Πρώτη φορά που σήκωσε τα μάτια της και με κοίταξε. Δεν είχαν τίποτα ιδιαίτερο, εκείνο όμως που τα χαρακτήριζε, ήταν μια διαρκής κίνηση που δεν τ’άφηνε να στέκονται στο ίδιο σημείο. Όλο αυτόν τον καιρό που τη γνώριζα, απόφευγε το βλέμμα μου, όχι λόγω της ιδιαιτερότητας των ματιών της, αλλά, κάτι μέσα μου έλεγε ,ότι σεβόταν τα χρόνια μου. Προσπαθούσα να ξεπεράσω το ανώδυνο αυτό εμπόδιο, μ’ένα είδος ανεμελιάς, που μετέδιδε το έμφυτο ταλέντο μου, να μετατρέπω τις αδυναμίες μου σε ισχυρά χαρτιά, ένα είδος blue chips, ας πούμε, για να γίνω κατανοητός, συνδιασμένη με την ωριμότητα που διέκρινε την παρουσία μου, έχοντας μπακ απ την έκφραση « ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά».
Με πλησίασε τόσο κοντά ώστε ένοιωσα την ανάσα της. Διέκρινα τις λεπτομέρειες στο πρόσωπό της, αν και η έντονη μακιγιαρισμένη επιφάνεια, κάλυπτε τα σημάδια της χρονολογικής επιβάρυνσης του δέρματος, το οποίο γεγονός δεν με ενδιέφερε και τόσο πολύ. Μου έκανε όμως εντύπωση το πανωχείλι της, που σκίρτησε ελαφρά, γι’αυτό και το σημειώνω. Δεν το είχα ξαναδεί στην πραγματικότητα σε κανένα, μόνο σε λογοτεχνικές περιγραφές το είχα διαβάσει, αλλά εκεί το προσπερνούσα αδιάφορα. Ήρθε η ώρα να μου πει αυτό που περίμενα τόσο καιρό, σκέφτηκα. Ήμουν σίγουρος ότι το ίδιο ήθελα και γω να της πω, αλλά δεν τολμούσα να πάρω την απόφαση να της μιλήσω πρώτος, δειλός καθώς ήμουν, σ’αυτά τα ζητήματα, αφού η απόρριψη ήταν το πρώτο που ερχόταν στο μυαλό μου, όταν αποφάσιζα να κάνω την προσπάθεια να εκφράσω τα συναισθήματά μου.
Τραβήχτηκα λίγο πίσω, δίχως να δείχνω ενοχλημένος. Την κοίταξα και γω βαθιά στα μάτια, κυνηγώντας τα, σαν να συμφωνούσα, προκαταβολικά, γι αυτό που θα μου έλεγε. Της έδινα θάρρος με τον τρόπο μου, τη βοηθούσα να πει κάτι που κρατούσε μέσα της, δεν ξέρω πόσο καιρό, αλλά η ανάγκη της αποκάλυψης του κοινού μυστικού μας, δεν την άφηνε να ησυχάσει. Φαινόταν ότι είχε φτάσει στα όριά της, νικημένη από την επιθυμία. Οπλισμένη με το πάθος που κυριαρχούσε την ύπαρξή της, όλον αυτόν τον καιρό, μεταμορφωμένο, αυτές τις στιγμές της υπαρξιακής της απελευθέρωσης, σε θάρρος, τόλμησε να απευθύνει το λυτρωτικό ερώτημα.
-Μπορώ να σου κάνω μια ερώτηση;
Στα μάτια της είδα την επιθυμία για θετική απάντηση εκ μέρους μου, αλλά και την ανησυχία για τυχόν απόρριψη. Πρέπει να είχε περάσει αρκετές στιγμές συλλογισμού, προγραμματισμού, αμφιβολιών, επανατοποθετήσεων, γιατί ένα μικρό, ανάλαφρο συννεφάκι φάνηκε να σκιάζει τη λάμψη που είχαν τα μάτια της. Εβλεπα βαθιά μέσα τους, ότι η αποδοχή της πρότασης που ετοίμαζε, είχε κερδίσει πόντους.
Προσπάθησα να φανώ συγκαταβατικός, προστατευτικός, σκοπεύοντας να την αφήσω να τελειώσει, απερίσκεπτη, αυτό που είχε σχεδιάσει τόσο καιρό.
Άδειασε το πιάτο της στον κουβά με τα αποφάγια.
-Ξέρεις να φτιάχνεις φορολογική δήλωση; ρώτησε και τα μάτια της φτερούγισαν.