Τετάρτη, Νοεμβρίου 07, 2007

Ο ΒΟΘΡΟΣ




Η μυρωδιά είχε γίνει πλέον αποπνικτική. Προσπάθησε να καταλάβει από που ερχόταν αυτή η δυσοσμία, που δεν διέφερε βέβαια αρκετά από την οικεία, καθημερινή οσμή που ανάδινε το σώμα του. Η διαφορά τώρα γινόταν αντιληπτή, διότι δεν διέθετε τη ξινή συνοδευτική κακοσμία που εξέπεμπε το σώμα του, δείγμα πολυμερούς παραμέλησης του κριτηρίου ανάμεσα σε θνητά πλάσματα και αποδημησάντων εις Κύριον.
Τις τελευταίες μέρες η μυρωδιά είχε γίνει διαρκής κι επίμονη. Η εξασθένιση των ανέμων που με ανακούφιση περίμεναν οι πυροσβεστικές δυνάμεις για την κατάσβεση της από καιρού αναμενόμενης πυρκαγιάς, βοηθούσε στη διεύρυνση του πεδίου της ενοχλητικής επισκέψεως. Όσο προσπαθούσε να θεωρήσει όλα αυτά γέννημα της φαντασίας του, η άπνοια ενίσχυε την πυκνότητα των αναθυμιάσεων, που είχαν αρχίσει να κατακλύζουν την ατμόσφαιρα, σε απόσταση μεγαλύτερη των δύο μέτρων, αφαιρώντας το προνόμιο η ρυπαρότητά του να είναι ο αποκλειστικός υπεύθυνος της μολύνσεως του περιβάλλοντος χώρου.
Ήταν λοιπόν αυτό που φοβόταν. Ο βόθρος! Πάλι απειλητικός υπενθύμιζε με το περιεχόμενό του την ανθρώπινη μικρότητα, την άναρχη επέκταση του χώρου, την ανικανότητα των τοπικών αρχών και κύρια τις οικονομικές του απαιτήσεις. Μεταφορικά βέβαια όλα αυτά, διότι τι απαιτήσεις έχουν οι ανθρώπινες εκκενώσεις, σωματικές και μηχανικές. Τα βυτιοφόρα με τα σκούρα χρώματα, προκαλούσαν αποστροφή όχι με τον αντιαισθητικό όγκο τους, τους προκλητικούς τίτλους, ή ακόμα-ακόμα το αηδιαστικό περιεχόμενό τους, αλλά μ’αυτόν τον χοντροκομμένο σωλήνα τους, που χωμένος στη γη, μαζί με την εισροή όλων των άχρηστων περιττωμάτων, τραβούσε και το πιο χρήσιμο, αναγκαίο αγαθό της ανθρώπινης ζωής. Τα λεφτά! Το κόστος είχε φτάσει τα εξήντα ευρώ το άδειασμα και αυτό ήταν πρόκληση προς την κοινωνία.
Είχε φτάσει η στιγμή που το ενοχλητικό αυτοκινούμενο δημιούργημα, θα έφτανε έξω από την πόρτα του, ο οδηγός με επαγγελματική ψυχρότητα, γαντοφορεμένος, θα οδηγούσε τον χοντροκομμένο άρπαγα στην τσέπη του και με ηδονικό τρόπο θα τραβούσε τα χρήματα στην υπερφυσική χορτασμένη κοίτη του.
Δεν ήταν δυνατόν να φτάσει σ’αυτή την ταπείνωση. Κατέβηκε κάτω, σέρνοντας βαριά τα πόδια του σαν τον μελλοθάνατο που τον οδηγούν στην αγχόνη. Η μοίρα του ήταν προδιαγεγραμμένη. Έπρεπε να δει το περιεχόμενο. Ανασήκωσε το σκουριασμένο, σιδερένιο καπάκι. Έσκυψε με καρδιά παλλόμενη, τις φλέβες στους κροτάφους να φουσκώνουν γαλαζοπράσινες, στα μάτια μια αχνή λάμψη ελπίδας στο βάθος τους. Ο καλός θεός θα τον βοηθούσε και πάλι. Όπως άλλες φορές όταν έφτανε στα πρόθυρα της απελπισίας το περιεχόμενο τον διέψευδε.
Τι σπουδαίο πράγμα η ελπίδα και η πίστη! Τα μάτια του γαλήνεψαν, μίκρυναν, απόκτησαν τη λάμψη τους, το στόμα του γέμισε σάλιο, οι φλέβες μετέφεραν το αίμα σε κανονικούς ρυθμούς. Ο λάκκος, μακρόστενος, απείχε αρκετά για να ξεχειλίσει. Άφησε με ηδονή το βλέμμα του να πλανηθεί στο παχύρρευστο, δύσοσμο υγρό. Η αποπνικτική μυρωδιά τον αγκάλιασε και τον έκανε ν’αφήσει έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Έκλεισε το καπάκι και ικανοποιημένος, αυτάρκης και σίγουρος για μια ανέξοδη βραδιά, ανέβηκε πάνω στο σπίτι. Η επαφή με την απωθητική οπή τού είχε προκαλέσει την ανάγκη για μια ανώδυνη εκκένωση δίχως το άγχος μιας πιθανής χρηματικής αποζημίωσης.
Το μόνο που έμενε τώρα ήταν να τραβήξει το μοχλό και το άχρηστο δημιούργημά του θα χανόταν στο βάθος της γης. Τράβηξε το μοχλό, αυτάρεσκα, κι άφησε το παγιδευμένο στον πρασινόχρωμο κάδο, μικρό χείμαρρο, να ξεχυθεί, και να παρασύρει την αποκρουστική εκκένωση. Ο πίδακας του νερού όρμησε πάνω στη γενναία συγκομιδή περιττωμάτων, και με σφοδρότητα ανατάραξε το συγκεντρωμένο νερό, που ανακατεμένο με δυσώδη κόπρανα, τραβώντας τη ροή του συνεχώς εκχειλιζόμενου υγρού, κατευθύνθηκε προς τη φυσική του κατάληξη. Στους σωλήνες δηλαδή που οδηγούσαν σ’αυτό που πριν λίγο του προκαλούσε αποστροφή. Το βόθρο!
Η ανάδευση όμως αντί να ακολουθήσει τη μηχανική κατάληξη, αντιστεκόταν στη μελέτη του κατασκευαστή της εγκατάστασης, πεισματικά, σαν ένα αόρατο τοίχωμα να κρατούσε αντίσταση στον οχετό. Η επιφάνεια της σμάλτινης λεκάνης όταν γαλήνεψε από την εισροή του εισβάλλοντος νερού, άρχισε σιγά-σιγά να ανεβαίνει μπροστά στα έκπληκτα μάτια του. Στεκόταν αμήχανος, δίχως να μπορεί να δώσει μια εξήγηση, μα και να βρει έναν τρόπο να σταματήσει το ανεξήγητο φαινόμενο. Ο οχετός κάλυψε τη λεκάνη κι άρχισε να κυλά στο δάπεδο του απόπατου, συνεχώς, με ρυθμούς βίαιους, να αναβλύζει από τη φυσιολογική ζύμωση, διαλυμένα μικρά κομματάκια κοπράνων, δυσώδη αποπνικτικό υγρό, τραβώντας την πορεία του, ασταμάτητα πλέον, προς τον διάδρομο.
Παρακολουθούσε ανήμπορος την κατάσταση, δίχως να αντιδρά, μαρμαρωμένος, τα μέλη του σώματός του παραλυμένα, εγκαταλειμμένος στην εκδίκηση των ψευδαισθήσεων του. Το πηχτό υγρό, πλημμυρισμένο κόπρανα, σιχαμερά έντομα, απαραίτητους συνοδούς της αηδιαστικής πλημμυρίδος, είχε καλύψει το πρόσωπό του,κάτωχρο και απορημένο, στο έλεος του οχετού.
Έριξα μια ζακέτα στους ώμους και βγήκα στην αυλή. Το πτώμα του διάστικτο με υπολείμματα περιττωμάτων κι ανατριχιαστικά έντομα, κυλούσε προς τη θάλασσα. Σε λίγο θα το έτρωγαν τα ψάρια με τα πράσινα φτερά.

2 σχόλια:

Lapsus digiti είπε...

Καλησπέρα! Μας θυμίσατε την όζουσα λογοτεχνία αγαπημένων συγγραφέων. Δεν έχει ξεθυμάνει η δριμεία μυρωδιά του "Μπιντέ" του Χάκκα και ενός διηγήματος του Γιώργου Ιωάννου, όπου περιγράφεται η διαδικασία του ξεσκατώματος αριστοτεχνικά!
Αμ εκείνη η κακοφορμισμένη πλήγη του Φιλοκτήτη; Ο Σοφοκλής μας χτυπάει αλύπητα στα ρουθούνια!
Προσθέτουμε και τον Βασιλιά Υμπύ του Ζαρρύ που αναφωνεί ασεβώς "Σκρατά"! Τα δυσώδη πόδια του Εστραγκόν και το -επίσης δυσώδες- στόμα του Βλαδίμηρου του ποιητή από το "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Μπέκετ!
Οι νέοι συγγραφείς (όχι όλοι) πέρδονται ασυστόλως στα μούτρα μας!Η δε σκατίλα τους είναι αγορασμένη! Σκέτη πόζα!
Οι κριτικοί με τις βουλωμένες μύτες δεν έχουν το θάρρος να φωνάξουν πως τα περισσότερα βιβλία δεν είναι "σκρατά" αλλά σκάρτα!

ΤΑ ΣΕΒΗ ΜΑΣ!

ΣΠΥΡΟΣ ΠΑΥΛΟΥ είπε...

@lapsus digiti
Γνωρίζω τα διηγήματα του Χάκκα και του Ιωάννου. Ο Ιωάννου στο διήγημά του "Τα κελιά" υποστηρίζει ότι ένας φίλος του στο καμπινέ μπόρεσε να καταλάβει καλά την "Κριτική του Καθαρού Λόγου" του Καντ. Άλλοι φίλοι του εκεί έχουν γράψει τα καλύτερά τους ποιήματα και ότι πολλές μεγάλες αποφάσεις σπουδαίων ανθρώπων έχουν παρθεί εκεί μέσα. Εγώ δεν αμφιβάλω καθόλου για την μαρτυρία του.
Ελπίζω κάποτε να καταθέσω κι εγώ την μαρτυρία μου, γι'αυτό που τραβώ στα αποχωρητήρια των ξενοδοχείων, για να συμπληρώσω από μια άλλη πλευρά, την αρνητική εννοώ,τις δυσκολίες του εγχειρήματος.
Πιστεύω ότι θα υπάρξουν κι άλλοι που θα σπεύσουν να πλουτίσουν το ενδιαφέρον αυτό θέμα
Τα σέβη μου!