Κάθε μέρα, ή σχεδόν κάθε μέρα, κάνω τον απογευματινό μου περίπατο, επιβεβλημένο
από τον γιατρό για την καλή λειτουργία της καρδιάς μου, διαβάζοντας. Όταν περπατώ σε επαρχιακούς δρόμους, άλλωστε δεν
έχω εναλλακτική διαδρομή, η ομοιομορφία, η ησυχία και η επαναληπτικότητα τού
τοπίου με σπρώχνουν στη ανάγνωση. Κάπου κάπου συναντώ κι άλλους περιπατητές, συνήθως
με ακουστικά στα αυτιά, γρήγορο βάδισμα, ιδρωμένο πρόσωπο, τη φανέλα τους καμιά φορά σημαδεμένη από τον ιδρώτα στο στήθος, να με κοιτάζουν απορημένοι, και να συνεχίζουν το
βάδισμά τους, κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι τους. Απολαμβάνω την έκπληξή
τους, όταν με βλέπουν με το κεφάλι
σκυμμένο στο βιβλίο, χαμογελώ κρυφίως, ενίοτε δημοσίως, συνεχίζοντας το
διάβασμα.
Αυτό όμως που ευχαριστιέμαι περισσότερο είναι οι
οδηγοί, οι οποίοι λόγω της ταχύτητας με την οποία είναι εθισμένοι να οδηγούν, ακόμη
και σε απόμερους δρόμους, βρίσκονται απροετοίμαστοι γι’αυτό
που θα συναντήσουν. Όταν φτάνουν κοντά μου, στρέφουν το κεφάλι τους στον
απρόσκλητο γήινο-εξωγήινο, που τους χαλά την εικόνα του κόσμου, όπως τον
γνώριζαν, μέχρι τη στιγμή της συνάντησής μας, κινδυνεύοντας να χάσουν την αυθεντικότητα της εικόνας του, που έχουν αποθηκευμένη
στο μυαλό τους, αν συνεχίσουν να με
παρατηρούν για περισσότερα δευτερόλεπτα, αφού η πορεία τους δεν θα είναι αυτή
που έχουν προγραμματίσει, αλλά η τεθλασμένη που θα τους οδηγήσει εκτός δρόμου, με
απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Όλα αυτά μέχρι χθες, απογευματάκι Δευτέρας 22 Απριλίου 2017, όταν ο οδηγός του οχήματος ΡΟΚ
1342, προφανώς για να με ειρωνευτεί, μου πετάει την προβλέψιμη ατάκα: «Πρόσεχε
μην σου φύγει κανένα «και». Σπάνια και
επιλεκτικά λειτουργώ με το συναίσθημα. Αποφασίζω να του κάνω νόημα να
σταματήσει. Αιφνιδιασμένος από την αντίδρασή μου, σταματά λίγα μέτρα παρακάτω,
και χαμογελώντας με ρωτάει, ειρωνικά κι απαξιωτικά, έτσι κατάλαβα, αν
θέλω κάτι.
"Βλέπεις τίποτα αστείο εξυπνάκια;" τον αιφνιδιάζω ρητορικά.
"Τίποτα".
"Σου φαίνομαι αστείος; Σου φαίνομαι κάνας σαχλαμάρας;"
" Όχι". *
«Άνοιξε την πόρτα", του λέω απειλητικά, δείχνοντας το πιστόλι
FIVE-SEVEN, στο ειδικό διαμέτρημα των 5,7Χ28, που κρατούσα στο χέρι μου. Τον
είδα να χάνει το χρώμα του, βλέποντας την κάννη του όπλου σε απόσταση είκοσι πόντων
μακριά από τη μύτη του.
Μπήκα στη θέση του συνοδηγού, τον ανάγκασα με το ένα χέρι ν'ανοίξει το στόμα του, ενώ με το άλλο τον καθήλωσα στο μαξιλαράκι του καθίσματος. «Φά΄το, ρε πούστη,» μουγκρίζω θριαμβευτικά, και του χώνω στο απροστάτευτο στόμα το «και» που είχα μαζέψει από κάτω.
Είπαμε ότι οι επιλογές σου σε καθορίζουν. Αρκεί να τις πάρεις την κατάλληλη
στιγμή και ν'αποφασίσεις ποιο ρόλο θα παίξεις· του θύτη
η του θύματος.
* Ο διάλογος είναι από το διήγημα "Σφαίρα στο κεφάλι" του Tobias Wolff, σε μετάφραση Γιάννη Παλαβού
"Η ΧΑΡΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ"
σ.165
Εκδόσεις "Ίκαρος"
Επιτέλους Διορθωμένο Κυριακή βράδυ.