Κόντε,
Ελπίζω ότι δεν σε ενοχλεί ο ενικός. Τον υπαγορεύει, έτσι κι αλλιώς, η απόσταση. Το 1998, όπως καλά το ξέρεις, γιορτάσαμε τα 200 σου χρόνια. Ετος τιμής για τον εθνικό μας ποιητή. Πολλοί, ακόμα κι από αυτούς που οργάνωσαν τις σχετικές φιέστες, σε θεωρούν ποιητή επειδή έγραψες τον Υμνο. Ενα μέτριο, έως κακό, νεανικό πόνημα. Το ξέρεις κι αυτό φυσικά. Εκεί σταματάει η επαφή τους με το έργο -και με το βίο σου. Οι άλλοι, οι λίγοι, που δεν είναι και τόσο λίγοι, ακολουθώντας τις κλίσεις τους σε έχουν κάνει μνημείο. Αναρωτιέμαι ποια από τις δύο είναι η χειρότερη καταδίκη. Προσωπικά μπορώ να δηλώσω την ευγνωμοσύνη μου για τον Πόρφυρα -έστω και ως συμπίλημα Πολυλά- και τη γυναίκα της Ζάκυθος. Τόσο μόνο. Αλλά δεν σκοπεύω εδώ να δαπανηθώ σε πολεμικές. Υπάρχει μια ξεχωριστή πάντα για τον καθένα σχέση με την ποίηση και θα μείνω σ' αυτήν.
Το 1943 κηδέψαμε έναν άλλον εθνικό ποιητή. Αυτά στη Σπάρτη. Μας μάζεψαν, παιδάκια του οχταταξίου, από τις διάφορες αποθήκες που παρίσταναν τις αίθουσες και μας κουβάλησαν στην τοπική μητρόπολη. Εκεί, με τη συμμετοχή και υπό το βλέμμα των αρχών κατοχής, ο φιλόλογός μας διάβασε ένα είδος επιταφίου. Λοιπόν: Αλλαξα τρία γυμνάσια από τότε και ο άνθρωπος αυτός, εν μετενσαρκώσει πάντα, με ακολούθησε και στα τρία. Μέχρι το 1950 αυτός ο ίδιος προσπαθούσε να με πείσει για το υψηλό ποιητικό σου εκτόπισμα. Δεν τα κατάφερε. Δεν τον βοήθαγε, άλλωστε, τίποτα. Ούτε το κουρασμένο του κοστούμι ούτε το ακατάλληλο μυαλό του. Ούτε βεβαίως τα κείμενα. Η κόψη του σπαθιού και η Ξανθούλα που, αργά μέσα στο λυκόφως, αποφασισμένη να ξενιτευτεί μπήκε στη βαρκούλα. Ετσι τελείωσε ο πρώτος γύρος. Σε ξανασυνάντησα πολύ αργότερα, μέσω μιας γυναίκας αυτή τη φορά. Πρόσεξε, ήταν νέα και με αναστάτωνε. Αν μπορείς να με καταλάβεις. Είχε ένα αστραφτερό μυαλό επίσης. Αυτή μου έδειξε τα αυτόγραφά σου, στη γνωστή φωτογραφική αναπαραγωγή τους. Ηταν η πρώτη που μου επισήμανε το σπαραγμό. Τα ποιητικά σπαράγματα και το σπαραγμό σου. Τροπαιοφόρος ήττα. Αυτός ήταν ο ακριβής χαρακτηρισμός της. Επρόκειτο για έναν έρωτα φυσικά. Οι έρωτες είναι σαν τις πυρκαγιές. Αφού κατακάψουν τα πάντα, σβήνουν. Καμιά φορά μένουν σπίθες ή κάρβουνα αναμμένα, που τα κουβαλάς μέσα σου.
Το 1996, εν όψει των εορτασμών που προανέφερα, μου πρότειναν τη συγγραφή ενός σεναρίου. Για τη ζωή σου. Η σκέψη ήταν έξυπνη. Δέκατος ένατος αιώνας, Αγγλική Αρμοστεία, δηλαδή αυλή, και ο ποιητής, μέσα από τα οικογενειακά σκάνδαλα, στην υψιπετή ασκητική του πορεία. Μια ταινία εποχής με ισχυρά καρυκεύματα ρομάντζου. Ο παραγωγός πόνταρε σε γερό χαρτί. Ηταν ακριβώς αυτό που δεν μου άρεσε. Για να αποφύγω την εμπλοκή ζήτησα μια υψηλή αμοιβή. Προς έκπληξή μου την αποδέχτηκε. Ηταν πια δύσκολο να υπαναχωρήσω. Ευτυχώς, μπόρεσα να συνεννοηθώ με το σκηνοθέτη. Συμπατριώτης σου, έντιμος με τη δουλειά του. Αυτός, άλλωστε, είχε διακινήσει την υπόθεση. Αποκλείσαμε κατ' αρχήν την υπερπαραγωγή. Το μεγάλο θέαμα, τα μεγάλα αισθήματα. Ηθελε εξίσου και ο ίδιος μια προσωπική ταινία. Ετσι άρχισε αυτός ο ανάπλους μοναξιάς. Φυσικά, χρειαζόμουν ένα σημείο εκκίνησης. Περίπου συμπτωματικά βρήκα στο Μοναστηράκι ένα αντίτυπο των αυτογράφων σου. Ηταν σε καλή κατάσταση. Σε ορισμένες σελίδες, στο περιθώριο, υπήρχαν κωδικοποιημένες σημειώσεις με μολύβι. Μάλλον γυναικείος χαρακτήρας. Προσπάθησα να τις αποκρυπτογραφήσω, χωρίς επιτυχία. Ο σπαραγμός, πάντως, και τα σπαράγματα ήσαν εκεί. Οσο φυλλομετρούσα ξανά το βιβλίο κρατούσα σημειώσεις. Κυρίως των αισθημάτων και των αντιδράσεων που μου δημιουργούσαν η απελπισία, το πείσμα, τα αδιέξοδά σου. Αυτός ο καταδικασμένος αγώνας. Στίχοι, στροφές, στίχοι σε παραλλαγές, πάλι και πάλι. Κι ύστερα η απόγνωση. Σκατά. Η αντίσταση της γλώσσας, ο πόνος της. Συνέχεια, ημέρες και νύχτες αυτό το μακελειό. Η τροπαιοφόρος ήττα. Το χαρακτηρισμό που αρχικά είχα εκλάβει ως λεκτικό παράδοξο, τον καταλάβαινα τώρα απολύτως. Ομως καταλάβαινα ακόμα κάτι: τους κρυφούς δρόμους που συχνά ακολουθεί η ανθρώπινη ψυχή. Την ανάγκη της να ξεγελιέται. Γιατί τελικά αυτό που έψαχνα στα αυτόγραφά σου δεν ήσουν εσύ. Ηταν η σκιά μιας γυναίκας. Εν τάξει.
Δεύτερος, και ως λογική συνέπεια, σταθμός ήταν η αλληλογραφία σου. Φυσικά ερεύνησα και άλλες πηγές. Τα σχόλια του αναιδούς Πολωνού σύντεχνού σου, Σλοβάτσκι, μου έφεραν στο νου κάποιους, ίδιου ήθους, στίχους του Ρούπερτ Μπρουκ. Καλά κείται στη Λήμνο αυτός. Αλλά οι απόψεις τους μόνο αναδρομικά μπορεί να σε πλήγωσαν, αν σε πλήγωσαν. Η νεότητα είναι πάντα επικίνδυνα έκθετη στη ζήλεια. Ξαναγυρίζω στην αλληλογραφία σου. Εξαίρετη φιλολογική δουλειά. Δεν ήταν βέβαια αυτό που με γοήτευσε. Εκατόν σαράντα εφτά γράμματά σου -το μεγάλο σου έργο. Μια τέλεια προσωπογραφία που συμπληρώνεται από τις 36 επιστολές προς εσένα, επιστολές του Δημήτρη κυρίως. Τι πλούτος στοιχείων! Είσαι ολόκληρος εκεί μέσα, απερίφραστος, ακόμα και όταν αρνιέσαι τα δέκα όβολα στον καημένο τον Τερτσέτη. Ο ναρκισσισμός, η εμπάθεια, η ευθιξία, το γύρισμα της πλάτης στους φίλους δεν είναι αρετές. Αλλά οι ποιητές από αυτό το υλικό είναι φτιαγμένοι. Αναρωτιέμαι γιατί οι μελετητές σου, συστηματικά σχεδόν, αποφεύγουν να θίξουν αυτές τις ιδιότητες. Προφανώς τις θεωρούν τη σκοτεινή σου πλευρά. Αυτή που ενθουσιάζει εμένα.
Πρόβλημα για το σενάριο ήταν η έκτασή του στο χρόνο. Μια βιογραφία είναι μια βιογραφία, δραματουργικά ωστόσο με ενδιέφεραν άλλα πράγματα. Δεν θα επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Εκμεταλλεύτηκα κυρίως το τελευταίο σου ταξίδι στη Ζάκυνθο. Κέρκυρα-Ζάκυνθος, Σεπτέμβριος 1836. Είσαι 38 χρόνων, η δικαστική διένεξη με τον Λιονταράκη δεν έχει τελειώσει ακόμα. Οι οιωνοί, πάντως, δείχνουν εύνοια. Στην τέχνη, το ξέρεις καλά κι αυτό, η αυθαιρεσία των καταστάσεων είναι ευθέως ανάλογη με την αυθεντικότητα των πραγμάτων πάνω στα οποία πατάνε. Προς επίρρωσιν παραθέτω μια σκηνή. Για να πάρεις επίσης μια ιδέα του τρόπου που σε μεταχειρίστηκα. Κατεβαίνεις με τον Νικόλα Λούντζη από το Ακρωτήρι προς τις σολωμέικες σταφίδες. Είναι η εποχή της συγκομιδής τους. Εκεί σας περιμένουν ο Δημήτρης με την οικογένειά του και φίλους. Τον Λούντζη τον έχεις δούλο σχεδόν, σου μεταφράζει από τα γερμανικά ασταμάτητα. Σίλερ και λοιπούς. Λίγο αργότερα, θα παντρευτεί την Αννέτα, κόρη του Δημήτρη. Με τον Δημήτρη είναι συνομήλικος και η Αννέτα σύντομα θα του τα φορέσει -δικαίως. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Ακρωτήρι λοιπόν. Μονοπάτι. Εσύ προπορεύεσαι. Είσαι χλομός. Τα προβλήματα της καρδιάς έχουν κιόλας αρχίσει. Ο γιατρός σου επιμένει να περπατάς, να ασκείσαι. Στην επόμενη στροφή σταματάς. Αντίκρυ σας υψώνεται ο λόφος Στράνη. Το σπίτι στην κορυφή φαίνεται έρημο. Εκεί πρωτογνώρισες τη Μαρία. Τη Μαρία Παπαγιωργοπούλου. Τη Φαρμακωμένη. Από τον Λουδοβίκο Στράνη, λίγο πριν αυτός φύγει για τη Βενετία. Μια δόση γλυκασμού είναι απαραίτητη στον κινηματογράφο. Η Σουζάνα Στράνη, αδερφή του Λουδοβίκου, παντρεύτηκε τον Γιώργη Δε Ρώσση. Τις σχόλες και τα καλοκαίρια τους τα πέρναγαν πάντα εδώ. Ησασταν κολλητοί τότε. Τώρα δεν μιλιόσαστε. Ρωτάς τον Λούντζη αν το ξέρει. Βέβαια το ξέρει. Αυτό που δεν ξέρει είναι το γιατί. Στην ερώτησή του αποφεύγεις να απαντήσεις. Καλύπτεσαι πίσω από ένα: δεν έχει πια σημασία. Κι ύστερα αλλάζεις κουβέντα. Αρχίζεις να απαγγέλλεις. Απαγγέλλεις ωραία, με γνώση, λίγο ψυχρά, για να αναδύεται το νόημα ακέραιο: «Το γεγονός ότι το χλομό πρόσωπό σου σκοτεινιάζει δεν σημαίνει ότι σκέφτεσαι το θάνατο. Τώρα είναι ο θάνατος που σκέφτεται εσένα».
«Βόρειοι στίχοι μεταφερμένοι στα ιταλικά», εξηγείς στον Λούντζη. «Από εκεί τα μετέφρασα». Αλλά διορθώνεις τον εαυτόν σου: «Προσπάθησα να τους μεταφράσω. Η αγωνία των πραγμάτων δύσκολα περνάει από μια γλώσσα σε μια άλλη, ιδιαίτερα μέσω μιας τρίτης. Και η προσπάθεια να χρησιμοποιήσει κανείς τις λέξεις είναι κάθε φορά μια καινούρια αποτυχία».
Οι στίχοι είναι όντως βόρειοι, αλλά ενός σύγχρονου Σκανδιναβού φίλου. Αυτή είναι η αυθαιρεσία. Το μεγαλείο βρίσκεται στο δικό σου στοχασμό, στην κατακλείδα του. Σ' αυτήν την κάθε φορά καινούρια αποτυχία. Πρέπει όμως να σταματήσω εδώ. Πληροφοριακά αναφέρω ότι το εν λόγω σενάριο δεν γυρίστηκε ποτέ. Και ο παραγωγός, παρά τη δέσμευσή του στο συμβόλαιο, μου έφαγε τη μισή αμοιβή. Σκέφτομαι να τον κυνηγήσω με μια αγωγή. Τι θα με συμβούλευες; Στο κάτω κάτω κι εσύ έχεις κατηγορηθεί για δικομανής. Με την προσήκουσα τιμή.
"ΑΝΘΗ ΤΗΣ ΑΒΥΣΣΟΥ" του Θανάση Βαλτινού
Η επιστολή αυτή πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφ.Ελευθεροτυπία, ένθετο "Βιβλιοθήκη". 25 Απριλίου 2003, στη στήλη Φανταστικό ταχυδρομείο.
6 σχόλια:
Σε πόσους θα ήθελα να στείλω τέτοια γράμματα!!!
ΥΓ.O Ρούπερτ Μπρουκ μπορεί να πέθανε στα ανοιχτά της Λήμνου από σηψαιμία, στην καμπίνα ενός πολεμικού πλοίου, αλλά ετάφη σε έναν απομονωμένο ελαιώνα στη Σκύρο.
(έτυχε να έχω επισκεφτεί το μνήμα του).
Αγαπητέ Ναυτίλε
Ότι αξίζει από το βιβλίο είναι αυτό το γράμμα. Κρίμα.
Σας χαιρετώ και σας εύχομαι καλό απόγευμα.
Δεν με ενθουσίασε όπως εσάς. Διακρίνω κάποια ελαττώματα που με ενοχλούν, εκτός και αν αντανακλώ επάνω του τις δικές μου αναγνωστικές ιδιοτροπίες.
ρ.
@Ανώνυμος/η
Μα ποιος σας είπε ότι ενθουσιάστηκα; Φυσικά ο καθένας έχει την δική του αναγνωστική προσέγγιση. Αλλοίμονο αν είχαμε την ίδια θέαση του ποιητικού κόσμου.
Σας χαιρετώ
Ζητώ συγγνώμη αλλά έτσι μου φάνηκε.
ρ.
@ρ
Μα γιατί ζητάτε συγγνώμη;
Δημοσίευση σχολίου