Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 30, 2015

Ο ΖΟΡΟ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ


-Να μου φέρετε τον Ζορό, εδώ μπροστά μου, ζωντανό ή νεκρό. Φύγετε τώρα!
Τι άλλο να κάνουμε, φύγαμε. Δεν ξέραμε που θα ξεσπούσε η οργή του.
Γύρισα σπίτι σκυθρωπός. Η Ελένη με ρώτησε, γιατί ήμουν έτσι. Της εξήγησα. Το βλέμμα της βάρυνε.
-Τώρα τι θα κάνεις; ρώτησε.
-Αυτό που πρέπει. Να τον βρω.
Δεν είπε τίποτα. Φάγαμε σιωπηλοί. Εγώ ξάπλωσα για λίγο, περισσότερο για να σκεφτώ. Εκείνη έπλυνε τα πιάτα και ήπιε καφέ καπνίζοντας.
Η ενέδρα ήταν καλά στημένη. Το σχέδιο ήταν στην εντέλεια επεξεργασμένο. Τον βρήκαμε σ’ ένα βράχο να ψαρεύει. Φαινόταν καλή ψαριά, γιατί δίπλα του είχε αρκετά ψάρια στο πανέρι. Φορούσε τη μαύρη στολή και την μπέρτα του. Στο πρόσωπο φορούσε τη μάσκα του. Ανέλαβα εγώ να τον αιφνιδιάσω. Θα τον άρπαζα απ’ το λαιμό και μετά οι άλλοι δύο συνάδελφοι θα τον έπιαναν από τα χέρια και θα τον ακινητοποιούσαν. Γνωρίζαμε ότι ήταν σκληρό καρύδι. Η δουλειά έπρεπε να γίνει με προγραμματισμό και ψυχραιμία. Ένα λάθος στη λεπτομέρεια και όλα θα γίνονταν καπνός.
Κατέβηκα  αθόρυβα την πλαγιά, σπαρμένη μυτερά βράχια. Ο παραμικρός θόρυβος, ένα παραπάτημα μπορούσε να αποβεί μοιραίο. Η αναπνοή μου σχεδόν δεν ακουγόταν. Το κύμα που έσκαγε λικνιστικά στα βράχια,  άφηνε την δροσερή ανάσα του με ένα μονότονο μουρμουρητό, όπως κάνει κάθε κύμα.
Έφτασα ακριβώς πίσω του, τον άρπαξα αστραπιαία από το λαιμό και τον ξάπλωσα κάτω. Αιφνιδιάστηκε αλλά προσπάθησε ν’ αμυνθεί, μάλλον επιπόλαια. Προσπάθησε να ελευθερωθεί, αλλά τη στιγμή που τα χέρια του έκαναν την ενστικτώδη κίνηση να στραφούν απειλητικά προς το μέρος μου, οι σύντροφοί μου ήταν ήδη δίπλα μου. Του άρπαξαν τα χέρια και με μια αποτελεσματική λαβή τα έφεραν πίσω στη μέση του. Άφησα το λαιμό του και με μια κίνηση κεραυνοβόλα του πέρασα τις χειροπέδες. Ο Ζορό με τα χέρια δεμένα, έκανε να βουτήξει στη θάλασσα. Οι ικανότητές του ήταν δεδομένες. Μπορούσε να κολυμπήσει με τα χέρια δεμένα πισθάγκωνα. Αυτό το γνωρίζαμε, γι’αυτό ήμασταν προετοιμασμένοι. Τον άρπαξε ο Νίκος «ο περιφρονημένος», έτσι τον φωνάζαμε στο «Σώμα», πριν προλάβει να βουτήξει στο νερό. Έσφιξε το Ζορό με τα χέρια του, που ήταν δυο ανθρώπινες τανάλιες. Τον ακινητοποίησε, ενώ οι ενισχύσεις των συναδέλφων είχαν φτάσει. Ο Ζορό έπαψε να αντιστέκεται, συμβιβασμένος με τη μοίρα του. Τον μεταφέραμε στο περιπολικό πετώντας τον, βίαια, στο πίσω κάθισμα. Το περιπολικό ξεκίνησε μουγκρίζοντας, αφήνοντας ένα σύννεφο σκόνης πίσω του, όπως αρμόζει μετά από μια πετυχημένη αποστολή. Οι συνάδελφοι τον οδήγησαν στη διεύθυνση ασφαλείας, όπου περίμενε ο αρχηγός.
Κοίταξα τα χέρια μου, μετά τον ήλιο που έδυε και φόρεσα τα γυαλιά ηλίου. Δεν τα είχα ανάγκη, αλλά μου έδιναν έναν αέρα αυτοπεποίθησης και χαλάρωσης. Οδήγησα αργά, κοιτώντας το τοπίο που σκούραινε.  Τα χρώματα παρέδιδαν τη θέση τους στο σκοτάδι. Τα φώτα που άναβαν σιγά-σιγά φώτιζαν μια πόλη έτοιμη να υποδεχθεί την επιτυχία μας. Έβγαλα τα γυαλιά και άνοιξα το ραδιόφωνο. Αν έλεγα ότι η μουσική που με συντρόφευε ήταν του Jacob Pavek θα έχανε σε ρεαλισμό η ιστορία μου.
Σε λίγο θα ήμουν κι εγώ στο αρχηγείο. 

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 25, 2015

ΚΕΛΙ ΑΠΟ ΧΡΥΣΑΦΙ




Σπουδαίες ταινίες είναι αυτές που βρίσκονται διαρκώς μπροστά μας. Είτε ως τέχνη είτε ως πραγματικότητα.

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 21, 2015

Ο ΘΕΟΦΙΛΟΣ ΚΟΥΜΠΙΓΙΑΣ


Όταν δεν έχω δουλειά, μετά τον μεσημεριανό ύπνο, το απογευματάκι, επισκέπτομαι τον μπατζανάκη μου, τον Θεόφιλο Κουμπίγιας.
Το πραγματικό του όνομα είναι Θεόφιλος Κεφάλας, αν και το κεφάλι του είναι τόσο μικρό όσο μια ελιά Καλαμών. Αρκετό όμως να χωρέσει τα μαλλιά του, το μέτωπο, τα φρύδια, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, το σαγόνι, τα αυτιά και το μυαλό του.  Ο πατέρας του, Μυτιληναίος στην καταγωγή, φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Περού, ειδικά του Τεόφιλο Κουμπίγιας, ποδοσφαιριστού διαπρέψαντος στο Μουντιάλ του Μεξικό το 70,  τον οποίο λάτρευε, ονόμασε, προς τιμήν του, το γιο του, Θεόφιλο Κουμπίγιας. Ο Θεόφιλος γεννήθηκε την ίδια μέρα της ήττας του Περού από τη Βραζιλία στις 14 Ιουνίου 1970. Ο Θεόφιλος Κεφάλας δεν επέδειξε τάσεις ποδοσφαιρικού ταλέντου, απέφυγε ή αδυνατούσε, υποψιάζομαι ότι η σωματοδομή ή μάλλον η κεφαλοδομή του έπαιξε ανασταλτικό παράγοντα στην εξέλιξή του, να τιμήσει το ένδοξο όνομα του ινδάλματος του πατέρα του, απογοητεύοντας όσοι τον πίστεψαν, πρώτα απ’όλους τον πατέρα του, και μετά τους άλλους, που  εδώ που τα λέμε δεν έκοψαν φλέβες από την αποτυχία του οράματος και των προσδοκιών του προδομένου πατέρα.  Αλλά το όνομα έμεινε.
 Οι δυο μας δουλεύουμε επαγγελματικά, παρά τα χρονάκια μας, ως ναυαγοσώστες στο πολυτελές ξενοδοχείο «Fabulous», για να διαβιούμε εντίμως, αλλά πρωταρχική μας ανάγκη είναι, εμένα το γράψιμο, κι  εκείνου η «μεγάλη ζωή».
Σήμερα, λοιπόν, τον βρήκα να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού του φορώντας σατέν ρόμπα και μ’ένα Davidoff στο χέρι.
-Καλώς τον Τσέχωφ.
Έτσι με προσφωνούσε όταν βρισκόμασταν μεταξύ μας. Γνώριζε ότι αγαπημένοι μου συγγραφείς ήταν ο Τσέχωφ κι ο Μωπασσάν. Για έναν απόκρυφο λόγο, δεν με είχε ποτέ προσφωνήσει Μωπασσάν.
-Γεια σου Λουδοβίκε, τον αντιχαιρετούσα, εν κρυπτώ, αποφεύγοντας το «Δέκατε τέταρτε», χάριν συντομίας, γνωρίζοντας τις αυτοκρατορικές του τάσεις.
-Θα πιεις τσάι; με ρώτησε. Πριν απαντήσω, έστρεψε το κεφάλι του προς το εσωτερικό του σπιτιού και σαν να απευθυνόταν στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα φώναξε:
-Μισέλ, έλα ένα λεπτό που σε θέλω.
Εν ριπή οφθαλμού στην πόρτα εμφανίστηκε ένας μεσόκοπος κύριος, με λιβρέα, ελάχιστα μαλλιά, κοκκινωπό πρόσωπο, 1,57 ύψος, 62 κιλά βάρος με τα ρούχα, παπούτσια καλογυαλισμένα, καθρέφτης. Έκανε μια υπόκλιση, η οποία επιβεβαίωνε ότι ήταν ο Μισέλ και όχι κανένας άλλος.
-Τι επιθυμεί ο κύριος; απευθύνθηκε στον Θεόφιλο Κουμπίγιας
-Μπορείς να φέρεις το τσάι.
-Ότι επιθυμεί ο κύριος, απάντησε δουλικά ο υπηρέτης.
Έριξα το βλέμμα μου στο τοπίο. Απέναντι αχνόφεγγε το γαλαζωπό βουνό, που έκρυβε με τον όγκο του την τουριστική περιοχή που μας έθρεφε. Πέρα η θάλασσα σκούραινε, αλλάζοντας χρώμα. Γινόταν βαθύ μπλε, ανταριαζόταν από μια υπόγεια θαλασσινή ανάσα, που σίγουρα, μετά από τόσα χρόνια επιστημονικής προόδου, γνωρίζαμε ότι δεν ήταν του θεού Ποσειδώνα.
O ήλιος, για να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο, όπως τα  δένδρα, την αυλή, τον δρόμο, το σπίτι, βάθαινε στην άκρη του ορίζοντα, μέσα σ’ένα απέραντο γαλάζιο πηγάδι, που τον τραβούσε αργά και ηδονικά στην αγκαλιά του, βάφοντας ρόδινη την άκρη του ουρανού ή σύμφωνα με τις νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές έπαιρνε το χρώμα του κρόκου φρέσκου τηγανιτού αυγού.
Ο Μισέλ επέστρεψε κρατώντας το δίσκο με το σερβίτσιο τσαγιού. Το ακούμπησε προσεχτικά σ’ένα πάγκο από μάρμαρο, που χρησιμοποιούσε για πάσο, και με τα γαντοφορεμένα χέρια του το μετέφερε με επισημότητα,  ζεστό, με το άρωμά του να δραπετεύει από τη φυλακή της πορσελάνης, στο τραπεζάκι.
Με το αριστερό χέρι πίσω στη μέση, ξεκίνησε να με σερβίρει ερχόμενος από τη δεξιά πλευρά μου, όπως όριζε το εθιμοτυπικό δίκιο του σέρβις.
-Ευχαριστώ, Μισέλ, θα βάλω μόνος μου, του είπα.
Ο Μισέλ ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ κύριε» και απομακρύνθηκε, για να επανέλθει αφήνοντας στο τραπέζι τα συνοδευτικά γλυκά του τσαγιού.
-Ρεπό έχεις αύριο; ρώτησα τον Θεόφιλο.
-Ναι, θα το διασκεδάσουμε λίγο, μετά από τόσο καιρό. Έχει ρεπό και η Λέλα. Δεν ξέρεις τι τραβάει εκεί στη λινοθήκη. Σαράντα βαθμούς, χωρίς αιρκοντίσιον. Έχουν για δροσιά κάτι ανεμιστήρες που βαριούνται να γυρίσουν. Τέλος πάντων, υπομονή είπαμε. Θα πάμε με το κότερο στη Σύμη. Μαζί με τους Εξαρχόπουλους. Θέλουν να γνωρίσουν το καινούργιο μας σκάφος. Θα σκάσουν απ’ το κακό τους. Τους το φύλαγα, όμως.
-Πολύ καλά κάνετε, εγώ δουλεύω, αλλά έμεινε ένας μήνας για να ξεκουραστούμε.
-Και να γράψουμε, συμπλήρωσε ο Κουμπίγιας.
-Και να γράψουμε, συμφώνησα.
Το τσάι ήταν απολαυστικό, έβαλα ακόμη λίγο στην κούπα μου, και γεύτηκα τα υπέροχα κρουασάν μελιού.
-Το επίδομα ανεργίας θα μειωθεί κι άλλο; ρώτησε ο Θεόφιλος, αναγνωρίζοντας τις γνώσεις μου επί των εργατικών θεμάτων.
-Όχι, αλλά με τριακόσια ευρώ το μήνα για τρεις μήνες, πως να ζήσεις, γνωμοδότησα. Ευτυχώς που περισσεύουν κάποια λεφτά το καλοκαίρι και περνάμε, επέκτεινα τον ορισμό μου.
-Ευτυχώς, επικύρωσε τα λεγόμενά μου, σφραγίζοντας τα μάλιστα μ’ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
-Αγάπη μου, ετοιμάζεσαι; Ακούστηκε από μέσα η λυρική φωνή της κουνιάδας μου.
Η φωνή της απόκτησε σωματική ύπαρξη και η Λέλα φάνηκε στην είσοδο της πόρτας, να λάμπει μέσα στο κόκκινο φόρεμά της, αφήνοντας το άρωμα του Chivancy να κυριεύσει το χώρο.
-Θεέ μου, με τη ρόμπα είσαι ακόμα; Μα σε μισή ώρα πρέπει να είμαστε στους Λυκιαρδόπουλους για το απεριτίφ, αναφώνησε σαν τραγωδός στην Επίδαυρο.
-Εντάξει, αγάπη μου, δεν θ’αργήσω, σηκώνομαι, απάντησε ο πρωταγωνιστής της κωμωδίας.
-Πρέπει να υπακούσω, γιατί ξέρεις την κατάληξη, γύρισε και μου ψιθύρισε ο Θεόφιλος.
-Θεέ μου, συγνώμη Γκυ, έτσι με φώναζε, από το μικρό όνομα του Μωπασσάν, τον οποίο θυμόταν, αν και παιδευόταν στο υπόλοιπο του ονόματος του κορυφαίου πεζογράφου, δεν σε χαιρέτησα, είμαι τόσο αναστατωμένη, πρέπει να είμαστε στους Λυκιαρδόπουλους σε μισή ώρα. Εγώ είμαι σχεδόν έτοιμη και ο Τεό είναι με τη ρόμπα.
-Έχουμε ώρα, μωρό μου, ακούστηκε η φωνή του Τεό από το μπάνιο, καθησυχαστική. Άλλωστε ο Ζοζέ δεν έχει γυρίσει από το πλυντήριο. Τον έστειλα να πλύνει το αμάξι.
Από το πρόσωπο της Λέλας πέρασε μια σκιά ανησυχίας η οποία απομακρύνθηκε αμέσως όταν ακούστηκε ο ήχος της Μερσεντές που ανέβαινε ρολάροντας την ανηφόρα.
-Ευτυχώς ήρθε ο Ζοζέ, απευθύνθηκε σε μένα, που δεν ανησυχούσα αν έρθει ή δεν έρθει ο Ζοζέ, ούτε εδώ που τα λέμε ακόμα κι αν ερχόταν ο Μουρίνιο.
-Πρέπει να πηγαίνω, είπα, μην σας καθυστερώ.
Η Λέλα δεν φάνηκε να διαφωνεί με την απόφασή μου. Με συνόδευσε μέχρι την πόρτα του κήπου.
-Τελικά δεν μου είπες ο Μωπασσάν είναι καλός; με ρώτησε, ενώ τα μάτια της άφηναν ένα γλυκό βλέμμα να με αγκαλιάσει.
-Καλός είναι, άμα τον διαβάζεις, απάντησα, ενώ η βαριά πόρτα του κήπου έκλεινε πίσω μου, υπακούοντας νωχελικά στο τηλεκοντρόλ του Ζοζέ.

-   

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 17, 2015

ΘΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ ΣΤΗ ΣΤΟΚΤΟΝ!




"Ύστερα από μια πολύ μεγάλη παύση, ο Μπολάνιο απάντησε στην ερώτησή μου με μια άλλη ερώτηση: —Έχεις δει το Fat City; Είπα πως ναι. —Στον Μιράλλες αρέσει πολύ το σινεμά, συνέχισε ο Μπολάνιο. Έβλεπε ταινίες στην τηλεόραση, που τοποθετούσε κάτω από την τέντα του τροχόσπιτού του μερικές φορές πήγαινε στο Καστελντεφέλς και σ’ ένα απόγευμα έβλεπε τρεις ταινίες, ολόκληρο το πρόγραμμα, δεν τον ένοιαζε ό,τι κι αν έπαιζαν. Εγώ εκμεταλλευόμουν τις λίγες μέρες που είχα ελεύθερες για να πάω στη Βαρκελώνη, κάποια μέρα όμως τον συνάντησα στο δρόμο για το Καστελντεφέλς, ήπιαμε μαζί μια ορτσάτα και μετά μου πρότεινε να πάω μαζί του σινεμά. Μια και δεν είχα τίποτα καλύτερο να κάνω, πήγα. Τώρα μπορεί να ακούγεται σαν ψέμα ότι σ’ ένα παραθεριστικό χωριό έπαιζαν μια ταινία του Χιούστον, όμως τότε αυτά τα πράγματα συνέβαιναν. Ξέρεις τι πάει να πει Fat City; Κάτι σαν Πόλη των ευκαιριών ή Φανταστική πόλη ή, ακόμα καλύτερα, Τι πόλη! Ε, λοιπόν, τι ειρωνεία! Γιατί η Στόκτον, η πόλη της ταινίας, είναι απάνθρωπη, όπου δε δίνονται ευκαιρίες σε κανέναν, παρά μόνο για την αποτυχία. Για την πιο απόλυτη και ολοκληρωτική αποτυχία, ουσιαστικά. Είναι παράξενο:σχεδόν όλες οι ταινίες με μποξέρ διηγούνται την ιστορία της ανόδου και της πτώσης του πρωταγωνιστή, το πώς έρχεται η επιτυχία και μετά ακολουθεί η αποτυχία και η λήθη. Στο Fat City κανένας από τους δυο πρωταγωνιστές —ένας γέρος κι ένας νέος μποξέρ— δεν μπορεί να ρίξει καν μια γρήγορη ματιά στην επιτυχία, ούτε κανένας άλλος απ’ όσους βρίσκονται γύρω τους, όπως εκείνος ο γέρος και τελειωμένος Μεξικάνος μποξέρ, δεν ξέρω αν τον θυμάσαι, που κατουράει αίμα πριν ανέβει στο ριγκ, ενώ μπαίνει και βγαίνει μόνος του από το στάδιο, σχεδόν στο σκοτάδι. Τέλος πάντων, εκείνο το βράδυ, όταν τελείωσε η ταινία, πήγαμε στο μπαρ, καθίσαμε στην μπάρα, παραγγείλαμε μπίρες, κάτσαμε εκεί, κουβεντιάζαμε και πίναμε μέχρι πολύ αργά, μπροστά σ’ ένα μεγάλο καθρέφτη που μας αντικατόπτριζε, όπως και το μπαρ, όπως τους δυο μποξέρ της Στόκτον στο τέλος του Fat City, και νομίζω ότι η σύμπτωση και οι μπίρες ήταν αυτό που έκανε τον Μιράλλες να πει κάποια στιγμή ότι κι εμείς θα είχαμε την ίδια κατάληξη, αποτυχημένοι, μόνοι και ελάχιστα γνωστοί σε μια απάνθρωπη πόλη, κατουρώντας αίμα πριν βγούμε στο ριγκ,για να παλέψουμε μέχρι θανάτου με την ίδια μας τη σκιά, σ’ ένα άδειο στάδιο. 0 Μιράλλες δεν το είπε, φυσικά.τα λόγια τα βάζω εγώ τώρα, είπε όμως κάτι παρόμοιο. Εκείνο το βράδυ γελάσαμε πολύ και όταν φτάσαμε πια τα ξημερώματα στο κάμπιγκ και είδαμε ότι όλος ο κόσμος κοιμόταν και ότι το μπαρ ήταν κλειστό, συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε και να γελάμε μ’ εκείνο το αμήχανο γέλιο που πιάνει τον κόσμο στις κηδείες ή σε παρόμοιες καταστάσεις, ξέρεις, και όταν πια είχαμε αποχαιρετιστεί κι εγώ είχα ξεκινήσει για τη σκηνή μου, παραπατώντας μέσα στο σκοτάδι, ο Μιράλλες με φώναξε ψιθυριστά και γύρισα και τον είδα, χοντρό και φωτισμένο από το αμυδρό φως μιας λάμπας, καμαρωτό και με τη γροθιά στον αέρα και προτού ξεσπάσει πάλι σε γέλια, τον άκουσα να ψιθυρίζει μέσα στην κοιμισμένη σιωπή του κάμπινγκ: «Μπολάνιο, θα τα πούμε στη Στόκτον!» και από κείνη τη μέρα, κάθε φορά που αποχαιρετούσαμε ο ένας τον άλλο μέχρι το επόμενο πρωί ή μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, ο Μιράλλες πρόσθετε πάντα: «Θα τα πούμε στη Στόκτον!»."

"Στρατιώτες της Σαλαμίνας"
Χαβιέρ Θέρκας
Μετάφραση: Ελισώ Λογοθέτη


 σ.228, 229., 230

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 10, 2015

Η ΣΥΝΤΟΜΗ ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΒΑΡΒΕΡΗ

SAVOIR MOURIR

Αν έρθετε στην κηδεία μου
θα’ρθω κι εγώ στη δική σας.

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ
 Απ’ τη συλλογή «Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ» (1986)


Στεκόμουν στο παράθυρο του σπιτιού μου και κοίταζα την κίνηση στο δρόμο. Πίσω μου, εκεί που τερματίζει ο διάδρομος, στεκόταν ο Γιάννης Βαρβέρης. Αισθάνθηκα την παρουσία του και γύρισα.
-Πλησίασε, μου είπε.
Έκανα δυο τρία βήματα προς το μέρος του και στάθηκα.
-Θα έρθω στην κηδεία σου, με καθησύχασε.
-Μα δεν είμαι πεθαμένος, τον διαβεβαίωσα
-Ούτε εγώ ζωντανός, διευκρίνισε.
Μετά χάθηκε.

Σάββατο, Σεπτεμβρίου 05, 2015

ΤΟ ΞΥΠΝΗΜΑ


Ξυπνώντας, σκούπισε από την άκρη των χειλιών του μια λεπτή γραμμή σάλιου, που είχε αρχίσει να κυλά αργά στο μάγουλό του. Σηκώθηκε από το κρεβάτι, τέντωσε νωχελικά τα χέρια και το σώμα του για να διώξει τα τελευταία απομεινάρια ύπνου κι άρχισε να σκαρφαλώνει στο σκοινί που βρισκόταν κρεμασμένο από το ταβάνι. Όταν βρέθηκε σε μια ικανοποιητική απόσταση από το έδαφος, άρχισε να μετακινείται από τη μια μεριά του τοίχου στην άλλη, κρατημένος σφιχτά από το σκοινί, δίνοντας ώθηση με το σώμα του, απολαμβάνοντας  το ίλιγγο της αιώρησης και της παλμικής ταλάντωσης.
-Δεν θα γίνεις άνθρωπος εσύ, ακούστηκε η αυταρχική φωνή της μητέρας του, που άνοιξε την πόρτα του δωματίου βίαια, με το μητρικό δικαίωμα της επιβολής στο βλέμμα της.
- Το πρωινό σου σε περιμένει, συνέχισε.
Κατέβηκε από το σκοινί αμίλητος, ντύθηκε βαριεστημένα, και πέρασε στην κουζίνα. Την ώρα που κατάπινε την τελευταία γουλιά από το γάλα,  ακούστηκε το σχολικό που θα τον οδηγούσε στο ζωολογικό κήπο.


Το έργο είναι του Loris Cecchini "Wallwave vibration"