Να γράψω, λοιπόν, για την Ιωάννα. Κατ’αρχήν τι γνωρίζω γι’αυτήν. Μετά να βάλω φανταστικά στοιχεία για να ολοκληρώσω ή καλύτερα να μαντέψω τη ζωή της. Αλλά το σημαντικότερο είναι να βρω τι είναι εκείνο που θα κάνει την αφήγηση της ζωής της ή ενός γεγονότος της ζωής της, ενδιαφέρον. Εγώ να μεταποιήσω τα ασήμαντα και τετριμμένα, να επιλέξω ή να κατασκευάσω τα επίλεκτα σημεία, αλλά αν αρέσει στους ακροατές ή τους αναγνώστες δεν εξαρτάται αποκλειστικά από μένα. Πρέπει να βάλει κι εκείνη το χεράκι της.
Όταν λοιπόν γράφουμε μια ιστορία, αυτά που εξιστορούμε είναι τα προσωπικά βιώματά μας, ο τρόπος κατανόησης της θέσης μας στον κόσμο, είτε παραλλαγμένα με το προσωπείο κάποιου άλλου, αφού, ως εγωιστές, δεν θέλουμε να εκθέτουμε το εαυτό μας δημόσια, είτε ως ειλικρινείς, παραθέτοντας τις συμβάσεις του βίου μας, όπως ακριβώς τις αντιλαμβανόμαστε, γυμνές μπροστά στον αδηφάγο καθρέφτη του λευκού χαρτιού. Μπορούμε, όμως, να αφηγηθούμε ιστορίες που επινοήσαμε. Σ’αυτές, ο αφηγητής, όσο κι αν προσπαθεί να φανεί αμέτοχος στην ιστορία που αφηγείται, χρησιμοποιώντας επιδέξια όλους τους γραμματολογικούς κανόνες που διαθέτει, προσθέτει τις δικές του εμπειρίες και τη ματιά του, γιατί λέω, δεν μπορεί όσο ικανός κι αν είναι, έστω αυτό που ονομάζουμε μεγάλος συγγραφέας, να μπορεί να μας μιλήσει για κάτι, χωρίς να βάλει κομμάτια του ευατού του, στην ιστορία που διάλεξε να μας αφηγηθεί.
Ας δούμε τα παραδείγματα διηγηματογράφων, τον Βιζυηνό ή τον Παπαδιαμάντη, ας πούμε, που θεωρούνται θεμελιωτές της διηγηματογραφικής γραφής στην Ελλάδα. Ότι έγραψαν, περιέγραψαν, είναι ότι άκουσαν οι ίδιοι, είδαν με τα μάτια τους, παρατήρησαν, διατήρησαν στη μνήμη τους, και κατάφεραν να το μεταφέρουν στους άλλους με την λογοτεχνική τους ματιά. Τι άλλο είναι τα διηγήματα των μεγάλων συγγραφέων, ας πούμε, , του Τσέχωφ, του Σάλιντζερ, του Μέλβιλ, του Καλβίνο, από μια διείσδυση στον εσωτερικό τους κόσμο, που προσπαθώντας να τον απαλλάξουν από τους δαίμονές τους, έφτιαξαν αυτά τα λογοτεχνικά διαμάντια, που διαβάζοντάς τα, αναγνωρίζουμε τη δική μας πραγματικότητα στην οποία δεν μπορούμε να βάλουμε κάποια τάξη. Για ποιον μίλησαν άραγε, ο Χατζής, ο Χάκκας, ο Ιωάννου, ο Καζαντζής, ο Θεοφίλου, ο Φάις, ο Σωτηρίου, ο Σκαμπαρδώνης, για να ρθω στον οικείο χώρο; Η κρίσιμη απάντηση, ότι μιλώντας για τον εαυτό τους, μίλησαν εκ μέρους χιλιάδων άλλων, αποτύπωσαν την ατμόσφαιρα μιας εποχής, συμπύκνωσαν σε μερικές σελίδες όνειρα και απογοητεύσεις της γενιάς τους, ή μιας κοινωνικής ομάδας, κατέγραψαν κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές μιας ιστορικής περιόδου, μου φαίνεται αρκετά εγωιστικό και υπερφίαλο.
Γιατί λοιπόν να προσπαθήσω να μιλήσω εκ μέρους των άλλων, λές και δεν μπορούν να το κάνουν οι ίδιοι; Να γίνω ο εκπρόσωπός τους, χωρίς την άδειά τους, αν πρώτα δεν τους βάλω σ’ένα καλούπι, για να πουν και να πράξουν τα ανομολόγητα του καθημερινού τους βίου, σχεδιασμένο με υλικά που περιορίζουν την ατομικότητά τους, την ιδιαιτερότητά τους, να αναδείξω, δήθεν, αυτό που οι ίδιοι αποφεύγουν ν’αναδείξουν, λες και θέλουν να κατακτήσουν την αιωνιότητα δια της γραφής. Ρώτησε κανένας, την Φραγκογιαννού, αν ήθελε να καταγραφούν οι πράξεις της, ώστε σήμερα να δικάζεται από δικαστικούς, και να εξετάζεται η παθολογική της κατάσταση από ψυχολόγους, την κυρά Λισάβετ για τα βάσανα που πέρασε, ώσπου να παντρέψει τις κόρες της ή αν ήθελε ο Σέυμουρ να βρισκόμαστε κοντά του τη στιγμή της αυτοκτονίας του ή τον Αμαντέο να πληροφορηθούμε την περιπέτειά του, και τόσοι άλλοι ........
Μα ήταν υπαρκτά πρόσωπα; Αμέ ήταν. Μπορεί να μην ήταν αυτοί που κατεξοχήν περιγράφονται, αλλά κάποιοι άλλοι που δάνεισαν, ερήμην τους, τον εαυτό τους, δίχως να ρωτηθούν. Ποια πνευματικά δικαιώματα λοιπόν. Σε ποιον ανήκουν, ποιος είναι ο ιδιοκτήτης της ιστορίας; Αυτός που τη γράφει ή αυτός για τον οποίο γράφεται η ιστορία. Ούτε λόγος γι’αυτούς που επιμένουν ότι πρέπει να μιλάμε για γλωσσικούς ήρωες, συνεπώς μιλώντας για λογοτεχνία μιλάμε για τη γλώσσα. Γιατί, όμως, μιλάμε για την Μποβαρύ, την Καρένινα, την κυρία ντε Ρενάλ, τη Ναστάσια Φιλίπποβνα; Ξεφεύγω και θα αποκαλυφθεί η αγραμματοσύνη μου. Γρήγορα, επιστροφή στα χωρικά μου ύδατα, άκρη-άκρη στην παραλία, πλατσουρίζοντας.
Μου πέφτει λόγος να γράψω για την Ιωάννα; Μου πέφτει λόγος για τη ζωή της; Για κάτι που έκανε, ώστε να γράψω την δική μου εκδοχή για τις πράξεις της; Γνωρίζω ελάχιστα πράγματα γι’αυτήν. Μαντεύω ότι είναι, περίπου, πενήντα-πέντε χρονών, μέτριου αναστήματος, με γαλανά μάτια, που δεν στοχεύουν στο πρόσωπο όταν σου μιλούν, μαλλιά κοντά, ξανθά, με ρίζες γκρίζες που μαρτυρούν το βάψιμο, παντελόνι, που αφήνει ν’αναδεικνύεται η κοιλιά που φουσκώνει ελαφρά, περιποιημένο πρόσωπο όπου κι αν την συναντήσεις. Της αρέσουν οι φωτογραφίες, φωτογραφίζει ότι δει, φωτογραφίζεται διαρκώς, δουλεύει στο κτηματολόγιο, ζει μόνη της με τον σκύλο της τον Παντελή, παντρεύτηκε αλλά χώρισε μετά πέντε χρόνια, δίχως παιδιά, μένει στον πρώτο όροφο μιας πολυκατοικίας στην Αγ.Αικατερίνη, πηγαίνει όπου υπάρχουν συνεστιάσεις συλλόγων και ομάδων.
Μου φτάνουν αυτά για να γράψω κάτι για την ζωή της; Το βιογραφικό υλικό είναι ανεπαρκές, πρέπει να το γεμίσω. Να κλέψω τις ζωές κι άλλων. Υπαρκτών και ανυπάρκτων. Κλέφτης της ζωής των άλλων; Βαριά κουβέντα, αλλά αληθινή. Αλλά όλα αυτά είναι αληθινά, είναι φαντασία δική της, είναι η φαντασία μου, είναι σύνθεση πραγματικών και φανταστικών γεγονότων, δικών μου ή δικών της;
Τι εννοώ; Επειδή δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τόσους πολλούς ανθρώπους, έστω κι αν ο κοινωνικός μας κύκλος είναι αρκετά μεγάλος, αναρωτιέμαι ποιος συγγραφέας έχει τόσες γνωριμίες και εμπειρίες για να γεμίσει τα βιβλία του με δικές του εμπειρίες. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο συγγραφέας, αρχίζει να κλέβει λογοτεχνικούς ήρωες. Όχι βέβαια μεταφέροντας ακριβώς τις λογοτεχνικές του αναγνώσεις, αυτούσιες μέσα στις ιστορίες που γράφει, αλλά με τις αναμνήσεις του από τα διαβάσματά του. Διαβάζοντας μια ιστορία εκείνο που μένει είναι η ατμόσφαιρα της, δίχως τις λεπτομέρειες της, αλλά με τη γεύση της. Μια ιστορία φτιάχνεται με τα υλικά της που είναι οι λέξεις, αλλά κανείς δεν θυμάται λεπτομέρειες, και αν θυμάται κακό κάνει του ευατού του, γίνεται ένας σχολαστικός φιλόλογος. Τα υλικά που είναι φτιαγμένο ένα δημιούργημα, ένα γευστικό φαγητό, παραδείγματος χάριν, το ζητάμε για τη γεύση που μας αφήνει, για τη γευστική ικανοποίηση που προσφέρει, όχι για τα υλικά που είναι φτιαγμένο. Η αναγνωστική γεύση μιας ιστορίας μπορεί να οδηγήσει στην επινόηση μιας άλλης ιστορίας. Η πρακτική πλευρά της της αφήγησης, το λεκτικό της στοιχείο, η γλώσσα, μπορεί να αγνοηθεί ή να πέσει στην λήθη, αλλά κατά ένα ανεξήγητο λόγο μπορεί να μας προσφέρει υλικά, για τη δική μας αφηγηματική προσπάθεια. Είμαστε λοιπόν αυτό που διαβάσαμε, γι’αυτό όταν γράφουμε, η ιστορία που διηγούμαστε, ποτέ δεν είναι η ιστορία του ήρωα, αλλά η δική μας εκδοχή για τη λογοτεχνική ιστορία. Φτιάχνοντας την ιστορία ενός ήρωα, βγάζουμε τον ήρωα μας από την μίζερη πραγματικότητα και τον τοποθετούμε στη λογοτεχνική πραγματικότητα, όπου μπορούμε να διηγηθούμε αυτά, που στην καθημερινότητα δεν τολμούμε, γιατί η πραγματική ζωή μισεί την διαφορετικό, κατασπαράζει το μη αποδεκτό, παράλληλα γοητεύεται γι’ αυτό που συμβαίνει σ’έναν κόσμο διαφορετικό από το δικό της, άσχετα αν συγκινείται ή μένει αδιάφορη από τα πάθη του ήρωα.
Όταν λοιπόν βγει η Ιωάννα από τον κόσμο του πραγματικού, αποκτήσει λογοτεχνική υπόσταση, η ύπαρξή της υπερβαίνει την αντιληπτή πραγματικότητα, γίνεται νοητική «πραγματικότητα». Αυτό της δίνει μια ελευθερία, να κάνει πράγματα που δεν θα πραγματοποιούσε ποτέ στη ζωή της. Μπορεί ακόμα να ονειρεύεται, ότι θα βρεθεί λίγο πριν από τη σύνταξή της, μαζί με κάποιον που θα της προσφέρει αυτό που τόσο στερήθηκε στη ζωή της, να νοιώσει ασφάλεια και γαλήνη. Κάποιος που θα την καλέσει να βγουν μαζί, να ακουμπήσει στην αγκαλιά του, να νοιώσει τη μυρωδιά του ανδρικού σώματος, να ταξιδέψει εκεί που δεν τολμούσε να σκεφτεί ότι θα φτάσει.
Να γίνω, λοιπόν, αυτόκλητος εξομολόγος της; Να εκφορτίσει τη ζωή της στις πλάτες μου και άντε εγώ να συμμαζέψω τ’ασυμμάζευτα. Να μου πει για τον αδελφό της, δημοσιογράφο στη «Ροδιακή», που δεν νοιάζεται καθόλου, ακόμα και στην εγχείρηση που έκανε στη χολή, δεν είναι τίποτα, της είπε, συμβαίνουν αυτά στους ανθρώπους, ούτε που πάτησε το πόδι του στο νοσοκομείο, έχω κανονίσει με τους γιατρούς της παράγγειλε, την προηγούμενη μέρα της επέμβασης, ευτυχώς που βρέθηκε η Λένα, συγκάτοικος στην πολυκατοικία, να της φέρει καθαρά εσώρουχα, νυχτικές καθαρές, μια βδομάδα έκατσε στο νοσοκομείο, μπας και θέλει να με γηροκομήσει, με το αζημίωτο φυσικά, κανά δυο συνάδελφοι πήραν τηλέφωνο, πως πας καλά, αυτό ήταν ξεμπέρδεψαν με την υποχρέωση. Να μου πει για τον Παπαδημητρίου, που της φορτώνει συνεχώς δουλειά, σε τέτοια ηλικία, γιατί κάνει τα γλυκά μάτια στην Λεοντίου, μια συνάδελφο που τα θέλει ο κώλος της τα σιρόπια, αν και παντρεμένη μ’ένα καλό παιδί που δουλεύει στο λογιστήριο της ΒΑΠ, με δυο παιδιά, παλληκαράκια, πάντα περιποιημένη και στολισμένη, λες και πάει σε δεξίωση, για τον αχαίρευτο τον πρώην άντρα της που τις προάλλες είχε το θράσος, μετά από τόσα χρόνια, να απαιτήσει μερίδιο από το σπίτι που έμενε, πεταμένος από τη συμβία του στο δρόμο, μαζί το πήραμε, της είπε στο τηλέφωνο, δεν τόλμησε να πατήσει το πόδι του στο σπίτι, τουλάχιστον τα χρόνια που πλήρωνα τις δόσεις, πρόλαβε να πει, πριν του κλείσει το τηλέφωνο. Να μου πει για τον Γιάννη της, τον μεγάλο έρωτα της ζωής της, που τον σπίτωσε και κείνος δεν της ανέφερε καν ότι ήταν διωγμένος από τη γυναίκα του, στη Σύμη, με δυο παιδιά, το μόνο που τον ένοιαζε ήταν η ασφάλεια της οικογενειακής ζωής, τι ζωή δηλαδή, δυο μαγκούφηδες να πηγαίνουν μόνοι τους για φαγητό, για ψώνια στο SUPER MARKET, να πίνουν τον καφέ τους στο μπαλκόνι, τα καλοκαιρινά δειλινά, με τις μυρωδιές από τις τριανταφυλλιές να τυλίγουν τη μοναξιά τους, να μην της πει τίποτα, ο αλήτης, κι αυτή να του μιλάει ακατάπαυστα, ακουμπισμένη στην αγκαλιά του, για τη ζωή της στο χωριό, από κει είχε ξεκινήσει, για τους νεανικούς της έρωτες, για το γάμο της, τις απέλπιδες προσπάθειες να κάνει ένα παιδί, τον χωρισμό της. Δεν μπορούσα να τον υποφέρω, έλεγε στο Γιάννη, τα μάτια της γίνονταν υγρά όπως τα χείλη της, ακόμα και το κόκκινο των χειλιών της προσπαθούσαν ν’αντιγράψουν, αλλά συγκρατιόταν, το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν να βγαίνει με τους φίλους του, δημόσιες σχέσεις τις αποκαλούσε, πως νομίζεις βγαίνει το μαγαζί, ρωτούσε, γυρνούσε μεθυσμένος τα χαράματα, εκείνη με τον καιρό σταμάτησε να τον περιμένει, έπινε ένα ηρεμιστικό, το πρωί είχε πολύ δουλειά, δεν μπορούσε να πηγαίνει ξάγρυπνη, είχε τον μαλάκα τον Παπαδημητρίου να της φορτώνει συνέχεια δουλειά.
Αλλά τι είναι αυτό που κάνει την ιστορία της ξεχωριστή, άξια να την αφηγηθώ, δηλαδή να την καταγράψω, να αποκοπεί από τα δεσμά της ομοιομορφίας και της ισοπέδωσης. Ποιο είναι το κριτήριο της επιλογής της ανάμεσα σε τόσες άλλες ιστορίες; Από την άλλη πλευρά μήπως η καταγραφή μιας ιστορίας, δεν είναι τίποτα άλλο από μια διέξοδο στη μοναξιά του συγγραφέα, ένα άλλοθι στην επιμονή του ότι μπορεί να τα βάλει με τη μέσα ύλη του, να παραπλανήσει τον αναγνώστη φορώντας περούκες, όπως γράφει ο Μηλιώνης, στα πρόσωπά του, ακόμα και ο ίδιος, κλεισμένος το βράδυ στην κάμαρά του, μελετώντας τα πρόσωπα που τη μέρα σε πικραίνουν ή σε εξοργίζουν, όπως ισχυρίζεται ο Ιωάννου, συνεχίζοντας το συλλογισμό μου;
Όλα αυτά στην καμπούρα της Ιωάννας; Εγώ που απεχθάνομαι την εξουσία, που δεν μπορώ να επιβάλω κανόνες σε κανένα, πως θα μπορέσω να ορίσω, να επανατοποθετήσω, να αναδιατάξω, φαντάσου να ψυχογραφήσω, γίνεται κι αυτό, έστω με τη μάσκα του λογοτεχνήματος, τη ζωή κάποιου άλλου, για να μη πω τη ζωή κάποιων άλλων; Είναι νόμιμο, θεμιτό αυτό, ταιριάζει με την εικόνα του συγγραφέα, ως εκτιμητή της ελευθερίας, διακινητή των πιο ακραίων φιλελεύθερων ιδεών, υπερασπιστή της ιδιωτικής ζωής, ακραιφνή κατήγορο της θεότητας του βλέμματος;
Εντάξει να το ρισκάρω, να εμπιστευτώ τα λεγόμενά της, την έμπνευσή μου, τα διαβάσματά μου και να το τολμήσω. Να λεηλατήσω τη ζωή της, που μου εμπιστεύτηκε, τέτοιο κάθαρμα που είμαι. Αν όμως το ενδιαφέρον βρίσκεται σε κείνη τη φωτογραφία, που επιμελώς αποκρύπτει να μου μιλήσει γι’αυτήν, συγκεκριμένα για αυτόν που κάθεται δίπλα της, ξαπλωμένος στο χορτάρι, αφήνοντας το βάρος του σώματός του να πέφτει στον αγκώνα του, το κεφάλι του ελαφρά ακουμπισμένο στο στήθος της. Εκείνη δεν φαίνεται δυσαρεστημένη, αντιθέτως χαμογελά, εξοικειωμένη καθώς είναι στο φακό.
Η Ιωάννα πρέπει να είναι γύρω στα τριάντα, δεν υπάρχει στη φωτογραφία καμμία χρονολογική ένδειξη, τα μαλλιά της μακριά, στο φυσικό τους χρώμα, καστανά, φοράει φουστάνι μπλε σκούρο, τα παπούτσια της είναι αθλητικά, γεγονός που δείχνει ότι ή πεζοπορία έχει προαποφασιστεί. Στο πλάνο δεν διακρίνεται τίποτα άλλο, πέρα από τα δένδρα πίσω τους, που εμποδίζουν να αντιληφθείς την τοποθεσία. Ο άγνωστος, γράφω δε άγνωστος, γιατί δεν εμφανίζεται ξανά στις αναρίθμητες φωτογραφίες που μου έδειχνε τ’απογεύματα, όταν την επισκεπτόμουν, μετά τη γνωριμία μας στη εκδήλωση των βιοτεχνών Ρόδου, φοράει σακκάκι σκούρο καφέ, παντελόνι κλασικό με πένσες, τα δερμάτινα παπούτσια του δίχως κορδόνια, περιέργως, δείχνουν να πιάστηκε απροετοίμαστος. Δεν φαίνεται πάνω από σαράντα χρονών, αλλά η αραίωση των μαλλιών του, αποκαλύπτει ένα δυσανάλογο με το πρόσωπο μέτωπο, που του προσθέτει χρόνια.
Στις φωτογραφίες δεν την έχω ξαναδεί μ’αυτό το φόρεμα, και από αυτή την ηλικία που φαίνεται η Ιωάννα στη φωτογραφία, έχουν τραβηχτεί πολλές. Άλλωστε δεν είναι μανιώδης καταναλωτής ρούχων. Σε πολλές φωτογραφίες που έχουν χρονολογική ένδειξη, μπορείς να δεις οτι ενδυματολογικά δεν έχει αλλάξει για μεγάλες χρονικές περιόδους. Βέβαια παραμένουν δυο ερωτήματα από τα οποία το ένα έχει, μάλλον, απαντηθεί. Το ότι δεν υπάρχει χρονολογική ένδειξη, ενώ σε όλες τις άλλες φωτογραφίες υπάρχει, αλλά κυρίως η ερασιτεχνική λήψη, και εννοώ η εστίαση των εικονιζόμενων, δείχνει ότι ο φωτογράφος δεν βρίσκεται κάτω από την επαγγελματική καθοδήγηση της Ιωάννας. Αφήνει ένα κενό αριστερά στη φωτογραφία, στριμώχνοντας, ας το ονομάσω ζευγάρι, λόγω οικονομίας, στα δεξιά, αναδεικνύοντας σαν πρωταγωνιστή στο κάδρο, τον άγνωστο άντρα. Είμαι πεπεισμένος ότι η φωτογραφία δεν έχει τραβηχθεί από τη φωτογραφική μηχανή της Ιωάννας. Ακόμα δε, η ποιότητα των χρωμάτων είναι εμφανώς καλύτερη από τις δικές της. Εδώ ας κάνω μια παρένθεση για να αναφέρω ότι η Ιωάννα, φαίνεται, να μην ενδιαφέρεται για την ποιότητα της φωτογραφίας, αλλά για το εικονιζόμενο γεγονός. Έχοντας λυμένο το πρώτο ερώτημα, ότι η φωτογραφία δεν προέρχεται από τη φωτογραφική μηχανή της Ιωάννας, αναρωτιέμαι γιατί η Ιωάννα δεν χρησιμοποίησε τη δική της φωτογραφική μηχανή, για την συγκεκριμένη έξοδο. Προς χρήσιν ποιου καταναλώθηκε η φωτογραφία;
Έρχομαι στο δεύτερο και πιο ουσιώδες. Γιατί δεν μου μίλησε ποτέ γι’αυτόν τον άνθρωπο; Τι προσπαθεί να κρύψει; Μήπως όλα τα ορατά και ειπωμένα είναι αιτιάσεις της μυστικής ζωής; Ως γνωστόν ζούμε δυο ζωές, ταυτόχρονα, αυτή που γνωρίζουν όλοι, ή τελοσπάντων, αυτοί που βρίσκονται κοντά μας, από τις πράξεις και τα λόγια μας, και την άλλη, τη μυστική, όπου μαζεύουμε κάθε μέρα τα ανομολόγητα και ιερά, που ούτε είπαμε, πολύ δε περισσότερο πράξαμε, αλλά μας βοηθούν σε ανασυντάξεις, ενίοτε δε, σε παραιτήσεις. Ευτυχείς αυτοί που καταφέρνουν να γράψουν γι’αυτή τη μυστική ζωή, να τη φωτίσουν, ώστε οι παραλήπτες, όσοι δεήσουν να σκύψουν πάνω της, γνωρίζοντας τα καθέκαστα, να παρηγορηθούν από αυτά τα λόγια τα καθαγιασμένα , αφού θα καταλάβουν ότι δεν είναι οι μόνοι που βασανίζονται από περιφορές και ατελέσφορα τολμήματα.
Γιατί τα γράφω εγώ αυτά; Όχι βέβαια, επειδή είμαι κάποιος, ματαιόδοξος, επίδοξος συγγραφέας, που τέτοια μεγαλεία σ’αυτή την ηλικία, με τέτοια υλικά που είμαι φτιαγμένος, με τέτοια εφόδια που έχω στις αποθήκες της γνώσης μου, αλλά γιατί μ’ αυτά τα σφραγίσματα, τα μερεμέτια, προσπαθώ να διορθώσω το ασύντακτο δρομολόγιο της ζωής μου. Αλλά αυτό δεν γίνεται, προσποιούμενος τoν καθοδηγητή της ζωής των άλλων, έστω κι αν αυτοί ζούν μόνο μέσα στις αφηγήσεις. Γίνεται με μιλήματα φανερά, με ομολογίες, με επώδυνες αναρριχήσεις, επώδυνες κατακριμνήσεις, με τις έσχατες παλινδρομήσεις του αδήλωτου κουβαριού που λέγεται ψυχή.