Ο σπουδαίος Καρούζος! Πάντα δίπλα μου τα ποιήματά του στο γραφείο μου. Όπως και του Σαχτούρη, πιο δίπλα.
Η νύχτα της λησμονημένης
Αυτός ο άντρας με τα δύσκολα λόγια μέσα στη νύχτα δίχως τη φωνή του έρχεται σε φωνάζει κόβεις το ένα χέρι σου λησμονημένη έρχεται σε φωνάζει κόβεις το ένα στήθος σου λησμονημένη έρχεται σε φωνάζει δεν έχεις πια μάτια λησμονημένη έρχεται σε φωνάζει πηγαίνεις λησμονημένη ψηλαφητά μες στα μαύρα πηγάδια ούτε το φιλί σου να κάψεις ούτε στο πηγάδι να πέσεις ούτε το αίμα σου να συνάξεις όταν θα σκύβει βαρύς επάνω σου να πάρεις ένα δάχτυλό του να κάνεις δική σου τη νύχτα να ξημερώσεις πάλι ολάκερη πάλι ωραία τη χαραυγή
Μίλτος Σαχτούρης ΠΟΙΗΜΑΤΑ(1945-1971)
Αν δεν κοιμάστε, απολαύστε τα! Νυχτερινά του Chopin
Μου επιτρέπετε να ακούω τα (έτσι κι αλλιώς αγαπημένα) Νυχτερινά του Σοπέν, πουρνό-πουρνό ή ακόμα και μεσημεριάτικα και να ηρεμεί η ψυχή μου; Μου επιτρέπετε, εντάξει.
Ι Όνειρα κι όνειρα ήρθανε Στα γενέθλια των γιασεμιών Νύχτες και νύχτες στις λευκές Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα Όπως μες στον απέραντο ουρανό Το ξάστερο συναίσθημα.
II Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη Ερωμένη Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του — εκεί.
III Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα Όλα τα δάχτυλα Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου Σιγά σιγά ξετυλίγεται Η εξομολόγηση Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
IV Ένας ώμος ολόγυμνος Σαν αλήθεια Πληρώνει την ακρίβεια του Στην άκρια τούτη της βραδιάς Που φέγγει ολομόναχη Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο Της νοσταλγίας μου.
V Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες Μαβιές Κόκκινες Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο Τα μάτια της σιωπή.
VI Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη Βλέφαρο ανύσταχτο Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί Ακούσιος καταρρέει Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό Σιωπητήριο.
Loreena McKennitt, Night Ride Across the Caucasus http://www.youtube.com/watch?v=5lMbVzFtvM8
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ 1. Ποιος ζωντανός, προικισμένος μ' αισθήσεις, δεν ποθεί, πάνω απ' όλα του χώρου τα θαύματα ολόγυρα, το ευφρόσυνο φως — με κάθε ιριδισμό, κάθε αχτίδα, κάθε του κύμα· την εύκρατη μορφή του παντού, καθώς μέρα που βγαίνει απ' τον ύπνο. Σαν της ζωής την ψυχή την εσώτατη ο μέγας κόσμος των αστερισμών ανασαίνει το φως, κολυμβητής που χορεύει στη γαλάζια ροή του. Εκείνο ανασαίνει ο στιλπνός, πάντα ασάλευτος βράχος, το λεπτό φυτό που θηλάζει τη γη, του ανήμερου ζώου η αλκή. Μα προπαντός ο εξαίσιος ξένος με τα βαθύγνωμα μάτια και τ' ανάλαφρο βήμα, με τ' αβρά, τονισμένα του χείλη. Σαν ηγεμόνας της επίγειας φύσης το φως καλεί κάθε δύναμη σε τροπές αναρίθμητες, συνάπτει και λύει συμμαχίες αμέτρητες, χαράζει την ουράνια εικόνα του σε κάθε πλάσμα της γης. Μονάχα η παρουσία του αποκαλύπτει το θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Όμως αλλού στρέφομαι τώρα, προς την απόκρυφη, την ανείπωτη Νύχτα. Μακριά κείται ο κόσμος, σε κρύπτη βαθιά βυθισμένος. Έρμη και μόνη η σκοπιά του. Στις όχθες του στήθους βαθιά μελαγχολία φωλιάζει. Σε στάλες δροσιάς ζητώ να βουλιάξω και με τη στάχτη ζητώ να ενωθώ. Αποστάσεις της μνήμης, της νεότητας πόθοι, της παιδικής ηλικίας μου όνειρα, της ζωής μου όλης χαρές βιαστικές και μάταιες ελπίδες φθάνουν με ρούχα φαιά, ομίχλη εσπερινή μετά την δύση του ήλιου. Σε χώρους τώρα άλλους το φως τα εύθυμα σκηνώματά του υψώνει. Πότε η ώρα του γυρισμού θα σημάνει, ως πότε θα προσμένουν οι πιστοί του ν' ανατείλει ξανά;
Τι νά 'ν' αυτό που σαν προαίσθημα βαθύ πηγάζει ξάφνου απ' την καρδιά και σαρώνει τους ανέμους της θλίψης; Να βρίσκεις σε μας και συ μια χαρά, κατασκότεινη Νύχτα; Τι κάτω απ' τα πέπλα σου κρύβεις, που αθέατο μες στην ψυχή μου βίαια βαδίζει; Από τα χέρια σου σταλάζει γλυκό της παπαρούνας το βάλσαμο. Τα βαριά φτερά της ψυχής μετέωρα κρατάς. Mαύρο ανείπωτο ρίγος μ' αγγίζει. Ένα πρόσωπο αυστηρό τώρα κοιτώ που πράο και κατανυκτικό τείνει σε μένα, που κάτω απ' των βοστρύχων τα βρόχια μού δείχνει της μητέρας την αγαπημένη νεότητα. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως, πόσο ευλογημένος και φαιδρός της μέρας ο αποχωρισμός. Γι' αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η Νύχτα σ' αποστερεί από ακολούθους, σπέρνεις στων χώρων την άβυσσο τις φλόγινες σφαίρες σου, την δύναμή σου κηρύσσοντας, την επιστροφή σου εξαγγέλλεις, την ώρα ετούτη της δικής σου απουσίας. Πιο ουράνια κι απ' τα περίλαμπρα αστέρια μάς φαίνονται τώρα τ' άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει. Μακρύτερα βλέπουν κι από κείνων τις ωχρές στρατιές τις αμέτρητες, δίχως νά 'χουν ανάγκη το φως κοιτούν μες απ' τα βάθη μιας ψυχής στοργικής. Τόπους μακρινούς κατακλύζουν με ηδυπάθεια βουβή. Της άνασσας έπαθλο, της μάντισσας κόσμων ιερών, της τροφού του μακάριου έρωτα — εκείνη εσένα μου στέλνει, αβρή αγαπημένη, γλυκύτατε ήλιε της νύχτας. Φθίνει τώρα, χάνεται η μέρα και σ' ορίζω ξανά. Εσένα, που τη Νύχτα μέσα μου ανήγγειλες, που μ' όψη ανθρώπινη μ' έπλασες. Στείλε την θεία σου πνοή στο κορμί μου, για να ενωθώ στους αιθέρες μαζί σου — και κράτα εσύ παντοτινή, του υμέναιου ετούτου την πρώτη μας νύχτα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Πρώτη δημοσίευση: περ. ΠΟΙΗΣΗ, τ. 7, 'Ανοιξη-Καλοκαίρι 1996
4 σχόλια:
Ἡ νύχτα μὲ συμφέρει
Πράγματι ἡ νύχτα μὲ συμφέρει.
Πρῶτα-πρῶτα ἐλαττώνει τὶς φιλοδοξίες· ὕστερα
διορθώνει τὶς σκέψεις· ἔπειτα
συμμαζώνει τὴ θλίψη καὶ τὴν κάνει ὑποφερτότερη
τὴ σιωπὴ μὲ σέβας ἀνατέμνει·
ἐξαίρει τὴν ὄσφρηση μὰ προπάντων ἡ νύχτα περιζώνει.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
Το πρόσωπο της νύχτας
https://www.youtube.com/watch?v=juKmZZ1v_sM#at=20
κ.κ.
Ο σπουδαίος Καρούζος!
Πάντα δίπλα μου τα ποιήματά του στο γραφείο μου.
Όπως και του Σαχτούρη, πιο δίπλα.
Η νύχτα της λησμονημένης
Αυτός ο άντρας
με τα δύσκολα λόγια
μέσα στη νύχτα
δίχως τη φωνή του
έρχεται σε φωνάζει
κόβεις το ένα χέρι σου
λησμονημένη
έρχεται σε φωνάζει
κόβεις το ένα στήθος σου
λησμονημένη
έρχεται σε φωνάζει
δεν έχεις πια μάτια
λησμονημένη
έρχεται σε φωνάζει
πηγαίνεις
λησμονημένη
ψηλαφητά
μες στα μαύρα πηγάδια
ούτε το φιλί σου
να κάψεις
ούτε στο πηγάδι
να πέσεις
ούτε το αίμα σου
να συνάξεις
όταν θα σκύβει
βαρύς επάνω σου
να πάρεις ένα
δάχτυλό του
να κάνεις δική σου
τη νύχτα
να ξημερώσεις
πάλι ολάκερη
πάλι ωραία
τη χαραυγή
Μίλτος Σαχτούρης
ΠΟΙΗΜΑΤΑ(1945-1971)
Αν δεν κοιμάστε, απολαύστε τα!
Νυχτερινά του Chopin
https://www.youtube.com/watch?v=d27gHvx2SPY
Μου επιτρέπετε να ακούω τα (έτσι κι αλλιώς αγαπημένα) Νυχτερινά του Σοπέν, πουρνό-πουρνό ή ακόμα και μεσημεριάτικα και να ηρεμεί η ψυχή μου;
Μου επιτρέπετε, εντάξει.
Να συνεχίσω ή ου;
Οδυσσέας Ελύτης : Προσανατολισμοί
ΕΠΤΑ ΝΥΧΤΕΡΙΝΑ ΕΠΤΑΣΤΙΧΑ
Ι
Όνειρα κι όνειρα ήρθανε
Στα γενέθλια των γιασεμιών
Νύχτες και νύχτες στις λευκές
Αϋπνίες των κύκνων
Η δροσιά γεννιέται μες στα φύλλα
Όπως μες στον απέραντο ουρανό
Το ξάστερο συναίσθημα.
II
Ευνοϊκές αστροφεγγιές έφεραν τη σιωπή
Και πίσω απ' τη σιωπή μια μελωδία παρείσαχτη
Ερωμένη
Αλλοτινών ήχων γόησσα
Μένει τώρα ο ίσκιος που ατονεί
Και η ραϊσμένη εμπιστοσύνη του
Και η αθεράπευτη σκοτοδίνη του — εκεί.
III
Όλα τα κυπαρίσσια δείχνουνε μεσάνυχτα
Όλα τα δάχτυλα
Σιωπή
Έξω από τ' ανοιχτό παράθυρο του ονείρου
Σιγά σιγά ξετυλίγεται
Η εξομολόγηση
Και σαν θωριά λοξοδρομάει προς τ' άστρα!
IV
Ένας ώμος ολόγυμνος
Σαν αλήθεια
Πληρώνει την ακρίβεια του
Στην άκρια τούτη της βραδιάς
Που φέγγει ολομόναχη
Κάτω απ' τη μυστικιά ημισέληνο
Της νοσταλγίας μου.
V
Την αφρούρητη νυχτιά πήρανε θύμησες
Μαβιές
Κόκκινες
Κίτρινες
Τ' ανοιχτά μπράτσα της γεμίσανε ύπνο
Τα ξεκούραστα μαλλιά της άνεμο
Τα μάτια της σιωπή.
VI
Ανεξιχνίαστη νύχτα πίκρα δίχως άκρη
Βλέφαρο ανύσταχτο
Πριν βρει αναφιλητό καίγεται ο πόνος
Πριν ζυγιαστεί γέρνει ο χαμός
Καρτέρι μελλοθάνατο
Σαν ο συλλογισμός από τον μάταιο μαίανδρο
Στην ποδιά της μοίρας του συντρίβεται.
VII
Το διάδημα του φεγγαριού στο μέτωπο της νύχτας
Όταν μοιράζονται οι σκιές την επιφάνεια
Της δράσης
Κι ο πόνος μετρημένος από εξασκημένο αυτί
Ακούσιος καταρρέει
Μες στην ιδέα που αχρηστεύεται απ' το μελαγχολικό
Σιωπητήριο.
Loreena McKennitt, Night Ride Across the Caucasus
http://www.youtube.com/watch?v=5lMbVzFtvM8
κ.κ.
Ο παλιός, καλός Ελύτης.
Μου επιτρέπετε;
ΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ
1.
Ποιος ζωντανός, προικισμένος μ' αισθήσεις, δεν ποθεί, πάνω απ' όλα του χώρου τα θαύματα ολόγυρα, το ευφρόσυνο φως — με κάθε ιριδισμό, κάθε αχτίδα, κάθε του κύμα· την εύκρατη μορφή του παντού, καθώς μέρα που βγαίνει απ' τον ύπνο. Σαν της ζωής την ψυχή την εσώτατη ο μέγας κόσμος των αστερισμών ανασαίνει το φως, κολυμβητής που χορεύει στη γαλάζια ροή του. Εκείνο ανασαίνει ο στιλπνός, πάντα ασάλευτος βράχος, το λεπτό φυτό που θηλάζει τη γη, του ανήμερου ζώου η αλκή. Μα προπαντός ο εξαίσιος ξένος με τα βαθύγνωμα μάτια και τ' ανάλαφρο βήμα, με τ' αβρά, τονισμένα του χείλη. Σαν ηγεμόνας της επίγειας φύσης το φως καλεί κάθε δύναμη σε τροπές αναρίθμητες, συνάπτει και λύει συμμαχίες αμέτρητες, χαράζει την ουράνια εικόνα του σε κάθε πλάσμα της γης. Μονάχα η παρουσία του αποκαλύπτει το θαύμα των βασιλείων του κόσμου.
Όμως αλλού στρέφομαι τώρα, προς την απόκρυφη, την ανείπωτη Νύχτα. Μακριά κείται ο κόσμος, σε κρύπτη βαθιά βυθισμένος. Έρμη και μόνη η σκοπιά του. Στις όχθες του στήθους βαθιά μελαγχολία φωλιάζει. Σε στάλες δροσιάς ζητώ να βουλιάξω και με τη στάχτη ζητώ να ενωθώ. Αποστάσεις της μνήμης, της νεότητας πόθοι, της παιδικής ηλικίας μου όνειρα, της ζωής μου όλης χαρές βιαστικές και μάταιες ελπίδες φθάνουν με ρούχα φαιά, ομίχλη εσπερινή μετά την δύση του ήλιου. Σε χώρους τώρα άλλους το φως τα εύθυμα σκηνώματά του υψώνει. Πότε η ώρα του γυρισμού θα σημάνει, ως πότε θα προσμένουν οι πιστοί του ν' ανατείλει ξανά;
Τι νά 'ν' αυτό που σαν προαίσθημα βαθύ πηγάζει ξάφνου απ' την καρδιά και σαρώνει τους ανέμους της θλίψης; Να βρίσκεις σε μας και συ μια χαρά, κατασκότεινη Νύχτα; Τι κάτω απ' τα πέπλα σου κρύβεις, που αθέατο μες στην ψυχή μου βίαια βαδίζει; Από τα χέρια σου σταλάζει γλυκό της παπαρούνας το βάλσαμο. Τα βαριά φτερά της ψυχής μετέωρα κρατάς. Mαύρο ανείπωτο ρίγος μ' αγγίζει. Ένα πρόσωπο αυστηρό τώρα κοιτώ που πράο και κατανυκτικό τείνει σε μένα, που κάτω απ' των βοστρύχων τα βρόχια μού δείχνει της μητέρας την αγαπημένη νεότητα. Πόσο φτωχό και παιδιάστικο μού φαίνεται τώρα το φως, πόσο ευλογημένος και φαιδρός της μέρας ο αποχωρισμός. Γι' αυτό μόνο λοιπόν, γιατί η Νύχτα σ' αποστερεί από ακολούθους, σπέρνεις στων χώρων την άβυσσο τις φλόγινες σφαίρες σου, την δύναμή σου κηρύσσοντας, την επιστροφή σου εξαγγέλλεις, την ώρα ετούτη της δικής σου απουσίας. Πιο ουράνια κι απ' τα περίλαμπρα αστέρια μάς φαίνονται τώρα τ' άπειρα μάτια που εντός μας η νύχτα ανοίγει. Μακρύτερα βλέπουν κι από κείνων τις ωχρές στρατιές τις αμέτρητες, δίχως νά 'χουν ανάγκη το φως κοιτούν μες απ' τα βάθη μιας ψυχής στοργικής. Τόπους μακρινούς κατακλύζουν με ηδυπάθεια βουβή. Της άνασσας έπαθλο, της μάντισσας κόσμων ιερών, της τροφού του μακάριου έρωτα — εκείνη εσένα μου στέλνει, αβρή αγαπημένη, γλυκύτατε ήλιε της νύχτας. Φθίνει τώρα, χάνεται η μέρα και σ' ορίζω ξανά. Εσένα, που τη Νύχτα μέσα μου ανήγγειλες, που μ' όψη ανθρώπινη μ' έπλασες. Στείλε την θεία σου πνοή στο κορμί μου, για να ενωθώ στους αιθέρες μαζί σου — και κράτα εσύ παντοτινή, του υμέναιου ετούτου την πρώτη μας νύχτα.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ
Πρώτη δημοσίευση:
περ. ΠΟΙΗΣΗ, τ. 7, 'Ανοιξη-Καλοκαίρι 1996
Δημοσίευση σχολίου