Το καλοκαίρι του 1976 είχαν έρθει να δώσουν μια συναυλία στο Λυκαβηττό οι Έμερσον, Λέικ και Πάλμερ. Το επόμενο βράδυ, μετά τη συναυλία, με κάλεσαν από την ρεσεψιόν του ξενοδοχείου όπου διέμεναν να τους πάω στην ταβέρνα του Κολλημένου στην Καισαριανή. Έφτασα στο ξενοδοχείο γύρω στις οκτώ. Στο ταξί επιβιβάστηκαν μόνο ο Έμερσον και ο Πάλμερ και κάθισαν στο πίσω κάθισμα. Κατά τη διάρκεια της κούρσας ήταν κι οι δυο αμίλητοι. Όταν βρεθήκαμε στις αρχές της Φορμίωνος, στο ύψος του κινηματογράφου «Πτι Παλαί», άρχισαν να λογομαχούν ξαφνικά, χωρίς να καταλαβαίνω τι λένε. Από αγγλικά ήμουν στο επίπεδο του Lower κι έτσι δεν μπορούσα να σταυρώσω λέξη από αυτά που λέγανε, ώστε να καταλάβω ποιος ήταν ο λόγος αυτές της διένεξης. Σε λίγο η ένταση ανέβηκε, σταμάτησαν τα λόγια και επιδόθηκαν στην πράξη. Άρχισαν να τσιμπούν ο ένας τον άλλον. Πρώτος ξεκίνησε ο Πάλμερ, απ’ό,τι είδα από το καθρεφτάκι, και ο Έμερσον ανταπέδωσε. Οι τσιμπιές επεκτάθηκαν σε ολόκληρο το σώμα, το επεισόδιο στο οποίο στην αρχή δεν έδωσα σημασία πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις, οπότε αναγκάστηκα να τους χαλιναγωγήσω, λέγοντας με σκληρό ύφος και φωνή αυστηρή, απαιτητική «Stop, please». Όμως δεν εισακούστηκα, η μάχη συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Αγανακτισμένος από την ανυπακοή τους, αναγκάστηκα να τους πω, σε άθλια αγγλικά, αλλά με άψογες χειρονομίες, ότι αν συνεχίσουν θα τους κατεβάσω κάτω. Συνέχισαν να αλληλοτσιμπιώνται και έτσι πραγματοποίησα την απειλή μου. Δεν πρόβαλαν καμία αντίρρηση αναγνωρίζοντας την παραβατικότητά τους. Τους αφησα στην έβδομη στάση του αστικού λεωφορείου «Ακαδημία-Ανάληψη». Δεν ξέρω τι αποφάσισαν να κάνουν, αλλά απομακρυνόμενος τους είδα συμφιλιωμένους να καπνίζουν, κοιτάζοντας τον δρόμο, για κάποιο άλλο ταξί ίσως.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου