα αποκαλύψει έναν κόσμο ονειρικό, προκλητικό και ανατρεπτικό. Με τα έργα του επανατοποθετεί την οπτική μας σε ένα κόσμο πέρα των πεπερασμένων ορίων της “αλήθειας” της ορατής πραγματικότητας.
Ο Κακουλίδης ζωγραφίζει με το βλέμμα προς τα εσωτερικά του τοπία, η ζωγραφική απεικόνιση του κόσμου, εξ αντανακλάσεως, είναι γκρίζα, σκοτεινή, αινιγματική, παράδοξη, μοναχική, συγχρόνως όμως παιγνιώδης της οπτικής αναπαραστατικής συμβατικότητας, αντιμέτωπη με ένα κοινό εκπαιδευμένο στην οικειότητα της άμεσης οπτικής εντύπωσης, Ένα επιβαρυμένο οπτικά κοινό που εκπλήσσεται και αντιδρά σ’αυτές τις εικόνες οι οποίες προκαλούν με τον αιφνιδιασμό της αινιγματικότητάς τους τον απεικονιστικό κόσμο στον οποίο έχει εθιστεί. Η συγκινησιακή φύση της εικόνας όμως βοηθά τον θεατή να υπερνικήσει τις λογικές συνειρμικές επιφυλάξεις και συναισθηματικές αντιφάσεις.
Η «συνομιλία» του καλλιτέχνη με το κοινό δεν περιορίζεται σε μια επικοινωνία μορφής και θεμάτων κατανοητών, εμπειρικών προσλήψεων, αλλά σε μια επέκταση της αντιληπτικότητας του βλέμματος που λειτουργεί στην κατανόηση της σχέσης δημιουργού και αποδέκτη, όπου η δυσπιστία, η ενόχληση, ο θαυμασμός, όλα αυτά μαζί, μπορούν να είναι ο κοινός τόπος αποδοχής μιας επικοινωνίας που δημιουργεί γέφυρες με καινούργια, πρωτότυπα υλικά, που διαρκώς, κι αυτό είναι το ενδιαφέρον, βρίσκονται σε διαρκή αμφισβήτηση, αποδοχή και διαλεκτική σχέση ανοιχτών λογαριασμών.
Πεπεισμένος ότι ο Κακουλίδης έχει πλέον κυριαρχήσει στα εκφραστικά του μέσα τελειώνω με κάποια λόγια που έγραψα πριν λίγα χρόνια και διατηρούν ακέραια την επικαιρότητά τους:
«Αυτόνομος, με δικούς του κανόνες, μας καλεί να τον επισκεφτούμε, κουβαλώντας το βαρύ διανοητικό φορτίο της καθημερινότητας. Οι εικόνες του υποδέχονται το βλέμμα μας απελευθερωτικά, η καλλιτεχνική συγκίνηση που μας προκαλεί, με τις παγιδευμένες, ακίνητες μορφές του, μας εμβαπτίζει σ'έναν αυτογενή κόσμο, δίνοντας τέλος στη νυχτική γαλήνη της μακάριας πραγματικότητας. Το ελλαμπές σκότος της ζωγραφικής του Νίκου Κακουλίδη μας προσφέρει τον δικό του εκπωματισμό της αλήθειας, ανάμεσα στις τόσες που προτείνονται και συνιστούν τον κόσμο μας. Μόνο που αυτή η αλήθεια, υπερούσια από τη μυστηριακή καταγωγή της, τα όριά της ανιχνεύονται πέρα από μουσειακά σύνορα της αποδεικτικής πραγματικότητας».
Προνοητικός καθώς είμαι, κάνω μελετημένα και προσεκτικά βήματα μέχρι να φτάσω στο στόχο μου, σίγουρος ότι το πλάνο μου δεν θα παρεκκλίνει από απρόβλεπτους παράγοντες και το σχέδιό μου θα πραγματοποιηθεί με απόλυτη επιτυχία.
Κι όμως ένα απόγευμα, ο κατεργάρης, ήρθε αθόρυβα πίσω μου, έσπρωξε το σκαμνί κάτω από τα πόδια μου κι έτρεξε προς την κουζίνα.
Όταν με άκουσε να βογκάω, πεσμένος στο πάτωμα του υπνοδωματίου μου, επέστρεψε, με πλησίασε, στην αρχή κάπως διστακτικά, κι άρχισε γλείφει τα χτυπημένα μου πλευρά.
Ευτυχώς δεν είχα περάσει τη θηλιά στο λαιμό μου.
Ευδιάθετος από την εύρεση του ονόματός του, επτά καθέτως με οκτώ γράμματα, στο στο σταυρόλεξο του διεθνούς κυκλοφορίας περιοδικού οινολογίας «Wine”, ως ένας από τους πιο διακεκριμένους sommelier στον κόσμο και αναμφισβήτητα ο καλύτερος στην Ελλάδα, ανοίγει ένα παγωμένο λευκό κρασί, εσοδείας 2016, που ο τίτλος «Ευγεσία» είναι γραμμένος με χρυσά γράμματα στην ετικέτα, παίρνει ένα πούρο από το humidor, πατάει το κουμπί You Tube στο τηλεκοντρόλ και παρακολουθεί, αφήνοντας συννεφάκια καπνού στον αέρα, τη συνέντευξη του με τα 75.584 views στον τηλεοπτικό σταθμό «Νέα Εποχή».
Όταν ακούει τον ήχο κλήσης του κινητού τηλεφώνου, με τον ύμνο αφιερωμένο στ’ όνομα του, ευγενική προσφορά του φίλου του συνθέτη Λικόφιλου, δεν το σηκώνει. Πατάει το pause στο τηλεκοντρόλ και απολαμβάνει τον μελωδικό χείμαρρο της μουσικής και τα λόγια που τρέφουν την ματαιοδοξία του, επιβεβαιώνοντας τον θρίαμβο του στον επαγγελματικό χώρο.
Ευμήχανος στην ονειρική αληθοφάνεια συνέχισε να πίνει με μικρές απολαυστικές γουλιές το κρασί του μέχρι που όλα έσβησαν όπως ακριβώς είχαν αρχίσει.
«Άγιε Χριστόφορε, να σε ‘χει ο Θεός πάντα καλά εκεί που βρίσκεσαι, να μας δίνεις την βοήθειά σου όταν σε χρειαζόμαστε».
Μέχρι στιγμής του πάνε όλα καλά.
Για να αποδείξει τον ισχυρισμό της, με μια κίνηση του χεριού της, συντρίβει τον ναό που έχει μπροστά της, φτιαγμένο με υλικά από το «Παίζω και μαθαίνω».
Ο πίνακας «My Great Grandmother» είναι του James Archer
Όταν δεν τα χρησιμοποιείς, γίνονται όμορφα στολίδια για τα έπιπλα του σπιτιού.
Είμαι έτοιμος για την Κυριακάτικη βόλτα μου. Έξω έχει έναν καυτό ήλιο, αφόρητο. Ντυμένος με ελαφρά ρούχα παίρνω το καπέλο μου που έχω αφήσει στον καναπέ. Από μέσα πετάγεται ένας λαγός.
Η έξοδός μου δεν αναβάλλεται. Μόνο που αυτή τη φορά θα είμαστε δύο.
Ο πίνακας
«Rabbit In Front Of The Mirror»
Michael Sowa
Φαινόταν μορφωμένος. Η θήκη με τα δύο στυλό που βρέθηκε στην εσωτερική τσέπη τού σακακιού του, το σημειωματάριο με τις λευκές σελίδες, το βιβλίο με τίτλο «Μέρες ανησυχίας» του John Leventis, υπογραμμισμένο και με σημειώσεις στο περιθώριο, επιβεβαίωναν ότι ήταν άνθρωπος με πνευματικές ανησυχίες. Άλλωστε το στοχαστικό ύφος παρέμεινε αναλλοίωτο στο νεκρικό, αιματοβαμμένο πρόσωπό του, ένα αναμφισβήτητο, επιβεβαιωτικό στοιχείο ανθρώπου εγκλωβισμένου στον σκοτεινό λαβύρινθο της διανοητικής αναζήτησης.
Κάποια εσωτερική, επιτακτική διέγερση τον έκανε να παρατήσει τον καφέ του στη μέση, να βάλει το βιβλίο που διάβαζε στο σακίδιο, να πληρώσει γρήγορα, δίχως να περιμένει τα ρέστα, που δεν ήταν ευκαταφρόνητο ποσό για έναν καφέ, δίχως να σταθεί να ακούσει τον γλυκύτατο ήχο της φράσης «Ευχαριστώ πολύ!» της ευεργετημένης σερβιτόρας, βγήκε από το «Coffee Restaurant» φουριόζος, διέσχισε την λεωφόρο απρόσεχτα, δίχως να ελέγξει την κυκλοφορία, απόφαση καταδικαστική ώστε να μην αντιληφθεί το σκούρο μπλε Fiat Punto που τον γκρέμισε από τον κόσμο της ορθοστασίας, στέλνοντάς τον, εν ακαρεί, στον ανάπνευστο κόσμο της αιώνιας, οριζόντιας κατάκλισης.
Ο πίνακας "Accident Painting" είναι του Juan De La Rica
ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΙΡΗΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ «ΣΤΩΜΑ»
Εκδόσεις «Ο μωβ σκίουρος»
Κάπου κάπου βρίσκονται περιοδικά που φιλοξενούν κείμενά μου.
Όπως είναι φυσικό είμαι χαρούμενος και ευχαριστώ το περιοδικό «Ο αναγνώστης».
https://www.oanagnostis.gr/to-vivlio-ta-kritiria-i-proslipsi-me-aformi-to-ergo-tis-m-stathopoyloy-grafei-o-spyros-payloy/
-Τι ακούγεται;
-Η γάτα είναι, θέλει να μπει μέσα.
-Διώξε την! Είπαμε ότι δεν θα ξαναμπεί στο σπίτι. Το γέμισε όλο τρίχες.
-Επιμένει. Περίμενε να δω τι συμβαίνει.
Άνοιξε το παράθυρο της κουζίνας και κοίταξε έξω.
-Νίκο! Είναι μπλε!
-Παράτα την. Αλλάζει χρώματα για να μας εντυπωσιάσει. Καλά λέω ότι είναι διάολος μεταμορφωμένος.
-Σε είδε κανείς να μπαίνεις;
-Όχι.
-Ακούμπα το εδώ σιγά-σιγά. Είναι ακόμα μπλε;
-Ελπίζω.
-Για να δούμε. Μπράβο! Τα κατάφερες.
-Ξέρεις τι έλεγες στο παραλήρημά σου;
-Τι;
-Επαναλάμβανες συνεχώς τη λέξη μπλε.
-Μόνο αυτό;
-Ναι.
-Δυστυχώς.
-Γιατί;
-Εκκρεμεί και κάτι άλλο.
-Τι άλλο;
-Να την έγραφα.
-Αφού με ξέρεις. Τάφος!
-Είναι μπλε.
-Είσαι σίγουρος;
-Αφού το είδαμε κι οι δυο μας.
-Τι αποφασίσατε;
-Να το κρατήσουμε.
-Βρέθηκε;
-Ναι
-Έχουμε νέα;
-Δυστυχώς, καταστράφηκε ολοσχερώς. Μόνο το χρώμα έμεινε.
-Τώρα να δούμε τι θα κάνουμε.
-Έχω όμως κάτι ευχάριστο.
-Πες το λοιπόν.
-Το χρώμα έγινε μπλε.