Τον πρώτο καιρό την έβλεπε όταν είχαν συγκέντρωση, κάθε Παρασκευή απόγευμα. Η Δέσποινα δεν δούλευε, καθόταν σπίτι και διάβαζε, θα έδινε Νομική, κρατούσε πάντα ένα τσιγάρο, τα δάχτυλά της κοντά και χοντρά. Αργούσε συνήθως , κι άρχιζαν τα παράπονα, μόνο εσύ καθυστερείς, μόλις καλμάριζαν τα νεύρα , αρχίζανε.
Εκείνη τη νύχτα χιόνισε, είχαν ανηφορίσει για να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση για τον Βάρναλη στο δημοτικό σχολείο. Γυρίζοντας, τ’ αυτοκίνητα σχεδόν πατινάριζαν στο δρόμο, ξέκοψαν από τους άλλους, εκείνοι μπροστά, τραγούδια και φωνές, πίσω αυτοί κουβεντιάζοντας. Παραπατάνε, αγκαλιάζονται, γελάνε. Όταν γύρισε σπίτι δεν τον έπιανε ύπνος.
Είχε δεθεί με μια σχέση που δεν του είχε επιβληθεί, αθόρυβα δίχως να αντιληφθεί τη σημασία της. Η Δέσποινα του προκαλούσε μια έλξη μαγευτική, πλανιόταν απόμακρη, ταυτόχρονα προσιτή, ένοιωθε την ανάγκη να αγγίξει το δέρμα της, που έκρυβε έναν κόσμο οργισμένο, γεμάτο όνειρα και επιθυμίες, έτοιμο να δεχθεί προσφορές ευγνωμοσύνης , δεν μπορούσε να την αποχωριστεί. Αναρωτιόταν γιατί τα έκανε όλα αυτά. Σε μια θάλασσα νόμιζε ότι πλανιόταν, μητρική, δίχως στεριά. Δεν υπήρχε μυστήριο, ούτε τα ερευνητικά βλέμματα των φίλων, καθώς έβγαινε μαζί της, δεν ήξερε για που, τον πείραζαν. Δεν ήξερε αν έπρεπε να είναι απόμακρος ή να χαμογελά με την προσπάθεια των φίλων του να αποκρυπτογραφήσουν την μεταλλαγή του. Τύχαινε να ανοίγει η πόρτα, έβλεπε αυτά τα παιδιά να χορεύουν στους διαστρεβλωμένους ήχους των DEEP PURPLE , τη Δέσποινα στα πρώτα καθίσματα, παρασυρμένη στο ρυθμό της μουσικής, τον ρωτούσαν γιατί δεν έμπαινε μέσα, ήθελε μονάχα να πάρει αέρα, τον έτσουζαν τα μάτια του από τον καπνό των τσιγάρων, αυτό ήταν μόνο, κι έπιανε τις σκέψεις από την αρχή.
Συνεχίζεται