Μεσημέρι Κυριακής, ο Θανάσης της «Πεταλούδας», θυμήθηκε,
έκπληκτος, τι τον βασάνιζε τόσο καιρό.
Κατέβηκε με αργό βήμα, συλλογισμένος,
στην αποθήκη, πήρε το τσεκούρι που είχε κρεμασμένο στον τοίχο, κι ανηφόρισε
κατά το κτήμα του Καρδιά. Τον βρήκε την ώρα που έπινε νερό από το πηγάδι,
ιδρωμένο, με το πουκάμισο κολλημένο στο σώμα του. Τον πλησίασε, δίχως
να γίνει αντιληπτός, την ώρα που ο Καρδιάς ήταν σκυμμένος, κι έβγαζε μια κραυγή
ανακούφισης, δωρίζοντας, σε ανταπόδοση, την ανάσα του στο Θεό. Με μια
αστραπιαία, βαριά κίνηση, γκρέμισε το τσεκούρι στην πλάτη τού,
προς το παρόν, ανακουφισμένου Καρδιά, σωριάζοντάς τον, απορημένο, ανίκανο να διερωτηθεί για τη μοίρα του, στο έδαφος.
Ένα απρόβλεπτο, ταξιδιάρικο ανεμάκι
δρόσιζε το πρόσωπο του Θανάση στην επιστροφή του.
Ο πίνακας
«Dusk Wings» είναι του Thomas Moran