Κάποιες ανακατατάξεις στην αποθήκη του σπιτιού, εν μέσω θέρους, έφεραν στο φως αυτό το συγγραφικό απολίθωμα, που γράφτηκε πριν εικοσιπέντε χρόνια στην εφημερίδα "Ροδιακή".
"Να μιλάμε σήμερα για τον Εμπειρίκο και ευρύτερα για τον υπερρεαλισμό, κίνημα λογοτεχνικό που έκανε την εμφάνισή του πριν 70 χρόνια φαίνεται μάταιο και ανεπίκαιρο. Μήπως όμως είναι μία επίφαση ή απορία, που όταν ανατραπεί φανερώσει μια άλλη όψη την οποία δεν έχουμε τη δυνατότητα να δούμε; Βέβαια σκοπός του κειμένου δεν είναι η επικαιρότητα του υπερρεαλισμού, αλλά η σχέση της γλώσσας στο έργο του κορυφαίου λογοτέχνη. Πριν προχωρήσω όμως το θέμα αυτό, θεωρώ αναγκαίο να αναφέρω ορισμένους λόγους που κάνουν ένα υπερρεαλιστικό έργο να διατηρεί την αξία του, πέρα από την εποχή που γράφτηκε.1 Απαντώντας σ' αυτό το ερώτημα δίχως τελεσίδικα συμπεράσματα, νομίζω ότι δίνουμε μια απάντηση γιατί να διαβάζουμε σήμερα Εμπειρίκο, τον πιο ορθόδοξο εκφραστή του υπερρεαλιστικού κινήματος. 2
Ελλείψει Έλληνα θεωρητικού εκπροσώπου3, αναζητώ στήριξη στον Ελύτη, ο οποίος αν και όχι υπερρεαλιστής, θα αντισταθεί στη δεκαετία του 1935- 1945 στις επιθέσεις τού κυρίαρχου πνευματικού ρεύματος ενάντια σε ένα κίνημα πρωτοποριακό. «Η φαντασία, παντοδύναμη πια, εκδηλούμενη έξω από τον έλεγχο της αισθητικής ή της ηθικής- ιδού το έμβλημα της νεοφώτιστης ομάδας 4, γράφει, φτάνοντας στην εύστοχη θέση ότι ο υπερρεαλισμός οδηγεί στην «ολοκληρωτική πραγματικότητα» 5
Οι παρατηρήσεις αυτές του Ελύτη, αρκετά συνοπτικές, αντίστοιχες των προθέσεων του έργου άρθρου αυτού, ορίζουν νομίζω το περιεχόμενό του υπερρεαλισμού, συνδέοντας τις επιδιώξεις του με τον κεντρικό θέμα που ερευνά η ποίηση σήμερα: την προέκταση της πραγματικότητας.6
Αυτό που θέλω να δηλώσω είναι ότι δεν έχω φιλοδοξίες που να οδηγούν σε συμπεράσματα που θα γίνουν κριτήρια για μελλοντικές αναγνώσεις του ποιητή. Ούτε βέβαια θεωρώ τον εαυτό μου γνώστη των φιλολογικών και μεθοδολογικών κατευθύνσεων που προσεγγίζουν τη λογοτεχνία με κριτήρια που δίνουν τη δυνατότητα για κατάδυση στον ποιητικό κόσμο της δημιουργίας. Είναι το ξάφνιασμα που νιώθει κανείς όταν διαβάζει το έργο του, το έργο ενός ανθρώπου που τουλάχιστον προσπάθησε να ανατρέψει ορισμένες αντιλήψεις που διατηρούσαν η ποίηση σε τέλμα.7 Το ενδιαφέρον είναι πώς και γιατί ένας ποιητής που θέλει να ανανεώσει τον ποιητικό λόγο διαλέγει μια γλώσσα «συντηρητική» εξορισμένη, με τα κριτήρια της εποχής εκείνης.
Ποια είναι η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Εμπειρίκος για να διαμορφώσει τον ποιητικό του κόσμο; Πριν φτάσουμε να εξετάσουμε το θέμα αυτό, όταν μιλάμε για τον Εμπειρίκο, τουλάχιστον στα πρώτα του έργα, όταν εφαρμόζει πιστά το δόγμα του κινήματος που εκπροσωπεί, πρέπει να γνωρίζουμε τις θέσεις του κινήματος. «Το κίνημα», γράφει ο Μπρετόν «εκφράζει μια κοινή θέληση εξέγερσης, ενάντια στην τυραννία μιας γλώσσας ολοκληρωτικά ξεφτιλισμένης». Ο Εμπειρίκος βασικός εκφραστής του κινήματος, βρισκόταν κάτω από την επικυριαρχία της Παλαμικής Σχολής- μην ξεχνάμε ότι εθήτευσε, πριν από την επαφή του με τον υπερρεαλισμό, στον Παλαμικό λόγο και έκφραση- στρέφεται εναντίον της γλώσσας που επιχειρεί να δαμάσει. Αναζητώντας το εκφραστικό του όργανο, βρίσκεται μπροστά σ' αυτή την κατάσταση: η καθαρεύουσα έχει σιγήσει από τον Παπαδιαμάντη. Προσπάθειες σαν του Κονδυλάκη και του Μητσάκη, δεν θεωρούνται ικανές να αντισταθούν στην κυριαρχία του δημοτικισμού. Στην ποίηση η επιβλητική παρουσία του Παλαμά κυριαρχεί και «επηρεάζει δραστικά την ποίηση», ώστε κάθε προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της γλώσσας φαίνεται καταδικασμένη. «Η στιβαρή δημοτική» του «Ελαφροΐσκιωτου», η ωριμότητα και ολοκλήρωση του «Μήτηρ Θεού», συμπληρώνει τις συμπληγάδες του δημοτικισμού.8 Ο Καβάφης απομονωμένος στην περιφέρεια του Ελληνισμού, διαρκώς αμφισβητούμενος, δεν διαθέτει την εμβέλεια, τη δυναμική να οδηγήσει σε μια ανανεωτική πρόταση.
Αποφασίζει λοιπόν, υλοποιώντας το ποιητικό του όραμα να υιοθετήσει την καθαρεύουσα. Όχι βέβαια μια εξεζητημένη καθαρεύουσα, που όπως γνωρίζουμε ο ρομαντισμός την είχε οδηγήσει σε μια δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο μεγαλοστομία. Η «καθαρεύουσα» του Εμπειρίκου, για να υιοθετήσω έναν όρο του Γιατρομανωλάκη, είναι ένα θέμα που δεν έχει απασχολήσει επαρκώς στους μελετητές του Εμπειρίκου 9.
Η γλώσσα του Εμπειρίκου είναι λόγια γλώσσα. Αντίθετα με ό,τι υποστηρίζει ο Ελύτης, το έργο του στηρίζεται στην Ελληνική παράδοση, άποψη την οποία θα εξετάσουμε παρακάτω. Εδώ πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η γλώσσα βοηθάει στην αποκάλυψη της ποιητικής αλήθειας. Ο Εμπειρίκος ξεκινώντας να υλοποιήσει λογοτεχνικά τον υπερρεαλισμό, στηρίζεται στην αυτονόμηση της λέξης, αναζητώντας την ουσία της ποιητικής λειτουργίας, προς όφελος της συνολικής αξίας του του ποιήματος. Ο Αλέξανδρος Αργυρίου περιγράφοντας τη λειτουργία της λέξης ως μονάδα, ανεξαρτητοποιημένη από τη συντακτική δομή, συμπεραίνει ότι ο κόσμος του παράγεται «αθροιστικά». Ο Mario Vitti προτείνει “παρατακτικά”. Mέσα σε αυτή την προσπάθεια διεκδίκησης της ανεξαρτησίας της λέξης, της ηγεμονικής αξίας της στη σύνταξη, η καθαρεύουσα παίζει ένα διαφορετικό ρόλο στον Εμπειρίκο, από ό,τι σε όλη την προηγούμενη ποιητική χρήση της. Η «ποιητικότητα» της λέξης, η προσπάθεια ανάδειξης της ουσίας της, είναι ιστορία της ποίησης. Ο δρόμος της ανάδευσης είναι δρόμος μοναχικός, μπροστά στην ορθολογιστική εξουσία της «λογικής δομής», οδηγώντας στην προσπάθεια ανανέωσης του εκφραστικού οργάνου. Η άψογη δομή της «Υψικάμινου» δεν αναιρεί την αυτονομία της λέξης. Δεν αποκλείεται αυτή η συντακτική ακεραιότητα, βγαλμένη από την ευαισθησία του ποιητή, αντίθετη με τους στόχους των υπερρεαλιστών, να έπαιξε αποφασιστικό ρόλο με τον έλεγχο της για άλλες διόδους διαφυγής.
Στον Εμπειρίκο η καθαρεύουσα είναι το εκφραστικό όργανο που πραγματώνει καταλληλότερα το «ποίημα γεγονός, δυναμικό και ολοκληρωτικό αυτούσιο... που αποτελείται από οποιοδήποτε στοιχεία που θα παρουσιάζοντο μέσα στη ροή του γίγνεσθαι»10. Ο Mario Vitti από αισθητική άποψη, υποστηρίζει ότι ο ρόλος αυτός είναι μια αποτυχία, αφού στόχος των υπερρεαλιστών δεν είναι η αισθητική.11 Όμως όταν κάνεις τέχνη, ο όρος περιέχει αυτόματα το αισθητικό στοιχείο, όποιες κι αν είναι οι προθέσεις. Είναι η απόλυτη τέχνη. Για να υποστηρίξει ο Mario Vitti την άποψή του, γράφει ότι όταν διαβάζει ένα ποίημα της «Υψικάμινου» ξεχνάει. Συνεπώς σύμφωνα με τα γραφόμενά του, οι λέξεις αποδυναμώνονται. Είναι βέβαια μια διαφορετική προσέγγιση, που βέβαια δεν ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις μου. Υποστηρίζω ότι ο Εμπειρίκος καταφεύγει στην καθαρεύουσα, γιατί βλέπει ότι έτσι μπορεί εκφραστικά να αρχίσει η ανατροπή της λογοτεχνικής πραγματικότητας.
Σε μια συζήτηση του με φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μιλώντας για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, ο Εμπειρίκος είναι αφοπλιστικός: «Eγώ εξεπαιδεύθην στην καθαρεύουσα. Τα εκφραστικά μου μέσα στη δημοτική ήσαν ακαδημαϊκά, ψ ε ύ τ ι κ α... η παιδεία μου έγινε εξ ολοκλήρου στην καθαρεύουσα και έτσι ήρθαν στην επιφάνεια αυτά που είχα αφομοιώσει. Φ υ σ ι κ ό τ α τ α». Δεν αμφιβάλλω για την ειλικρίνεια των λόγων του Εμπειρίκου. Ας μου επιτραπεί ένα σχολιασμός. Όταν παλεύει για την ανεξαρτησία της λέξης, χρησιμοποιεί τη γλώσσα που κατέχει, γιατί αυτή είναι ικανή να αναδείξει όλη την ουσία της, την ποιητική λειτουργία της. Διαλέγει τις λέξεις από κάτι που έχει αφομοιώσει.13 Όταν απομακρύνεται από το στόχο του, δεν φοβάται τα ψ ε ύ τ ι κ α στοιχεία, αφού το κέντρο της ποιητικής λειτουργίας μετατίθεται από τη λέξη στα συμφραζόμενα.14
Ο Εμπερίκος χρησιμοποιεί την καθαρεύουσα που η χρήση της έχει ταυτιστεί με συντηρητικούς ρόλους και είναι έξω από τις προθέσεις του. Είναι μια γλώσσα που έχει φθαρεί από τους καθαρολόγους υπερασπιστές της, που την οδήγησαν σε αδιέξοδο στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Εμπειρίκος αποσπά την καθαρεύουσα από τη συμβατική της χρήση, ανυψώνοντάς την σε ένα ρόλο που έχει αποκλειστεί από την εποχή του Κάλβου. Την ανανεώνει δίνοντας μια φρεσκάδα, ανατρέποντας την λογοτεχνική της αξία, που έχει ταυτιστεί, όχι αδίκως, με την αδιαφορία και αποστροφή. Η καθαρεύουσα από γηρασμένη γλώσσα, θνησιγενής, ανανεώνεται ποιοτικά, και γιατί όχι ποσοτικά, αν λάβουμε υπόψη μας το «Μέγα Ανατολικό». Δεν πρέπει να παραλείψω τον Καβάφη, που έχει καταφέρει, πολύ πιο πριν, να αποδεσμευτεί, «από τη λογοτεχνική δικτατορία του αδιάλλακτου και ήδη συμβατικού δημοτικισμού». Ο κατάλογος μπορεί να συμπληρωθεί με τον Καρυωτάκη και τον Παπατζώνη, που τους θεωρεί ο Γ.Π Σαββίδης «προϋποθέσεις» για την ανάπτυξη της «υψηλής ρητορικής του Εμπειρίκου». 15
Πρέπει λοιπόν όταν αναφερόμαστε στα κείμενα του να μη μιλάμε για καθολικότητα, αλλά να είμαστε προσεκτικοί στις κρίσεις μας. Τα ποιήματά του δεν αποτελούν ενιαίο σύστημα που μπορούμε να προσεγγίσουμε με βάση μια καθιερωμένη σφαιρική αντίληψη, με προγραμμένα αποδεκτά κριτήρια, αλλά επειδή αποτελούν την εφαρμογή μιας πρωτόγνωρης ποιητικής εμπειρίας, διαθέτουν διαφορετικό βαθμό έκφρασης. Θέλω να πω ότι άλλα έχουν περισσότερο συνοχή, επέμβαση της νοηματικής λειτουργίας, συντακτικά δομημένα, και άλλα όχι. Η σχέση τους με το βάρος της γλώσσας, το θέμα άλλωστε που αναφέρομαι, διαφέρει ανάλογα με το βαθμό ακολουθίας με την υπερρεαλιστική μέθοδο. Η ιδιομορφία τους όμως δεν σημαίνει ότι τα ποιήματα δεν διαπνέονται από μια αίσθηση που τα διαπερνάει σαν μια κλωστή και τα ενώνει αδιόρατα σε μια πεπερασμένη συνολική εμφάνιση. Αυτή η όχι και τόσο εμφανής σύνδεση είναι μια συναισθηματική, ψυχική κατάσταση που μπορεί να θεωρηθεί η «λυρική» περίοδος στο έργο του. Εδώ εμφανίζεται, μιλώντας για την «Υψικάμινο», το κυρίαρχο θέμα που τον ακολούθησε όλη τη δημιουργία του. Ο έρωτας προς τη γυναίκα, άλλοτε ορατός, άλλοτε υπαινικτικός. 16
Η γλώσσα λοιπόν παίζει βασικό ρόλο στην προσπάθεια του αναγνώστη να έρθει σε επαφή με τη συναισθηματική κατάσταση του ποιητή. Όταν διαταράσσεται η λογική επιφάνεια του ποιήματος, όχι όμως και η συντακτική τάξη, η «γραμμικότητα» δηλαδή, η γλώσσα έρχεται σαν αρωγός στον αναγνώστη και να τον οδηγήσει στη συγκίνηση. Η καλοδουλεμένη έκφραση, η συντακτική κατασκευή με την επανάσταση και ανατρεπτικότητα που διακηρύσσει ο υπερρεαλισμός, δημιουργεί μια αντίθεση. Η αντίθεση αυτή λύνεται με το αίσθημα της ειρωνείας του λόγου. Η ειρωνεία του λόγου ανευρίσκεται στο γεγονός ότι η εκφραστική δυναμική βρίσκει διέξοδο σε μια γλώσσα που η εκφορά της στην ποιητική λειτουργία έχει παίξει ένα ρόλο συντηρητικό. 17 Ακόμη περισσότερο σε εκείνα τα ποιήματα που η νοηματική λειτουργία τους προσκρούει στην οριοθετημένη λογική, τα λεξιλογικά στοιχεία προσφεύγουν, αμυντικά η επιθετικά αδιάφορο, σε μια γλώσσα εξόριστη που υποστηρίζει την ποιητικότητα του κειμένου. Έχουμε μία αναδημιουργία, ανακατασκευή της γλώσσας, βαπτισμένης και απαλλαγμένης από το συμβατικό της ρόλο. Είναι γοητευτικό όταν η λογική τάξη ανατρέπεται, το ποίημα οικοδομείται στη δυναμική των λέξεων της καθαρεύουσας.
Οι όροι αλλάζουν στην «Ενδοχώρα». Στόχος πια του Εμπειρίκου είναι η τεχνική επεξεργασία του στίχου, με αντίστοιχο «περιορισμό των θυλάκων της λόγιας γλώσσας». Η καθαρεύουσα νοθεύεται με περισσότερα στοιχεία δημοτικής, ώστε μπορούμε να μιλήσουμε με περισσότερο ασφάλεια για μικτή γλώσσα. Το γεγονός αυτό ενισχύει την κεντρική θέση του κειμένου, πως όσο λιγότερο «ορθόδοξος» γίνεται ο Εμπειρίκος, τόσο η καθαρεύουσα εμφανίζεται αποδυναμωμένη. Υποχωρεί όταν ο ποιητής στρέφεται σε νοηματικά επίπεδα, όταν κατασκευάζει τον ποιητικό μελλοντικό του κόσμο και τα οράματα του. Απουσιάζει δε όταν ο Εμπειρίκος φτάνει σε κείμενα που καταλήγουν σε διακηρύξεις, όταν η τεχνική του ρητορικού λόγου κυριαρχεί. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Η διακήρυξη δεν στηρίζεται στην αυτοδυναμία της λέξης, αλλά σε ένα λογικά διαρθρωμένο λόγο, που κυριαρχείται από την απλότητα, είναι κατ’ ανάγκην κατανοητός, γιατί θέλει να επικοινωνήσει. Οδηγείται στον πεζό λόγο, η μονάδα πλέον δεν είναι η λέξη όπως την ποίηση, αλλά η φράση, για να θυμηθούμε τον Σεφέρη. Παύει να χορεύει και αποφασίζει να βαδίσει.
Ο Εμπειρίκος με την “Yψικάμινο” θεωρεί ότι έχει πραγματοποιήσει τη ρήξη με το παρελθόν. Προχωρώντας στην «Ενδοχώρα» επιδιώκει μια ένωση του υπερρεαλισμού με την ελληνική ποιητική παράδοση. Φαίνεται παράδοξο, αν και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ρομαντισμός που διατρέχει το υπερρεαλιστικό κίνημα έχει υιοθετήσει στους κύριους στόχους του τη σύνδεση με κάθε μορφή εθνικής παράδοσης. Μπροστά στον κίνδυνο μιας ανασκευασμένης ελληνικότητας, οι Έλληνες διανοούμενοι προσπαθούν να ανιχνεύσουν την ελληνική ταυτότητα, μακριά από κίβδηλα και ανιδιοτελή συμπεράσματα μιας αντιδημοκρατικής εξουσίας. Πρωτεργάτες με το έργο τους, θεωρητικό και λογοτεχνικό, ο Θεοτοκάς και ο Σεφέρης στη λογοτεχνία 18. Στη ζωγραφική ο Γκίκας το 1937, περνά στη δεύτερη φάση του έργου του, που παύει να θεωρείται ξένο στοιχείο στην Ελληνική ζωγραφική και καθιερώνεται ως μύστης του ελληνικού νησιωτικού τοπίου. Ο Τσαρούχης μετά την ευρωπαϊκή του παρέκκλιση, επιστρέφει στην Αθήνα το 1936 και αρχίζει να εικονογραφεί την «αρρενωπή» ελληνικότητα. Τον Μάρτιο του 1935 τυπώνεται η «Υψικάμινος» και στις 2 Μαΐου ο Εμπειρίκος επισκέπτεται το σπίτι του Θεόφιλου στη Μυτιλήνη, μαζί με τον Ελύτη, τον Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη.19
Μέσα σε αυτή τη συζήτηση για την ελληνικότητα, ο Εμπειρίκος παρότι δεν συμμετέχει ενεργά, από θεωρητική άποψη, στον προβληματισμό, δεν φαίνεται να επηρεάζεται από τις υπερρεαλιστικές καταβολές του και ακολουθεί το κίνημα, ώστε δικαιολογούμαστε να πιστεύουμε ότι η «Ενδοχώρα» δεν είναι κάτι ξαφνικό, αλλά μια επίμονη, συνεχής προσπάθεια επαναπροσδιορισμού των λογοτεχνικών καταβολών του. Τα ποιήματα της «Ενδοχώρας» τον απομακρύνουν από το άπειρο στο πεπερασμένο λόγο, όπως σωστά αναφέρει ο Γιατρομανωλάκης, αλλά η στροφή του σε καμία περίπτωση δεν συμβαδίζει με την ελληνικότητα του Σεφέρη. Ο φόβος της σύγχυσης τον κάνει να αναφερθεί για πρώτη και τελευταία φορά στο «Αμούρ -Αμούρ» στα υλικά και τις προθέσεις της ποίησης του. Ένα κείμενο υπεράσπιση του υπερρεαλισμού, προσαρμοσμένου την ιδιοσυγκρασία του ποιητή και τις πνευματικές συνθήκες της Ελλάδας στα τέλη της δεκαετίας του 30. Μακριά από τη λογοτεχνική του ορθοδοξία, ο Εμπειρίκος απαντά έμμεσα σε αυτούς που δεν έχουν αντιληφθεί τη μεταστροφή της «Ενδοχώρας», με μια γλώσσα που γίνεται ρητή, στέρεη, πατώντας γερά στο έδαφος της ποιητικής δημιουργίας. Ο Εμπειρίκος με το κείμενο αυτό δείχνει ότι έχει πειστεί ότι είναι ποιητής. Η αμφισβήτηση πιθανόν να άγγιξε και τον ίδιο, και προετοιμάζει τις ιδέες του που θα οδηγήσουν στην «Οκτάνα» και τον Μέγα ανατολικό».
****
Η σχέση με την παράδοση είναι ένα θέμα που απασχόλησε τους υπερρεαλιστές στις αρχές του κινήματος, όταν προσπαθούσαν να προσδιορίσουν το όραμά τους. Ο υπερρεαλισμός όπως είδαμε προοριζόταν να αναθεωρήσει τον ορισμό της πραγματικότητας. Σαν γνήσια ποιητική δημιουργία είχε ως σκοπό την αλλαγή της αντίληψής μας για τον κόσμο. Οι υπερρεαλιστές μέσα από ένα είδος «εκλεκτικής αλχημείας» 20, ταυτίζονται με συγγραφείς πού υποσκάπτοντας το κύρος του κλασικισμού, του νατουραλισμού και του συμβολισμού, που επιζεί με τους επιγόνους του, φτιάχνουν τη δική τους πρόταση. Φτάνουν έτσι στους ρομαντικούς, που η ενασχόλησή τους με τα όνειρα, την ύπνωση, τις παραισθήσεις, τους τραβούν το ενδιαφέρον, πιστεύοντας ότι εκεί βρίσκουν στοιχεία για την επέκταση της πραγματικότητας. Πλησιάζουν με έκπληξη το σημαντικότερο στοιχείο τους: στη δικαίωση που παρέχουν στη φαντασία έναντι του ορθολογισμού και του υλισμού.21 Σε αυτή τη διαπίστωση συμφωνεί ο Ελύτης αποδεχόμενος τον όρο Ρομαντισμό, φοβάται όμως ότι ο όρος στερεί το ουσιαστικό περιεχόμενο του κινήματος. Είναι καταγεγραμμένη μία συνομιλία του Ελύτη με τον Ελυάρ:
Ελύτης
«Κι όμως ο Υπερρεαλισμός ήταν ένας ρομαντισμός στο έπακρο»
Ελυάρ
«Στο έπακρο, ακριβώς. Γι’αυτό και τον αναποδογύρισε. Πάτησε στην άλλη όχθη» 22
Ο Εμπειρίκος για να ξεφύγει από την Παλαμική παράδοση και τις υπερβολές του δημοτικισμού πρέπει κάπου να στηριχθεί. Όπως δηλώνει ο ίδιος, ένας σημαντικός ποιητής είναι ο Καρυωτάκης.23 Ο άλλος, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, είναι ο Σικελιανός, επιδρώντας αργότερα, όταν ο Εμπειρίκος κατασκευάζει το όραμα του. 24
Σαν γνήσιος υπερρεαλιστής ο Εμπειρίκος δεν είναι δυνατόν να μην στραφεί στους Έλληνες ρομαντικούς. Ο ρομαντισμός είχε έρθει να αποκηρύξει τον ορθολογισμό και να αναδείξει τον συναισθηματικό κόσμο. Η ρέμβη, η θλίψη, ο σαρκασμός του ρομαντικών γίνεται στάση ζωής και ξεφεύγει από τη λογοτεχνία. Ο Εμπειρίκος αντιλαμβάνεται την τάση αυτή που φαίνεται να τον επηρεάζει αρνητικά. Αργότερα θα συναντήσει έναν άλλο ρομαντικό, τον Καρυωτάκη. Θα σταθεί περισσότερο στην ελευθερία, την κινητήρια δύναμη του ρομαντισμού, που θα εξελιχθεί σε βασική αρχή της πνευματικής κατεύθυνσης της ποίησής του, και βέβαια τη ματιά των ρομαντικών προς κάθε μορφή εθνικής παράδοσης. Ταύτιση περισσότερο απελευθερωτική παρά θεματική. Στρέφοντας το βλέμμα του πίσω, ανακαλύπτει αυτό που είναι ολοφάνερο. Η μεγαλοστομία, το πομπώδες ύφος των ρομαντικών τον αποστρέφει, οδηγώντας το βλέμμα του στους δύο μεγάλους προρομαντικούς, το Σολωμό και τον Κάλβο. Ο Σολωμός διδάσκει τον Εμπειρίκο ότι «η λέξη δεν έχει μόνο διανοητική βαρύτητα αλλά και συναισθηματική». 25
Ο Εμπειρίκος εμφανίζεται διχασμένος. Eίναι υπερρεαλιστής και οι διαθέσεις του ρομαντικές. Ο Καρυωτάκης, αν και φαίνεται παράδοξο, τον βοηθά να εφαρμόσει μια θεμελιακή θέση του υπερρεαλισμού. Αηδιασμένοι και οι δύο από τον αστικό κόσμο οδηγούνται στην άρνηση του, ο Εμπειρίκος προτείνοντας τη συλλογική λύτρωση, ο Καρυωτάκης τραβώντας προς την ατομική. Δεν έχει σημασία, αισθάνονται και οι δύο απελπισμένοι από την υποκρισία το ψέμα, τη σαπίλα της εποχής. Οι αξίες έχουν καταβαραθρωθεί, κάπου πρέπει να υπάρχει αυτό θα μας βοηθήσει να λυτρωθούμε. Ο Εμπειρίκος το βρίσκει στον υπερρεαλισμό, στην «ολοκληρωτική πραγματικότητα», ο Καρυωτάκης στην ανυπαρξία. Περιφρονούν, αποδοκιμάζουν, χλευάζουν, μαζί τους και ο Καβάφης. Ο Εμπειρίκος απλώνοντας τον ποιητικό του κόσμο αισιοδοξεί. Μεταμορφώνει την πραγματικότητα και ανατρέπει τη συλλογιστική της. Και οι δυο τελικά αντιστέκονται στον ρεαλισμό της λογικής.
Αφού βρίσκει την επαναστατική του συγγένεια, μένει να βρει και τη γλωσσική. Έχοντας σπάσει οριστικά τους δεσμούς του με την Παλαμική παράδοση, με τον Καβάφη αμφισβητούμενο, θα κάνει το άλμα. Θα συναντήσει τον Κάλβο. Γιατί αυτόν;
Όταν αποφασίζει ο Εμπειρίκος να χρησιμοποιήσει την «ιδιάζουσα καθαρεύουσα» ο Ελύτης βλέπει τον ποιητή εκείνο, που για άλλους λόγους, δίνει βάθος στη λέξη, που πάλλεται από τη συγκίνηση και το πάθος της αναζήτησης. Αφού το ζητούμενο δεν είναι η λογική κατασκευή, η «συντακτική δομή», η «έλλειψη συντονισμού» στον Κάλβο, σύμφωνα με τον Σεφέρη, είναι η περιοχή που Εμπειρίκος βρίσκει λύσεις την εκφραστική του προσπάθεια. Δεν πρέπει να ενοχλείται από την ιδιομορφία αυτή, αλλά νοιώθει ικανοποιημένος από την ευτυχή συγκυρία. Αργότερα το πρόβλημα αυτό εντοπίζεται και στον Καβάφη, αλλά ο Εμπειρίκος δεν φαίνεται να στηρίζεται πολύ πάνω του, γιατί η χρονική απόσταση που τους χωρίζει δεν είναι αρκετή για να αφομοιώσει ο Εμπειρίκος την ποιητική του έκφραση. Ο Σεφέρης παρατηρεί πως ο Κάλβος είναι το τελευταίο όριο πριν από το άναρθρο. Ο Εμπειρίκος με την ποίησή του τον συμπληρώνει. Είναι ένα βήμα πριν από το μη λογικό. Βέβαια είναι ένα ερώτημα πώς ο Εμπειρίκος διαισθάνεται αυτό που ο Σεφέρης ανακοινώνει αργότερα.26
Ο Ελύτης αναρωτιέται τι τον γοήτευσε διαβάζοντας τον Κάλβο. Ο τόνος της φωνής του ή τα θέματα και οι ιδέες του. Προπαντός απαντά το μυστήριο. Τι ήταν το μυστήριο; «....το σύνολο των ιδιομορφιών της τεχνικής του, που ξεσυνήθισε την ακοή και την καθιερωμένη αντίληψη των εικόνων» 27.Βέβαια ο Ελύτης στηρίζεται στο περιεχόμενο, που δεν απασχολεί έντονα τον Εμπειρίκο, χωρίς βέβαια να παραβλέπω το γεγονός ότι επιθυμία του Κάλβου για ελευθερία, έστω πανεθνική, τον τράβηξε κοντά του. Βλέπει ο Εμπειρίκος στις «Ωδές» «τη δύναμη που ανατρέπει τα καθιερωμένα» 28. Η επαναστατικότητα του Κάλβου δεν βρίσκεται τόσο σε αυτό που λέει, αλλά στον τρόπο που το εκφράζει. Μια ριζοσπαστική αντίληψη που ανατρέπει τις αναγνώσεις του Κάλβου, ο Εμπειρίκος την έχει αντιληφθεί έγκαιρα. Τα μάτια ενός ποιητή που θέλει να ανατρέψει την ποιητική πραγματικότητα, βλέπει την ικανότητα ενός προγόνου του, όχι «στον τρόπο να φτιάχνει μια εικόνα, μα και που ζευγαρώνει δύο εικόνες, αρκεί να βιάσει την πτωχευμένη εμπειρική αντίληψη της πραγματικότητας» 29. Ο Ελύτης μιλά για τόλμη, ο Σεφέρης για έλλειψη γλωσσικής επάρκειας, ο Εμπειρίκος μαγεύεται. Ο Ελύτης φτάνει να μιλήσει για μια ποίηση υπερπραγματική με ότι αυτό συνεπάγεται: “το λεκτικό του αναπτύσσεται μαζί και μέσα από τη φαντασία του γεμάτη από τη συναίσθηση της υπεροχής της απέναντι στην ορθολογιστική αποτίμηση της ζωής»30 Η ανύψωση των πραγμάτων σε μια υπερπραγματικότητα, που η φυσική τους κατάσταση καταλύεται, είναι ένα από τα κεντρικά θέματα που θα απασχολήσουν τον Εμπειρίκο, και ο Κάλβος έχει δώσει το σπέρμα του. Προσπαθώντας να αποδώσει «μια εξωλογική απόδοση του αινίγματος της ζωής» η ποίηση και ειδικότερα ο Εμπειρίκος σαν ορθόδοξος εκφραστής της θα βρει στις εκφραστικές αποδόσεις του Κάλβου τα θεμέλια για τον ποιητικό του κόσμο. Στις σύντομες και αυτόνομες εικόνες, «ασυντόνιστες» αρκετές φορές, θα πατήσει ο Εμπειρίκος για τη δημιουργία της ποιητικής Υψικαμίνου του.
Η πορεία του Εμπειρίκου από το γενικό στο ρητό 31, έχει ενδιαφέρον όταν συσχετίζεται από την εγκατάλειψη της «ποιητικής γλώσσας» προς την κατεύθυνση της περιγραφικής γλώσσας 32, προχωρώντας προς μια γλώσσα απαλλαγμένης από την κυριαρχία του χορού, αναιρώντας την υπερρεαλιστική του ορθοδοξία. Σκοπός του τώρα δεν είναι η σύνθεση εικόνων από φαινομενικά αντίθετες νοηματικά λέξεις για την απελευθέρωση της φαντασίας, την αποδέσμευση από τον έλεγχο της λογικής, αλλά η οργάνωση του οράματός του. Πρόθεσή του είναι η πλατύτερη επικοινωνία, δίχως τις παρεμβάσεις του ανοίκειου ποιητικού λόγου, η επαφή με τον κόσμο. Αλλάζοντας στόχους, αλλάζεις τον τρόπο και το υλικό που χρησιμοποιείς. Μοναδικός σκοπός γίνεται η απελευθέρωση του λόγου, η μοναδική δύναμη του ποιητή, η απόλυτη ελευθερία, που κλείνει οριστικά τις διακρίσεις, που δυναστεύουν την έκφραση. «Η αριστοκρατική χρήση της γλώσσας της «Υψικάμινου», γράφει ο Γιατρομανωλάκης εκλείπει στην «Οκτάνα», διότι τώρα ο Εμπειρίκος επιδιώκει τη δημιουργία ενός κοινού πνεύματος και αισθήματος, ώστε οι ιδέες να αποκτούν καθολικότητα, να πλησιάσουν το κοινό αίσθημα. Αυτό δεν μπορεί να γίνει με γλώσσα ακατανόητη, επιλεκτική, αλλά με έναν τρόπο απλό και προσβάσιμο. Η γλώσσα εξαρτάται από το ακροατήριο και τους αναγνώστες. Όσο αυτό πλαταίνει, η γλώσσα πρέπει να γίνεται αναγνωρίσιμη, παύει να είναι προσωπική, αποκτά χαρακτήρα συλλογικό. Το ποιητικό σύμπαν του Εμπειρίκου δυσδιάκριτο στις προηγούμενες συλλογές, περνώντας από τα «Γραπτά» βρίσκει την κορύφωσή του στην εσχατολογική «Οκτάνα». Η σχέση έρωτα και θανάτου, το όραμα της άνω πόλεως και η νοσταλγία του νέου κόσμου κυριαρχεί.
Η υπερρεαλιστική ηθική παρούσα, με διαφορετικές επιδιώξεις στα «Γραπτά» και την «Οκτάνα» στηρίζει ιδεολογικά τη χρήση μιας επιλεκτικής γλώσσας. Ο ρεαλισμός δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής του, αφού πρέπει να τον λαμβάνει υπόψη του, στο σχηματισμό της δικής του «πραγματικότητας». Σαν γνήσιος ποιητής, η βύθιση του στο ατελεύτητο του λόγου, τον οδηγεί σε ένα λόγο ακατάληπτο, με λέξεις πλασμένος από τον ίδιο, που κλείνει τον κύκλο της γλώσσας και ανοίγει την πόρτα της ελευθερίας. Η περιπέτεια του λόγου, λέει η ηθική του Εμπειρίκου, οδηγεί στην ελευθερία. Διότι πραγματικά ελεύθερος είσαι μόνο δια του λόγου. Αυτό ορίζει, νομίζω, η ποιητική διαδρομή ενός ποιητή, που πίστεψε ανιδιοτελώς τον άνθρωπο. Έναν ουμανιστή που η ποιητική του φλέβα τον οδηγεί στην πηγή του. Στη γλώσσα που εκφράζεται, οτιδήποτε σημαίνει αυτό για όλους μας.
Οι παραπομπές δεν βρέθηκαν! 😂😂😂
υγ. Με ελάχιστες γραμματικές διορθώσεις
03.08.2020