"Σοφοὶ λεξιθῆρες μακρύα,
μὴ λάχη σας βλάψω τ´ αὐτία"
Συνήθισα μ’αυτή την τρύπα στο μέτωπο. Τώρα μπορώ να μιλώ για αναδιπλωμένους ίσκιους, να βλέπω τους νεκρούς, ξάγρυπνους, να χαιδεύουν τις άγκυρες, το μυωπικό άλογο που τριγυρνάει ανάμεσά μας.
Τη στιγμή, όμως, που τυχαίνει να συναντώ τη συνυφάδα του Καλλίμαχου, αρχίζει να ουρλιάζει, μεγαλώνει ώστε το κεφάλι μου γίνεται μια πελώρια τρύπα. Τότε πλαγιάζω στην άσφαλτο, παρακαλώ να επανέλθει στην προτεραία κατάστασή του, κάποιος θέλει να δαγκάσει την τρύπα, αρχίζω να γελάω με το θέαμα, το κεφάλι μου δεν δέχεται την επαναφορά, απελπίζομαι, αρχίζω να τραγουδώ, μελωδικά, βραχνά, με χαμηλούς, ψηλούς τόνους, νοιώθω αμηχανία, μελετάω τα μάτια μου, το χρώμα τους, φορώ τα γυαλιά μου, δεν μου πηγαίνουν με τέτοια τρύπα, γυρίζω, βλέπω τους άλλους να με κοιτούν νοσταλγικά, απογοητεύομαι. Θα το αφήσω! Φωνάζω. Θα το κάψω!
Γυρίζω θυμωμένος σπίτι, κοιτάζω στον καθρέφτη την τρύπα, τι μου χρειάζεται τώρα πια χωρίς κεφάλι, την ονομάζω πεταλούδα, αρχίζει να πετάει στο δωμάτιο, μέχρι που χάνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου