Κυριακή, Σεπτεμβρίου 06, 2020

ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ 16η


Πίνουμε τον καφέ μας, Κυριακή πρωί, στην καφετέρια «Sonetto», με τον Ζαν Εμαγιέ, γαλλοτραφή θαμώνα των μπιστρό του Παρισιού τη δεκαετία του ογδόντα. Χαζεύουμε το κομμάτι της ζωής που μας αναλογεί, αμίλητοι, ώσπου ξαφνικά ο Ζαν σπάει τη σιωπή του.
«Αν δεις μια μύγα να κλαίει, ξέρεις τι μπορεί να της έχει συμβεί:» ρωτάει. Η ερώτησή του με αιφνιδιάζει, και πριν προλάβω να αντιδράσω συνεχίζει:
«Είναι ένα ζήτημα που με απασχολεί αρκετό καιρό. Υπάρχουν  διάφορες εκδοχές, αλλά δεν μπορώ να καταλήξω σ’ένα συμπέρασμα. Χώρισε με τον αγαπημένο της;  Πεινάει και δεν βρίσκει τροφή; Έχει μείνει άστεγη;  Έχει κάποια μη αναστρέψιμη αρρώστια; Έχασε κάποιο αγαπημένο της πρόσωπο;  Δεν μπορεί να κάνει μπάνιο, ειδικά τώρα το καλοκαίρι, που η ζέστη είναι αφόρητη;  Δεν της αρέσει το όνομά της; Γιατί δεν μπορεί να ξαπλώσει ποτέ ανάποδα να ξεκουραστεί και είναι αναγκασμένη να στέκεται συνέχεια στα πόδια της;  Επειδή οι άνθρωποι δεν την αφήνουν στην ησυχία της;
«Όλοι έχουμε τα βάσανά μας, Εμαγιέ. Είτε είμαστε επίγειοι είτε ιπτάμενοι» του λέω, ξεπερνώντας την έκπληξή μου, και συνεχίζω να παρακολουθώ τον κόσμο που μου αναλογεί, που τώρα έχει περιοριστεί στα εξαίσια πόδια της Σούλας, που μόλις μπήκε στο μαγαζί και μας αιχμαλώτισε όλους.


Δεν υπάρχουν σχόλια: