-Τι θα θέλατε; Μπορώ να σας εξυπηρετήσω σε κάτι;
Αιφνιδιασμός, αμηχανία, σιωπή. Αυτές ήταν οι αντιδράσεις μου, κατά σειρά εμφανίσεως, στην απρόβλεπτη ερώτηση της ευειδούς κυρίας, που στεκόταν απέναντί μου, ενώ μία αχτίδα φωτός γλιστρούσε πάνω στο αφρόγαλα του λαιμού της.
- Δεν σας κατάλαβα, απάντησα, μ’ένα χαμόγελο που αποκάλυψε την έκπληξή μου, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ.
- Αν χρειάζεστε κάτι κύριε, γιατί σε λίγο κλείνουμε, επανέλαβε την ερώτησή της, προσθέτοντας έναν επιτακτικό τόνο στη φωνή της.
Προσπάθησα να καταλάβω αν είχα απέναντι κάποια που ήθελε να παίξει μαζί μου ή μήπως βρισκόταν μπροστά μου η σωματόμορφος διάψευση της πραγματικότητας. Δεν ήθελα να γίνω συμμέτοχος στην παιγνιώδη ευεξία της, προσπαθώντας μη χάσω την ψυχραιμία μου. Ήμουν αρκετά κουρασμένος και δεν είχα όρεξη για αστεία, κυρίως από κάποια που συναντούσα για πρώτη φορά. Βγήκα στον διάδρομο κι έψαξα τον Ηλία, που εκείνη τη στιγμή είχε τελειώσει τη δουλειά του, και χαλαρός κάπνιζε, περιμένοντας να περάσουν τα δέκα λεπτά που απόμεναν για να σχολάσουμε.
- Ηλία, έλα ένα λεπτό μαζί μου, νομίζω ότι έμπλεξα με κάποια τρελή, του είπα, παίρνοντας το μέρος της συμβατικής λογικής, απορρίπτοντας το κατηγόρημα της ψευδαίσθησης .
Ο Ηλίας έσβησε το τσιγάρο με το σάλιο του, δυσανασχετώντας, και το πέταξε έξω από την πόρτα του μαγαζιού.
- Τι συμβαίνει Μαρία, εξυπηρέτησε τον κύριο, είναι ώρα να φύγουμε, δεν θα ξημερώσουμε εδώ, απευθύνθηκε στην κυρία με το σκυλάκι, φτάνοντας στο βάθος τού μαγαζιού, που μας περίμενε η επώνυμη, τώρα πια, κυρία.
-Προσπαθώ, Ηλία μου, μα δεν καταλαβαίνει. Τον ρωτάω τι χρειάζεται, κι αυτός με κοιτάει παράξενα, λες και είναι υπάλληλος του μαγαζιού.
Ο Ηλίας γύρισε προς το μέρος μου, με απροκάλυπτα επιθετικό ύφος, που δεν αρμόζει σε υπάλληλο , παραμερίζοντας, προσωρινά, το γεγονός ότι τον γνώριζα τόσα χρόνια, και ρώτησε, υιοθετώντας μια οικειότητα, που έτρεφε την ακατάληπτη ευρεσιτεχνία του φλύαρου μυαλού της πραγματικότητας, ελάχιστο δείγμα της οποίας ήταν όσα συνέβαιναν μπροστά στα μάτια μου.
- Πες μου τι θέλεις;
Τώρα πια δεν ήταν απλά ζήτημα επικοινωνίας, ήταν θέμα κατανόησης των άπειρων συνδυασμών του πραγματικού. Τι παιγνίδι ήταν αυτό που παιζόταν εις βάρος μου; Ποιος ήταν ο εμπνευστής και γιατί συμμετείχε ο φίλος και συνάδελφος Ηλίας; Ποια ήταν η κυρία με το σκυλάκι, με το ωραίο σύμπαν του κορμιού της, που συμπεριφερόταν σαν υπάλληλος του μαγαζιού, στο οποίο δούλευα περισσότερα από δέκα χρόνια;
Χαμογέλασα και προσπάθησα να σταματήσω το παιγνίδι, με πρόθεση συμβιβασμού.
- Εντάξει Ηλία, τέρμα η πλάκα, η υπομονή έχει τα όριά της, απευθύνθηκα στον Ηλία, αποφεύγοντας να νομιμοποιήσω την κυρία, που εκείνη τη στιγμή χάιδευε το σκυλάκι της, φέρνοντας την παλάμη της, σαν να το χτένιζε, από κάτω προς τα πάνω στο μέτωπό του, τραβώντας προς την έξοδο, εξαγριωμένος, πέφτοντας σχεδόν πάνω στον Φάνη, το αφεντικό, που εκείνη τη στιγμή έκλεινε την ταμειακή μηχανή, μετρώντας τις εισπράξεις της ημέρας.
Πριν προλάβω να διαμαρτυρηθώ για την συμπεριφορά του Ηλία, που απέφυγα να τον ονομάσω συνάδελφο, δίνοντας, με αστραπιαία απόφαση, οριστικό τέλος σε μια φιλία χρόνων, και για το ρόλο της αινιγματικής γυναίκας, ο Φάνης, το αφεντικό, με αποτελείωσε με το οριστικό, ρητορικό του ερώτημα.
-Τελικά δεν βρήκατε αυτό που ψάχνατε; ρώτησε.
Του έριξα μια φαρμακερή ματιά, που έδειχνε όχι μόνο την ενόχλησή μου, αλλά ήταν ένα προοίμιο των αποφάσεών μου, που δεν είχα φυσικά λόγο να παρθούν εν θερμώ, και βγήκα έξω, βαδίζοντας βιαστικά προς τη μηχανή μου.
-Αύριο δεν θα έρθω στη δουλειά, θα περάσω να μου δώσεις εξηγήσεις, του φώναξα, πατώντας τη μίζα της μηχανής, ξεχνώντας τις μετριοπαθείς αποφάσεις που είχα πάρει πριν ένα λεπτό.
Κάθε μέρα αυτή την απειλή του πετούσα, αλλά την επόμενη επτάμισι η ώρα το πρωί βρισκόμουν έξω από το μαγαζί, περιμένοντας τον Φάνη, το αφεντικό, να σηκώσει τα ρολά, να μπούμε μέσα να δουλέψουμε, να βγάλουμε το μεροκάματο.
Πίνακας
"The Four Closed Shops" 1982
Jeffrey Smart