Δευτέρα, Δεκεμβρίου 21, 2009

ΚΛΕΙΣΤΟΝ ΛΟΓΩ ΔΙΑΚΟΠΩΝ

Χαρούμενες  γιορτές και καλή χρονιά σε όλους!!!
Γειααααααα!!!!!


Σάββατο, Δεκεμβρίου 19, 2009

ΔΙΑΚΟΠΕΣ


«Αγκίρε, η μάστιγα του Θεού», τα «Πρόσωπα» του Κασσαβέτη, η εγκυμοσύνη της Καριένινα, η ευκολία που έτρωγε τα χοτ-ντογκ η Δέσποινα, ο παρασημοφορημένος έρωτας της Κυριακής, ο ήρωας του γλεντιού Γιώργος Μαργαρίτης, οι ατελείωτες ώρες μπροστά στο «Jules et Jim”, τα «Notorium» που με περιμένουν, η γυναίκα που προσπάθησε να βρει την έξοδο στην ντουλάπα, η φάτσα του Ben Arfa που μου τη δίνει, ο γάμος του Παναγιώτη, δεν είναι λίγα για δέκα μέρες διακοπών.

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 17, 2009

JULES ET JIM

Όλη μέρα για να συντονίσω τους ελληνικούς υπότιτλους. Τελικά δεν τα κατάφερα, αλλά το είδα τόσες φορές, ώστε αναρωτιέμαι γιατί δεν μου άρεσε, όταν το είχα δει πριν από πολλά χρόνια, στο "EMBASSY", καθηλωμένος αρκετές ώρες, στις προβολές της κινηματογραφικής λέσχης.






Δευτέρα, Δεκεμβρίου 14, 2009

ΤΟ ΜΕΝΟΥ ΤΟΥ "ΙΝΤΕΑΛ"



Εσπρέσσο και γαλλικός καφές

***
Σαλάτα πράσινη με σπανάκι, ρόδι, αβοκάντο
Σαλάτα με ρόκα και παρμεζάνα
****
Φιλέτο σχάρας(τι φιλέτο; Για να το υπολογίσουμε στην τιμή)
Σολομός σχάρας
****
Καφές ή γλυκό(extra;)
***
Μοσχάτο κρασί (κέρασμα)

Cola cola light φιάλες 2

Τιμή με το φιλοδώρημα 70 ευρώ( Πόσο το φιλοδώρημα;)

Οι "πολιτισμένοι" ομοτράπεζοι, Απόστολος Δοξιάδης και Ηλίας Μαγκλίνης, συζητούν για τους βάρβαρους και αναρωτιούνται τι θα απογίνουν χωρίς αυτούς.
Τα ενδιαφέροντα που ειπώθηκαν στο restaurant «Ιντεάλ» στην Καθημερινή της Κυριακής

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13, 2009

ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Ένα μεγάλο τραγούδι που έπαιξε και χορεύτηκε πολύ χθες.

Στίχοι: Μάνος Ελευθερίου
Μουσική: Θανάσης Πολυκανδριώτης
Πρώτη εκτέλεση: Ντίνος Βρεττός
Άλλες ερμηνείες: Γιώργος Μαργαρίτης


Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια
και θα βάλεις δικηγόρους
για να περπατώ υπό όρους
και να πάρουν οι εχθροί μας
τα συγχαρητήρια.
Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια.
Πώς εφτάσαμε ως τα άκρα
είν’ απ’ τα μυστήρια.
Κι όταν είδαν τις πληγές μου
κλάψανε κι οι δικαστές μου,
και πώς άντεξα ρωτούσαν
πόνους και μαρτύρια.
Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια.
Η κατάθεσή σου εκείνη
τότε με γονάτισε,
κι η χαριστική βολή σου
της αχάριστης ψυχής σου
δίχως να με λογαριάσει
μια ζωή τραυμάτισε.
Η κατάθεσή σου εκείνη
τότε με γονάτισε.
Πώς εφτάσαμε ως τα άκρα
είν’ απ’ τα μυστήρια.
Κι όταν είδαν τις πληγές μου
κλάψανε κι οι δικαστές μου,
και πώς άντεξα ρωτούσαν
πόνους και μαρτύρια.
Μου ’πανε πως θα μου κάνεις
μέχρι δικαστήρια.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 08, 2009

ΕΚ ΒΑΘΕΩΝ


Αγαπημένε μου,

Εδώ που έφτασαν τα πράγματα πρέπει να σου εξομολογηθώ την αγάπη που νοιώθω για σένα. Απόφευγα να σου γράψω τόσο καιρό, γιατί η αναμφισβήτητη ικανότητα που έχεις να κρίνεις με απαράμιλλη ευρηματικότητα και πρωτοτυπία την καθημερινότητα και, να αποφαίνεσαι επί παντός επιστητού, νόμιζα ότι ήταν αρκετή για να αντιληφθείς ότι η στάση μου απέναντί σου, ήταν ένα πάθος που γεννήθηκε παρακολουθώντας τη διεισδυτική ματιά σου απέναντι στη ζωή. Η επάρκεια της γνώσης σου, η καταλυτική παρουσία σου, ο ασυμβίβαστος λόγος σου, μου δημιούργησαν την ανάγκη να βρίσκομαι διαρκώς μαζί σου, έστω από μακριά. Να παρακολουθώ κάθε λέξη σου, κάθε φράση σου, κάθε σκέψη σου, αφού δεν μπορούσα να σε πλησιάσω σωματικά. Σιγά-σιγά αυτή η ανάγκη έγινε πάθος, φοβάμαι να το ονομάσω έρωτα, η λέξη αυτή με λυγίζει. Ένα πάθος καταδικασμένο και ανομολόγητο.
Όπως αποδεικνύεται ήταν λάθος η εκτίμησή μου και αυτό πληρώνω τόσο καιρό. Δεν είναι η απόσταση που μας χωρίζει, αυτό διορθώνεται, θα βρίσκαμε τον τρόπο να βρεθούμε, αν το θέλαμε. Ούτε οι σχέσεις που έχουμε με τους συντρόφους μας είναι εμπόδιο. Δεν θα μιλήσω για το φόβο του κοινωνικού αποκλεισμού, γιατί η πνευματική σου αυτάρκεια είναι αρκετή για να σε κάνει να ξεπεράσεις αυτές τις μίζερες απαγορεύσεις. Το σφάλμα είναι αποκλειστικά δικό μου, αν μπορώ να μιλήσω για σφάλμα και όχι για αδυναμία να ξεπεράσω όλη την προηγούμενη συμβατική μου πορεία στη ζωή.
Όσο διάβαζα στις αναρτήσεις σου, τα λόγια που χρησιμοποιούσες, μαγευόμουνα, ναι, ναι, αυτή είναι η κατάλληλη λέξη. Βαπτιζόμουνα στο ποτάμι της μεγαλοσύνης σου, που πήγαζε από την αταλάντευτη ανάγκη σου να αντισταθείς σε κάθε μορφή εξουσίας, να αποκαλύψεις, αταλάντευτα, με κάθε κόστος, τους πουλημένους στην εξουσία, τους συμβιβασμένους, έμενα εκστασιασμένος από τον ανδρισμό που ξεχείλιζε απο τη λεβέντικη, αυθεντική λαική φωνή σου. Όσο σε διάβαζα τόσο το πάθος μου για σένα μεγάλωνε. Σκεφτόμουν να τα βροντήξω όλα και να έρθω να σε βρω, να σου τα πω όλα Ας μην με δεχόσουν, τουλάχιστον να σ’έβλεπα για μια στιγμή.
Θυμάσαι πως σε γνώρισα; Ίσως το έχεις ξεχάσει. Εμένα αυτά τα λόγια με έχουν σημαδέψει. Έγραψα αυτές τις φράσεις, τότε, όχι για να διαφωνήσω μαζί σου αλλά για να σου προκαλέσω την προσοχή. Βέβαια ο τρόπος που χρησιμοποίησα ήταν λάθος, αλλά το πάθος με είχε τυφλώσει. Αυτόν τον τρόπο διάλεξα, καταδίκασέ με αν θέλεις. Η απόφασή σου όποια κι αν είναι θα τη δεχθώ.
Η απόγνωσή μου μεγάλωνε όταν σκεφτόμουν ότι κάποια γυναίκα σε διεκδικεί. Δεν ξέρεις πόσο χαιρόμουν για την παλικαρίσια και αντρική στάση που κράτησες στη διένεξή σου με τη μαρούχα, που ήθελε, στην ουσία, να σε τυλίξει. Εσύ το έγραψες, θυμάσαι; Ήθελε να σε πάρει από τα χέρια τα δικά μου, συμβολικά μιλάω, ελπίζω να με καταλαβαίνεις.
Τη σύντροφό σου, γιατί δεν μπορεί να είσαι μόνος, είσαι ωραίο παιδί, και καλός γαμιάς απ’ότι λες, συγγνώμη για την έκφραση, για ένα ανεξήγητο λόγο δεν τη ζήλευα. Ίσως γιατί οι κατακτημένοι δεν δημιουργούν αποστροφή. Λιγάκι ζήλεψα όταν την κρατούσες αγκαλιά και πίνατε μπύρες αλλά ένα “XANAX” με επανέφερε στη θέση μου, «έστρωσε ο νους και κατέβηκα πάλι στον ευατό μου», λόγια ξεχασμένα από κάποιον ανώνυμο σχολιαστή.
Σκεφτόμουν ότι ένα λαικό παιδί, μορφωμένο, έντιμο, παθιασμένο με το δίκιο των κοινωνικά αποκλεισμένων, που η λαική ψυχή και λεβεντιά ήταν το ιδανικό του, δεν θα ασχολιόταν μ’ένα πρόσωπο μίζερο, ασθενικό, ψυχοπαθολογικό, συμβιβασμένο. Πόσο δίκιο είχες όταν με χαρακτήριζες ανίατη περίπτωση.
Όταν όμως με αποκάλεσες συμπαθή, το υπόλοιπο το ξεχνάω, η καρδιά μου σκίρτησε, η φλόγα του έρωτα άρχιζε ξανά να φουντώνει. Είμαι απερίγραπτος, έλεγα, πως είναι είναι δυνατόν ν’ανταποκριθεί, αφού ούτε ένα σημάδι συμπάθειας, έστω, δεν του στέλνω, αλλά, αντίθετα, όπου βρεθεί κι όπου σταθεί τον κρίνω αυστηρά. Γιατί δεν μπορώ να το αρνηθώ, όπου κι αν βρισκόσουν σε ακολουθούσα, με είχες μάλιστα ειρωνευτεί που ξημεροβραδιαζόμουνα στο ιστολόγιό σου, βλέπεις δεν ξεχνώ τίποτα, όλα τα έχω γράψει στο σκληρό δίσκο του πάθους μου. Όλα αυτά τα έκανα, χαζούλη, για να φορτίσω την ψυχή μου από το μεγαλείο που εξέπεμπες, να φωτιστεί το πρόσωπό μου από την ακτινοβολία που σκορπούσες, να βυθιστώ στα κείμενά σου για να εξαγνιστώ, να μην κοιμηθώ χωρίς το νανούρισμα από τα λόγια σου.
Τι κι αν με αποκαλούσες μαλακοκαύλη, μήπως δεν ήμουνα, αλλά για διαφορετικούς λόγους από αυτούς που νόμιζες. Μην γίνεσαι αυστηρός, τώρα, καθένας θα μπορούσε να βρεθεί στη θέση μου, οικτίρω τον ευατό μου για τη συμπεριφορά μου.
Ίσως αυτό το γράμμα να σου δώσει μια εξήγηση. Όχι, όχι, δεν θέλω μια απάντηση, συνέχισε το δρόμο σου, έχεις οριστεί για σπουδαία πράγματα, κι άσε εμένα να σβήνω τον πόθο μου με όποιους τρόπους βρίσκω πρόσφορους.
Άλλωστε τα δάκρυα που έχυσα για σένα, δεν πρόκειται να τα δεις ποτέ.
Φιλάκια παντού.

Παρασκευή, Δεκεμβρίου 04, 2009

ΠΟΝΑΝΕ, ΩΡΕ ΤΑ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΑ;


Τα ιστολόγια είναι ένας από τους πολλαπλούς αποδέκτες των κοινωνικών διεργασιών. Είναι τόσο μεγάλη και πολύμορφη η γκάμα της κοινωνικής παρέμβασης στο διαδίκτυο, που δυσκολεύεσαι να την παρακολουθήσεις. Όλα τα πολιτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και ιδεολογικά ρεύματα βρίσκουν έκφραση στο καινούργιο «μέσον». Η πρωτοτυπία και μοναδικότητα του «χώρου», άρα η έλξη που προκαλεί, βρίσκεται στην ελευθερία που προσφέρει, σε οποιονδήποτε θελήσει να εκφράσει την άποψή του. Άποψη που καταγράφεται δίχως καμμιά διαμεσολάβηση ή λογοκρισία, σ’ένα απεριόριστο, εν δυνάμει, ακροατήριο. Η κοινωνία λοιπόν παύει να λειτουργεί δια αντιπροσώπων, όσον αφορά την παραγωγή λόγου, οι πολίτες έχουν πια τη δυνατότητα να εκφράσουν την άποψή τους απ’ευθείας στην αγορά των ιδεών, δίχως το φιλτράρισμα της γνώμης τους από την ιδεολογική και πολιτική επεξεργασία των κομματικών μηχανισμών, ούτε από τη δημοσιογραφική αποτύπωση και σχολιασμό.

Η πρωτόγνωρη αυτή διαδικασία ρίχνει στο παιγνίδι αναρίθμητες δυνάμεις της κοινωνικής ρητορικής, οι οποίες παγιδευμένες μέχρι τώρα στον οικείο χώρο τους, δεν είχαν τις διεξόδους εκείνες που θα τις έκαναν να αποκτήσουν δημόσιο λόγο. Βρίσκοντας λοιπόν ο ιστολόγος στο δημόσιο χώρο του διαδικτύου ένα ακροατήριο διψασμένο ν’ απαλλαγεί από τους αναγνωρίσιμους χώρους παραγωγής λόγου, αποτυπώνει την προσωπική του κατάθεση στη δημόσια σφαίρα δίχως εξουσιαστικές διαμεσολαβήσεις. Αποσπασμένος από την ανωνυμία  της εντοπιότητας, τοποθετείται στην οικουμενικότητα της δημοσιότητας.
Η ριζική αυτή μετάσταση του ιδιωτικού σε δημόσιο, σε αρκετές περιπτώσεις οδηγεί σ’ένα λαικισμό, ο οποίος κυριαρχεί στον καινούργιο λυτρωτικό τόπο, μεταφέροντας όλο τον κεντρικό πυρήνα της ιδεολογικής καταγωγής του στο νέο μέσο.
Το λαικισμό σε γενικές γραμμές τον διακρίνει η ρητορική που αποφεύγει ή αγνοεί την πολυπλοκότητα της κοινωνίας. Ο λαικιστικής απλοποιεί τα προβλήματα, κολακεύει την έννοια «λαός», δίνοντας στον όρο μια γενική ερμηνεία, αγνοώντας τις ταξικές διαστρωματώσεις. Ο λαικιστής φορά το διανουμενίστικο αμπέχωνό του, γίνεται κυνικός, αγαπησιάρικος και λεβέντης, ασπαζόμενος την «μικροηδονή του υβρεολογίου» και απευθύνεται στο συναίσθημα του ακροατηρίου του. Λοιδωρεί και πολεμά τις πολιτικές και πολιτισμικές ελίτ, απ’όλο το φάσμα του κοινωνικού χώρου, υπηρετεί την εντιμότητα και τον αντικομφορισμό, βρίσκεται διαρκώς απέναντι σ’αυτούς που συμβιβάστηκαν με την εξουσία. Η γλώσσα του είναι δίχως ιδεολογικό προσανατολισμό, απαραίτητα καταγγελτική, με λεξιλόγιο αρκετές φορές της πιάτσας, ώστε η απόσταση με τον λόγο των καταγγελούμενων όχι μόνο να απέχει αλλά να διαφοροποιείται κοινωνικά. Με επικαιροποιημένα στοιχεία και ευρεία νοηματική χωρητικότητα ώστε να περιλαμβάνει το σύνολο του ακροατηρίου του, ο λόγος του λαικιστή εξαντλείται στην καταγγελία και στιγματισμό των στοχοποιημένων ελίτ, που κατόρθωσαν με το συμβιβασμό και την απεμπόλιση των ιδανικών που κάποτε υπηρετούσαν, να υπηρετούν την εξουσία.
Η γενική αυτή τοποθέτηση μπορεί να χαρακτηριστεί ως ήδη καταχωρημένη ανάγνωση του λαικισμού. Υπάρχει όμως τώρα στα ιστολόγια μια κατηγορία λαικισμού, που εκτός των χαρακτηριστικών που αναφέρθηκαν, εμφανίζει κάποια στοιχεία που διαφεύγουν από τις μέχρι τώρα προσπάθειες καταγραφής του φαινομένου. Πρέπει λοιπόν, να ανιχνεύσουμε ωρισμένα χαρακτηριστικά που τον εμπλουτίζουν αλλά παράλληλα τον διαφοροποιούν από την παραπάνω ανάλυση.
Η ιδιαιτερότητα αυτή του λαικισμού χαρακτηρίζεται από την πολυμορφία της τοποθέτησής του. Με άκριτη ευκολία καταργεί τα όρια παράδοσης – νεωτερισμού, λαικού και ελίτ, κατορθώνοντας να ελίσσεται ανάμεσα σ’αυτά τα αντιθετικά ζεύγη.
Ο λαικιστικής μας αναρτά στο ιστολόγιό του πενιές και σονάτες, Γιώτα Λύδια και άριες, Τσε και Γιανναρά, Sex pistols και Καζαντζίδη, υποστηριζόμενος, προφανώς, από την ευρυμάθειά του, την υποσιτισμένη πνευματική του αυτάρκεια, και την ανάγκη του ν’ αναδείξει την ελευθερία που του προσφέρει η γνώση.
Οι επιλογές του λειτουργούν σαν άλλοθι του συντηρητικού του λόγου. Η προσπάθειά του να επενδύσει σε στοιχεία λαικότητας, αφυδατώνουν τη δυναμική των προτύπων που επικαλείται. Αποσπά τους αυθεντικούς λαικούς δημιουργούς από το χώρο που τους έχει αναδείξει, και τους παρουσιάζει αποδυναμωμένους από τη γνήσια λαική καταγωγή τους. Οι γνήσιοι λαικοί δημιουργοί με την μεταχείρηση του λαικιστή μας, αποκτούν συμβολικό χαρακτήρα, γεγονός που τους απογυμνώνει από τα επενδυμένα όνειρα των λαικών στρωμάτων, και τους καθιστά μνημεία στην ταφική ζώνη του διαδικτύου.
Η διαρκής αυτή μετακίνηση μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, εθνικισμού και διεθνισμού, φοβισμού και συναδέλφωσης, δεν τον διαφοροποιεί από τον πυρήνα της ιδεολογίας του. Ιδεολογία βαθύτατα συντηρητική που στοχοποιεί κάθε μορφής ετερότητα, η οποία εστιάζει τη δημόσια παρουσία της στη διεύρυνση και διαρκή ρήξη με τη συλλογική αδιαφορία, τη μισαλλοδοξία, την πολιτική και ιδεολογική ορθότητα, την κρατική αναλγησία, την πολιτική και οικονομική κυριαρχία της αστικής τάξης, διατηρώντας στο προσκήνιο την ανάγκη για ριζική ανατροπή του κόσμου που τις εκτρέφει.