Κυριακή, Σεπτεμβρίου 28, 2014

Στη σίκαλη, στα στάχυα, ο πιάστης

-Μα μικρέ μου(το δαιμόνιε το παραλείπω), εκθεσιογράφε είσαι εκτός θέματος.

«Πήρε μονάδα, γιατί όλο «εκτός θέματος» του γκαρίζανε......Και λέω, ας πούμε, είναι άτιμο να του γκαρίζεις όλο «εκτός θέματος», εκεί που αρχίζει και παθιάζεται για τα καλά...Αλλά τώρα, τι να σας εξηγώ. Δεν είναι κι εύκολο.» σ. 234-235

Αυτό που μου αρέσει σ’αυτό το βιβλίο είναι που δε σε πλακώνει στις παπαριές. Ούτε νοιώθω, διαβάζοντάς το, να με πλακώνει ένα κήρυγμα φοβερό και τρομερό, όπως τόσα άλλα, που ξερωγώ τα διάβαζα για να αποδείξω τι νορμάλ είμαι, μέχρι που μου ερχότανε ένα χασμουρητό, ρε Χριστούλη μου, να ψοφήσω στη βαρεμάρα.
Τέτοια τρομερή κολληματάρα έχω πάθει μ’αυτή την ιστορία, τέτοιο μπρίζωμα έχω φάει, αν και δεν πολυπαθαίνω την πλάκα μου με τα βιβλία, ώστε δεν μου έφτανε η παλιά έκδοση του βιβλίου, έτρεξα να διαβάσω την καινούργια μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη.
Εκεί που παθαίνω χοντρά την πλάκα μου, είναι όταν μιλάει για όλα αυτά τα καραϊμιτασιονάκια, με τα σουπαμούπες, τα περιγραφικά τους και τα ξερωγωτέτοια, εμένα το μυαλό πηγαίνει στους πολύ μουράτους, που γράφουνε διάφορα ψαγμένα, από τους άμβωνες του διαδικτύου, πολύ βεριτάμπλ.
Ούτως ή άλλως στην κοσμάρα μου είμαι, αλλά θέλω θα μιλήσω και γω για τη θαλπωρίτσα που ένοιωσα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, αν και το λεξιλόγιό μου είναι σκατά. Αλλά δεν θα κάτσω να σκάσω κιόλας.
Μου έρχεται ένα χασμουρητό με αυτές τις πάνχαζες ιστοριούλες, προς το σχολικολευκωματικό κυρίως, που δημοσιεύονται καθημερινά, να  ξεράσεις τ’αντερά σου. Όλοι αυτοί οι μουρόχαβλοι που περνιούνται για πολύ πρώτοι, που εντάξει έχει και την πλάκα του, δε λέω, μας πλακώνουν στις φιγούρες και τα περιγραφικά του σκασμού, όλο μπλαμπλα και ιμιτασιονιά, που εμένα μου τη σπάει αυτοκρατορικά, ειδικά όταν μπουκάρει γκαζάτος, ο δικός μου, κι αρχίζει τις παπαριές και τα σουπαμούπες, μ’ένα σπέχεν- που άμα λέμε κόλαση, κόλαση, με τη μεγάλη τρέλα που έχει για την εαυτάρα του, οπότε αρχίζω να κατεβάζω κερατιλίκια και κρετινιλίκια, μ’αυτές τις μεγαλοφυίες του κώλου, μέχρι που  σκέφτομαι να γράψω  και γω κανένα σχόλιο, του τύπου, μωράκι μου είσαι και πολύ άρχοντας, με φωνή σκέτη εντιμότητα, να το παίξω και γω ξερόλας, αν και έχω υποσχεθεί ότι θα κόψω τα χοντρά χαβαλεδιαστικά.
Πάντως ξερωγώ βρίσκεις και κανένα φριχτά γοητευτικό άτομο, αλλά στο εντελώς πατινιάρικο, που το παίζει ξερωγώ και συγγραφέας, που στο συζητητικό είναι πολύ καλό, εμπάση περιπτώσει, και εκεί που το πάει καλά, αμολάει εκειπέρα στο άξαφνο μια φοβερή ηλιοθιομάρα, που με κάνει  όταν λέμε λιώμα, λιώμα. Και απαντάει κείνος ο εντελώς Γεηλόπουλος, που είναι μιλάμε για μεγάλη ιμιτασιονιά, και δώστου σπέχεν, ο βρωμοκρετίνος, φτιάχνουν μια ομάδα κουρελέ, ιμιτασιονπαρτάκι με τα διάφορα σαλιαριστικά, και δώστου να θάβουν το βιβλίο, πως είναι σάχλα, ώσπου με πιάνει μια αγχούρα, να θέλω να το  υπερασπιστώ, να μπω στην συζήτηση ιγκόγκνιτο σαν κάποιος άρχοντας του κώλου και δεν συμμαζεύεται, και ν’αρχίσω στο πολύ πνευματώδες να υπερασπίζομαι το βιβλίο μέχρις εσχάτων, το κάνω φοβερά αυτό όταν είμαι κάπως, να πετάξω καμιά ψιλαπαπάρα με σασπένς, στο φιλαρίστικο, γιατί του ειρηνιστικού είμαι, αλλά είναι όλοι φοβερά κουλτουριάρηδες, τρελαμένοι με την φρασεολογία τους και δεξερωγώ, και όλο λέω να ξεμπερδεύω με το μουρμούρ και τις χαριτωμενιές του κερατά, με τους κουλτουριάρηδες του κώλου,  που είπαμε έχουνε πλούσιο λεξιλόγιο, ρε συ Θεούλη μου, όταν πετάνε κανένα ακαταλαβίστικο και ο άλλος βασικά, μένει με τα νεύρα κάγκελο, μέχρι να με σουτάρουνε από την κουβέντα σαν καμιά δευτεράτζα, και να κάθομαι να τα γράφω όλα αυτά μόνος μου δίχως κοινό.


2 σχόλια:

Rosa Mund είπε...

Εγώ είμαι το (ελάχιστο) KOINO (πολλαπλάσιο) που φωνάζει "Δοξάστε τον", "Εσένα θέλουμε" και τα λοιπά και τα λοιπά. (Ω KOINOΝ αυτάδελφον Ισμήνης κάρα.)

Ωραία γλώσσα, μ α σ τ ο ρ ι κ ή(!).
Πειράζει που είμαι της πρώτης μετάφρασης, χωρίς προοπτική να διαβάσω τη νέα στο εγγύς μέλλον;
Κι αυτός ο τίτλος πια. Άκου ο πιάστης. Είναι λέξη αυτή; Ντεν γκουστάρει.

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΧΩΡΙΣ ΙΔΙΟΤΗΤΕΣ είπε...

@Rosa Mund
Το «Δοξάστε τον» πρέπει να γραφτεί «Δοξάστε την». Όπως και το «εσένα θέλουμε» και τα λοιπά και τα λοιπά, όσα υπαινίσσεστε. Περισσότερο δε, εκείνο το υμνητικό «ωραία γλώσσα, μ α σ τ ο ρ ι κ ή». Διότι ό,τι διαβάσατε, εδώ στην ανάρτηση, κι ό,τι διάβασαν ή θα διαβάσουν κι άλλοι, ευελπιστώ, επ’ουδενί είναι γλώσσα δική μου. Είναι η «γλώσσα» της κ. Μαστοράκη. Εγώ απλώς έκανα ένα λεκτικό μοντάζ, επίμονο και κοπιώδες, ομολογώ, για να υπερασπιστώ το βιβλίο, απ’όλους αυτούς τους «μουράτους»(εδώ, τώρα πια, βάζω εισαγωγικά), που αδιαφορούν ή το καταδικάζουν . Όλα τ’άλλα τα ανέλαβε, εν αγνοία της φυσικά, η κ. Μαστοράκη.
Μετά απ’όλα αυτά, είστε υ π ο χ ρ ε ω μ έ ν η, εκ των πραγμάτων, να διαβάσετε τη νέα μετάφραση, δείγμα της οποίας έχετε μπροστά σας, γκουστάρει ντεν γκουστάρει.