Προσπερνώ το οικονομικό κόστος που είναι αβάσταχτο, που να δίνεις τόσα λεφτά κάθε τόσο για βιβλία, δίχως να αναφέρομαι στους κριτικούς, που φαντάζομαι δεν δαπανούν δεκάρα, αφού προβλέπουν άλλοι γι’αυτούς, εν προκειμένω οι εκδοτικοί οίκοι, ούτε στους αναγνωρισμένους δημιουργούς, που ο καθένας θέλει να προσεγγίσει ώστε μια καλή λέξη τους, θα δώσει στο βιβλίο που τους προσφέρουν, εντελώς δωρεάν, το κύρος που χρειάζεται για την αναγνωρισιμότητα του, απαραίτητου όρου για τη προώθησή του στην αγορά . Δόξα τω Θεό, η παραγωγή βιβλίου με εγχώρια έργα αλλά και μεταφράσεις είναι αρκετά πλούσια, που φτάνεις σε σημείο, αν είσαι «συνεπής» αναγνώστης, να τρέχουν τα σάλια σου, από τους τίτλους βιβλίων που τυπώνονται κάθε χρόνο. ¨Οσες προτεραιότητες να κάνεις πάντα θα διαφεύγουν βιβλία που δεν κατάφερες ν’αγοράσεις για οικονομικούς λόγους.
Απομένει ο «ελεύθερος» χρόνος για την ανάγνωση των βιβλίων που ποθείς να διαβάσεις. Δεν θέλω να αναφερθώ στον ρυθμό ανάγνωσης των βιβλίων. Η διαφορετικότητα της ανάγνωσης είναι όσοι και οι αναγνώστες. Αλλά πάντα υπάρχει ο φόβος η ανεξέλεγκτη κατοχή βιβλίων να καταντήσει καταναλωτική ανάγκη. Όπως όμως με τις καταναλωτικές συνήθειες μας, συσσωρεύουμε άχρηστα καταναλωτικά προιόντα, έτσι και με τα βιβλία γεννιέται η επιθυμία, οδηγημένη από τις προτεραιότητες της αγοράς, να αγοράζουμε δίχως ουσιαστικά να το επιθυμούμε. Ο ανταγωνισμός έχει εισέλθει και στα αναγνωστικά γούστα, οδηγημένος , εν μέρει, από την μπλογκοκατάσταση. Ο χώρος αυτός, από μέσο έκφρασης και ενημέρωσης, τείνει να γίνει πεδίο ανταγωνιστικής γνώσης, πέρα από όλα τα άλλα.
Ας παραδεχθούμε λοιπόν ότι η ανάγνωση ήταν πάντα προνόμιο των πλουσίων ή καλύτερα της αστικής τάξης, άσχετα αν δεν εξασκούσε το προνόμιο που της κληροδότησε η θέση της. Ας παραδεχθούμε τη φιλελεύθερη άποψη ότι όλοι τώρα πια έχουμε πρόσβαση στη γνώση. Ας παραδεχθούμε ότι η οικονομική ανέχεια που πλήττει τον κόσμο, επιτρέπει την αγορά βιβλίων που «κρίνουμε» ή κρίνουν, απαραίτητα να διαβάσουμε. Το ερώτημα είναι που θα βρούμε χώρο να τα τοποθετήσουμε.
Εκτός της χυδαιολογικής, προσπαθώ να βρώ κάποια άλλη πιο ευπρεπή απάντηση. Βέβαια η ευπρέπεια και η λογική μας οδηγεί στο αβίαστη απάντηση. Στη βιβλιοθήκη. Μα εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Μπορεί να μην αγοράσουμε το παντελόνι που είδαμε στη βιτρίνα, να προσπεράσαμε τα παπούτσια του Σεβαστάκη, να βολευτήκαμε με το περσινό κουστούμι, να οδηγήθηκαμε στα Sprider stores και στο Glou, αλλά το ζήτημα του χώρου για να τοποθετήσουμε τα βιβλία πως θα το λύσουμε; Και τα ρημάδια δεν είναι αναλώσιμα, να τα πετάς, όπως αδειάζεις την ντουλάπα σου ή την παπουτσοθήκη σου, θέλεις να επανέρχεσαι σ’αυτά. Που θα βάλεις τον Σταντάλ, τον Ουγκώ, τον Φλωμπέρ, τον Μπαλζάκ(έγραψε και τόσα βιβλία ο ....) τον Προυστ (άλλος αυτός, 7 τόμοι), τον Θερβάντες, τον Τολστόι, τον Ντοστογιέφσκι, τον Γκόγκολ, τον Παβέζε, τον Καλβίνο, τον Σβέβο, τον Κανέτι, τον Τόμας Μαν, τον Σαίξπηρ, τον Τζόυς, την Ωστεν, την Μπροντέ, τον Ντίκενς, τον Λώρενς, την Γουλφ, τον Κόνραντ, τον Μέλβιλ, τον Μαρκ Τουαίν, τον Φώκνερ(είναι δυνατόν να μην έχεις τα άπαντά του), τον Φιτζέραλντ, τον Σταινμπεγκ, τον Μπέλοου, τον Σάλιντζερ, τον Πάσος, τον Κάφκα, τον Μούζιλ(έστω με την άθλια μετάφραση του «Ανθρώπου...), τον Μπροχ, τον Μπέρνχαρτ, τον Άντριτς, τον Σαραμάγκου, τον Πεσσόα, τον Μάρκες, τον Σάμπατο, τον Φουέντες, τον Μπόρχες, τον Κορτάσαρ, τον Ονέτι; Αυτά με τους κλασσικούς, αλλά δεν μπορείς να τη βγάλεις μόνο με τους κλασσικούς. Με τους ¨Ελληνες; Δεν πρέπει να έχεις τον Παπαδιαμάντη σου, το Βιζυηνό σου, τον Σκαρίμπα σου, τον Χατζηαργύρη, τον Αλεξάνδρου, τον Ταχτίτση, τον Κοσμά Πολίτη, τον Μπεράτη, τον Τερζάκη( τουλάχιστον την «Πριγκιπέσσα Ιζαμπώ»), τον Χατζή, τον Καζαντζή, τον Ιωάννου, τον Κοτζιά, τον Τσίρκα, τον Βαλτινό, την Μέλπω Αξιώτη, τον Πεντζίκη;
Αυτά με την πεζογραφία. Με την ποίηση τι γίνεται; Ειδικά τώρα που το διαδίκτυο έχει γεμίσει με ποιητικούς οίστρους; Πως θα αντιμετωπίσεις του ευδαίμονες, μέχρις εξαρθρώσεως των σιαγόνων, ευεργετημένους αναγνώστες και δημιουργούς; Θα αφήσεις τον Σολωμό, τον Κορνάρο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, και τόσους άλλους έξοχους Έλληνες ποιητές; Και τους ξένους ποιητές, που τα τελευταία χρόνια γίνονται θαυμάσιες μεταφράσεις τους, αν δεν μπορείς να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο; Θα τους αφήσεις απέξω;
Με την Ιστορία τι γίνεται; Με το δοκίμιο; Το πολιτικό βιβλίο; Τη λογοτεχνική θεωρία, για να πουλήσεις και λίγο μούρη; Τη φιλοσοφία; Τους αρχαίους Έλληνες, που δεν πρέπει να λείπουν από κάθε σπίτι, όπως λέει η διαφήμηση; Που τους βάζεις; Αναγνώστες είμαστε, δεν χρειαζόμαστε το λεξικό μας, τη γραμματική μας, το συντακτικό μας;
Γι’αυτό αναρωτιέμαι όταν διαβάζω κριτικούς ή τώρα τελευταία μπλόγκερς. Πως τα τοποθετείτε, ρε παιδιά, αυτά που διαβάζετε στις βιβλιοθήκες σας, και μας τα παρουσιάζετε; Να μάθω και γω για να μου φύγει το άγχος. Γιατί από χώρο το βλέπω αδύνατο.
Μπας και πρέπει να διαβάσουμε το «Πως να μιλάμε για βιβλία που δεν έχουμε διαβάσει»;
Υ.Γ
Μην ξεχάσουμε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται φυλακισμένος γιατί έγραψε ένα βιβλίο. εδώ