Δευτέρα, Νοεμβρίου 28, 2011

ΜΙΚΡΑ ΕΡΩΤΙΚΑ


“Πίνετε, γιατί έξω γίνεται της πουτάνας», είπε.
 Έγυρε το κεφάλι του στο ποτήρι, σαν να προσπαθούσε να δει μέσα  το πρόσωπό του, το ποτό είχε γίνει ένας υγρός καθρέφτης, άφησε ένα ανεπαίσθητο ρέψιμο, η στιγμαία τελετουργική  ευχή του, ήπιε μια γερή δόση, και κάλεσε,  μ’ένα νεύμα, που φάνηκε ευχάριστο σαν χάδι, τον μπάρμαν.
«Προσπαθώ, Antonio, προσπαθώ», του είπε.

Σάββατο, Νοεμβρίου 26, 2011

ΒΛΕΠΟΝΤΑΣ ΞΑΝΑ ΤΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΚΑΚΟΥΛΙΔΗ




*** Βελτιωμένο

Βλέποντας τη ζωγραφική του Ν. Κακουλίδη ο ορατός κόσμος της πραγματικότητας μέσα στην οποία ζουν ο θεατής και το έργο, αποσύρεται βίαια, σαν να μην έχει λόγο ύπαρξης, δίνοντας τη θέση του σ'έναν άλλο κόσμο που τώρα πια είναι κυρίαρχος του βλέμματος και των συναισθημάτων, δίχως κανένα εξουσιαστικό ρόλο, τώρα πια, γιατί η ύπαρξή του οφείλεται σε αισθητικούς κανόνες που προσφέρει η τέχνη.
Η ζωγραφική του Ν.Κακουλίδη υπονομεύει με τις εικόνες της την ίδια την ελευθερία που μας προσφέρει, οδηγώντας το βλέμμα μας προς τα μέσα , κινητοποιώντας αισθήσεις βαθιά κρυμμένες, κάτω από την «αβρότατη επιφάνεια» της προκριτέας καθημερινότητας, αφήνοντας για άλλους δημιουργούς την λυτρωτική λειτουργία της ζωγραφικής, όπου η επαφή μαζί της βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τις εικόνες της καθημερινής ζωής.
Ο κόσμος που μας προσφέρει δεν ερμηνεύει, περισσότερο δεν αποκαλύπτει, ούτε καν δείχνει. Υπάρχει αυτόνομος, με τους δικούς του κανόνες και όρους, μας καλεί να τον επισκεφτούμε, παίζοντας με το βαρύ και ακατάλληλο φορτίο των εικόνων της καθημερινότητας, που κουβαλάμε σαν επισκέπτες  της.
Η ζωγραφική του Ν.Κακουλίδη, λοιπόν, αν και φαίνεται «παραστατική» ξεφεύγει από το ρεαλισμό, αν και ο ζωγράφος σε προφορικές συνομιλίες μαζί μου, προσπαθεί να εξηγήσει το νόημα των εικόνων του, γνωρίζοντας, όμως, ότι η ύπαρξη της ζωγραφικής του ξεφεύγει από τις προθέσεις του, απαραίτητο προσόν κάθε γνήσιου καλλιτέχνη.
Ο κόσμος λοιπόν αυτός, αυτονομημένος από την συνειδητή καθοδήγηση και επιβολή του καλλιτέχνη, πήγα να γράψω δημιουργού-Θεού, υποδέχεται το βλέμμα μας απελευθερωτικά, ώστε η συναισθηματική συγκίνηση που μας προκαλεί, αν και δεν φαίνεται στις προθέσεις του, διαχέεται στις ακίνητες, παγιδευμένες μορφές, που παρουσιάζονται σαν κάτι να βλέπουν στα πρόσωπά μας, επιζητώντας  τον διάλογο μαζί μας, με τα μάτια διαρκώς στραμμένα σε μας τους θεατές, σαν να μας καλούν να τους βοηθήσουμε να δραπετεύσουν από τον κόσμο που τους εγκλώβισε η πένα του Κακουλίδη ή μας καλούν να μεταφερθούμε εμείς στον κόσμο που αποκαλύπτουν μπροστά στα μάτια μας, δίνοντας τέλος στην ανυπόφορη πραγματικότητα, προσφέροντας μέσα από το ζοφερό κόσμο τους τη λύτρωση που μόνο η τέχνη μπορεί να μας προσφέρει.,
Η ζωγραφική του Ν.Κακουλίδη είναι λοιπόν αισιόδοξη, γιατί, εμμέσως, μας προσφέρει τη δική της εκδοχή για την «αλήθεια», από τις αμέτρητες που μας προφέρονται και συνιστούν τον κόσμο μας. Μόνο που η «αλήθεια» αυτή καθαγιασμένη από τη μυστηριακή καταγωγή της, ορίζει τα νοητικά όρια της πρόσληψής της, που ανιχνεύονται, έτσι ή αλλιώς, πέρα από τα όρια της αποδεικτικής πραγματικότητας.
Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011, βράδυ.

Σάββατο, Νοεμβρίου 19, 2011

ΤΟ ΝΤΕΡΜΠΥ(ΞΑΝΑ)


Θέλω να δηλώσω ότι είμαι Ολυμπιακός. Αυτό μπορεί να ικανοποιήσει αρκετούς, άλλους να δυσαρεστήσει, και τους πιο πολλούς να τους αφήσει αδιάφορους. Οι αναγνώστες άλλωστε, στην πλειοψηφία τους τουλάχιστον, δεν ενδιαφέρονται αν ο Μαρκάνο κάνει για τον Ολυμπιακό, αν η ΑΕΚ έχει πάγκο, αν ο Παναθηναικός ενισχύθηκε στην μεταγραφική περίοδο. Έχουν τη δική τους άποψη, και δεν χρειάζονται εμένα τον αυτόκλητο μπασκίνα να επιβεβαιώσω ή να αναιρέσω τις επιλογές τους. Γιατί λοιπόν τα γράφω όλα αυτά; Μήπως είμαι ένας ψωνισμένος κειμενογράφος που δεν μπορεί να κάτσει σε ησυχία, και διαρκώς προσπαθεί να γνωστοποιήσει τη μίζερη ενδοσκόπησή του, μέσα από το μπλογκ του, που σε λίγο καιρό θα κουραστεί να δημοσιεύει τις εκκεντρικότητες του ή οι ορθολογικώς σκεφτόμενοι αναγνώστες θα του δείξουν το δρόμο για την οικειοθελή αποχώρηση από τη δημόσια θέα; Σαν καλός πολίτης , διαπαιδαγωγημένος σε όλες τις βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, οικογένεια, σχολείο, στρατός, εργασία, απαντώ αμέσως και με παρρησία όχι! Αυτό που με ενδιαφέρει, με προκαλεί μπορώ να πω, είναι ότι η παρέα που υπερασπίζεται το άθλημα του ποδοσφαίρου, δεν θεωρεί την περιοχή αυτή δική της αποκλειστικότητα. Δεν περιχαρακώνεται χρησιμοποιώντας δικούς της κώδικες, που είναι αναγνωρίσιμοι μόνο από τους ειδικούς, αλλά εμπεριέχει μια δημοκρατικότητα που το εύρος και η ποιότητά της, όσον αφορά τον ανιδιοτελή πυρήνα της, είναι μοναδική. Εδώ όλοι καταθέτουν τη γνώμη τους, επεξεργάζονται τα επιχειρήματά τους, χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις. Άνθρωποι που σε άλλες περιπτώσεις νοιώθουν φοβίες, ανασφάλεια, ο οικείος χώρος του ποδοσφαίρου τους μεταμορφώνει σε άφοβους υπερασπιστές μιας δυναμικής άποψης, που την υπερασπίζονται με πάθος και ανιδιοτέλεια. Οχυρωμένοι με πεποιθήσεις που έχουν αποκτήσει με προσπάθεια και πειθαρχία, διψασμένοι για εικονική επιτυχία, ικανοποιημένοι από την επιλογή τους, αυτάρεσκοι, δεν σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Αυτό τους κάνει γοητευτικούς, μοναδικούς, συνεπώς άξιους να ξεφύγουν από την ανυποληψία που τους έχουν καταδικάσει οι κλακαδόροι της αδιαφορίας, και να διεκδικήσουν τη θέση τους στην προαποφασισμένη κοινωνική ευπρέπεια, που θα κινδυνεύσει όμως από τη δυναμική τους, με κίνδυνο να αποκαλυφθεί η κενότητα του περιεχομένου της. Πηγαίνω λίγες μέρες πριν τον αγώνα, και βρίσκω τον Δελακούρα. Έχει ανοίξει συζήτηση για το χωράφι του, για τις ελιές που φέτος δεν είναι η χρονιά τους και δεν κάρπισαν αρκετά. Μπαίνω ύπουλα στη συζήτηση, αγενέστατα, τους διακόπτω, χωρίς προφάσεις, και κάνω την ερώτηση για τον Καραγκούνη. Η συζήτηση μετατίθεται, ο Καραγκούνης κυριαρχεί, η συζήτηση ανάβει, εγώ υπερασπίζομαι την ανικανότητά του, τα γεγονότα με διαψεύδουν, οχυρώνομαι, γίνομαι περίγελος, κι εκεί που νομίζω ότι η μάχη έχει κριθεί και θα φύγω ηττημένος, ως από μηχανής θεός, έρχεται ο Βαγγέλης, ο επονομαζόμενος «το καρφί», και ρωτάει σαν να είναι συνεννοημένος μαζί μου, αν πρέπει να κλειδώσει την πόρτα της αποθήκης.  Λυτρωμένος, ευγνωμονώ τον σωτήρα μου, αποσύρομαι όπως ήρθα, αθόρυβος, και συνεχίζω τη δουλειά μου. Καιροφυλακτώ βέβαια για άλλη ευκαιρία, αφού βελτιώνω τα επιχειρήματά μου, και αλλάζω στόχο. Πλησιάζω τον πιο ευάλωτο. Ο πιο ευάλωτος, ως γνωστόν, είναι εκείνος ο οποίος πιστεύει ακράδαντα στις ιδέες του. Διότι δεν μπορεί να ξεφύγει λίγο πιο πέρα από εκεί που φτάνει το βλέμμα του. Δεν θέλει και πολύ να αντιστρέψει τις σκέψεις του, και εκεί που παραδείγματος χάριν σκεφτόταν αν το φαγητό θα είναι έτοιμο στην ώρα του , αρχίζω να του μιλώ για το σημερινό  ντέρμπυ, μπαίνοντας κατευθείαν στο θέμα. Υποστηρίζω απόψεις που είναι τελείως αντίθετες με τις πεποιθήσεις του, εκείνος τις εξορκίζει με κραυγές και συνθήματα , σε ρυθμούς επιβεβαίωσης. Η επιφωνηματική έκλιση «ΠΑΟ Ολέ,», τον αυτοπροσδιορίζει όταν αρχίζει η αμφισβήτηση. Ο κυρίαρχος λοιπόν είναι εκείνος που όχι μόνο νίκησε αλλά σε ταπείνωσε. Αντιμετωπίζει τον νικημένο επιτιμητικά και σκέφτομαι με όνειδος ότι αν αύριο νικήσει η ομάδα του, θα με υποδεχτεί με την άσεμνη αλλά εύστοχη στην προκειμένη περίπτωση φράση «σας γαμήσαμε». 
Δευτέρα πρωί, έρχεται λοιπόν ο Μ , εγώ δήθεν αδιάφορος, αφοσιωμένος στην εργασία μου, με οικειότητα που με ξαφνιάζει, εισβάλλει στο γραφείο μου, εγώ υποψιασμένος σκύβω στα χαρτιά μου, αποφεύγω το βλέμμα του, και πριν εκτοξεύσει την θριαμβευτική ατάκα του, προσπαθώ να τον αποδιοργανώσω, να τον μετατοπίσω από τον προγραμματισμένο λόγο του. Άνοιξες το μπαρ, τον ρωτάω, και ανασηκώνω λίγο το κεφάλι μου, για να δει την αποφασιστικότητά μου. Εκείνος πεισματικά, ξεφεύγει το σκόπελο, μουλάρι αληθινό, αισιόδοξος, με σημαδεύει με εκείνο το αηδιαστικό χαμόγελό του, απλωμένο στο λιπαρό του πρόσωπο, ελεήμονας όπως όλοι οι θριαμβευτές, με οικτίρει για τα λεχθέντα της προηγούμενης μέρας, όπου υπερασπιζόμουν αναφανδόν υπέρ της επιτυχίας της ομάδος μου, λες και αρμόζει ηττοπαθής στάση σε έναν οπαδό του Ολυμπιακού, έτοιμος να αποτελειώσει το συντετριμμένο πνεύμα μου. Δεν χρειάζεται να λιγοψυχώ, τον αντιμετωπίζω στα ίσα, ψάχνω λεπτομέρειες, προσπαθώ να βρω δικαιολογίες για την διάψευση της πρόβλεψής μου, φτάνω μέχρι τη γελοιότητα, υπερασπίζομαι κάτι που δεν πιστεύω, και όταν φτάσω σε αδιέξοδο, όπως προβλεπόταν, κολλημένος στον τοίχο, επιστρατεύω την αλαζονεία μου, αρχίζω τις εκκεντρικότητες, κι αυτό είναι που με εξορίζει στην ανυποληψία. Κρεμασμένος στο καναβάτσο, ο διαιτητής ήδη έχει αρχίσει να μετράει, επιστρατεύω τις δυνάμεις μου, και αποχωρώ αφήνοντας εμβρόντητο τον ανίσχυρο να συνεχίσει το σφυροκόπημά του συνομιλητή μου, ρίχνοντας ένα απαξιωτικό βλέμμα, στον απελπισμένο. Μένει για λίγο άφωνος, επανακάμπτει, σφοδρότερος, όταν με ξανασυναντά. Να χρησιμοποιήσω τον αυταρχισμό μου και να τον αποπέμψω; Επιφυλάσσομαι, θα τον αφήσω να με ταπεινώσει, να αποκαλυφθεί, να τινάξει τη ζοφερή του ύπαρξη, να σκληρύνει, τον προκαλώ να γίνει αδίστακτος, είναι πια κυρίαρχος, με εξουσιάζει, αποκαλυπτικός, ενστικτώδης, απύθμενος, μειδιών ασυστόλως, και εγώ ο νουνεχής, ο αγλαός, αφήνω το παραλήρημά του να τον οδηγήσει στο θρίαμβο της ουτοπίας.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 16, 2011

NORWEGIAN WOOD





 Βλέποντας την ταινία «Norwegian Wood» σκεφτόμουν που είναι η έπαρση της σημαίας στην εστία, κάθε μέρα στις έξη η ώρα, οι ιστορίες του Λοχία που τόσο άρεσαν στη Ναόκο. Ούτε μια λέξη για τον «Μεγάλο Γκάτσμπυ» που έδεσε με φιλία τον Βατανάμπε με τον Ναγκασάβα.
Που είναι  η υπέροχη σκηνή όπου ο Βατανάμπε και η Μιντόρι παρακολουθούν την πυρκαγιά του ξυλουργείου από την ταράτσα του σπιτιού της; Που είναι οι ρυτίδες της Ρέικο, που τραβούσαν πρώτες το βλέμμα, αυτές οι ρυτίδες που τόσο  άρεσαν στον Βατανάμπε,  που ήταν το ατημέλητο κούρεμά της;
Έψαχνα να βρω τη στιγμή που η Ναόκο ρίχνει τα εκατό γιεν στον κουμπαρά, όταν η Ρέικο παίζει το «Norwegian Wood».
Η ιστορία της Ρέικο με τη νεαρή μαθήτριά της, ο  βασικός λόγος για να αγαπήσω το μυθιστόρημα έλειπε από την ταινία, η καταλυτική σκηνή όπου ο Βατανάμπε βλέπει την Ναόκο γυμνή τα χαράματα, ή μήπως δεν την είδε, η αυτοκτονία της αδελφής της Ναόκο, η επίσκεψη του Βατανάμπε και της Μιντόρι στο νοσοκομείο για να επισκεφτούν τον άρρρωστο πατέρα της, η κοντή φούστα της Μιντόρι που αναστατώνει νοσηλευτές, αρρώστους και επισκέπτες, ο Βατανάμπε που ταίζει τον πατέρα της αγγουράκια και του μιλάει για τον Ευριπίδη, η Ρέικο και ο Βατανάμπε που τρώνε Σουκιγιάκι όταν συναντώνται στο τέλος του βιβλίου, το πάθος τους γι’αυτό το φαγητό,  το μνημόσυνο που κάνουν για την Ναόκο, παίζοντας πενήντα τραγούδια η Ρέικο στην κιθάρα της,  που πήγαν όλα αυτά; Δεν τα πρόσεξε ή δεν χωρούσαν σε δυο ώρες κινηματογραφικής αφήγησης;
Βέβαια η ανάγνωση ενός βιβλίου είναι μια μοναχική πράξη, ο καθένας διαβάζει σύμφωνα με τις αναγνωστικές του εμπειρίες και τον κοινωνικό του προσδιορισμό. Το αναγνωστικό μας παρελθόν συμμετέχει ενεργά κατά την διάρκεια της ανάγνωσης, συντελώντας αποφασιστικά στην πρόσληψη της ιστορίας, η οποία παραμένει ακριβώς η ίδια στο διηνεκές, όπως την διηγήθηκε ο αφηγητής. Η αναγνωστική  εμπειρία που έχει διαμορφωθεί από τις διαδοχικές αναγνώσεις  του παρελθόντος, παραμένει εν εγρηγόρσει κατά την διάρκεια της ανάγνωσης, διαμορφώνοντας την νοηματική πρόσληψη του κειμένου, και φυσικά δεν μπορεί να συμπέσει με την εμπειρία του αντίστοιχου αναγνώστη, που κάποια άλλη στιγμή ή ακόμα και την ίδια, διαβάζει το ίδιο κείμενο.
Η ανάγνωση ενός  βιβλίου, λοιπόν, είναι ένα κλειστό σύμπαν, είναι ο κόσμος που φτιάχνει ο αναγνώστης, τον οποίο κουβαλά  μαζί του σαν ένα μέρος της συνειδησιακής του καταγωγής.  Καλύτερα θα ήταν να πούμε, ότι  η αναγνωστική  πρόσληψη της ιστορίας είναι μια καθαρά προσωπική υπόθεση. Δεν είναι η εμπειρία  από την  ανάγνωση ενός βιβλίου  μια ακόμα επικοινωνιακή διεκπεραίωση, κατατεθημένη  στο δημόσιο χώρο της καθημερινότητας, όπου τίθεται στην κρίση κάποιας άλλης  ερμηνευτικής προσέγγισης, ώστε να συμπληρώσει ή να αντικαταστήσει   επικοινωνιακές ανάγκες,  αλλά διατηρείται μεταμορφωμένη σαν μέρος της  συνειδησιακής ιδιαιτερότητας,  προσδιορίζοντας, σε μεγάλο ή μικρό βαθμό, την  παρουσία μας στο κοινωνικό πεδίο των διαπροσωπικών σχέσεων.
Διαβάζοντας λοιπόν ο σκηνοθέτης, το ίδιο βιβλίο με μένα, αποκαλύπτει δημόσια, θέτοντας  υπό την κρίση της κατακερματισμένης κοινωνίας, την αναγνωστική εμπειρία του με τη μορφή εικόνων. Φτιάχνει μια ιστορία όπου με την κινηματογραφική αφήγηση καταθέτει τον αισθητικό απολογισμό του,  παρουσιάζοντας  την προσωπική του πρόταση για την κατανόηση  του κόσμου, με αφορμή το βιβλίο που διάβασε.
Μιλώντας δημόσια για ένα βιβλίο, μιλάμε για την προσωπική προσέγγιση και την προσπάθεια κατατανόησης του κόσμου, την δική μας ερμηνεία της πραγματικότητας, που ορίζεται από την ικανότητα του βλέμματός μας να αντιλαμβάνεται και να προσδιορίζει το βηματισμό μας, στην στοιχισμένη κοινωνία όπου είμαστε αναγκασμένοι να συμμετέχουμε.  


Τετάρτη, Νοεμβρίου 09, 2011

CAREY MULLIGAN







Βλέποντας την Anna Karina, είχα ήδη αποφασίσει, ότι τέτοια ηθοποιό δεν θα έβλεπα ποτέ ξανά. Όσο περνούσε ο καιρός, η άποψη μου αυτή επιβεβαιωνόταν, όχι βέβαια από κάποια διάθεση εγωισμού ή μιας παράξενης επιμονής, αλλά γιατί δεν μπορούσα να ξεχωρίσω κάποια πρωταγωνίστρια, που θα με έκανε να ξεχάσω ή να αισθανθώ, όπως τότε που την πρωτοείδα, νομίζω, στο «Pierrot le fou». Μια ταινία που δεν μου άρεσε, αλλά ήταν αρκετή να τυπωθεί, για πάντα μέσα μου, το πρόσωπο της πρωταγωνίστριας. Εκτοτε κυνηγούσα ταινίες που πρωταγωνιστούσε η Anna karina. Θερινοί κινηματογράφοι, αφιερώματα σε κινηματογραφικές λέσχες. «Un femme est une femme», “Vivre sa vie», “Alphaville», «Pierrot le fou”, «Bande a part». Πως θα μπορούσα τώρα να ζήσω, βλέποντας τη σκηνή του χορού σ’αυτή τη ταινία; Έπρεπε να λουφάξω, χωρίς κανένας να γνωρίζει το λόγο, που με οδήγησε στην παραίτηση. Τι θα μπορούσα πια να περιμένω μετά από αυτή τη σκηνή στη ζωή μου; Η απόφαση είχε τελεσιδικήσει, όταν ένα βράδυ, πέφτω πάνω στο «Drive». Mε βαριά καρδιά, παρακολουθούσα τις εικόνες στην οθόνη, βάζοντας στοίχημα, ότι τα λόγια ανθρώπων που εμπιστευόμουν, δεν θα με διέψευδαν. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα του ασανσέρ, και μπαίνει,κρατώντας τα ρούχα, που είχε απλώσει για να στεγνώσουν, η Irene. Στην αρχή δεν φαινόταν το πρόσωπό της, αλλά το πίσω μέρος του κεφαλιού της, τα κοντοκουρεμένα ξανθά μαλλιά έλαμπαν μπροστά στα μάτια μου. Αλλά μόλις βγαίνει από το ασανσέρ, όλα άλλαξαν στην κινηματογραφική ματιά μου. Ένα πρόσωπο που γύρευα τόσα χρόνια, βρισκόταν μπροστά μου στην οθόνη. Θλιμμένο στην αρχή, αλλά καταλυτικό αργότερα, όπως ταιριάζει σε μια μεγάλη ηθοποιό. Μια γλυκιά μελαγχολία με κυρίευσε. Ήταν το πρώτο συναίσθημα που ένοιωσα, έχοντας μπροστά μου αυτό που περίμενα τόσα χρόνια να δω. Είδα την ταινία με νοσταλγία, δίχως εκείνες τις στιγμές το μυαλό μου να σκεφτεί στην Annna Karina. Παρακολουθούσα το βλέμμα της Irene, τις κινήσεις της, το χαμόγελό της, τη χαρά της, τη λύπη της, τον ερωτισμό της, τη κρυμμένη θλίψη της, τη μελαγχολία της, σαν να είχε γεννηθεί εκείνη τη στιγμή ο κόσμος.
Τελείωσε η ταινία, αλλά η Irene δεν έφευγε από το μυαλό μου. «An education», βέβαια, εκεί θα έβλεπα, ξανά, το πρόσωπό της. Εδώ η γλυκύτητα της Jenny ήταν βγαλμένη από ταινία της nouvelle vague. Την λάτρεψα, έπασχα μαζί της, γνωρίζοντας από την εμπειρία της ωριμότητας, αυτή τη καταστροφική συνέπεια του χρόνου,  ότι ο άνθρωπος που αγάπησε δεν άξιζε τις θυσίες της. Παρακαλούσα να μην υποκύψει, γιατί εγώ θα κατέρρεα. Μα είναι δυνατόν αυτό το πλάσμα, σκεφτόμουν, να δώσει το σώμα του, το καθαγιασμένο, σ’αυτόν τον άνθρωπο; Αλλά η αγάπη δεν καταλαβαίνει από σχέδια, κοινωνικές αντιδράσεις, αλλά ονειρεύεται την παράδοση, την ήττα. Ένα ερωτευμένο άτομο είναι ένα νικημένο άτομο, και στην περίπτωση που αναφέρομαι μόλις δεκαεπτά χρονών.
Δεν πειράζει όμως, παρηγορήθηκα αυτό το πρόσωπο θα το δω, ξανά, στο «Shame», και αργότερα στο «Great Gatsby». Η ζωή μου εξακολουθεί να έχει ακόμη κάποιο νόημα. Η Curey Mulligan είναι από τα λίγα πράγματα που ομορφαίνουν τη ζωή μου.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 07, 2011

ΜΟΥ ΑΡΕΣΕΙ

Αυτοί που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, εκνευρίζουν εμάς που τα ξέρουμε.

Κυριακή, Νοεμβρίου 06, 2011

BRAD ΜEHLDΑU!

Ετοιμάζω μπακαλιάρο σκορδαλιά. Ελπίζω να πετύχει. Κρασί "Maestro" της Cair(αντέχει ακόμη), λευκό sec, και φυσικά μουσική.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 03, 2011

ΑΛΗΘΕΙΑ ΛΕΩ



Αλήθεια λέω. Προσπαθώ να θυμηθώ τα χείλη της. Μόνο τα μάτια της έχω, διαρκώς, μπροστά μου. Δυο πράσινα μήλα φτιαγμένα με τη φαντασία μου. Δώρο άδωρο θα μου πείτε, αλλά αυτό μπορώ να κάνω αυτή τη στιγμή. Όλα τ'άλλα που σκέφτεστε, κι αυτά που έχω στο μυαλό μου, μπορούν να περιμένουν. Υπομονή, γιατί δεν ξέρεις, καμμιά φορά αυτά που κατέχεις, μπορείς να τα χάσεις. Πόσοι και πόσοι, από επιπολαιότητα ή εγωισμό, δεν έχασαν ό,τι με κόπο είχαν καταφέρει ν'αποκτήσουν. Εγώ δεν θα την πάθω σαν κι αυτούς, εγώ θα κρεμάσω την εικόνα της, που με τόση προσπάθεια έφτιαξα, πολύ ψηλά, ώστε να μην μπορώ να την φτάσω, ακόμη κι αν χρειαστεί, κάποτε, ν'ανέβω στη σκάλα για να την αποκαθηλώσω.

Τρίτη, Νοεμβρίου 01, 2011