Όταν δεν έχω δουλειά, μετά τον μεσημεριανό ύπνο, το
απογευματάκι, επισκέπτομαι τον μπατζανάκη μου, τον Θεόφιλο Κουμπίγιας.
Το πραγματικό του όνομα είναι Θεόφιλος Κεφάλας, αν και το
κεφάλι του είναι τόσο μικρό όσο μια ελιά Καλαμών. Αρκετό όμως να χωρέσει τα
μαλλιά του, το μέτωπο, τα φρύδια, τα μάτια, τη μύτη, το στόμα, το σαγόνι, τα
αυτιά και το μυαλό του. Ο πατέρας του, Μυτιληναίος
στην καταγωγή, φανατικός οπαδός της ποδοσφαιρικής ομάδας του Περού, ειδικά του Τεόφιλο Κουμπίγιας, ποδοσφαιριστού
διαπρέψαντος στο Μουντιάλ του Μεξικό το 70, τον οποίο λάτρευε, ονόμασε, προς τιμήν του, το
γιο του, Θεόφιλο Κουμπίγιας. Ο Θεόφιλος γεννήθηκε την ίδια μέρα της ήττας του
Περού από τη Βραζιλία στις 14 Ιουνίου 1970. Ο Θεόφιλος Κεφάλας δεν επέδειξε
τάσεις ποδοσφαιρικού ταλέντου, απέφυγε ή αδυνατούσε, υποψιάζομαι ότι η
σωματοδομή ή μάλλον η κεφαλοδομή του έπαιξε ανασταλτικό παράγοντα στην εξέλιξή
του, να τιμήσει το ένδοξο όνομα του ινδάλματος του πατέρα του, απογοητεύοντας όσοι
τον πίστεψαν, πρώτα απ’όλους τον πατέρα του, και μετά τους άλλους, που εδώ που τα λέμε δεν έκοψαν φλέβες από την
αποτυχία του οράματος και των προσδοκιών του προδομένου πατέρα. Αλλά το όνομα έμεινε.
Οι δυο μας δουλεύουμε
επαγγελματικά, παρά τα χρονάκια μας, ως ναυαγοσώστες στο πολυτελές ξενοδοχείο «Fabulous», για να διαβιούμε
εντίμως, αλλά πρωταρχική μας ανάγκη είναι, εμένα το γράψιμο, κι εκείνου η «μεγάλη ζωή».
Σήμερα, λοιπόν, τον βρήκα να κάθεται στη βεράντα του σπιτιού του φορώντας σατέν ρόμπα και μ’ένα Davidoff στο χέρι.
-Καλώς τον Τσέχωφ.
Έτσι με προσφωνούσε όταν βρισκόμασταν μεταξύ μας. Γνώριζε
ότι αγαπημένοι μου συγγραφείς ήταν ο Τσέχωφ κι ο Μωπασσάν. Για έναν απόκρυφο
λόγο, δεν με είχε ποτέ προσφωνήσει Μωπασσάν.
-Γεια σου Λουδοβίκε, τον αντιχαιρετούσα, εν κρυπτώ, αποφεύγοντας
το «Δέκατε τέταρτε», χάριν συντομίας, γνωρίζοντας τις αυτοκρατορικές του
τάσεις.
-Θα πιεις τσάι; με ρώτησε. Πριν απαντήσω, έστρεψε το κεφάλι
του προς το εσωτερικό του σπιτιού και σαν να απευθυνόταν στην ανοιχτή
μπαλκονόπορτα φώναξε:
-Μισέλ, έλα ένα λεπτό που σε θέλω.
Εν ριπή οφθαλμού στην πόρτα εμφανίστηκε ένας μεσόκοπος
κύριος, με λιβρέα, ελάχιστα μαλλιά, κοκκινωπό πρόσωπο, 1,57 ύψος, 62 κιλά
βάρος με τα ρούχα, παπούτσια
καλογυαλισμένα, καθρέφτης. Έκανε μια υπόκλιση, η οποία επιβεβαίωνε ότι ήταν ο
Μισέλ και όχι κανένας άλλος.
-Τι επιθυμεί ο κύριος; απευθύνθηκε στον Θεόφιλο Κουμπίγιας
-Μπορείς να φέρεις το τσάι.
-Ότι επιθυμεί ο κύριος, απάντησε δουλικά ο υπηρέτης.
Έριξα το βλέμμα μου στο τοπίο. Απέναντι αχνόφεγγε το γαλαζωπό
βουνό, που έκρυβε με τον όγκο του την τουριστική περιοχή που μας έθρεφε. Πέρα η
θάλασσα σκούραινε, αλλάζοντας χρώμα. Γινόταν βαθύ μπλε, ανταριαζόταν από μια
υπόγεια θαλασσινή ανάσα, που σίγουρα, μετά από τόσα χρόνια επιστημονικής προόδου,
γνωρίζαμε ότι δεν ήταν του θεού Ποσειδώνα.
O ήλιος, για να μην τον αφήσουμε παραπονεμένο, όπως τα δένδρα, την αυλή, τον δρόμο, το σπίτι,
βάθαινε στην άκρη του ορίζοντα, μέσα σ’ένα απέραντο γαλάζιο πηγάδι, που τον
τραβούσε αργά και ηδονικά στην αγκαλιά του, βάφοντας ρόδινη την άκρη του
ουρανού ή σύμφωνα με τις νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές έπαιρνε το χρώμα του κρόκου φρέσκου τηγανιτού αυγού.
Ο Μισέλ επέστρεψε κρατώντας το δίσκο με το σερβίτσιο τσαγιού. Το ακούμπησε
προσεχτικά σ’ένα πάγκο από μάρμαρο, που χρησιμοποιούσε για πάσο, και με τα
γαντοφορεμένα χέρια του το μετέφερε με επισημότητα, ζεστό, με το άρωμά του να δραπετεύει από τη
φυλακή της πορσελάνης, στο τραπεζάκι.
Με το αριστερό χέρι πίσω στη μέση, ξεκίνησε να με σερβίρει
ερχόμενος από τη δεξιά πλευρά μου, όπως όριζε το εθιμοτυπικό δίκιο του σέρβις.
-Ευχαριστώ, Μισέλ, θα βάλω μόνος μου, του είπα.
Ο Μισέλ ψιθύρισε ένα «ευχαριστώ κύριε» και απομακρύνθηκε, για να επανέλθει
αφήνοντας στο τραπέζι τα συνοδευτικά γλυκά του τσαγιού.
-Ρεπό έχεις αύριο; ρώτησα τον Θεόφιλο.
-Ναι, θα το διασκεδάσουμε λίγο, μετά από τόσο καιρό. Έχει ρεπό και η Λέλα. Δεν
ξέρεις τι τραβάει εκεί στη λινοθήκη. Σαράντα βαθμούς, χωρίς αιρκοντίσιον. Έχουν για δροσιά κάτι
ανεμιστήρες που βαριούνται να γυρίσουν. Τέλος πάντων, υπομονή είπαμε. Θα
πάμε με το κότερο στη Σύμη. Μαζί με τους Εξαρχόπουλους. Θέλουν να γνωρίσουν το
καινούργιο μας σκάφος. Θα σκάσουν απ’ το κακό τους. Τους το φύλαγα, όμως.
-Πολύ καλά κάνετε, εγώ δουλεύω, αλλά έμεινε ένας μήνας για
να ξεκουραστούμε.
-Και να γράψουμε, συμπλήρωσε ο Κουμπίγιας.
-Και να γράψουμε, συμφώνησα.
Το τσάι ήταν απολαυστικό, έβαλα ακόμη λίγο στην κούπα μου,
και γεύτηκα τα υπέροχα κρουασάν μελιού.
-Το επίδομα ανεργίας θα μειωθεί κι άλλο; ρώτησε ο Θεόφιλος,
αναγνωρίζοντας τις γνώσεις μου επί των εργατικών θεμάτων.
-Όχι, αλλά με τριακόσια ευρώ το μήνα για τρεις μήνες, πως να
ζήσεις, γνωμοδότησα. Ευτυχώς που περισσεύουν κάποια λεφτά το καλοκαίρι και
περνάμε, επέκτεινα τον ορισμό μου.
-Ευτυχώς, επικύρωσε τα λεγόμενά μου, σφραγίζοντας τα μάλιστα
μ’ένα μελαγχολικό χαμόγελο.
-Αγάπη μου, ετοιμάζεσαι; Ακούστηκε από μέσα η λυρική φωνή
της κουνιάδας μου.
Η φωνή της απόκτησε σωματική ύπαρξη και η Λέλα φάνηκε στην
είσοδο της πόρτας, να λάμπει μέσα στο κόκκινο φόρεμά της, αφήνοντας το άρωμα
του Chivancy να κυριεύσει το χώρο.
-Θεέ μου, με τη ρόμπα είσαι ακόμα; Μα σε μισή ώρα πρέπει να
είμαστε στους Λυκιαρδόπουλους για το απεριτίφ, αναφώνησε σαν τραγωδός στην
Επίδαυρο.
-Εντάξει, αγάπη μου, δεν θ’αργήσω, σηκώνομαι, απάντησε ο πρωταγωνιστής της
κωμωδίας.
-Πρέπει να υπακούσω, γιατί ξέρεις την κατάληξη, γύρισε και μου ψιθύρισε ο
Θεόφιλος.
-Θεέ μου, συγνώμη Γκυ, έτσι με φώναζε, από το μικρό όνομα
του Μωπασσάν, τον οποίο θυμόταν, αν και παιδευόταν στο υπόλοιπο του ονόματος του
κορυφαίου πεζογράφου, δεν σε χαιρέτησα, είμαι τόσο αναστατωμένη, πρέπει να
είμαστε στους Λυκιαρδόπουλους σε μισή ώρα. Εγώ είμαι σχεδόν έτοιμη και ο Τεό είναι
με τη ρόμπα.
-Έχουμε ώρα, μωρό μου, ακούστηκε η φωνή του Τεό από το μπάνιο, καθησυχαστική.
Άλλωστε ο Ζοζέ δεν έχει γυρίσει από το πλυντήριο. Τον έστειλα να πλύνει το
αμάξι.
Από το πρόσωπο της Λέλας πέρασε μια σκιά ανησυχίας η οποία
απομακρύνθηκε αμέσως όταν ακούστηκε ο ήχος της Μερσεντές που ανέβαινε ρολάροντας
την ανηφόρα.
-Ευτυχώς ήρθε ο Ζοζέ, απευθύνθηκε σε μένα, που δεν ανησυχούσα αν έρθει ή δεν
έρθει ο Ζοζέ, ούτε εδώ που τα λέμε ακόμα κι αν ερχόταν ο Μουρίνιο.
-Πρέπει να πηγαίνω, είπα, μην σας καθυστερώ.
Η Λέλα δεν φάνηκε να διαφωνεί με την απόφασή μου. Με
συνόδευσε μέχρι την πόρτα του κήπου.
-Τελικά δεν μου είπες ο Μωπασσάν είναι καλός; με ρώτησε, ενώ
τα μάτια της άφηναν ένα γλυκό βλέμμα να με αγκαλιάσει.
-Καλός είναι, άμα τον διαβάζεις, απάντησα, ενώ η βαριά πόρτα
του κήπου έκλεινε πίσω μου, υπακούοντας νωχελικά στο τηλεκοντρόλ του Ζοζέ.
-